ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 2 ΑΑΔ 52
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 5/99
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών
Μεταξύ
:1. EUROHOUSE FINANCE LTD., εκ Λεμεσού,
2. ΘΩΜΑ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, εκ Λεμεσού,
Κατηγορουμένων-Αιτητών
- και -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Κατηγορούσας Αρχής-Καθ' ου η Αίτηση
------------------------
24 Ιανουαρίου, 2000
Για τους Αιτητές: Π. Δημητριάδης.
Για τον Καθ' ου η Αίτηση: Ε. Ζαχαριάδου (κα), Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
------------------------
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Στις 3 Νοεμβρίου, 1999, οι αιτητές, συγκατηγορούμενοι σε ποινική υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, παραδέχτηκαν ενοχή σε 30 κατηγορίες για την είσπραξη τόκου μεγαλύτερου του προβλεπόμενου από τον περί Τόκου Νόμο του 1977, (Ν. 2/77). Επιβλήθηκε στην αιτήτρια 1 - (Eurohouse Finance Ltd.) - £125,00 πρόστιμο σε κάθε κατηγορία και στον αιτητή 2 - (Θωμά Καλογήρου) - £75,00 σε κάθε κατηγορία. Εναντίον της απόφασης δεν ασκήθηκε έφεση μέσα στην προβλεπόμενη από τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, ΚΕΦ. 155, προθεσμία των δέκα ημερών - (βλ. ΄Αρθρο 133(2) του ΚΕΦ. 155 και ΄Αρθρο 31 του ΚΕΦ. 1).
Στις 25 Νοεμβρίου, 1999, υποβλήθηκε η παρούσα αίτηση, προς παράταση του χρόνου για την υποβολή έφεσης. Η αίτηση θεμελιώνεται στις διατάξεις του ΄Αρθρου 134 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, το οποίο παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να παρατείνει το χρόνο υποβολής έφεσης, εφόσον εμφαίνεται προς τούτο καλός λόγος. Ως μόνο δικαιολογητικό, παρέχεται η ασθένεια του δικηγόρου των αιτητών μεταξύ 13ης και 16ης Νοεμβρίου, 1999, και η συνακόλουθη αδυναμία του να ασκήσει, μέσα στην περίοδο εκείνη, τα καθήκοντά του. έτσι παρήλθε η τελευταία ημέρα υποβολής έφεσης, που ήταν, όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση στην οποία εκτίθενται τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η αίτηση, η 15η Νοεμβρίου, 1999.
Ο καθ' ου η αίτηση ενίσταται στο αίτημα, προβάλλεται ως αιτιολογικό ότι δεν αποκαλύπτεται καλός λόγος προς παράταση του χρόνου υποβολής έφεσης, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη στοιχειοθέτηση ικανού λόγου για το σκοπό αυτό.
Οι δικηγόροι και των δύο μερών έκαμαν αναφορά στη νομολογία, διαφωτιστική ως προς τα κριτήρια που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να παρατείνει το χρόνο άσκησης έφεσης, βάσει του ΄Αρθρου 134 του ΚΕΦ. 155
.Η νομολογία συγκλίνει ότι η παράταση του χρόνου για την υποβολή έφεσης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο μπορεί να παρασχεθεί μόνο εφόσον καταδειχθεί καλός λόγος, τέτοιος που να αντισταθμίζει το τελέσφορο των δικαστικών αποφάσεων, συνυφασμένο με την τελεσιδικία - (βλ.
The Attorney-General of the Republic v. Petros Demetriou Hji Constanti (1968) 2 C.L.R. 113. Nicos A. Felekkis v. The Police (1968) 2 C.L.R. 151. Α/φοί Λαμπριανίδη ν. Συμβ. Βελτ. Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 374. Λάππας ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 228. Menwer (1990) 2 C.L.R. 245. Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 57. Komurgu & Another v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 83. Χ" Λούκα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 294. Ford κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 85. Ηλιάδη ν. Δήμου Λάρνακας (1996) 2 Α.Α.Δ. 236. Φυτούλλα Ιωάννου, Ποινική Αίτηση 1/97, 12/11/97).Η δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση, επικαλούμενη τις αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, παρέπεμψε, κατ' αρχήν, στην
Attorney-General of the Republic v. Petros Demetriou HjiConstanti, (ανωτέρω), όπου υπογραμμίζεται ότι η προθεσμία, η οποία τάσσεται για την υποβολή έφεσης, δεν είναι θέμα τύπου αλλά ουσίας. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου δε συναρτάται μόνο με τα συμφέροντα των άμεσα ενδιαφερομένων, αλλά και με το δημόσιο συμφέρον στη διασφάλιση της οριστικότητας των δικαστικών αποφάσεων. Υπέβαλε ότι η αδυναμία των αιτητών να ασκήσουν έφεση μέσα στην καθοριζόμενη προθεσμία πρέπει να συντρέχει καθ' όλο το διάστημα των δέκα ημερών αλλά και κατά το χρόνο που διαρρέει μέχρι την υποβολή της αίτησης για παράταση. (Ιδιαίτερη αναφορά, επί του προκειμένου, έγινε στις αποφάσεις Nicos A. Felekkis v. The Police, (ανωτέρω), και Α/φοί Λαμπριανίδη ν. Συμβ. Βελτ. Γερίου, (ανωτέρω).)Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αδυναμία δικηγόρου να ασκήσει τα καθήκοντά του, λόγω ασθένειας, μπορεί να αποτελέσει βάσιμο λόγο για την παράταση του χρόνου προς υποβολή έφεσης. Αυτό αναγνωρίζεται ευθέως στην Ηλιάδη ν. Δήμου Λάρνακας, (ανωτέρω), στην οποία έκαμε ιδιαίτερη αναφορά ο δικηγόρος των αιτητών. Διαφαίνεται από τα γεγονότα, που επέδρασαν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της παράτασης του χρόνου, σ' εκείνη την υπόθεση, ότι η αδυναμία του δικηγόρου προς άσκηση των καθηκόντων του επεκτεινόταν κατά το πλείστο, αν όχι στο σύνολο, του κρίσιμου χρόνου για την υποβολή της έφεσης. Και στην Ηλιάδη ν. Δήμου Λάρνακας επαναβεβαιώνονται οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, αλληλένδετες με το εξαιρετικό του μέτρου και την ανάγκη αυστηρής δικαιολόγησης της παράλειψης άσκησης έφεσης για όσο αυτή διαρκεί.
΄Οχι μόνο αδυναμία, οφειλόμενη σε ασθένεια του δικηγόρου, αλλά και σφάλμα του δικηγόρου θα μπορούσε να θεμελιώσει αίτηση για παράταση, νοουμένου ότι καταφαίνεται ότι η αδυναμία ή το σφάλμα επέδρασε ουσιωδώς, καθ' όλη τη διάρκεια του κρίσιμου χρόνου, ως παράγοντας ανασταλτικός της άσκησης έφεσης. Η παράλειψη πρέπει να αιτιολογείται τόσο σε σχέση με το χρόνο που αφορά την προθεσμία για την άσκηση έφεσης όσο και με το κενό που μεσολαβεί μεταξύ της εκπνοής του και της υποβολής του αιτήματος για την παράτασή του.
Στην Ηλιάδη ν. Δήμου Λάρνακας, η μαρτυρία κατέδειξε ότι οδηγίες για την άσκηση έφεσης δόθηκαν από τον κατηγορούμενο ευθύς μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης.
Στην προκείμενη περίπτωση, η μόνη μαρτυρία, η οποία έχει προσαχθεί προς αιτιολόγηση του αιτήματος, αφορά την αδυναμία του δικηγόρου των αιτητών να ασκήσει τα καθήκοντά του μεταξύ της 13ης και της 16ης Νοεμβρίου, 1999, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται. Δε γίνεται μνεία στην ένορκη δήλωση, που υποστηρίζει την αίτηση, πότε δόθηκαν οδηγίες για την άσκηση έφεσης ούτε οποιαδήποτε επεξήγηση για τη μη υποβολή της μέχρι τις 15 Νοεμβρίου, ούτε για την παράλειψη υποβολής αιτήματος για παράταση του χρόνου μεταξύ 16 και 25 Νοεμβρίου, 1999. Υπό το φως αυτών των διαπιστώσεων, και καθοδηγούμενοι από τις αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας, όπως τις έχουμε εκθέσει, κρίνουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί καλός λόγος προς παράταση του χρόνου για την υποβολή της έφεσης.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΠ