ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 304
8 Iουνίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧATZHΧΑΜΠΗΣ Δ/στές]
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΛΟΪΖΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6710)
Διάταγμα προσωποκράτησης — Έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης — Εύρημα επηρεασμού μαρτύρων και συγκεκριμένα της συζύγου του εφεσείοντα — Ακύρωση του διατάγματος κατ' έφεση λόγω (α) αντιφατικότητας στην αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης, (β) κατάληξης σε θετικό εύρημα ότι πράγματι έγινε προσπάθεια επηρεασμού μαρτύρων, (γ) αμφιβολίας ως προς το κατά πόσο η σύζυγος του εφεσείοντα είναι ικανή και εξαναγκάσιμη μάρτυρας κατά του συζύγου της και (δ) άνισης μεταχείρισης με συγκατηγορούμενο του.
Διάταγμα προσωποκράτησης — Η υπόθεση της Κατηγορίας πρέπει να αποδεικνύεται αυτοδύναμα από υλικό που η ίδια θέτει για αξιολόγηση από το Δικαστήριο.
Διάταγμα προσωποκράτησης — Επηρεασμός μαρτύρων — Το κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεαστούν μάρτυρες.
Αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών — Εφαρμόζεται και στην περίπτωση των υποδίκων.
Ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του Λ. Λοίζου, που είναι αδελφός του, αντιμετώπιζαν μαζί με άλλα πρόσωπα κατηγορίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου για διάρρηξη αποθήκης και κλοπή. Ο εφεσείων αντιμετώπιζε επίσης κατηγορία για απόσπαση χρημάτων (£540) με ψευδείς παραστάσεις. Η δίκη αναβλήθηκε επανειλημμένα για να οριστεί τελικά στις 10 του τρέχοντος μήνα. Ο εφεσείων και οι άλλοι υπόδικοι αφέθηκαν ελεύθεροι υπό όρους μέχρι τη δίκη τους.
Στις 27.4.99 η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε την προφυλάκιση του εφεσείοντα και του αδελφού του με τον ισχυρισμό του επηρεασμού μαρτύρων και συγκεκριμένα της συζύγου του εφεσείοντα και της κόρης του. Το διάταγμα προσωποκράτησης εκδόθηκε μόνο αναφορικά με τον εφεσείοντα.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση και υποστήριξε ότι:
1) Το αιτιολογικό έρεισμα της απόφασης έπασχε λόγω αντιφατικότητας.
2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ανεπίτρεπτα σε θετικό εύρημα ότι έγινε πράγματι προσπάθεια επηρεασμού μαρτύρων.
3) Δεν ανέκυπτε θέμα επηρεασμού μάρτυρα, όπως η σύζυγος, που δεν μπορεί στην πραγματικότητα να κλητευθεί και να καταθέσει κατά του συζύγου της.
4) Άνιση μεταχείριση του εφεσείοντα έναντι του συγκατηγορουμένου του ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος παρόλο που και οι δύο ήταν ουσιαστικά στην ίδια μοίρα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αντιφατικότητα, που προκύπτει καθαρά από την εκκαλούμενη απόφαση, είναι καταλυτική του αιτιολογικού ερείσματος της απόφασης.
2. Το Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη στο στάδιο εξέτασης αιτήματος για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης σε θετικό εύρημα αναφορικά με τον επηρεασμό μαρτύρων.
3. Η μαρτυρία της συζύγου του εφεσείοντα, στην οποία το Δικαστήριο, όπως προκύπτει καθαρά από την απόφασή του, έδωσε αποφασιστική βαρύτητα, έστω και αν προερχόταν από τον εφεσείοντα, είναι αμφίβολο αν ήταν παραδεκτή. Η υπόθεση της Κατηγορίας πρέπει να αποδεικνύεται αυτοδύναμα από το υλικό που η ίδια θέτει για αξιολόγηση από το Δικαστήριο. Χωρίς να στηρίζεται σε στοιχεία που αναμένει να θέσει η άλλη πλευρά ενώπιον του.
4. Η άνιση μεταχείριση συνιστά ένα πρόσθετο πλήγμα στο κύρος της απόφασης.
Η έφεση επιτράπηκε. Το επίδικο διάταγμα ακυρώθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κωνσταντινίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109,
Κακουρή κ.ά. v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 391.
Έφεση εναντίον Διατάγματος Προσωποκράτησης.
Έφεση από τον Aιμίλιο Λοΐζου κατά του διατάγματος προσωποκράτησής του, το οποίο εκδόθηκε από το Kακουργιοδικείο Λευκωσίας (Aρέστης, A.E.Δ.) στις 6 Mαΐου 1999, επειδή αυτός και ο συγκατηγορούμενός του προσπάθησαν να επηρεάσουν μάρτυρες που κλήθηκαν να καταθέσουν στην επικείμενη δίκη τους.
Μ. Σταματάρης, για τον Eφεσείοντα.
Ελ. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων συγκατηγορείται, με άλλα πρόσωπα, για διάρρηξη αποθήκης και κλοπή από αυτή. Αντιμετωπίζει επίσης, ως ο μόνος αυτουργός, κατηγορία για απόσπαση χρηματικού ποσού (£540) με ψευδείς παραστάσεις όπως και κλεπταποδοχή. Οι συγκατηγορούμενοι του βαρύνονται με κατηγορίες για διάπραξη ομοειδών αδικημάτων σε κατηγορητήριο αποτελούμενο από 14 συνολικά κατηγορίες. Η υπόθεση είχε αχθεί ενώπιον Μόνιμου Κακουργιοδικείου από τον περασμένο Σεπτέμβριο. Η δίκη αναβλήθηκε όμως επανειλημμένα για να οριστεί τελικά στις 10 του τρέχοντος μήνα. Ο εφεσείων, όπως και οι άλλοι υπόδικοι, αφέθηκαν ελεύθεροι υπό όρους μέχρι τη δίκη τους.
Ωστόσο στις 27/4/99, η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε, με γραπτή αίτηση της, την προφυλάκιση του εφεσείοντα και του συγκατηγορούμενου του Λ. Λοϊζου, που είναι αδελφός του, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι οι δύο τους προσπάθησαν να επηρεάσουν μάρτυρες που κλήθηκαν να καταθέσουν στην επικείμενη δίκη τους. Συγκεκριμένα τη σύζυγο του εφεσείοντα και την κόρη τους. Το Κακουργιοδικείο, αφού άκουσε μαρτυρία και από τις δύο πλευρές, δέχθηκε την αίτηση αναφορικά με τον εφεσείοντα και διέταξε την κράτηση του μέχρι τη δίκη του. Ο αδελφός του αφέθηκε ελεύθερος γιατί, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο "η πιθανότητα ο κατηγορούμενος 5 να είχε επηρεάσει ή να μπορεί να επηρεάσει τις δύο γυναίκες ήταν αδύνατη και απομακρυσμένη ........"
Το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε στην απόφαση του από τις υποθέσεις Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 109 και Κακουρή και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1997) 2 A.A.Δ. 391, σύμφωνα με τις οποίες η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων είναι ικανοποιητική αιτία, αφεαυτής, για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης υποδίκων. Παρατηρούμε ότι χωρίς την προϋπόθεση αυτή, το ανεπηρέαστο δηλαδή των μαρτύρων, χάνει η απονομή της δικαιοσύνης το νόημα και την αποτελεσματικότητα της.
Η σχετική μαρτυρία προήλθε από αστυνομικούς μάρτυρες, ουσιαστικά από τον ανακριτή της υπόθεσης, που αναφέρθηκε στην ένορκη μαρτυρία του σε καταγγελία που υπέβαλαν οι δύο γυναίκες ότι ο εφεσείων και ο αδελφός του απείλησαν να τις σκοτώσουν αν κατέθεταν στη δίκη εναντίον τους. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δε θεώρησε το στοιχείο αυτό αρκετό. Τονίζει με έμφαση η απόφαση:
"Έχουμε ενώπιον μας τη μαρτυρία των δύο αστυνομικών οι οποίοι κατέθεσαν ότι οι δύο κατηγορούμενοι προσπάθησαν να επηρεάσουν τη σύζυγο και την κόρη του κατηγορουμένου 3. Πρέπει να επισημάνουμε ότι οι καταθέσεις των δύο γυναικών δεν έχουν τεθεί ενώπιον μας και δεν μας δόθηκαν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες όσον αφορά τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο οι δύο κατηγορούμενοι ενήργησαν με τον τρόπο που οι δύο γυναίκες ισχυρίζονται."
Παρολαυτά προχωρεί η απόφαση, κατά τρόπον αντινομικό, να διαπιστώσει με θετικότητα ότι έγινε πράγματι προσπάθεια επηρεασμού των μαρτύρων. Συνεχίζει η απόφαση από το παραπάνω σημείο:
"Αυτό σε συνδυασμό με το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι μεταξύ κατηγορουμένου 3 και της συζύγου του υπάρχουν μεγάλες διαφορές είχε επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την εκτίμηση μας ότι οι κατηγορούμενοι όντως προσπάθησαν να επηρεάσουν τις δύο γυναίκες. Ο επηρεασμός μας μάλιστα αυτός ενισχύθηκε από τα όσα οι μάρτυρες Παναγιώτης Βασιλείου και Σοφία Λοϊζου κατέθεσαν ενώπιον μας, ότι δηλαδή η σύζυγος του κατηγορουμένου 3 αποδέχθηκε μετά την καταγγελία της να συζητήσει το θέμα απόσυρσης του παραπόνου της εναντίον των κατηγορουμένων. Εάν τα γεγονότα ήσαν μόνο αυτά ενώπιον μας ίσως να μην είχαμε κάμει δεκτή καθόλου την αίτηση της Κατηγορούσας Αρχής για τροποποίηση του υφιστάμενου διατάγματος του Δικαστηρίου."
Η αντιφατικότητα που επισημάναμε είναι καταλυτική του αιτιολογικού ερείσματος της απόφασης. Πέραν τούτου, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε, ανεπίτρεπτα, σε θετικό συμπέρασμα ότι έγινε πράγματι προσπάθεια επηρεασμού των μαρτύρων (βλ. την υπογράμμιση μας στο κείμενο της απόφασης που προηγήθηκε). Όπως υποδείξαμε στην Κακουρή, ανωτέρω, "................το κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεαστούν μάρτυρες. Το δικαστήριο δέχθηκε πως ήταν υπαρκτοί." Η οποιαδήποτε μαρτυρία, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να διαπιστωθεί η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου. Αυτό θα ήταν αρκετό. Το δικαστήριο σε εκείνο το στάδιο δεν προβαίνει, για ευνόητους λόγους, σε θετικό εύρημα αναφορικά με τον επηρεασμό μαρτύρων.
Η εκκαλούμενη απόφαση είναι τρωτή και για άλλο λόγο. Κατά το άρθρ. 14(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, η σύζυγος δεν είναι ικανή μάρτυρας κατά του συζύγου σε αυτής της φύσεως τα αδικήματα. Ούτε είναι εξαναγκάσιμη μάρτυρας. Όμως λογικά δεν ανακύπτει θέμα επηρεασμού μάρτυρα, όπως η σύζυγος, που δεν μπορεί στην πραγματικότητα να κλητευθεί να καταθέσει. Υπάρχει βεβαίως και η καταγγελία της θυγατέρας του ζεύγους. Όμως το θέμα που επισημάναμε δεν απασχόλησε καθόλου το πρωτόδικο δικαστήριο. Οι επιπτώσεις στην εγκυρότητα του διατάγματος είναι άμεσες.
Ας σημειωθεί ότι το ζεύγος ζούσε σε διάσταση παρόλο που συγκατοικούσε. Η σύζυγος κατέφυγε στο Οικογενειακό Δικαστήριο καταθέτοντας διάφορες αιτήσεις για τις διαφορές της με τον εφεσείοντα. Ο εφεσείων, καταθέτοντας ενόρκως, τις παρουσίασε σαν τεκμήριο μαζί με τις ένορκες δηλώσεις της συζύγου του που τις συνόδευαν. Στόχος του ήταν να αποδείξει ότι σ' αυτές η σύζυγος του δεν αναφέρεται καθόλου σε απειλές κατά της ζωής της. Αυτό θα ήταν λογικά αναμενόμενο αν η κατηγορία της ήταν βάσιμη. Το ιστορικό βίας εναντίον της, που αναφέρει στις ένορκες δηλώσεις της η σύζυγος, αποτέλεσε το βασικό μαρτυρικό υλικό που έπεισε το δικαστήριο να εκδώσει το διάταγμα. Διατηρούμε αμφιβολίες αν ήταν παραδεκτή η μαρτυρία αυτή, στην οποία το δικαστήριο, όπως προκύπτει καθαρά από την απόφαση του, έδωσε αποφαστική βαρύτητα έστω και αν προερχόταν από τον εφεσείοντα. Η υπόθεση της Κατηγορίας πρέπει να αποδεικνύεται αυτοδύναμα από το υλικό που η ίδια θέτει για αξιολόγηση από το δικαστήριο. Χωρίς να στηρίζεται σε στοιχεία που αναμένει να θέσει η άλλη πλευρά ενώπιον του.
Το τελευταίο μας σχόλιο αφορά τη μεταχείριση της οποίας έτυχε ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα. Αφέθηκε ελεύθερος παρόλο που και οι δύο ήταν ουσιαστικά στην ίδια μοίρα. Αυτό αποτελεί ένα πρόσθετο πλήγμα στο κύρος της απόφασης.
Για τους λόγους αυτούς το επίδικο διάταγμα ακυρώνεται. Ισχύουν όμως οι όροι που επέβαλε αρχικά το Κακουργιοδικείο για να εξασφαλισθεί η προσέλευση του εφεσείοντα στο δικαστήριο κατά τη δίκη.
H έφεση επιτρέπεται. Tο επίδικο διάταγμα ακυρώνεται.