ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 278
1 Iουνίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΣΑΒΒΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ (AΡ. 2),
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6433)
Ποινή — Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση των Άρθρων 305(Α)(1)(2), 26 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Αίτημα για αναστολή επιφυλαχθείσας απόφασης για επιβολή της ποινής και απαλλαγή του κατηγορουμένου στηριζόμενο στον περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικό αρ.2) Νόμο του 1999 (N.37(1)/99) και στο Άρθρο 79 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 — Κρίθηκε ότι οι εν λόγω νομοθετικές διατάξεις δεν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση.
Ο εφεσίβλητος αθωώθηκε σε δύο κατηγορίες για τη διάπραξη αδικημάτων έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρυσμα. Ο κατήγορος καταχώρησε έφεση η οποία έγινε αποδεκτή και η αθωωτική απόφαση αντικαταστάθηκε με καταδικαστική. Δόθηκαν οδηγίες να παρουσιασθεί ο εφεσίβλητος ενώπιον του Εφετείου στις 15.3.99 για να εξετασθεί το θέμα της ποινής που θα του επιβαλλόταν. Ο εφεσίβλητος ζήτησε αναβολή για να του δοθεί χρόνος να αποζημιώσει τον κατήγορο-εφεσείοντα και η υπόθεση ορίσθηκε στις 20.4.99. Την ημέρα εκείνη πάλι ζητήθηκε αναβολή για λόγους ασθένειας και η υπόθεση ορίσθηκε στις 17.5.99.
Την πιο πάνω ημερομηνία, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου, επικαλούμενος το Άρθρο 79 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, εισηγήθηκε την αναστολή επιβολής ποινής και κατ' ακολουθία την απαλλαγή του από τις κατηγορίες, στις οποίες βρέθηκε ένοχος από το Εφετείο. Τα γεγονότα που οδήγησαν στην πιο πάνω εισήγηση, ήταν η θέσπιση στις 30.4.99 του περί Ποινικού Κώδικα (Τροπ.) (αριθμός 2) Νόμου του 1999 (N.37(1)/99) ο οποίος με το Άρθρο 2 τροποποίησε το Άρθρο 305Α του βασικού Νόμου, με την προσθήκη στο τέλος του ακόλουθου νέου εδαφίου.
«(4) Επίσης το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις έκδοσης επιταγής, όταν αυτή εκδίδεται προς εξόφληση χρέους που σχετίζεται με ανήθικη ή παράνομη συναλλαγή».
Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του ιδίου Νόμου, η πιο πάνω διάταξη εφαρμόζεται σε εκκρεμή διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου σ' οποιοδήποτε στάδιο βρίσκεται. Ο συνήγορος του εφεσείοντα ζήτησε την ακύρωση της καταδίκης του εφεσείοντα, επικαλούμενος τις εν λόγω νομοθετικές διατάξεις.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο Νόμος 37(1)/99 δεν εφαρμόζεται εδώ. Δεν υπάρχει ενώπιον του Εφετείου οποιαδήποτε εκκρεμής διαδικασία που να αφορά την κρίση της αθωώτητας ή της ενοχής του κατηγορουμένου, του νυν εφεσίβλητου. Η εκκρεμοδικία γι' αυτή την πτυχή της υπόθεσης έληξε με την απόφαση του Εφετείου που δόθηκε στις 8.3.99. Το ζήτημα που παραμένει είναι αυτό της ποινής και το πιο πάνω νομοθέτημα δεν αφορά σε τέτοιο θέμα.
2. Ούτε το Άρθρο 79, στο οποίο βάσισε την εισήγηση του ο συνήγορος για αναστολή της απόφασης και απαλλαγής του εφεσίβλητου, επίσης δεν εφαρμόζεται, όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς από το λεκτικό του.
Οι διατάξεις του Άρθρου 79, που ουδέποτε σχεδόν εφαρμόστηκαν στην πράξη, έχουν ουσιαστικά καταστεί ανενεργείς, ενόψει της διεύρυνσης των εξουσιών του Δικαστηρίου με την εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων, αλλά και προς την ορθή και ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης.
3. Το Δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει το θέμα της αρμόζουσας ποινής αφού ακούσει τις θέσεις των συνηγόρων, περιλαμβανομένης και οποιασδήποτε αναφοράς τους στις επιπτώσεις που δυνατό να έχει στην ποινή ο επίμαχος τροποποιητικός Νόμος.
Tο αίτημα απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Νεοφύτου v. Κυριακίδη (Aρ.1) (1999) 2 A.A.Δ. 102,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Aρ. 4) (1994) 3 Α.Α.Δ. 167,
Αθηνής v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 71,
Γεωργιάδης (1995) 1 Α.Α.Δ. 893,
Peppis Co. Ltd. κ.ά. v. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1999) 2 A.A.Δ. 272.
Aίτημα.
Aίτημα με το οποίο ο δικηγόρος του εφεσίβλητου ζητά αναστολή επιβολής ποινής και απαλλαγή του εφεσίβλητου από τις κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε ένοχος από το Eφετείο.
Π. Aγγελίδης, για τον Eφεσείοντα.
E. Πουργουρίδης, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε δυο κατηγορίες για διάπραξη αδικημάτων έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση των άρθρων 305(Α) (1) (2), 26 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, και αθωώθηκε. Ο κατήγορος καταχώρισε έφεση κατά της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης και το Δικαστήριο, με την παρούσα σύνθεση, αποδεχόμενο την έφεση αντικατέστησε την αθωωτική απόφαση με καταδικαστική. (Δες: Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Aρ. 1) (1999) 2 A.A.Δ. 102. Μετά την έκδοση της απόφασης, δώσαμε οδηγίες να κλητευθεί ο εφεσίβλητος να παρουσιασθεί ενώπιον μας στις 15.3.99, για να εξετασθεί το ζήτημα της ποινής που θα του επιβαλλόταν. Τούτο έγινε γιατί κατά τη διάρκεια της έφεσης, καθώς είχε δικαίωμα,δεν ήταν παρών. Στις 15.3.99 ο εφεσίβλητος ήταν ενώπιον μας. Ο δικηγόρος του ζήτησε να αναβληθεί η εξέταση του θέματος της ποινής, ώστε να του δοθεί χρόνος για να αποζημιώσει τον κατήγορο-εφεσείοντα, στοιχείο που θα λαμβανόταν υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας στην επιμέτρηση της ποινής. Δεχθήκαμε το αίτημα. Δώσαμε μάλιστα και περισσότερο χρόνο απ' αυτόν που ζήτησε ο εφεσίβλητος, έτσι που να έχει μεγαλύτερη άνεση να εκπληρώσει την υποχρέωση του. Η υπόθεση ορίστηκε στις 20.4.99, αλλά ο ο εφεσίβλητος δεν παρουσιάστηκε ενώπιον μας. Ο δικηγόρος του, κ. Ε. Πουργουρίδης, μας ανέφερε πως μόλις την προηγούμενη μέρα είχε εισαχθεί σε ιδιωτική κλινική με οσφυαλγία, και ο γιατρός του σύστησε τρεις βδομάδες ανάπαυση. Υπέβαλε αίτημα αναβολής της υπόθεσης, λόγω της ασθένειας του εφεσίβλητου, διαβεβαιώνοντας ταυτόχρονα πως στο μεταξύ θα συνεχιζόταν η προσπάθεια του να εξεύρει χρήματα για να πληρώσει τον εφεσείοντα. Η υπόθεση ορίστηκε στις 17.5.99.
Κατά την έναρξη της διαδικασίας, την πιο πάνω ημερομηνία ο δικηγόρος του εφεσίβλητου, επικαλούμενος το άρθρο 79 της Ποινικής Δικονομίας Κεφ.155, εισηγήθηκε την αναστολή επιβολής ποινής, και κατ' ακολουθία την απαλλαγή του από τις κατηγορίες, στις οποίες βρέθηκε ένοχος από το Εφετείο μας.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην πιο πάνω εισήγηση, όπως μας τα ανέφερε ο συνήγορος του εφεσίβλητου είναι τα εξής: Στις 30.4.99 θεσπίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικός) (αριθμός 2) Νόμος του 1999, 37(1)/99, ο οποίος με το άρθρο 2 τροποποίησε το άρθρο 305Α του βασικού Νόμου, με την προσθήκη στο τέλος του ακόλουθου νέου εδαφίου.
«(4) Επίσης το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις έκδοσης επιταγής, όταν αυτή εκδίδεται προς εξόφληση χρέους που σχετίζεται με ανήθικη ή παράνομη συναλλαγή».
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου:
«3. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου τυγχάνουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε εκκρεμή διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου σ' οποιοδήποτε στάδιο βρίσκεται.»
Ο κ. Ε. Πουργουρίδης μας έδωσε επίσης και την αιτιολογική έκθεση των βουλευτών, οι οποίοι πρότειναν την πιο πάνω τροποποίηση, την οποία και αντιγράφουμε:
«Σκοπός του νόμου που προτείνεται είναι η τροποποίηση των διατάξεων του ποινικού κώδικα που αναφέρονται στο αδίκημα της έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα, έτσι ώστε να μην αποτελεί ποινικό αδίκημα η έκδοση επιταγής για εξόφληση χρέους που σχετίζεται με ανήθικη ή παράνομη συναλλαγή.
Αφορμή για την τροποποίηση αυτή δόθηκε ύστερα από σχετική πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ποινική Έφεση αρ.6433) με βάση την οποία η υπό τροποποίηση σχετική διάταξη ερμηνεύτηκε διαφορετικά από την πρόθεση που είχε ο νομοθέτης.»
Ο κ. Πουργουρίδης, στη συνέχεια της αγόρευσης του, εξέφρασε τις δικές του απόψεις αναφορικά με το συγκριτικό εύρος των εξουσιών των δύο από τις τρεις λειτουργίες του κράτους, της νομοθετικής και δικαστικής. Συνοψίζοντας την τελική του εισήγηση, διατείνεται πως η Βουλή, με την τροποποίηση που επέφερε στο Νόμο, μετέβαλε το νομικό καθεστώς, βάσει του οποίου κρίθηκε από το Εφετείο μας η υπόθεση στην απόφαση που εξέδωσε στις 8.3.99 ενόψει του γεγονότος πως δίδεται αναδρομική ισχύς στο νομοθέτημα. Επομένως, υποστηρίζει ο συνήγορος, η καταδίκη του εφεσίβλητου πρέπει να ακυρωθεί.
Δεν θα μας απασχολήσει η προσωπική θεωρία του συνήγορου του εφεσίβλητου, όπως την ανέπτυξε ενώπιον μας, για την υπερίσχυση δυνάμεως της νομοθετικής έναντι της δικαστικής λειτουργίας της Πολιτείας, γιατί τούτο θα αποτελούσε ανώφελη συζήτηση. Ηγέρθη βεβαίως ζήτημα αντισυνταγματικότητας του πιο πάνω τροποποιητικού Νόμου, από το δικηγόρο του εφεσείοντα κ.Π.Αγγελίδη, ο οποίος εξέφρασε ενώπιον μας την έντονη διαμαρτυρία του για το γεγονός πως η Βουλή των Αντιπροσώπων, με αφορμή συγκεκριμένη υπόθεση που εκδικάστηκε από το Εφετείο μας, η οποία μάλιστα και μνημονεύεται στην αιτιολογική έκθεση των βουλευτών που πρότειναν το νομοθέτημα, τροποποίησε το Νόμο με σαφές μήνυμα προς τους πολίτες πως η Βουλή θέσπισε νομοθεσία στην οποία φωτογραφίζεται ο συγκεκριμένος εφεσίβλητος, και με διατάξεις ευνοϊκές γι' αυτόν. Τούτο αποτελεί, κατά το συνήγορο, κατάφωρη επέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης.
Εμείς θα ακολουθήσουμε αυστηρά τη νομική προσέγγιση του ζητήματος, σεβόμενοι το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων, όπως αυτές παρέχονται και οριοθετούνται από το Σύνταγμα, τον υπέρτατο νόμο της πολιτείας. Επί του προκειμένου έχω εκφράσει τις ακόλουθες σκέψεις, όπως διατυπώνονται στην Αναφορά αρ.5/93 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Aρ.4) (1994) 3 Α.Α.Δ. 167.
«Η απονομή της δικαιοσύνης από τα Δικαστήρια γίνεται μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας που τους παρέχουν το Σύνταγμα και οι Νόμοι της Πολιτείας. Η δικαιοδοσία μας προεκτείνεται μέχρι των συνόρων που καθορίζονται από το Σύνταγμα και τους Νόμους και πέραν από αυτά μετατρέπεται σε σεβασμό των ορίων δικαιοδοσίας των άλλων δύο φορέων εξουσίας στην Πολιτεία, της Νομοθετικής και Εκτελεστικής. Έχω τη γνώμη πως η επίδειξη υπέρμετρου ζήλου στη διαφύλαξη της δικαιοδοσίας των άλλων φορέων εξουσίας, παρά των ιδικών μας, βοηθά στην προσπάθεια εμπέδωσης της ευνομούμενης πολιτείας.» σελ.189.
Τα Δικαστήρια μας έχουν δώσει, με τη νομολογία τους, πολλά παραδείγματα εφαρμογής της αρχής αυτής από τη Δικαιοσύνη. Ένα από αυτά είναι και η νομολογιακή αρχή στην οποία και στηρίζεται η απόφαση μας, να μη εξετάσουμε δηλαδή τη συνταγματικότητα του επίμαχου νομοθετήματος, γιατί τούτο δεν είναι απαραίτητο για την επίλυση του ζητήματος που μας απασχολεί. (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 71 και Γεωργιάδης (1995) 1 Α.Α.Δ. 893).
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου μας είπε πως η έρευνα του τον οδήγησε στην κατάληξη πως η μόνη νομοθετική διάταξη, που μπορούσε να επικαλεστεί για να προωθήσει την εισήγηση του, είναι το άρθρο 79 της Ποινικής Δικονομίας, ενόψει μάλιστα του γεγονότος πως δεν παρέχεται εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να αναθεωρεί ή αναψηλαφίζει τις αποφάσεις του, κάτι που επίκειται να γίνει με σχετική νομοθεσία, όπως ο ίδιος έκρινε σκόπιμο να μας πληροφορήσει.
Ο Νόμος, Ν.37(1)/99, δεν έχει καμιά εφαρμογή εδώ. Δεν υπάρχει ενώπιον μας οποιαδήποτε εκκρεμής διαδικασία, που να αφορά στην κρίση της αθωώτητας ή της ενοχής κατηγορούμενου, του εφεσίβλητου ενώπιον μας. Η εκκρεμοδικία γι' αυτή την πτυχή της υπόθεσης έληξε με την απόφαση του Εφετείου, που δόθηκε στις 8.3.99. Το ζήτημα που παραμένει είναι μόνο αυτό της ποινής που θα επιβληθεί στον εφεσίβλητο, και το πιο πάνω νομοθέτημα δεν αφορά σε τέτοιο θέμα.
Ας προσθέσουμε όμως πως το άρθρο 79, στο οποίο βάσισε την εισήγηση του ο συνήγορος, για αναστολή δηλαδή της απόφασης και απαλλαγής του εφεσίβλητου, επίσης δεν εφαρμόζεται, όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς από το λεκτικό του, που έχει ως ακολούθως:
«79.-(1) O κατηγορούμενος δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την επιβολή ποινής, είτε στην ομολογία ενοχής του ή άλλως, να εισηγηθεί αναστολή της απόφασης για το λόγο ότι το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο, μετά από οποιαδήποτε μεταβολή την οποία το Δικαστήριο είναι πρόθυμο και έχει εξουσία να επιφέρει, δεν εκθέτει οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να δικάσει.
(2) Το Δικαστήριο δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, είτε να ακούσει και αποφασίσει το ζήτημα κατά τη διάρκεια της ίδιας συνεδρίασης, ή να αναβάλει την ακρόαση αυτού σε μελλοντικό χρόνο που θα οριστεί για τον εν λόγω σκοπό.
(3) Αν το Δικαστήριο αποφασίσει υπέρ του κατηγορούμενου, αυτός απαλλάσσεται από το κατηγορητήριο ή από το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο.»
Να παρατηρήσουμε πως, κατά τη γνώμη μας, οι πιο πάνω διατάξεις, που ουδέποτε σχεδόν εφαρμόστηκαν στην πράξη, έχουν ουσιαστικά καταστεί ανενεργείς, ενόψει της διεύρυνσης των εξουσιών των Δικαστηρίων μας με την εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων, αλλά και προς την ορθή και ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, στην πρόσφατη απόφαση μας Peppis Co. Ltd και Πεππής Χριστοφή ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1999) 2 A.A.Δ. 272, απαλλάξαμε κατ' έφεση τον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε παραδεχθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο την κατηγορία που αντιμετώπιζε, μετά που διαπιστώσαμε οι ίδιοι πως τα γεγονότα της υπόθεση δεν αποκάλυπταν τη διάπραξη από μέρους του οποιουδήποτε αδικήματος. Και τούτο μολονότι η έφεση στρεφόταν μόνο εναντίον της ποινής.
Απορρίπτουμε επομένως την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου. Το Δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει το ζήτημα της αρμόζουσας ποινής και προς τούτο θα ακούσει αυτά που έχουν να πουν οι συνήγοροι του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου, περιλαμβανόμενης και οποιασδήποτε αναφοράς τους στις επιπτώσεις που δυνατό να έχει στην ποινή ο επίμαχος τροποποιητικός Νόμος.
To αίτημα απορρίπτεται.