ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 272
20 Mαΐου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
PEPPIS COMPANY LTD,
(Eφεσείουσα στην Ποινική Έφεση Aρ. 6634)
KAI
ΠΕΠΠΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
(Eφεσείων στην Ποινική Έφεση Aρ. 6635)
v.
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,
Eφεσιβλήτου.
(Ποινικές Εφέσεις Aρ. 6634, 6635)
Ασφάλεια εργοδοτουμένων — Διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση των Άρθρων 2, 13(1) και 53(1) του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου 89(1)/1996, (ο Νόμος) και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα — Καταδίκη εφεσείουσας εταιρείας και εφεσείοντα διευθυντή της — Ο τελευταίος δεν ήταν εργοδότης εντός της εννοίας του Νόμου — Τα γεγονότα της κατηγορίας που παραδέχθηκε δεν αποκάλυπταν οποιοδήποτε αδίκημα — Ακύρωση της καταδίκης κατ' έφεση.
Ποινή — Ασφάλεια εργοδοτουμένων — Διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση των Άρθρων 2, 13(1) και 53(1) του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου 89(1)/96 και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα — Επιβολή ποινής προστίμου £800 στην εργοδότρια εταιρεία — Δεν κρίθηκε έκδηλα υπερβολική.
Ποινική Δικονομία — Έφεση μετά από ομολογία ενοχής — Άρθρο 135(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 — Όταν τα γεγονότα που εκτίθενται στο κατηγορητήριο δεν αποκαλύπτουν ποινικό αδίκημα.
Συνέργεια — Διευθυντής εταιρείας συγκατηγορήθηκε ως συνεργός με την εταιρεία στη διάπραξη αδικήματος κατά παράβαση του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου 89(1)/96 — Δεν μπορεί να είναι κάποιος συνεργός στο γεγονός πως ένας κατηγορούμενος έχει την ιδιότητα του εργοδότη.
Σύμφωνα με τις κατηγορίες, οι εφεσείοντες ως εργοδότες, που ανέλαβαν να ανοίξουν υπόγειους οχετούς ομβρίων υδάτων, παρέλειψαν να τοποθετήσουν στους χώρους διεξαγωγής της εργασίας καλύμματα ή κατάλληλα κιγκλιδώματα με σηματοδότη ώστε να προειδοποιούν για την ύπαρξη 10 ανοικτών φρεατίων, εκθέτοντας τους εργοδοτούμενους τους ή το κοινό σε κίνδυνο να τραυματιστούν πέφτοντας στο κενό.
Οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν τις κατηγορίες και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επέβαλε ποινή προστίμου £800 στον κάθε ένα από αυτούς. Εφεσίβαλαν την ποινή ως έκδηλα υπερβολική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι φανερό από την ιδιότητα των εφεσειόντων, όπως αυτή περιγράφεται στο κατηγορητήριο, πως εργοδότης είναι η εφεσείουσα εταιρεία, ενώ ο εφεσείων είναι διευθυντής της, και βεβαίως με αυτή την ιδιότητα δεν είναι εργοδότης.
2. Το Άρθρο 20 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 κακώς προστέθηκε στο κατηγορητήριο για να συμπεριλάβει και τον εφεσείοντα διευθυντή ως συνεργό. Και τούτο γιατί δεν μπορεί να είναι κάποιος συνεργός στο γεγονός πως ένας κατηγορούμενος έχει την ιδιότητα του εργοδότη. Ο Νόμος 89(1)/96 έχει ειδική διάταξη, τη διάταξη 7 του Άρθρου 53, που καλύπτει τα φυσικά πρόσωπα, όταν παραβιάζονται οι πρόνοιες του Νόμου από νομικά πρόσωπα.
3. Ο εφεσείων, διευθυντής της εργοδότριας εταιρείας, παραδέκτηκε κατηγορία στην οποία τα γεγονότα δεν αποκαλύπτουν οποιοδήποτε αδίκημα. Ως εκ τούτου η έφεση του επιτρέπεται και η καταδίκη του ακυρώνεται.
4. Η επιβληθείσα για την εφεσείουσα εταιρεία ποινή, δεν είναι έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση αρ. 6635 επιτράπηκε. Η έφεση αρ. 6634 απορρίφθηκε.
Per Curiam: Οι συντάκτες των κατηγορητηρίων ας είναι πιο προσεκτικοί. Δεν είναι ορθό να αναγράφεται στην κατηγορία γενικά και αόριστα τι έπραξαν οι κατηγορούμενοι.
Eφέσεις εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Eφέσεις εναντίον της καταδίκης και της ποινής από την Peppis Company Ltd και τον Πεππή Xριστοφή, οι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 9564/98) στις κατηγορίες ότι παρέλειψαν, ως εργοδότες, να διευθύνουν την επιχείρησή τους ή να διεξάγουν τις δραστηριότητες τους με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζουν καθόσον είναι ευλόγως εφικτό, και την ασφάλεια του κοινού ή των εργοδοτουμένων τους κατά παράβαση των Άρθρων 2, 13(1) και 53(1) του περί Aσφάλειας και Yγείας στην Eργασία Nόμου 89(1)/1996, καθώς και του Άρθρου 20 του Ποινικού Kώδικα και καταδικάστηκε ο κάθε κατηγορούμενους σε £800 πρόστιμο.
Αιμ. Λεμονάρης, για τους Eφεσείοντες.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα Peppis Co. Ltd (έφεση 6634) και ο εφεσείων διευθυντής της Πεππής Χριστοφή (έφεση 6635) ήσαν συγκατηγορούμενοι ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, όπου και παραδέκτηκαν τις ακόλουθες δυο κατηγορίες. (Τις αντιγράφουμε αυτούσιες γιατί έχει σημασία στην απόφαση μας που ακολουθεί):
«Πρώτη κατηγορία:
Παράλειψη κάθε εργοδότη να διευθύνουν την επιχείρηση τους, ή να διεξάγουν τις δραστηριότητες τους με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζουν καθόσον είναι ευλόγως εφικτό, ότι πρόσωπα που δεν εργοδοτούνταν από αυτούς, αλλά που μπορεί να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες του, δεν θα εκτίθενται σε κίνδυνο κατά παράβαση των άρθρων 2, 13(5) και 53(1) του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου 89(1) του 1996, καθώς και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.
Δεύτερη κατηγορία
Παράλειψη κάθε εργοδότη να διασφαλίζει καθόσον είναι ευλόγως εφικτό, την ασφάλεια στην εργασία όλων των εργοδοτουμένων του, κατά παράβαση των άρθρων 2, 13(1) και 53(1) του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου 89(1) του 1996, καθώς και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα».
(Ας είναι πιο προσεκτικοί οι συντάκτες των κατηγορητηρίων. Δεν είναι ορθό να αναγράφεται στην κατηγορία γενικά και αόριστα «παράλειψη κάθε εργοδότη ......», αλλά να αναφέρεται ειδικά τι έπραξαν οι κατηγορούμενοι).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τα γεγονότα της υπόθεσης, που συνοψίζονται πιο κάτω, και την αγόρευση του δικηγόρου τους για τους παράγοντες μετριασμού της ποινής, επέβαλε £800 πρόστιμο στον καθένα.
Σύμφωνα με τις κατηγορίες, οι εφεσείοντες ως εργοδότες, που ανέλαβαν το άνοιγμα υπόγειων οχετών ομβρίων υδάτων παρέλειψαν να τοποθετήσουν στους χώρους όπου διεξάγονταν οι εργασίες τους καλύμματα ή κατάλληλα κυγκλιδώματα με σηματοδότηση ώστε να προειδοποιούν για την ύπαρξη 10 ανοικτών φρεατίων, εκθέτοντας έτσι πρόσωπα που εργοδοτούντο από αυτούς ή το κοινό σε κίνδυνο να τραυματιστούν, πέφτοντας μέσα στα φρεάτια.
Ο συνήγορος των εφεσειόντων δέκτηκε εδώ, όπως και στο δικάσαν Δικαστήριο, τη σοβαρότητα των αδικημάτων. Εισηγήθηκε όμως πως το ύψος του προστίμου που επέβαλε το Δικαστήριο υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της αρμόζουσας ποινής, η οποία και ως εκ τούτου θα πρέπει να κριθεί ως έκδηλα υπερβολική. Στην επιχειρηματολογία του υπέδειξε επίσης πως τα αδικήματα στηρίζονται σε πρόσφατη νομοθεσία, που τέθηκε σε ισχύ περίπου 6 μήνες πριν την διάπραξη τους, και ως εκ τούτου είναι ορθό να δοθεί από τα Δικαστήρια κάποιο περιθώριο χρόνου ώστε ο πολίτης να εξοικειωθεί με το νόμο και να συμμορφωθεί, προτού αρχίσουν να επιβάλλουν αποτρεπτικές ποινές.
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε την επιβληθείσα ποινή. Είπε μάλιστα πως σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, το ύψος του προστίμου, αν μη τι άλλο, είναι και χαμηλό.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης των εφέσεων εγείραμε το ζήτημα που εξηγούμε αμέσως: Το άρθρο 13 του περί Ασφαλείας της Υγείας στην Εργασία Νόμου του 1966, καθιστά υπόλογο για τα αδικήματα που προβλέπονται σ΄αυτό τον εργοδότη.
Το άρθρο 13(1) έχει ως εξής:
«Kάθε εργοδότης πρέπει να διασφαλίζει, καθόσον είναι ευλόγως εφικτό, την ασφάλεια, υγεία και ευημερία στην εργασία όλων των εργοδοτουμένων του.»
Η παράγραφος 5 του άρθρου 13, στο οποίο στηρίζεται η πρώτη κατηγορία, προβλέπει:
«Κάθε εργοδότης πρέπει να διευθύνει την επιχείρηση του ή διεξάγει τις δραστηριότητες του με τέτοιο τρόπο και πρέπει να παρέχει τέτοιες πληροφορίες ώστε να διασφαλίζει, καθόσον είναι ευλόγως εφικτό ότι, πρόσωπα που δεν εργοδοτούνται από αυτόν, αλλα που μπορεί να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες της επιχείρησης του δεν θα εκτίθενται σε κίνδυνο.»
Το πρώτο δηλαδή συστατικό στοιχείο των αδικημάτων που δημιουργούνται από το άρθρο 13 του Νόμου είναι η ιδιότητα του κατηγορούμενου, που είναι αυτή του εργοδότη. Είναι φανερό από την ιδιότητα των εφεσειόντων, όπως αυτή περιγράφεται στο κατηγορητήριο, και τούτο έγινε δεκτό ενώπιον μας από το δικηγόρο της Δημοκρατίας, πως εργοδότης είναι η εφεσείουσα εταιρεία Peppis Co. Ltd, ενώ ο εφεσείων Πεππής Χριστοφή είναι διευθυντής της, και βεβαίως με αυτή την ιδιότητα δεν είναι εργοδότης.
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε όμως πως ορθά συγκατηγορήθηκε και ο εφεσείων διευθυντής ως συνεργός στη διάπραξη του αδικήματος γι' αυτό αναφέρεται στο κατηγορητήριο και το άρθρο 20 του Ποινικού Kώδικα, Κεφ.154.
Ακριβώς εδώ έγκειται, στην κρίση μας, το νομικό σφάλμα, που αποδεικνύεται και από το γεγονός πως στο κατηγορητήριο προστέθηκε το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα. Και τούτο γιατί δεν μπορεί να είναι κάποιος συνεργός στο γεγονός πως ένας κατηγορούμενος έχει την ιδιότητα του εργοδότη. Υποδεικνύουμε πως ο Νόμος 89(1)/96 έχει ειδική διάταξη που καλύπτει τα φυσικά πρόσωπα, όταν παραβιάζονται οι πρόνοιες του Νόμου από νομικά πρόσωπα. Η διάταξη αυτή είναι η παράγραφος 7 του άρθρου 53 που έχει ως εξής:
«Όταν αδίκημα που διαπράττεται με βάση τον παρόντα Νόμο από εταιρεία, συνεργατικό ίδρυμα ή άλλη ένωση προσώπων, αποδειχθεί ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή τη συνεργασία, ή ότι η διάπραξή του έχει διευκολυνθεί από αμέλεια εκ μέρους οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, προέδρου, διευθυντή, γραμματέως ή άλλου λειτουργού της εταιρείας, συνεργατικού ιδρύματος ή άλλης ένωσης προσώπων, τόσο αυτός όσο και η εταιρεία, το συνεργατικό ίδρυμα ή άλλη ένωση προσώπων θα θεωρούνται ένοχοι αδικήματος και θα υπόκεινται σε δίωξη και ποινή ανάλογα.»
Ο παραβάτης των πιο πάνω διατάξεων αντιμετωπίζει ξεχωριστή σχετική κατηγορία.
Η κατάληξη μας επομένως είναι πως ο εφεσείων, διευθυντής της εργοδότριας εφεσείουσας εταιρείας, παραδέκτηκε κατηγορία στην οποία τα γεγονότα δεν αποκαλύπτουν οποιοδήποτε αδίκημα. (άρθρο 135(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155). Η έφεση του επομένως, αρ. 6635, επιτρέπεται και η καταδίκη του ακυρώνεται.
Αναφορικά με την έφεση της εταιρείας, κρίνουμε πως η ποινή προστίμου £800 και στις δυο κατηγορίες δεν είναι έκδηλα υπερβολική. Τα αδικήματα τα οποία παραδέκτηκε είναι πολύ σοβαρά γιατί άπτονται άμεσα της ασφάλειας των εργοδοτουμένων, τομέας στον οποίο η κοινωνία μας επιδεικνύει αυξανόμενη ευαισθησία, λόγω ακριβώς σεβασμού προς την ανθρώπινη ζωή και υγεία. Σ΄αυτό εξάλλου αποβλέπει και ο πρόσφατα θεσπισθείς σχετικός νόμος. Η έφεση 6634 απορρίπτεται.
H έφεση αρ. 6635 επιτρέπεται H έφεση αρ. 6634 απορρίπτεται.