ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 168
27 Aπριλίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Eφέσεις Aρ. 6506-6508, 6509-6511, 6512-6514, 6515-6517, 6518-6520, 6521-6523, 6524-6526)
Έφεση — Κατά της καταδίκης για παραβίαση των διατάξεων του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου, Κεφ. 185 (όπως τροποποιήθηκε) αναφορικά προς τις ώρες λειτουργίας τους — Κατά πόσο το Εφετείο είχε εξουσία να εξετάσει θέμα αντισυνταγματικότητας των νομοθετικών διατάξεων επί των οποίων στηρίχθηκαν οι κατηγορίες.
Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμων — Έλεγχος της συνταγματικότητας νόμων — Απόφαση στην Attorney General v. Ibrahim — Εγκαινίασε το διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων — Διαδικασία παραπομπής του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος κατέστη ουσιαστικά ανενεργός χωρίς όμως να ατονήσει εντελώς.
Ποινική Δικονομία — Έφεση κατά της καταδίκης μετά από παραδοχή ενοχής στην πρωτόδικη διαδικασία — Άρθρο 135(α) και (β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 — Εφαρμοστέες αρχές.
Η υπεραγορά Ορφανίδης στη Λάρνακα έμεινε ανοικτή πέρα από το επιτρεπόμενο χρονικό όριο. Υπό κατηγορία ήταν η ιδιοκτήτρια εταιρεία και ο κατά νόμο υπεύθυνος της, καθώς και μέλος του προσωπικού.
Οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν ενοχή και καταδικάσθηκαν σε ποινή προστίμου για παραβίαση των διατάξεων του Κεφ. 185. Στον κατά νόμο υπεύθυνο επιβλήθηκε και ποινή φυλάκισης με αναστολή για 3 χρόνια, που είχε επιτρέψει στον συγκατηγορούμενό του να διατηρεί ανοικτή την υπεραγορά.
Η έφεση κατά της ποινής εγκαταλείφθηκε. Οι λόγοι έφεσης κατά της καταδίκης εγείρουν θέμα αντισυνταγματικότητας της κατηγορίας: ότι αντίκειται στο δικαίωμα επαγγελματικής ελευθερίας και στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι που προστατεύουν τα Άρθρα 25 και 26 του Συντάγματος αντίστοιχα. Επίσης ότι αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Ο συνήγορος των εφεσειόντων δεν βάσισε την έφεση στο Άρθρο 135 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Υποστήριξε ότι το Εφετείο έχει την ευχέρεια, όποτε προσάπτονται ποινικές κατηγορίες που θεμελιώνονται σε νομοθετική διάταξη ή κανονισμό να εξετάζει και ελέγχει τη συνταγματικότητα τους. Επικαλέσθηκε την υπόθεση Attorney General v. Ibrahim που σχετίζεται με την παραπεμπτική διαδικασία του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι αδύνατη η υπαγωγή της παρούσας υπόθεσης στις διατάξεις του Άρθρου 135(β) του Κεφ. 155. Ούτε έχει εφαρμογή το Άρθρο 144.1 του Συντάγματος. Έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από τα πρωτόδικα δικαστήρια. Η απόφαση επί θεμάτων αντισυνταγματικότητας λαμβάνεται από οποιοδήποτε κατώτερο δικαστήριο στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης. Αυτό είναι το νόημα της Ibrahim ανωτέρω.
2. Ο πολίτης δεν έχει συνταγματικό δικαίωμα να ζητά μεταβολή των βασικών δομών απονομής της δικαιοσύνης για το μοναδικό λόγο ότι ο ίδιος ή ο νομικός του σύμβουλος είχε δεύτερες σκέψεις αναφορικά με τη διεξαγωγή της υπόθεσης του.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Klonarou v. District Officer Famagusta (1963) 1 C.L.R. 47,
Μιχαήλ v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 305,
Attorney General v. Ibrahim (1964) C.L.R. 195,
Νικολάου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 1045.
Eφέσεις εναντίον Kαταδίκης.
Eφέσεις εναντίον της καταδίκης από το Xρίστο Oρφανίδη και άλλους, οι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι στις 23 Aπριλίου 1998, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 19773/97) στις κατηγορίες της διατήρησης ανοικτής υπεραγοράς στη Λάρνακα πέρα από το επιτρεπόμενο χρονικό όριο κατά παράβαση των Άρθρων 5, 12 και 18 του περί Bοηθών Kαταστημάτων Nόμου, Kεφ. 185 όπως τροποποιήθηκε από το N. 69/79 και καταδικάστηκαν από Oικονόμου, E.Δ., η πρώτη κατηγορούμενη σε £200 πρόστιμο, ο δεύτερος κατηγορούμενος σε £50 πρόστιμο και φυλάκιση 30 ημερών με τριετή αναστολή και ο τρίτος κατηγορούμενος σε £100 πρόστιμο.
Π. Αγγελίδης, για τους Eφεσείοντες.
Στ. Κίζη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Μεγάλη υπεραγορά της Λάρνακας, γνωστή ως υπεραγορά Ορφανίδη, παραβίασε τις διατάξεις του περί Βοηθών Κασταστημάτων Νόμου, Κεφ. 185 (όπως τροποποιήθηκε), που αφορούν τις ώρες λειτουργίας, οι οποίες εφαρμόζονται στην περίπτωση τέτοιων επιχειρήσεων. Έμεινε ανοικτή πέρα από το επιτρεπόμενο χρονικό όριο. Υπό κατηγορία ήταν η ιδιοκτήτρια εταιρεία (συγκροτημένη ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης) και ο κατά νόμο υπεύθυνος της, καθώς και μέλος του προσωπικού. Αρχικά οι τρεις εφεσείοντες αρνήθηκαν το κατηγορητήριο, αλλά κατά τη δικάσιμο παραδέχθηκαν ενοχή, αφού το σχετικό αίτημα τους να αλλάξουν απάντηση έγινε αποδεκτό.
Ακολούθησε η καταδίκη τους σε ποινή προστίμου. Πρόσθετα, στον κατά νόμο υπεύθυνο, που είχε επιτρέψει στο συγκατηγορούμενο του να διατηρεί ανοικτή την υπεραγορά, επιβλήθηκε και ποινή φυλάκισης, που ο πρωτόδικος δικαστής, για τους λόγους που εξηγεί, θεώρησε σωστό να αναστείλει για 3 χρόνια. Κατά την επιμέτρηση, λήφθηκαν υπόψη και πολλές άλλες εκκρεμούσες υποθέσεις. Θα μπορούσε εδώ να λεχθεί ότι επρόκειτο για απροκάλυπτη και μαζική ανυπακοή στο νόμο της χώρας. Όπως επισήμανε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο για τον καταδικασθέντα σε φυλάκιση Ορφανίδη "τίθεται ζήτημα λόγω της επίμονης καταστρατήγησης του νόμου".
Ο δικηγόρος των εφεσειόντων, που δεν εμφανίστηκε στην πρωτοβάθμια δίκη, δήλωσε, κατά την έναρξη της συζήτησης, ότι εγκαταλείπεται η έφεση κατά της ποινής. Του υποδείξαμε ότι η έφεση στρέφεται μόνο κατά της καταδίκης. Οι 3 λόγοι της έφεσης έχουν κοινό παρονομαστή κάποιας μορφής αντισυνταγματικότητα της κατηγορίας: ότι αντίκειται στο δικαίωμα επαγγελματικής ελευθερίας και το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι που προστατεύουν τα άρθρ. 25 και 26, αντίστοιχα, του Συντάγματος. Επίσης ότι αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας, που κατοχυρώνει το άρθρ. 28, στο μέτρο που η κατηγορία είναι αντίθετη με αυτό. Παραθέτουμε τους λόγους:
"1. Η καταδίκη των Εφεσειόντων χωρίς εύρημα ότι η νομική βάση της κατηγορίας δεν ήταν αντίθετη με το άρθρο 25 του Συντάγματος είναι λανθασμένο γιατί είναι φανερό ότι η νομική βάση της κατηγορίας επέβαλε περιορισμούς πέραν εκείνων που προνοούνται από το άρθρο 25 του Συντάγματος.
2. Η καταδίκη των Εφεσειόντων χωρίς εύρημα ότι η νομική βάση του Κατηγορητηρίου δεν είχε αποτέλεσμα άνιση μεταχείριση είναι λανθασμένο διότι είναι πασιφανές ότι η ύπαρξη "τουριστικών" ζωνών και άλλων περιοχών που δεν καλύπτονται καταστρατηγεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
3. Η καταδίκη των Εφεσειόντων χωρίς εύρημα ότι δεν παραβιάζεται το άρθρο 26 του Συντάγματος είναι λανθασμένο διότι η επιβολή περιορισμών, στην παρούσα περίπτωση, είναι πέραν εκείνων που προνοούνται από το δίκαιο των συμβάσεων."
Θέσαμε προκαταρκτικά - και φυσιολογικά - ενόψει των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το ερώτημα αν μπορεί να προσβληθεί η καταδίκη για τους παραπάνω λόγους εφόσον προηγήθηκε παραδοχή ενοχής στην πρωτόδικη δίκη. Σε δύο μόνο περιπτώσεις ο νόμος επιτρέπει την άσκηση έφεσης ύστερα από ομολογία ενοχής. Καθορίζονται από το άρθρο 135(α) και (β):
"135. Πρόσωπο το οποίο βρέθηκε ένοχο και καταδικάστηκε από οποιοδήποτε Δικαστήριο βάσει ομολογίας ενοχής δικαιούται μόνο να ζητήσει άδεια για άσκηση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου -
(α) κατά της ποινής εκτός αν η ποινή είναι καθορισμένη από το νόμο·
(β) κατά της καταδίκης για το λόγο ότι τα πραγματικά γεγονότα που εκτίθενται στο Κατηγορητήριο ή το Κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο τα οποία αυτός παραδέχτηκε δεν αποκαλύπτουν ποινικό αδίκημα."
Οι πρόνοιες αυτές έτυχαν δικαστικής ερμηνείας στην απόφαση Klonarou v. Τhe District Officer Famagusta (1963) 1 C.L.R. 47 και Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 305. Ωστόσο ο συνήγορος δε βασίζει την έφεση στο άρθρ. 135 και την παραπάνω νομολογία. Η εισήγηση του είναι ότι το Εφετείο έχει την ευχέρεια, όποτε προσάπτονται ποινικές κατηγορίες που θεμελιώνονται σε νομοθετική διάταξη ή κανονισμό, να εξετάζει και ελέγχει τη συνταγματικότητα τους. Δεν ήταν όμως σε θέση να μας παραπέμψει σε δικαστικό προηγούμενο, που υποστηρίζει απευθείας την άποψη του. Περιορίστηκε στη σαρωτική δήλωση ότι τα συνταγματικά δικαιώματα του πολίτη δεν πρέπει να επηρεάζονται δυσμενώς είτε από παραλείψεις του ίδιου ή του δικηγόρου του. Υπονοώντας εδώ το γεγονός ότι το ζήτημα δεν τέθηκε για συζήτηση, παρόλο που οι εφεσείοντες είχαν τη δικονομική άνεση να το εγείρουν, κατά την πρωτόδικη δίκη. Στο σημείο αυτό ο κ. Αγγελίδης επιχείρησε να βρει ενίσχυση στη γνωστή υπόθεση The Attorney General of the Republic v. Ibrahim (1964) C.L.R. 195, που σχετίζεται και με την παραπεμπτική διαδικασία του άρθρου 144.1 του Συντάγματος.
Δεν έχουμε εντοπίσει στην απόφαση οτιδήποτε που να παρέχει θεωρητικό υπόβαθρο στην εισήγηση ή να αφήνει περιθώρια για χάραξη νέας γραμμής σύμφωνα με αυτήν. Το αντίθετο μάλλον συμβαίνει. Εγκαινίασε η απόφαση το διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων με αποτέλεσμα να καταστεί ουσιαστικά ανενεργός η διαδικασία παραπομπής του άρθρ. 144.1. Δεν ατόνησε όμως εντελώς. Όπως εξηγήσαμε στην αίτηση της Ναυσικάς Νικολάου και Άλλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1045 εφόσον το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με το Ανώτατο Δικαστήριο, η διαδικασία παραπομπής "ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορούν να τεθούν θέματα αντισυνταγματικότητας σε έγκυρη δικαστική κρίση και, κατά συνέπεια, τα θέματα έπρεπε να είχαν παραπεμφθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο".
Είναι φανερό - και παραδεκτόν - ότι είναι αδύνατη εδώ η υπαγωγή της υπόθεσης στις διατάξεις του άρθρ. 135(β) του Κεφ. 155. Ούτε έχει εφαρμογή το άρθρ. 144.1 του Συντάγματος. Έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια. Η απόφαση επί θεμάτων αντισυνταγματικότητας λαμβάνεται από οποιοδήποτε κατώτερο δικαστήριο στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης. Αυτό είναι το αληθινό νόημα της υπόθεσης Ibrahim, ανωτέρω.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, που ασκεί όλες τις εξουσίες του πρώην Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, δεν υποκαθιστά τα κατώτερα δικαστήρια στην άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής. Οποιαδήποτε αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με πλήρη κατάργηση των δικονομικών θεσμίων και θα κατέφερε σοβαρό πλήγμα στα δικαιώματα του πολίτη. Εν πάση περιπτώσει ο πολίτης δεν έχει συνταγματικό δικαίωμα να ζητά μεταβολή των βασικών δομών απονομής της δικαιοσύνης για το μοναδικό λόγο ότι ο ίδιος ή ο νομικός του σύμβουλος είχε δεύτερες σκέψεις αναφορικά με τη διεξαγωγή της υπόθεσης του.
Οι εφέσεις κρίνονται απαράδεκτες και σαν τέτοιες απορρίπτονται. Με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Oι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.