ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Νικολεττή Γεώργιος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 279
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 119/2017, 13/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:B289
Μαυρίκιου Νίκος ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 359
ΝΙΚΟΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 89/2006, 4 Ιουλίου 2007
(1999) 2 ΑΑΔ 15
21 Ιανουαρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΝΩΛΗΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6534)
Ποινικός Κώδικας — Μεταφορά πυροβόλου όπλου η εισαγωγή του οποίου απαγορεύεται κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1)(στ), 3(2)(α) και 28 του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου του 1974 (N. 38/74), όπως τροποποιήθηκε — Αποτυχία της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει συστατικό στοιχείο του αδικήματος — Αθώωση κατηγορουμένου κατ' έφεση.
Απόδειξη — Βάρος αποδείξεως — Τρόπος εξακρίβωσής του, στην απουσία ρητής πρόβλεψης ότι αυτό βρίσκεται στην πλευρά της Υπεράσπισης.
Έξοδα — Τα έξοδα επιτυχόντα διαδίκου δεν επιδικάζονται από το Δημόσιο Ταμείο.
Η αθωότητα του κατηγορουμένου στην παρούσα υπόθεση εξαρτάτο από το κατά πόσο το αεροβόλο πιστόλι που μετέφερε ήταν εγγεγραμμένο πριν τις 14.1.72, όπως προνοεί το Άρθρο 3(1)(στ) του Νόμου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο κατηγορούμενος έφερε το βάρος να αποδείξει ότι το αεροβόλο πιστόλι ήταν εγγεγραμμένο πριν την πιο πάνω ημερομηνία και επειδή δεν το έπραξε, τον έκρινε μαζί με τον συγκατηγορούμενό του ένοχους της κατηγορίας και τους επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο μηνών.
Ο κατηγορούμενος εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση. Υποστήριξε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν εβαρύνετο να αποδείξει ότι το αεροβόλο πιστόλι δεν ήταν εγγεγραμμένο πριν τις 14.1.72 και, επομένως, εσφαλμένα τον έκρινε ένοχο και τον καταδίκασε καθ' ην στιγμή η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε αποδείξει συστατικό στοιχείο του αδικήματος:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όπου δεν προνοείται ρητά ότι το βάρος αποδείξεως βρίσκεται στην πλευρά της Υπεράσπισης, το Δικαστήριο, στην προσπάθεια του να εξακριβώσει την πραγματική πρόθεση του νομοθέτη, μπορεί να προστρέξει σε εξωγενή κριτήρια, όπως π.χ. στην αιτιολογία της διάταξης, στους σκοπούς που επιδιώκει, στη φύση της βλάβης που στοχεύει να αποτρέψει, αλλά και σε άλλα, καθαρά πρακτικής φύσεως κριτήρια, που αφορούν το βάρος της απόδειξης και, ειδικότερα, στην ευκολία ή τη δυσκολία της κάθε πλευράς να αποσείσει το βάρος της απόδειξης. Με την πρακτική προσέγγιση, η ορθή ερμηνεία της εξαίρεσης που εισάγεται στο Άρθρο 3(1)(στ) του Νόμου είναι ότι η Κατηγορούσα Αρχή βαρύνεται να αποδείξει, ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος, ότι το αεροβόλο πιστόλι δεν ήταν εγγεγραμμένο πριν τις 14.1.72. Τούτου δοθέντος, ακολουθεί ότι, εφόσο, στην περίπτωση του εφεσείοντα, η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέσεισε αυτό το βάρος, απέτυχε να αποδείξει την κατηγορία. Ο εφεσείων έπρεπε να αθωωθεί.
2. Σύμφωνα με τα Άρθρα 167, 168 και 169 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, η επιδίκαση από το Δημόσιο Ταμείο, των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης, σε επιτυχόντα διάδικο, δεν είναι επιτρεπτή.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
R. v. Hunt [1987] 1 All E.R. 1,
Rex v. Alath Construction Ltd [1990] Crim. L.R. 516,
Pishorn v. Police [1973] 9 J.S.C. 1132.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση εναντίον της καταδίκης από το Mανώλη Σιδηρόπουλο, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 26 Mαΐου 1998, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 8823/98) στην κατηγορία μεταφοράς πυροβόλου όπλου η εισαγωγή του οποίου απαγορεύεται κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(I)(στ), 3(2)(α) και 28 του περί Πυροβόλων Όπλων Nόμου 38/74, όπως τροποποιήθηκε από τους Nόμους 27/78 και 50(I)/95 και καταδικάστηκε από Πασχαλίδη A.E.Δ., σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών.
Γ. Μυλωνάς, για τον Eφεσείοντα.
Ρ. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
APTEMIΔHΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος, μαζί με άλλο πρόσωπο, και καταδικάστηκε για το αδίκημα της μεταφοράς πυροβόλου όπλου η εισαγωγή του οποίου απαγορεύεται κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(στ), 3(2)(α) και 28 του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου 38/74, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 27/78 και 50(Ι)/95 (ο Νόμος).
Η κατηγορία αφορούσε αεροβόλο πιστόλι. Είχε ως βασικό υπόβαθρο το άρθρο 3(1)(στ) του Νόμου το οποίο έχει ως ακολούθως:-
"Ουδέν πρόσωπον εισάγει ή αποπειράται να εισαγάγη εν τη Δημοκρατία ή εξάγει ή αποπειράται να εξαγάγη εξ αυτής, ή έχει υπό την κατοχήν, φύλαξιν ή έλεγχον αυτού-
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(στ) οιονδήποτε αεροβόλον διαμετρήματος πέραν των 4,5 χιλιοστών του μέτρου (0,177 ίντζες) ή αεροβόλον πιστόλιον οιουδήποτε διαμετρήματος εξαιρουμένων των προ της 14ης Ιανουαρίου 1972 εγγεγραμμένων αεροβόλων πιστολίων."
Η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεση της χωρίς να παρουσιάσει μαρτυρία ότι το αεροβόλο πιστόλι δεν ήταν εγγεγραμμένο πριν τις 14/1/1972. Το γεγονός αυτό έδωσε έρεισμα στο δικηγόρο του εφεσείοντα να εισηγηθεί ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει συστατικό στοιχείο του αδικήματος, δηλαδή ότι το αεροβόλο πιστόλι δεν ήταν εγγεγραμμένο πριν τις 14/1/1972, και, επομένως, απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η εισήγηση απορρίφθηκε και ο εφεσείων, όπως και ο συγκατηγορούμενος του, κλήθηκαν να προβάλουν την υπεράσπιση τους. Επέλεξαν να μην πουν τίποτε. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα επανέφερε την ίδια εισήγηση και στην τελική του αγόρευση, ζητώντας την αθώωση των κατηγορουμένων, το Δικαστήριο όμως και πάλιν την απέρριψε. Ερμηνεύοντας το άρθρο 3(1)(στ), και έχοντας υπόψη τις ερμηνευτικές αρχές που διατυπώνονται στην υπόθεση R. v. Hunt [1987] 1 All E.R. 1, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν εβαρύνετο να αποδείξει, αρνητικά, ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος, ότι το αεροβόλο πιστόλι, αντικείμενο της κατηγορίας, δεν ενέπιπτε στην εξαίρεση, δεν ήταν δηλαδή εγγεγραμμένο πριν τις 14/1/1972 αλλά, αντίθετα, ότι η Υπεράσπιση εβαρύνετο να αποδείξει, θετικά, αν αυτή ήταν η θέση της, ότι το εν λόγω αεροβόλο πιστόλι ενέπιπτε στην εξαίρεση, ήταν δηλαδή εγγεγραμμένο πριν τις 14/1/1972. Ακολούθως βρήκε τον εφεσείοντα, όπως και τον συγκατηγορούμενο του, ένοχους της κατηγορίας και τους επέβαλε την ποινή της δίμηνης φυλάκισης, ποινή την οποία είχαν ήδη ουσιαστικά εκτίσει αφού, εν τω μεταξύ, τελούσαν υπό κράτηση.
Ο λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν εβαρύνετο να αποδείξει ότι το αεροβόλο πιστόλι δεν ήταν εγγεγραμμένο πριν τις 14/1/1972 και, επομένως, εσφαλμένα βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο και τον κατεδίκασε καθ' ης στιγμή η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε αποδείξει συστατικό στοιχείο του αδικήματος.
Όταν μια νομοθετική διάταξη προβλέπει ρητά ότι εναπόκειται στην Υπεράσπιση να αποδείξει ορισμένα γεγονότα τότε, αναμφίβολα, το βάρος της απόδειξης των γεγονότων αυτών βρίσκεται στους ώμους της. Όταν, όμως, η νομοθετική διάταξη δεν περιέχει τέτοια πρόβλεψη, τότε το κατά πόσο οι πρόνοιες της δημιουργούν σιωπηρά (impliedly) τέτοια υποχρέωση στην Υπεράσπιση εξαρτάται από την ερμηνεία που θα τους δοθεί. Όταν το λεκτικό της διάταξης δεν επιδέχεται σαφή ερμηνεία, το Δικαστήριο, στην προσπάθεια του να εξακριβώσει την πραγματική πρόθεση του νομοθέτη, μπορεί να προστρέξει και σε εξωγενή κριτήρια όπως, λόγου χάριν, στην αιτιολογία της διάταξης, στους σκοπούς που επιδιώκει, στη φύση της βλάβης που στοχεύει να αποτρέψει, αλλά και σε άλλα, καθαρά πρακτικής φύσεως κριτήρια, που αφορούν το βάρος της απόδειξης και, ειδικότερα, στην ευκολία ή τη δυσκολία της κάθε πλευράς να αποσείσει το βάρος της απόδειξης. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Griffiths στην υπόθεση Hunt (πιο πάνω) στη σελίδα 11:-
"... However, their Lordships were in agreement that if the linguistic construction of the statute did not clearly indicate on whom the burden should lie the court should look to other considerations to determine the intention of Parliament, such as the mischief at which the Act was aimed and practical considerations affecting the burden of proof and, in particular, the ease or difficulty that the respective parties would encounter in discharging the burden. I regard this last consideration as one of great importance, for surely Parliament can never lightly be taken to have intended to impose an onerous duty on a defendant to prove his innocence in a criminal case, and α court should be very slow to draw any such inference from the language of a statute.
When all the cases are analysed, those in which the courts have held that the burden lies on the defendant are cases in which the burden can be easily discharged."
(Βλ., και το σχόλιο της υπόθεσης Hunt στο [1987] Crim.L.R. 263 και την υπόθεση Rex v. Alath Construction Ltd. [1990] Crim.L.R. 516.)
Στην περίπτωση του άρθρου 3(1)(στ), αν το βάρος της απόδειξης ότι το αεροβόλο πιστόλι ήταν εγγεγραμμένο πριν τις 14/1/1972 ήταν στους ώμους του κατηγορούμενου, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το βάρος αυτό θα ήταν δυσβάστακτο και δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αποσεισθεί. Αν, αντίθετα, ήταν στους ώμους της Κατηγορούσης Αρχής, αυτή θα μπορούσε εύκολα να το αποσείσει αφού θα μπορούσε, μέσω της Αστυνομίας, να γνωρίζει σε ποιο μητρώο ή μητρώα είναι εγγεγραμμένα τα πριν τις 14/1/1972 αεροβόλα πιστόλια, πού βρίσκονται αυτά τα μητρώα, ποιος έχει τον έλεγχο τους, ποιος έχει την εξουσία να τα ελέγξει και με ποιο τρόπο μπορούν να ελεχθούν. Με την πρακτική αυτή προσέγγιση έχουμε την άποψη, αντίθετα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η ορθή ερμηνεία της εξαίρεσης που εισάγεται στο άρθρο 3(1)(στ) του Νόμου είναι ότι η Κατηγορούσα Αρχή βαρύνεται να αποδείξει, ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος, ότι το αεροβόλο πιστόλι δεν ήταν εγγεγραμμένο πριν τις 14/1/1972. Τούτου δοθέντος ακολουθεί ότι, εφόσο, στην περίπτωση του εφεσείοντα, η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέσεισε αυτό το βάρος, απέτυχε να αποδείξει συστατικό στοιχείο του αδικήματος και, επομένως, απέτυχε να αποδείξει την κατηγορία. Ο εφεσείων έπρεπε να αθωωθεί.
Η έφεση επιτρέπεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται.
Ο εφεσείων αθωώνεται.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ζήτησε τα έξοδα του στην έφεση και στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Σύμφωνα με τα άρθρα 167, 168 και 169 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, όπως ερμηνεύθηκαν από τη νομολογία, ούτε τα πρωτόδικα Δικαστήρια ούτε το Εφετείο έχει εξουσία να επιδικάζει έξοδα σε αθωωθέντα κατηγορούμενο, πληρωτέα από το Δημόσιο Ταμείο. (Βλ., Pishorn v. The Police, (1973) 9 J.S.C. 1132.)
H έφεση επιτρέπεται.