ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 662
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6756
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Κυριάκος Α. Καΐμης
Εφεσείοντας
και
Δημοκρατίας
Εφεσίβλητης
------------------------------
23 Δεκεμβρίου 1999
Για τον Εφεσείοντα: κ. Μ. Κυπριανού με δ/δα Ν. Παπανικολάου.
Για την Εφεσίβλητη: κ. Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
-------------------
Πικής Π.
: Η πρώτη απόφαση που θα δοθεί είναι εκείνη του Χατζηχαμπή, Δ. Με αυτή και εγώ συμφωνώ. Αποτελεί συνεπώς την απόφαση της πλειοψηφίας που σηματοδοτεί και την έκβαση της έφεσης. Ο Ηλιάδης, Δ. καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τους λόγους που εξηγεί στην χωριστή του απόφαση.Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χατζηχαμπής, Δ.: Ο Εφεσείων καταδικάσθηκε από το Κακουργιοδικείο σε δύο κατηγορίες αφορώσες αντίστοιχα κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών. Όπως παρατήρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατά την ακρόαση, οι ευάριθμοι λόγοι έφεσης διέπονται από την κοινή εισήγηση του αναιτιολόγητου της καταδικαστικής απόφασης.
Ο Εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του στις 12.12.1998 στη Λευκωσία όταν περί τις 5.20 π.μ. ανεκόπη από την Αστυνομία, η οποία και ακολούθως στην παρουσία του ερεύνησε το αυτοκίνητο εντοπίζοντας ένα αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό στο πάτωμα του αυτοκινήτου στο πίσω μέρος της θέσης του συνοδηγού. Ο μηχανισμός ήταν τοποθετημένος σε μεγάφωνο αυτοκινήτου τυλιγμένο σε ύφασμα και συνίστατο από χειροβομβίδα και άλλη εκρηκτική ύλη που ήσαν σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση. Ο αστυνομικός που βρήκε τα εκρηκτικά ρώτησε τον Εφεσείοντα τι ήσαν και αυτός του απάντησε "εν χειροβομβίδα". Καλώντας τον δε να απομακρυνθεί από εκεί για λόγους ασφάλειας, ο εφεσείων είπε "εν παίζει", και σε περαιτέρω ερώτηση πώς το γνώριζε ο εφεσείων είπε "τόσην ώραν εν έπαιξε, εν να παίξει τωρά"; Ο Εφεσείων αρνήθηκε γνώση και σχέση με τα εκρηκτικά. Τα γεγονότα αυτά, ως ευρήματα, βασίσθησαν στη μαρτυρία της Δημοκρατίας, η δε μαρτυρία του Εφεσείοντα δεν έγινε δεκτή.
Η γνώση του Εφεσείοντα, ως στοιχείου της κατοχής η οποία συνιστούσε τη βάση των κατηγοριών, ήταν στο επίκεντρο της εισήγησης του ευπαιδεύτου συνηγόρου του ότι δεν απεδείχθη τέτοια γνώση της ύπαρξης των εκρηκτικών που να τεκμηριώνει την ισχυριζόμενη κατοχή τους. Το ίδιο το Κακουργιοδικείο, αναλύοντας την έννοια της κατοχής με αναφορά και στη νομολογία όπως και στη νομοθεσία, ορθά διαπίστωσε ότι δεν αρκεί η απόδειξη φυσικής κατοχής και ότι απαιτείται και η απόδειξη γνώσης της φυσικής κατοχής όπως και την φύσης του αντικειμένου της κατοχής για στοιχειοθέτηση της, το βάρος απόδειξης των οποίων φέρει πάντοτε ο κατήγορος. Το Κακουργιοδικείο, εξετάζοντας το θέμα της γνώσης ως το ουσιαστικό θέμα που προέκυπτε, παρατήρησε τα ακόλουθα στις σελίδες 22-25:
"Θα εξετάσουμε στη συνέχεια αν η Κατηγορούσα Αρχή έχει θέσει ενώπιον μας τέτοια γεγονότα ώστε να μπορούμε να καταλήξουμε σ΄ένα τέτοιο συμπέρασμα. Θα το κάμουμε μάλιστα υπό το φως του ευρήματος μας ότι το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου οδηγείτο και όντως οδηγήθηκε το απόγευμα της 11.12.98 και από άλλο πρόσωπο και υπό το φως του ευρήματος μας ότι ο κατηγορούμενος συνήθιζε να αφήνει το αυτοκίνητο του ανοικτό. Τα πιο πάνω δύο γεγονότα θα μπορούσαν να δημιουργούν στο μυαλό μας τουλάχιστο κάποιες υποψίες ή αμφιβολίες ότι ο εκρηκτικός μηχανισμός τοποθετήθηκε στο όχημα του κατηγορουμένου όχι από τον ίδιο αλλά από κάποιους τρίτους, παρόλο ότι και εδώ γεννώνται ερωτηματικά για τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ενέργειας. Από τη στιγμή όμως που θα εντοπίσουμε στοιχεία στη συμπεριφορά του κατηγορούμενου ότι την κρίσιμη ώρα που οδηγούσε το αυτοκίνητο γνώριζε θετικά την ύπαρξη του μηχανισμού ή οποιαδήποτε δυνατότητα τρίτων να τοποθετήσουν το μηχανισμό είναι πλέον μόνο θεωρητική και δεν οδηγεί την υπόθεση του κατηγορουμένου πουθενά. Πιστεύουμε ότι υπάρχουν ενώπιον μας στοιχεία από τα γεγονότα που έχουμε δεχθεί τα οποία μας οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος είχε γνώση της ύπαρξης των εκρηκτικών υλών. Πριν τα απαριθμήσουμε όμως θα θέλαμε να σχολιάσουμε κάποια σημεία της μαρτυρίας τα οποία έχουμε δεχθεί και τα οποία κατά την υπεράσπιση θα πρέπει να ερμηνευθούν υπέρ του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή δείχνουν άγνοια εκ μέρους του.
Έχουμε κληθεί να σημειώσουμε ότι ο κατηγορούμενος με πολλή ευκολία και φυσικότητα δέχθηκε όπως γίνει η έρευνα στον ίδιο και το αυτοκίνητο του. Δεν νομίζουμε ότι αυτό είναι στοιχείο το οποίο μπορεί να μας εμβάλει σε προβληματισμό. Ο κατηγορούμενος ήταν ήδη μπροστά σε μια κατάσταση από την οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει. Δεν είχε επιλογή. Μπορούσε ακόμη να ελπίζει ότι δεν θα εντοπίζονταν τα εκρηκτικά. Έχουμε βεβαίως ήδη απορρίψει τη θέση του ότι είπε "γύρτε και τη μαξιλάρα" διότι δεν τον πιστεύουμε. Ήταν μια εκ των υστέρων σκέψη του.
Έχουμε εξ άλλου ήδη σχολιάσει τη θέση του κατηγορουμένου ότι θα μπορούσε να διαφύγει από παρόδους αν όντως γνώριζε το τι μετέφερε. Λέμε ξανά ότι αν το επιχειρούσε θα προκαλούσε περισσότερο την προσοχή χωρίς να είναι βέβαιος ότι μπορούσε να ξεφύγει. Σημειώνουμε δε ότι αν ξέφευγε για να απαλλαγεί τα εκρηκτικά έπρεπε να σταματήσει, να κατεβεί από το αυτοκίνητο και να τα μεταφέρει κάπου με προσοχή, όχι απλώς για να τα ρίξει κάπου και ήταν αυτή διαδικασία χρονοβόρα και μη προσφερόμενη για διαφυγή.
Τα πιο κάτω με ασφάλεια μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε τι μετέφερε.
(α) Ενώ ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν ασφάλιζε τις πόρτες του αυτοκινήτου του η πόρτα του συνοδηγού κατά την ώρα της έρευνας ήταν ασφαλισμένη και μάλιστα μόνο από μέσα ήταν δυνατή η απασφάλιση της.
Αυτή η ασυνήθιστη για τον κατηγορούμενο ενέργεια οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος εκείνο το βράδυ πήρε κάποια ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης. Ο κατηγορούμενος ήθελε να προστατέψει αυτό που έκρυβε στο αυτοκίνητο του, και να μην υπάρχει εύκολη πρόσβαση στο αυτοκίνητο. Ασφαλώς αν ήταν αναγκαίο είχε τη δυνατότητα να κλειδώσει και την πόρτα του οδηγού όπως ήταν το εύρημα μας.
(β) Μόλις υποδείχθηκε στον κατηγορούμενο ο εκρηκτικός μηχανισμός αντέδρασε λέγοντας "εν χειροβομβίδα". Αναγνώρισε αμέσως το τι ήταν. Εδώ δεν είναι θέμα αν ήταν όντως σε θέση ν΄αναγνωρίζει μια χειροβομβίδα ή όχι αλλ΄ έχει σημασία η άμεση αναφορά του χωρίς σκέψη, χωρίς έκπληξη και χωρίς διαμαρτυρία για την ανεύρεση της. Θ΄αναμέναμε διαφορετική αντίδραση από κάποιο που δεν γνωρίζει ότι στο αυτοκίνητο του μεταφερόταν ένας επικίνδυνος μηχανισμός. Ήταν κάτι που θα μπορούσε να έθετε την ίδια τη ζωή του σε κίνδυνο αλλ΄αντιδρά με το ν΄αναγνωρίσει απλώς τη χειροβομβίδα.
(γ) Η αντίδραση του σε προτροπή ν΄απομακρυνθεί ότι "εν παίζει" είναι άλλο στοιχείο που δείχνει τη γνώση του κατηγορουμένου. Δείχνει πρόσωπο εξοικειωμένο με το μηχανισμό. Η εξήγηση του ότι "τόση ώρα δεν έπαιζε, εν να παίξει τωρά" καίτοι προβάλλεται σαν δικαιολογία της πρώτης αντίδρασης του, δηλαδή του "εν παίζει", και πάλι αποκαλύπτει βεβαιότητα ανθρώπου που είναι ενήμερος της κατάστασης και δεν ανησυχεί. Αυτός που δεν έχει γνώση της ύπαρξης και των λεπτομερειών του μηχανισμού θα έπρεπε να ανησυχεί με μια χειροβομβίδα στο αυτοκίνητο του διότι μπορούσε να προορίζεται για τον ίδιο και θα μπορούσε να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Ήταν βέβαιος ότι δεν ήταν για τον εαυτό του και γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να τεθεί σε λειτουργία χωρίς περαιτέρω εργασία όπως μας εξήγησε ο Σιακαλλής. Κάποιος που για κλάσματα δευτερολέπτου βλέπει όχι απλά μια χειροβομβίδα αλλά ένα εκρηκτικό μηχανισμό στο αυτοκίνητο του δεν λέγει με βεβαιότητα "δεν παίζει" αν δεν ξέρει λεπτομέρειες του εκρηκτικού μηχανισμού. Πρέπει να γνωρίζει γιατί "δεν παίζει" για να λέγει "δεν παίζει" και "τόση ώρα εν έπαιζε, εν να παίξει τωρά".
(δ) Θεωρούμε τον χρόνο κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος μετέφερε τον εκρηκτικό μηχανισμό σαν χρόνο που βοηθούσε κάποιον ο οποίος εκινείτο παράνομα ν΄αποφύγει να γίνει αντιληπτός. Όπως έχουμε επισημάνει ήταν ακόμη σκοτάδι και ευνοούσε κάποιον ο οποίος εκινείτο προωθώντας κάποιο παράνομο σκοπό. Όπως έχουμε πει απορρίπτουμε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι εκοιμάτο μέχρι εκείνης της στιγμής στο κατάστημα του. Και ενώ δεν χρησιμοποιούμε την απόρριψη αυτής της εκδοχής του κατηγορουμένου σαν στοιχείο εναντίον του όσον αφορά τη "γνώση" λέμε ότι δεν είναι φυσιολογικό κάποιος να φεύγει από το κατάστημα του η ώρα 5.00 π.μ. μέσα στο σκοτάδι εκτός αν κινείται ύποπτα και παράνομα."
Αδυνατούμε να θεωρήσουμε ισχυρή τη συλλογιστική του Κακουργιοδικείου που το οδήγησε στην κατάληξη του, και μάλιστα εν όψει της προηγηθείσας στην απόφαση νομικής ανάλυσης κατά την οποία απορρίφθηκε οποιαδήποτε εισήγηση ότι βάσει του άρθρου 4(5)(9) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφάλαιο 54, δεν απαιτείται η σχετική γνώση ή ότι ο κατηγορούμενος έχει το βάρος να ανατρέψει το τεκμήριο γνώσης. Η τοποθέτηση του Κακουργιοδικείου στη βάση του σκεπτικού της υπόθεσης Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 211 το κατεύθυνε στη διαπίστωση ότι "για να αποδειχθεί κατοχή χρειάζεται απόδειξη γνώσης της φυσικής κατοχής ενός αντικειμένου αλλά και γνώσης του είδους του αντικειμένου.... Σε καμμιά περίπτωση το βάρος της απόδειξης της γνώσης δεν παρακάμπτεται, μειώνεται ή πολύ περισσότερο μετατοπίζεται στους ώμους του Κατηγορουμένου" (σελίδες 15-16). Και ότι, αναφορικά με το άρθρο 4(5)(9), "... ο νομοθέτης με την απόδειξη της φυσικής κατοχής δεν θέλησε να δημιουργήσει και τεκμήριο ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι το είχε στην κατοχή του" (σ. 16). Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στο απόσπασμα το οποίο παρέθεσε το Κακουργιοδικείο από την απόφαση στην υπόθεση Youssef ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 289, σ. 295, την οποία έδωσε ο Αρτεμίδης, Δ.:
"Επειδή βέβαια το στοιχείο της γνώσης συνήθως ανάγεται αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία του κατηγορουμένου, η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση, και που αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη γνώση. Οποιαδήποτε εξήγηση του κατηγορουμένου που δημιουργεί αμφιβολία στο Δικαστήριο για την ύπαρξη αυτού του στοιχείου, δηλαδή της γνώσης, οδηγεί στην αθώωση του."
Η ορθή αυτή αντίληψη της νομικής θέσης όμως δεν έχει αντίκρυσμα στη συλλογιστική του δικαστηρίου που ακολουθεί επί της εκτίμησης της μαρτυρίας. Κατ΄αρχή, επισημαίνουμε ότι το δικαστήριο, όπως το ίδιο αναφέρει, έκαμε συγκεκριμένο εύρημα ότι το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα οδηγείτο και οδηγήθηκε μόλις το προηγούμενο απόγευμα από άλλο άτομο και ότι ο εφεσείων συνήθιζε να το αφήνει ανοικτό. Και ενώ παρατηρεί στη συνέχεια ότι τα ευρήματα αυτά θα του δημιουργούσαν αμφιβολίες ότι τα εκρηκτικά τοποθετήθησαν από τον ίδιο τον Εφεσείοντα, προχωρεί να πει ότι η δυνατότητα τοποθέτησης των εκρηκτικών από πρόσωπο άλλο από τον Εφεσείοντα, προφανώς χωρίς τη γνώση του, θα καθίστατο θεωρητική αν εντοπίζοντο στοιχεία στη συμπεριφορά του Εφεσείοντα κατά το χρόνο που ανακόπηκε που έδειχναν ότι γνώριζε θετικά την ύπαρξη των εκρηκτικών. Τα δύο ευρήματα του δικαστηρίου όμως δεν μπορούσαν αν διαχωρισθούν, όπως διαχωρίσθησαν, από την υπόλοιπη μαρτυρία με αυτό τον τρόπο, αφού θα έπρεπε να συνσταθμισθούν με την υπόλοιπη μαρτυρία, πράγμα που δεν έγινε, για να διαπιστωθεί κατά πόσον επί του συνόλου της μαρτυρίας αποδεικνύετο η γνώση του Εφεσείοντα ως το ζητούμενο ή αν υπήρχαν εύλογες αμφιβολίες για αυτή. Ανάλογες, έστω και ήσσονος σημασίας, παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν για την εξ αρχής απόρριψη από το δικαστήριο οποιασδήποτε σημασίας στο ότι ο Εφεσείων δέχθηκε με ευκολία και φυσικότητα να γίνει έρευνα στο αυτοκίνητο του και στο ότι δεν προσπάθησε να διαφύγει όταν αντελήφθη την Αστυνομία.
Το δικαστήριο ουσιαστικά προβαίνει σε δικούς του συλλογισμούς για να εξηγήσει τη συμπεριφορά του Εφεσείοντα. Παρατηρούμε δε περαιτέρω και το ότι το δικαστήριο δεν συνστάθμισε και δεν αξιολόγησε καθόλου την έλλειψη σύνδεσης του εφεσείοντα με τα τεκμήρια όσον αφορά δακτυλικά αποτυπώματα και εξετάσεις DNA.Αλλά και η αντίκρυση των στοιχείων τα οποία το δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχαν στην υπόλοιπη μαρτυρία προδίδουν την ίδια συλλογιστική αδυναμία της απόφασης. Το δικαστήριο επεσήμανε τέσσερα στοιχεία τα οποία, προφανώς συνεκτιμούμενα, όπως το έθεσε στη σ. 23 "με ασφάλεια μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε τι μετέφερε". Το πρώτο ήταν εκείνο της πόρτας του συνοδηγού. Η σημασία η οποία απεδόθη στο ότι αυτή ήταν ασφαλισμένη, ενώ ο Εφεσείων ισχυρίσθηκε στη μαρτυρία του ότι ποτέ δεν ασφάλιζε τις πόρτες, έγκειτο στην ερμηνεία ότι η ασυνήθιστη αυτή ενέργεια του οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι την ασφάλισε ειδικά εκείνο το βράδυ παίρνοντας ιδιαίτερα μέτρα για να προστατεύσει τα εκρηκτικά αποκλείοντας εύκολη πρόσβαση στο αυτοκίνητο. Αυτό όμως είναι non sequitur. Κατ΄αρχή, βασίζετο στην υπόθεση ότι ήταν ο ίδιος ο εφεσείων που είχε ασφαλίσει την πόρτα. Το ίδιο όμως το δικαστήριο, αν και είχε δεχθεί ως εύρημα του ότι το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα οδηγείτο και
μάλιστα οδηγήθηκε μόλις το προηγούμενο απόγευμα από άλλο πρόσωπο, παρατηρώντας ότι το εύρημα του αυτό θα μπορούσε να του δημιουργήσει αμφιβολίες ότι τα εκρηκτικά τοποθετήθησαν στο αυτοκίνητο από άλλο πρόσωπο, τελικά δεν συνστάθμισε το εύρημα του αυτό με το ότι η πόρτα του συνοδηγού ευρέθη ασφαλισμένη, σε συνάρτηση με την πιθανότητα η πόρτα να ασφαλίσθηκε από το εν λόγω άλλο πρόσωπο. Κατά δεύτερο λόγο, και αν ακόμα εκλαμβάνετο ως δεδομένο ότι ήταν ο εφεσείων που είχε ασφαλίσει την πόρτα, δεν ακολουθεί, και μάλιστα με ασφάλεια όπως θεώρησε το δικαστήριο, ότι ο εφεσείων την ασφάλισε για να αποκλείσει πρόσβαση στο αυτοκίνητο ως ιδιαίτερο μέτρο προστασίας των εκρηκτικών, ή, όπως το έθεσε το ίδιο το δικαστήριο, ότι "Ο κατηγορούμενος ήθελε να προστατεύσει αυτό που έκρυβε στο αυτοκίνητο του, και να μην υπάρχει εύκολη πρόσβαση στο αυτοκίνητο του". Η γνώση του Εφεσείοντα για τα εκρηκτικά ήταν το ζητούμενο, και δεν θα μπορούσαν να αντιστραφούν οι όροι ώστε ουσιαστικά να προϋποτεθεί η γνώση αυτή για να ερμηνευθεί με ασφάλεια η ασφάλιση της πόρτας ως αποσκοπούσα στην προστασία τους. Ούτε, επί των ιδίων των όρων της σκέψης του δικαστηρίου, μπορούμε να δούμε έναντι ποίου προσώπου θα παρείχε προστασία η ασφάλιση της πόρτας, εκτός αν το ίδιο εκείνο πρόσωπο γνώριζε την ύπαρξη τους εκεί.Το δεύτερο στοιχείο στο οποίο βασίσθηκε το δικαστήριο ήταν η αντίδραση του Εφεσείοντα όταν ρωτήθηκε τι ήσαν τα ανευρεθέντα, λέγοντας "εν χειροβομβίδα". Το δικαστήριο, όπως αναφέρει, δεν απέδωσε σημασία στη δήλωση αυτή ως αποκαλύπτουσα γνώση της φύσης του αντικειμένου, που και έτσι να ήταν δεν θα απεκάλυπτε αναγκαστικά και γνώση της ύπαρξης του ούτε θα ήταν αναγκαστικά ενοχοποιητική σε αναφορά με το γιατί ο Εφεσείων το αναγνώρισε ως χειροβομβίδα. Της απέδωσε σημασία ως "άμεση αναφορά του χωρίς σκέψη, χωρίς έκπληξη και χωρίς διαμαρτυρία για την ανεύρεση της (sic)", αφού "θ΄αναμέναμε διαφορετική αντίδραση από κάποιο που δεν γνωρίζει ότι στο αυτοκίνητο του μεταφερόταν ένας επικίνδυνος μηχανισμός". Πέραν όμως της εγγενούς αδυναμίας προσδιορισμού της αντικειμενικής αντίδρασης ενός ανύποπτου μεταφορέα εκρηκτικών επί της ανευρέσεως των, η αντίδραση του Εφεσείοντα οπωσδήποτε δεν ήταν τέτοια που να μπορούσε να της προσδοθεί η ερμηνεία η οποία της εδόθη από το δικαστήριο και να οδηγήσει με ασφάλεια όπως θεώρησε το δικαστήριο σε συμπέρασμα γνώσης της ύπαρξης των εκρηκτικών.
Η περαιτέρω αντίδραση του Εφεσείοντα "εν παίζει" στην προτροπή του αστυνομικού να απομακρυνθεί ήταν το τρίτο στοιχείο στο οποίο βασίσθηκε το δικαστήριο για να διαπιστώσει ότι ο εφεσείων γνώριζε την ύπαρξη των εκρηκτικών, θεωρώντας ότι "Δείχνει πρόσωπο εξοικειωμένο με το μηχανισμό." Το δικαστήριο έκρινε το ίδιο σημαίνουσα και την περαιτέρω δήλωση του Εφεσείοντα ότι "τόσην ώραν εν έπαιξεν, εν να παίξει τωρά;" , ως αποκαλύπτουσα "βεβαιότητα ανθρώπου που είναι ενήμερος της κατάστασης και δεν ανησυχεί". Και η εκτίμηση αυτή υστερεί. Κατ΄αρχή, η ενδεχόμενη γνώση του Εφεσείοντα ότι η χειροβομβίδα "εν παίζει" δεν μπορούσε να αποδοθεί με τη βεβαιότητα με την οποία την απέδωσε το δικαστήριο στην προηγούμενη γνώση του της ύπαρξης και της κατάστασης των εκρηκτικών, αφού θα μπορούσε να προέρχεται από γενική γνώση τέτοιων αντικειμένων. Εξάλλου, ούτε και η Αστυνομία φαίνεται να ανησύχησε ότι μπορούσε να υπάρχει κίνδυνος να "παίξει" η χειροβομβίδα, αφού τη χειρίστηκε η ίδια με την ανεύρεση της χωρίς την παρουσία ειδικού πυροτεχνουργού. Όσο για τη δεύτερη δήλωση του Εφεσείοντα, δεν μπορεί να αντικρισθεί, όπως φαίνεται να αντικρίσθηκε από το δικαστήριο, εκτός πλαισίου. Η δήλωση έγινε σε απάντηση ερώτησης του αστυνομικού πως γνώριζε ότι "εν παίζει", εμπεριέχοντας τη δική της λογική σε αναφορά όχι με προηγούμενη γνώση της κατάστασης των εκρηκτικών αλλά με τα δεδομένα της ίδιας της αναφοράς της.
Για το τελευταίο στοιχείο στο οποίο βασίσθηκε το δικαστήριο λίγα χρειάζονται να λεχθούν αφού είναι εμφανής η αδυναμία της σκέψης ότι ο χρόνος που εκινείτο ο εφεσείων ήταν τέτοιος "που βοηθούσε κάποιο ο οποίος εκινείτο παράνομα ν΄αποφύγει να γίνει αντιληπτός", και ότι "δεν είναι φυσιολογικό κάποιος να φεύγει από το κατάστημα του η ώρα 5.00 π.μ. μέσα στο σκοτάδι εκτός αν κινείται ύποπτα και παράνομα". Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε, με ασφάλεια όπως θεώρησε το δικαστήριο, να οδηγήσει είτε σε συμπέρασμα ύποπτης και παράνομης διακίνησης είτε, ακόμα λιγότερο, σε συμπέρασμα γνώσης της
ύπαρξης των εκρηκτικών.Στη βάση της απόφασης του Κακουργιοδικείου υπεισέρχεται η διάσταση της περιστατικής μαρτυρίας. Ως εκ της φύσης της, η προκειμένη υπόθεση εβασίζετο σε περιστατική μαρτυρία για την απόδειξη της αναγκαίας γνώσης εκ μέρους του Εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο δεν απευθύνθηκε επαρκώς στις αρχές που διέπουν την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της περιστατικής μαρτυρίας και δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές αυτές στην αξιολόγηση της μαρτυρίας με την οποία ασχολήθηκε. Οι αρχές όμως είναι ξεκάθαρες. Όπως ετέθη από τον Πική, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση
Fournides v. Republic (1986) 2 CLR 75 στη σ. 97, σε ένα απόσπασμα που έχει επανειλημμένα παρατεθεί με επιδοκιμασία:"There is, indeed, no judicial predisposition against circumstantial evidence. The feature that distinguishes it from direct evidence is that though individual parts of it are not in themselves conclusive of the guilt of the accused, this may be the cumulative effect of pieces of circumstantial evidence strung together; provided always its causative effect is incompatible with any basis other than that of guilt of the accused.
Where cogent, it must be stressed, circumstantial evidence may provide a basis for the conviction of the accused that eliminates the possibility of a conviction founded on human error."
Και στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 72, στη σ. 200, επίσης ο Πικής, Δ., αφού αναφέρθηκε στη
Fournides, ως εξής:"Ξεχωριστά (individual) μέρη της περιστατικής μαρτυρίας συχνά παρομοιάζονται με τους κρίκους αλυσίδας. Όπως οι κρίκοι της αλυσίδας πρέπει να είναι συνεκτικοί και αλληλένδετοι με τους υπόλοιπους κρίκους, έτσι και τα ιδιαίτερα τμήματα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει να συναρτώνται μεταξύ τους ως θέμα λογικής συνέπειας ώστε να συγκροτούν ένα αδιάσπαστο σύνολο. Άλλες αποφάσεις παρομοιάζουν την περιστατική μαρτυρία με δίκτυ στερεά συνδεδεμένο, ώστε να συγκρατεί χωρίς κίνδυνο πτώσης το περιεχόμενο του."
Θα θέλαμε επίσης να αναφερθούμε στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Παφίτης ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6626, 8.9.1999.
Η ουσία των πιο πάνω, ότι δηλαδή η περιστατική μαρτυρία, για να οδηγήσει σε καταδίκη, πρέπει να είναι τέτοια που στο σύνολο της να οδηγεί αναπόφευκτα σε συμπέρασμα ενοχής, μη επιδεχόμενη λογικά άλλη ερμηνεία ή εξήγηση και μη ούσα συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων, δεν διέπει ιδιαίτερα την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στο σύνολο της μαρτυρίας, και μάλιστα στα τέσσερα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε, παρά την αναφορά του στο ότι ήταν με ασφάλεια που κατέληξε στο συμπέρασμα ενοχής. Αυτό πλήττει την καταδίκη και δεν αφήνει περιθώρια διαταγής για επανεκδίκαση.
Η έφεση επιτρέπεται. Επί εκάστης κατηγορίας η καταδικαστική απόφαση παραμερίζεται και ο Εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Π.
Δ.
/ΚΧ"Π