ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 2 ΑΑΔ 638

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6700

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΔΔ.

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας

Εφεσείων

- εναντίον -

Χαράλαμπου Βαρνάβα, από τη Λεμεσό

Εφεσιβλήτου

-----------------------

Ημερομηνία: 17 Δεκεμβρίου, 1999

Για τον εφεσείοντα: Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας

Για τον εφεσίβλητο: Π. Παπαπέτρου (κα)

------------------

- Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο

δικαστής Σ. Νικήτας -

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε για άσεμνη επίθεση (άρθρ. 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και παράνομη παραμονή σε ξένη περιουσία (άρθρ. 280 του ίδιου Κώδικα). Η τελευταία αυτή κατηγορία αποσύρθηκε όταν ο εφεσίβλητος άλλαξε την απάντηση του και παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία για άσεμνη επίθεση, που αρχικά είχε αρνηθεί. Του επιβλήθηκε σχετικά με αυτή πρόστιμο £375. Περαιτέρω διατάχθηκε να πληρώσει £75 για τα έξοδα της δίκης. Στην άλλη κατηγορία αθωώθηκε. Η παραπάνω ποινή εφεσιβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα ως έκδηλα ανεπαρκής "λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων της υπόθεσης, των προσωπικών συνθηκών της παραπονούμενης, της ανάγκης για γενική και ειδική πρόληψη και της προστασίας προσώπων τελούντων υπό τις περιστάσεις της παραπονούμενης".

Η παραπονούμενη είναι ανάπηρη. Η αναπηρία της αφορά τα κάτω άκρα. Διακινείται με αναπηρικό καροτσάκι. Η οικογένεια της και εκείνη του εφεσίβλητου (αποτελούμενη από τη γυναίκα και το μικρό παιδί τους) ζουν στη Λεμεσό σε γειτονικά σπίτια. Οι δύο οικογένειες ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις στο πλαίσιο των οποίων αντάλλασσαν επισκέψεις. Εκμεταλλευόμενος την οικειότητα που δημιουργήθηκε, ο εφεσίβλητος πήγε, στις 2/12/96, στο σπίτι της παραπονούμενης. Αυτό έγινε ενωρίς το βράδυ της ημέρας εκείνης, σε χρόνο που έλειπε από το σπίτι ο άντρας της κοπέλας. Ο εφεσίβλητος που, ας λεχθεί εν παρόδω, ήταν τότε 28 χρονών, της πρότεινε να συνάψουν ερωτικές σχέσεις. Αυτός ήταν και ο μόνος σκοπός της επίσκεψης του. Η παραπονούμενη απέκρουσε την πρόταση και θορυβημένη του ζήτησε να φύγει. Ο παραπονούμενος συμμορφώθηκε.

Επανήλθε όμως την επομένη την ίδια περίπου ώρα. Εισήλθε στο σπίτι και της φώναξε, όταν αυτή βρισκόταν στο αποχωρητήριο. Παρά την προτροπή της να περιμένει, άνοιξε την πόρτα του και μπήκε. Η αχαρακτήριστη αυτή συμπεριφορά του προκάλεσε τις αντιδράσεις της κοπέλας που τον ανάγκασαν να περιμένει στο χώλ. Στη συνέχεια, αφού βγήκε η παραπονούμενη, της επανέλαβε φορτικά να αρχίσουν ερωτικό δεσμό. Συνάντησε πάλιν την άρνηση της, αλλά αγνόησε τις επανειλημμένες παρακλήσεις της να φύγει. Αποκορύφωμα του επεισοδίου ήταν ότι της έδειξε τα γεννητικά του όργανα και απαίτησε να δει το στήθος της. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες της παραπονούμενης να τον αποφύγει και να τον διώξει, ο εφεσίβλητος την πλησίασε από πίσω και της έπιασε το στήθος μέσα από την πυτζάμα. Η παραπονούμενη κατάφερε όμως να απωθήσει τον εφεσίβλητο με τα χέρια, ο οποίος αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι γιατί στο μεταξύ η κοπέλα έβαλε τις φωνές.

Στο δικαστήριο παρουσιάστηκε γραπτή δήλωση της παραπονούμενης ότι αποκαταστάθηκαν στο μεταξύ οι παλιές καλές σχέσεις μεταξύ των δύο οικογενειών, και ότι η παραπονούμενη δεν είχε πια παράπονο. Στην εξέλιξη αυτή η πρωτόδικη δικαστής έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Έλαβε επίσης υπόψη την έκθεση του γραφείου ευημερίας που απολήγει στο ότι ο εφεσίβλητος έχει δημιουργήσει μια συγκροτημένη οικογένεια χωρίς προβλήματα. Μνημονεύθηκε επίσης το λευκό του μητρώο. Και ότι, έστω και κάπως καθυστερημένα, μεταμελήθηκε έμπρακτα παραδεχόμενος το αδίκημα.

Τονίστηκε ακόμη εμφαντικά πως διέρρευσε μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής το Μάρτιο του 1999. Για τις επιπτώσεις της καθυστέρησης στο θέμα αυτό επικαλέστηκε την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Τσιολή (1991) 2 Α.Α.Δ. 194. Η νομολογία έχει επικροτήσει, ομολογουμένως, την αρχή ότι σε περίπτωση καθυστέρησης η φυλάκιση πρέπει να αποφεύγεται εκτός αν αυτό είναι αναπόφευκτο: Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355.

Η πρωτόδικη δικαστής κατέληξε, αφού τόνισε ξανά τη σημασία της δήλωσης της παραπονούμενης, ότι "ενδεδειγμένη ποινή υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να είναι αυτή της φυλάκισης αλλά του προστίμου". Η αγόρευση της δικηγόρου του εφεσιβλήτου στράφηκε γύρω από τα ελαφρυντικά που δέχθηκε το δικαστήριο και τον παράγοντα της καθυστέρησης στην επιβολή ποινής. Τελικά μας κάλεσε στην περίπτωση που θα ανατρέπαμε την καταγνωσθείσα ποινή να αναστέλλαμε τη φυλάκιση που θα σκοπεύαμε να επιβάλουμε.

Επιστρέφουμε στα γεγονότα για να τα σχολιάσουμε. Αναντίρρητα ήταν μια άνανδρη επίθεση που προκαλεί την αποστροφή. Τη σοβαρότητα της επιτείνει ακόμη το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος εκμεταλλεύθηκε το αίσθημα της εμπιστοσύνης και οικειότητας που απορρέει από τη φιλική σχέση για να επιβάλει τις ορέξεις του. Αξίζει να παραθέσουμε στο σημείο αυτό σχετική παρατήρηση που έγινε στην R. v. Anthony Taylor (1997) 1 Cr. App. R. (S.) 36, 37, στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Κληρίδης, που δείχνει τη σημασία της κατάχρησης εμπιστοσύνης:

"We have considered those submissions with the greatest of care. We find this a disturbing case. This was a man who was placed in a position of trust so far as these helpless wheelchair bound women were concerned. They had no chance of escape when he decided to behave in this irresponsible and indecent manner. We share the judge's view that this was a serious matter and called for a substantial sentence of imprisonment. We acknowledge that he did plead guilty and that he thereby saved the women the embarrassment of recounting their experience in public. We acknowledge too that the level of indecency could have been more gross. There was no violence. However, we have to consider this case and the sentences, as Mr. Fitzgibbon invites us to do, in the light of other cases where a breach of trust has been established."

Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι δεν έχουμε εδώ την περίπτωση κάποιας στιγμιαίας απερισκεψίας, όπως εισηγήθηκε η κα Παπαπέτρου. Το αντίθετο συνέβη. Υπήρξε εμμονή στο στόχο παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις του θύματος και την πλήρη έλλειψη ενθάρρυνσης. Ό,τι όμως είναι σημαντικό είναι ο εξευτελισμός. Η ταπείνωση. Ο βιασμός της προσωπικότητας, που γίνεται εντονότερος στην περίπτωση μιας κοπέλας που είναι ανήμπορη να προστατεύσει τον εαυτό της λόγω αναπηρίας για να μην σκεφθεί ένας τον κοινωνικό αντίκτυπο μιας τέτοιας πράξης. Αναγνωρίζεται ότι η παραδοχή της πράξης από το δράστη βοήθησε έτσι ώστε να μην ξαναβιώσει τη φρικτή της εμπειρία η κοπέλα. Το λευκό ποινικό μητρώο έχει σημασία, αλλά δεν αποτελεί λόγο για να μην επιβληθεί η σωστή ποινή. Παραθέτουμε το εξής σχετικό σχόλιο από την Townsend (1995) 16 Cr. App. R. (S.) 553, που υιοθετήθηκε στην Mete Tanyildiz (1998) 1 Cr. App. R. (S.) 362, 363:

"Nevertheless we have concluded that the Court in Neem was wrong in saying that as a matter of principle an indecent assault of this kind, for the first conviction, should not carry a sentence of custody. We think it is open to a sentencing court in its discretion to impose a custodial sentence for such an offence. We are not saying of course that it must do so; in many cases it is properly dealt with by a non-custodial sentence."

 

Μολονότι τα στοιχεία αυτά αποτελούν ελαφρυντικές περιστάσεις που συντείνουν στη μείωση, η δικαστής προώθησε την αρχή της εξατομίκευσης της ποινής σε σημείο που εξουδετέρωσε τους σκοπούς της. Αναφορικά με το θέμα της καθυστέρησης παραγνωρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος ήταν ο κύριος πρόξενος της με τις αναβολές που ζήτησε.

Εκφράζουμε την άποψη χωρίς κανένα δισταγμό πως η μόνη κατάλληλη τιμωρία είναι η άμεση φυλάκιση. Η ποινή προστίμου ήταν από κάθε σκοπιά ανεπαρκής. Την ακυρώνουμε μαζί με το διάταγμα για έξοδα. Την αντικαθιστούμε με ποινή φυλάκισης 3 μηνών.

Δ.

Δ.

Δ.

/Κασ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο