ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 603
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6727
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,
Εφεσείων
- ν -
Βίκτωρα Μενελάου Ιωάννου,
Εφεσίβλητου
------------------------
30 Νοεμβρίου, 1999
Για τον Εφεσείοντα: Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή (κα), Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, με Ρ. Βραχίμη.
Για τον Εφεσίβλητο: Ε. Ευσταθίου με Ε. Αραλιού (κα).
------------------------
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο γάμος της Δήμητρας Ιωάννου και του Μαρίνου Λοΐζου, (τελέστηκε στις 14/6/98), έφερε δυστυχία στους ίδιους και οι διαμάχες τους καταστροφή στους γονείς τους. Και το κοριτσάκι τους, που ήλθε στον κόσμο πρόωρα, αντί να τους ενώσει, έγινε, συν τω χρόνω, πηγή έριδος μεταξύ των ιδίων και των γονιών τους. Οι προστριβές άρχισαν, ουσιαστικά, από την επαύριο του γάμου. Δάνειο £2.000,00, το οποίο οι νεόνυμφοι παραχώρησαν στον πατέρα της Δήμητρας, από τα χρηματικά δώρα του γάμου, και η απαίτηση του Μαρίνου για την αποπληρωμή του αποτέλεσαν εστία αντεγκλήσεων ματαξύ του ζεύγους. Κύρια εστία προστριβών υπήρξε ο αυταρχισμός του Μαρίνου και η τάση του να λύει τις συχνές διαφορές τους χειροδικώντας εις βάρος της συζύγου του. Χωρίς αναστολή ο Μαρίνος κτυπούσε τη σύζυγό του, η οποία δυσφορούσε για τη συνεχή απουσία του από το σπίτι και την ασυνέπεια προς τη νέα του οικογένεια. Μάρτυρες της βάναυσης συμπεριφοράς του Μαρίνου προς τη σύζυγό του κατέστησαν και οι γείτονες.
Η Δήμητρα επανειλημμένα παραπονέθηκε στον πατέρα της για τη συμπεριφορά του συζύγου της. Προτροπή του πατέρα προς την κόρη του ήταν να κάμει υπομονή και τα πράγματα θα διορθωθούν. Ο πατέρας της Δήμητρας υπήρξε το στήριγμα της ίδιας και των μικρότερων αδελφών της. Η ψυχασθένεια της μητέρας της και η συχνή απουσία της στο Ψυχιατρείο την κατέστησαν ανίκανη να παράσχει στοργή και φροντίδα στην οικογένεια.
Αρχές Οκτωβρίου του 1998, η Δήμητρα αρρώστησε, γεγονός που την ανάγκασε να εναποθέσει προσωρινά τη φροντίδα της μικρής της κόρης στην πεθερά της. Η ασθένειά της δεν κράτησε πολύ. Η υγεία της αποκαταστάθηκε και το Σάββατο, 10 Οκτωβρίου, 1998, προγραμμάτισε έξοδο με το σύζυγό της. Οι προσδοκίες της διαψεύστηκαν. Το απόγευμα ο Μαρίνος έφυγε από το σπίτι, για σύντομη έξοδο, όπως της είπε, 20 λεπτών, η οποία όμως παρατάθηκε μέχρι τις 9.00 μ.μ. Στις διαμαρτυρίες της Δήμητρας, ο Μαρίνος αντέδρασε έντονα. Το ζεύγος λογομάχησε. Ο Μαρίνος έφυγε και πάλι από το σπίτι. ΄Οπως σωστά υπέθεσε η Δήμητρα, πήγε στο πατρικό του σπίτι. Εκεί του τηλεφώνησε και ζήτησε να της φέρουν το μικρό κοριτσάκι, παρηγοριά στη μοναξιά της
. παράκληση που δε βρήκε ανταπόκριση. Η Δήμητρα τηλεφώνησε στον πατέρα της και του είπε τα συμβάντα. κυρίως το παράπονο για την απροθυμία να της επιστρέψουν το παιδί. Ο ίδιος την συμβούλευσε να επικοινωνήσει με την πεθερά της και να της ζητήσει να μεριμνήσει, ώστε το παιδί να επιστρέψει κοντά της. Τόσο ο Μαρίνος όσο και η μητέρα του αντέδρασαν αρνητικά. Ο Μαρίνος επέστρεψε μόνος στο σπίτι, οπόταν ξέσπασε νέος καβγάς μεταξύ του ζεύγους, στη διάρκεια του οποίου ο Μαρίνος κτύπησε τη σύζυγό του και την δάγκωσε στο σβέρκο, προκαλώντας της τραύμα, ορατό στις φωτογραφίες που λήφθηκαν τρεις μέρες αργότερα. Η Δήμητρα τηλεφώνησε εκ νέου στον πατέρα της, στο καφεστιατόριο που γνώριζε ότι βρισκόταν, και τον κατέστησε κοινωνό των συμβάντων.Ο εφεσίβλητος πήγε με το αυτοκίνητό του στο σπίτι της κόρης του, που δεν ήταν μακριά από εκεί που βρισκόταν. Φεύγοντας, είπε στην παρέα του ότι θα επιστρέψει. Συνάντησε τη Δήμητρα στην κατοικία της λίγο μετά τις έντεκα το βράδυ. Η Δήμητρα του εξιστόρησε τα διαδραματισθέντα και του έδειξε το τραύμα που έφερε στο σβέρκο. Μετά από σύντομη παραμονή, ο εφεσίβλητος αποχώρησε από το σπίτι της κόρης του, χωρίς να της αναφέρει ο,τιδήποτε για τα επόμενα βήματα ή τις προθέσεις του
. προθέσεις που εκδηλώθηκαν ευθύς μετά την αναχώρησή του, γύρω στις 11.15 μ.μ. Πήρε το αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε στο σπίτι των συμπεθερικών του, όπου έφτασε σε δεκαπέντε, περίπου, λεπτά. Κατέβηκε, πήρε το κυνηγετικό όπλο, που μετέφερε στο αυτοκίνητό του για τους σκοπούς της εργασίας του στο Δήμο Αγίου Αθανασίου - (εξόντωση αδέσποτων σκύλων) - και οπλισμένος με αυτό, εισχώρησε στο προαύλιο της κατοικίας του Ανδρέα και της Μαρίας Λοΐζου. Την ώρα της καθόδου του, η Μαρία Λοΐζου, η συμπεθερά του, και ο γαμπρός του κάθονταν στη φωταγωγημένη βεράντα της ισόγειας κατοικίας τους. Ο Ανδρέας, ο πατέρας του Μαρίνου, παρακολουθούσε τηλεόραση στον ηλιακό. Η πόρτα της εισόδου στον ηλιακό ήταν ανοικτή. Η παρουσία του εφεσίβλητου έγινε αισθητή και οι προθέσεις του αντιληπτές. Η Μαρία έσπευσε να απομακρυνθεί από τη βεράντα, εισχωρώντας στον ηλιακό, πράγμα που προσπάθησε να κάμει και ο Μαρίνος, έρποντας προς την ίδια κατεύθυνση, για να μην είναι εύκολος στόχος, προειδοποιώντας τον πατέρα του: «Βαστά σιηπέττο, εν να μας παίξει τούτος». Ο Ανδρέας προσπάθησε να βοηθήσει το γιο του να μπει στον ηλιακό και να κλείσει την πόρτα. Σ' εκείνο το σημείο και ενώ η πόρτα ήταν ανοικτή, ο εφεσίβλητος, ο οποίος είχε φτάσει στη βεράντα, τους πυροβόλησε δύο φορές (διαδοχικά) από μικρή απόσταση, φέρνοντας την καταστροφή. Από τα πυρά του πλήγηκαν και οι τρεις στόχοι των εγκληματικών του πράξεων. Η Μαρία Λοΐζου πληγώθηκε θανάσιμα. ο σύζυγος και ο γιος της σοβαρά. Ως αποτέλεσμα του τραυματισμού τους, ο πατέρας (Ανδρέας) έχασε το αριστερό και ο υιός (Μαρίνος) το δεξιό του μάτι. Στη σκηνή του εγκλήματος προσέτρεξε ο άλλος γιος του ζεύγους Λοΐζου, ο Κώστας, από την ανώγειο κατοικία του, ο οποίος κατάφερε να αφοπλίσει το Βίκτωρα Ιωάννου και να τον τρέψει σε φυγή.Ο εφεσίβλητος είχε συναίσθηση του ολέθρου που έσπειρε στο πέρασμά του
. άφησε πίσω «πεθαμένους», ομολόγησε στην Αστυνομία, που τον επισκέφθηκε στο σπίτι του γύρω στις δύο το πρωί της επόμενης μέρας. Ομολόγησε τα εγκλήματά του, παρέχοντας ως κίνητρο την κακομεταχείριση της κόρης του. Μετά τη σύλληψή του, προέβη σε θεληματική κατάθεση στις Αστυνομικές Αρχές. «΄Ενοχος» απάντησε στις τρεις κατηγορίες, που του προσάφθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου -(α) ανθρωποκτονίας για την πρόκληση του θανάτου της Μαρίας Λοΐζου - (΄Αρθρο 205(1)(3) - ΚΕΦ. 154
(β) εκ προθέσεως πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης στον Ανδρέα Λοΐζου - (΄Αρθρο 228(α) - ΚΕΦ. 154
). και(γ) εκ προθέσεως πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης στο Μαρίνο Λοΐζου - (΄Αρθρο 228(α) - ΚΕΦ. 154
).Και τα τρία εγκλήματα φέρουν ποινή ισόβιας κάθειρξης.
΄Εχουμε προβεί σε εκτεταμένη αναφορά στα γεγονότα που προηγήθηκαν των εγκλημάτων και σ' εκείνα που τα περιστοιχίζουν, λόγω της σημασίας που τους αποδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στον προσδιορισμό της σοβαρότητας του εγκλήματος και τον καθορισμό του μέτρου της ποινής. Ο άλλος παράγοντας, που επέδρασε, ήταν οι προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου, στις οποίες θα αναφερθούμε τώρα.
Ο εφεσίβλητος, όταν διέπραξε τα εγκλήματα, για τα οποία καταδικάστηκε, ήταν ηλικίας 42 ετών, πατέρας τριών παιδιών. Κατά γενική εκτίμηση, υπήρξε χρηστό μέλος της κοινότητας Αγίου Αθανασίου, χωρίς προηγούμενα, και καλός οικογενειάρχης. Η ασθένεια της συζύγου του επαύξησε τις γονικές του υποχρεώσεις και, όπως μπορεί να συμπεράνουμε, και την ευαισθησία του για την ευημερία των παιδιών του.
Το Κακουργιοδικείο καταδίκασε, (κατά πλειοψηφία), τον εφεσίβλητο σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, οκτώ ετών στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας, και τεσσάρων ετών σε κάθε μια από τις άλλες δύο κατηγορίες, ηθελημένης πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Το τρίτο μέλος του Κακουργιοδικείου έκρινε ότι οι αρμόζουσες ποινές ήταν δώδεκα, έξι και έξι έτη φυλάκισης, αντίστοιχα.
Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της ποινής, (΄Αρθρο 137(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, όπως διαμορφώθηκε από το ΄Αρθρο 4(β) του Ν. 54(Ι)/98), την οποία προσβάλλει ως έκδηλα ανεπαρκή. Αναγνωρίζεται ότι η καθοδήγηση του Δικαστηρίου, ως προς τους παράγοντες που υπεισέρχονται και τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό της ποινής σε εγκλήματα ανθρωποκτονίας και σοβαρής βίας, υπήρξε σωστή. Το λάθος εντοπίζεται στην εφαρμογή των αρχών αυτών στα γεγονότα της υπόθεσης.
Πρωταρχική ευθύνη για τον καθορισμό ποινής έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, εφόσον διαπιστώνεται ότι η ποινή είναι καταφανώς υπερβολική ή ανεπαρκής. Και στις δύο περιπτώσεις, το κριτήριο διαπίστωσης της απόκλισης από το μέτρο είναι το ίδιο - υπερβολή ή ανεπάρκεια, εξ αντικειμένου, διαπιστουμένη - (βλ., μεταξύ άλλων,
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 C.L.R. 525. Γεν. Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303).Η κ. Μαλαχτού-Παμπαλλή υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο υποτίμησε τη σοβαρότητα των εγκλημάτων, ιδίως του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, σοβαρού σε βαθμό που να το θέτει στο μεταίχμιο του φόνου εκ προμελέτης, αφενός, και παραγνώρισε τις συνέπειές τους, ως στοιχείο το οποίο επενεργεί στον καθορισμό της σοβαρότητας τους, αφετέρου. Παράλληλα, εισηγήθηκε ότι μετριάστηκε υπέρμετρα η ποινή, με αναφορά στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου.
Συνεκτίμηση του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης, υπέβαλε ο κ. Ευσταθίου, αποκαλύπτει την ποινή ως καθ' όλα παραδεκτή. Η συναισθηματική φόρτιση (ένταση), κάτω από την οποία έδρασε ο εφεσίβλητος, η οποία διαφαίνεται από τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη των εγκλημάτων, μειώνει, όπως μπορεί να συνοψίσουμε τη θέση του, τη σοβαρότητα του εγκλήματος. Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες έδρασε, σε συνδυασμό με το καλό του παρελθόν, καθιστούν απομακρυσμένη την πιθανότητα επανάληψης όμοιων εγκλημάτων στο μέλλον.
Η συναισθηματική φόρτιση (ένταση), κάτω από την οποία λειτουργεί ο δράστης του εγκλήματος, προσμετρά ως μετριαστικός παράγοντας - (βλ., μεταξύ άλλων,
Georghios Kyprianou v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 158. Costas Christodoulou Katsiaris v. Republic (1975) 2 C.L.R. 17. Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231, 238. Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 200, 208). Ο λόγος έγκειται στην αποδυνάμωση, κάτω από την ένταση, των μηχανισμών αυτοελέγχου, που τείνουν να καταστείλουν την οργή και να μετριάσουν το πάθος.Ο κ. Ευσταθίου υποστήριξε ότι η τιμωρία δεν πρέπει να αποταυτίζεται από τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις συνέπειες που ενέχει γι' αυτά. Η κ. Μαλαχτού-Παμπαλλή απάντησε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα, που έχουν τρωθεί, είναι εκείνα των θυμάτων του εγκλήματος - το δικαίωμα της ζωής και το δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας - και προς αυτές τις παραβιάσεις πρέπει να συσχετισθεί η ποινή.
Η τιμωρία δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά μέτρο άμυνας έναντι παραβιάσεων του δικαίου και υπονόμευσης των αρχών του. Η ανάγκη προστασίας ποικίλλει, ανάλογα με τη σοβαρότητα του εγκλήματος. ΄Οπως υποδείξαμε στην πρόσφατη απόφασή μας στην Πισκόπου ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 6660, 23/6/99, «... το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα, και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους.», (σελ. 11). Οι συνέπειες εγκλήματος βίας, όπως υποδείξαμε στην ίδια απόφαση, προσμετρούν στον καθορισμό της σοβαρότητάς του. μόνο όπου δεν είναι προβλεπτές μειώνεται η σημασία τους. Στην προκείμενη περίπτωση, οι συνέπειες του εγκλήματος του εφεσίβλητου ήταν προβλεπτές σ' όλη την έκτασή τους.
Στον καθορισμό της σοβαρότητας του εγκλήματος, υπεισέρχονται και υποκειμενικοί παράγοντες, όπως οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έδρασε ο κατηγορούμενος. ώστε να καταφανεί το βάρος των ευθυνών του για το έγκλημα. Το άτομο του παραβάτη, η λειτουργία του στον ιδιαίτερο και τον κοινωνικό χώρο, επίσης, προσμετρά στον καθορισμό της τιμωρίας. Η εξατομίκευση της ποινής καθιστά το άτομο του παραβάτη ένα από τους άξονες προσδιορισμού της τιμωρίας. Δεν εξουδετερώνει, όμως, όπως έχουμε κατ' επανάληψη τονίσει, τη σοβαρότητα του εγκλήματος ή την ανάγκη για την καταστολή του (αποτροπή) με τα μέσα που παρέχει το δίκαιο, στον κοινωνικό χώρο - (βλ., μεταξύ άλλων, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224. Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132. Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135).
Η σοβαρότητα του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, της στέρησης της ανθρώπινης ζωής, κατοπτρίζεται στις πιο κάτω αποφάσεις, στις οποίες γίνεται αναφορά στην απόφαση του Κακουργιοδικείου.
Στην Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, διαπιστώσαμε ότι:- (σελ. 584)
«Η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η αφαίρεσή της μέγιστο έγκλημα.»
Από το ίδιο πνεύμα διαπνέεται και η απόφασή μας στη Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231, στην οποία υπογραμμίζεται:- (σελ. 239)
«Η ιερότητα της ζωής και η προστασία της αποτελούν την πρώτη σε ιεράρχηση μέριμνα της κάθε πολιτισμένης κοινωνίας.»
Αποτιμώντας τη σοβαρότητα των εγκλημάτων, που διέπραξε ο εφεσίβλητος, στο σωστό πλαίσιο και τις διαστάσεις τους, διαπιστώνουμε ότι οι πράξεις του ήταν ηθελημένες και προσχεδιασμένες. Πήρε την εγκληματική απόφαση, αφού άκουσε τα παράπονα της κόρης του και είδε το τραύμα της. Εκτέλεσε την απόφασή του άνευ ετέρου, με έκδηλη πρόθεση να τιμωρήσει ή να εκδικηθεί το Μαρίνο και τους γονείς του, τους οποίους θεώρησε συνυπεύθυνους για την κακοποίηση της κόρης του, φυσικής και ψυχικής.
Διαφωνούμε με τον κ. Ευσταθίου - ότι τα γεγονότα της υπόθεσης ή το κλίμα, κάτω από το οποίο έδρασε ο εφεσίβλητος, μπορεί να παραλληλισθούν με τα γεγονότα σειράς αγγλικών αποφάσεων, στις οποίες μας παρέπεμψε
*, όπου το έγκλημα της ανθρωποκτονίας ήταν το άμεσο αποτέλεσμα σοβαρής πρόκλησης του δράστη.Στην Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), υποδείξαμε ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας καλύπτει ευρύ φάσμα εγκληματικής συμπεριφοράς, με ανάλογες διακυμάνσεις στην τιμωρία των δραστών. Τονίσαμε, συγχρόνως, ότι, όπου η αφαίρεση της ζωής είναι το αποτέλεσμα ηθελημένης πράξης, δικαιολογείται ποινή πολυετούς φυλάκισης.
Στην Τσιάκκα ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 6127, 23/9/97, προβήκαμε στην ακόλουθη εκτίμηση, σε σχέση με την τιμωρία ηθελημένων πράξεων ανθρωποκτονίας:- (σελ. 5)
«Στο βαθμό που είναι ευχερές να διαπιστωθεί μέσα από τη νομολογία μέτρο ή πλαίσιο τιμωρίας για εγκλήματα ανθρωποκτονίας που βρίσκονται στο μεταίχμιο φόνου εκ προμελέτης, αυτό συνίσταται σε φυλάκιση 15 ή περισσοτέρων ετών. (Βλέπε,
Και στην προκείμενη περίπτωση, το έγκλημα, το οποίο διέπραξε ο εφεσίβλητος, ήταν στο μεταίχμιο φόνου εκ προμελέτης. Η πράξη προμελετήθηκε, ο χρόνος, ο οποίος διέρρευσε (δεκαπέντε περίπου λετπά), δεν επέδρασε ανασταλτικά και η πρόθεση μετουσιώθηκε σε πράξη, χωρίς την παρεμβολή οποιουδήποτε γεγονότος. Υποθέτουμε ότι δεν προσάφθηκε εναντίον του η κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης, ενόψει της φόρτισης, κάτω από την οποία λειτούργησε, που, προφανώς, θεωρήθηκε ασυμβίβαστη με τον ψυχρό σχεδιασμό του φόνου. Αυτά τα πιθανολογούμε. Το βέβαιο είναι ότι το έγκλημα αγγίζει τα όρια του φόνου εκ προμελέτης.
Και το τελικό ερώτημα: Είναι η ποινή που επιβλήθηκε καταφανώς ανεπαρκής; Οριστικά δεν αντανακλά τη σοβαρότητα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν. Αφίσταται ουσιωδώς από το μέτρο της τιμωρίας, που διαγράφει η νομολογία για εγκλήματα της μορφής και σοβαρότητας που διέπραξε ο εφεσίβλητος. Η φόρτιση, κάτω από την οποία λειτούργησε, μετριάζει, σ' ένα βαθμό, τη σοβαρότητα του εγκλήματος, ενώ οι προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου δικαιολογούν την επίδειξη επιείκειας. Δεν μεταβάλλουν, όμως, οι μετριαστικοί παράγοντες την κλίμακα σοβαρότητας του εγκλήματος, προς την οποία πρέπει να αντιστοιχεί η ποινή.
Κρίνουμε τις ποινές, που επιβλήθηκαν σε κάθε μια από τις τρεις κατηγορίες, έκδηλα ανεπαρκείς και τις παραμερίζουμε.
Εφόσον η ποινή κρίνεται καταφανώς ανεπαρκής και για το λόγο αυτό παραμερίζεται, καθίσταται έργο του Εφετείου ο καθορισμός της - (βλ., μεταξύ άλλων, Γεωργίου ν. Αστυνομίας
και Γεν. Εισαγγελέας ν. Φανιέρου, (ανωτέρω)).Ως κρίνουμε, οι ποινές που αρμόζουν, εξατομικευμένες στο βαθμό που να λαμβάνονται υπόψη η συναισθηματική φόρτιση, κάτω από την οποία έδρασε ο εφεσίβλητος, και οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη, οι οποίες παρέχουν έρεισμα προς μετριασμό της ποινής, είναι:-
Πρώτη κατηγορία - (ανθρωποκτονία): Δώδεκα χρόνια φυλάκισης.
Δεύτερη καγηγορία - (εκ προθέσεως πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης): Οκτώ χρόνια φυλάκισης.
Τρίτη κατηγορία - (εκ προσθέσεως πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης): Οκτώ χρόνια φυλάκισης.
Οι ποινές να συντρέχουν.
Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Υποκαθίσταται με την απόφασή μας ως ανωτέρω.
Π.
Δ.
Δ.
/ΑυΦ., ΜΠ