ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 531
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ Δ/στών
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
Εφεσεί ων
-v-
Χρίστου Μιχαήλ Ζαβαλλή από τη Λευκωσία
Εφεσίβλητου
--------------
26 Oκτωβρίου 1999.
Για τον εφεσείοντα: Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Για τον εφεσίβλητο: Δ. Ζαβαλλής.
----------------
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:
Το άρθρο 5(1) του περι Ταχύπλοων Σκαφών Νόμου του 1992 (Ν. 56(Ι)/92) επιβάλλει υποχρεώσεις στο χειριστή "ταχύπλοου σκάφους", δηλαδή σκάφους με μήκος όχι μεγαλύτερο των 15 μέτρων και εφοδιασμένο με μηχανή ορισμένης ισχύος ή που μπορεί να αναπτύξει ορισμένη ταχύτητα. Η παράλειψη εκπλήρωσης αυτών των υποχρεώσεων, με το άρθρο 19, καθίσταται αδίκημα. Το ζήτημα που εγείρεται αφορά στην ερμηνεία του άρθρου 5(1) και παραθέτουμε το σχετικό μέρος του:"Ο χειριστής ταχύπλοου σκάφους, όταν βρίσκεται πάνω στο σκάφος, πρέπει να έχει πάντοτε μαζί του την άδεια χειριστή και να φέρει σωσίβιο ή πλευστικό βοήθημα, πρέπει να μεριμνά, ώστε οποιοδήποτε μεταφερόμενο ή συρόμενο από το σκάφος πρόσωπο να φέρει σωσίβιο ή πλευστικό βοήθημα...."
Καταγράφουμε επίσης τα γεγονότα στη βάση των οποίων το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην απόφασή του. Στις 4 Ιουλίου 1998, στη θαλάσσια περιοχή Κόννος στην Αγία Νάπα, ο κατηγορούμενος οδηγούσε ταχύπλοο σκάφος με την έννοια του Νόμου χωρίς να φορεί σωσίβιο και στο σκάφος υπήρχαν άλλα τρία άτομα τα οποία επίσης δεν φορούσαν σωσίβιο. Υπήρχαν όμως σωσίβια μέσα στο σκάφος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεν στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο στις κατηγορίες για παράλειψή του να φέρει σωσίβιο και να μεριμνήσει όπως οι τρεις επιβάτες φέρουν σωσίβιο, με το σκεπτικό που ακολουθεί. Ενώ στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 391 εξηγήθηκε πως ατόνησε σε μεγάλο βαθμό ο ερμηνευτικός κανόνας που επέβαλλε στενή και αυστηρή ερμηνεία των ποινικών νόμων, δεν θα έπρεπε να εξαλειφθεί από το μυαλό του δικαστή η διάκριση μεταξύ ποινικών και άλλων νόμων. Κατά εναρμονισμό προς το τεκμήριο της αθωότητος, εκδήλωση του οποίου αποτελεί η αρχή πως οι αμφιβολίες πρέπει να επιλύονται υπέρ του κατηγορουμένου, η ασάφεια στον ποινικό νόμο ή οι αμφιβολίες ως προς τη σημασία των λέξεων, πρέπει να επιλύονται με
την επιλογή της ευνοϊκότερης για τον κατηγορούμενο ερμηνείας. Το ρήμα "φέρω" στην καθομιλουμένη έχει το διπλό νόημα του "φορώ" και "μεταφέρω". Μάλιστα, στο άρθρο 2 του Νόμου, κατά τον ορισμό του "χειριστή" γίνεται αναφορά σε πρόσωπο που φέρει την ευθύνη του σκάφους, με την τρίτη έννοια του "έχει". Δεν θα ήταν αθέμιτο να αναζητηθεί ο πραγματικός σκοπός του νομοθέτη, σαφώς αυτός απέβλεπε στην ασφάλεια των προσώπων στο ταχύπλοο σκάφος, αλλά "δεν σημαίνει χωρίς άλλο ότι είναι επισφαλές όταν κάποιος χειρίζεται ή βρίσκεται σε ταχύπλοο σκάφος χωρίς να φέρει σωσίβιο". Αναγνώρισε πως το άρθρο 5(1) θέλει το χειριστή να "έχει" μαζί του την άδεια χειριστή και, μετά, να "φέρει" σωσίβιο. ΄Οπως αντιλαμβανόμαστε την πρωτόδικη απόφαση αυτό καθιστούσε πιο πιθανό το "φέρει" να χρησιμοποιήθηκε με την έννοια "φορώ" αφού δεν υπήρχε λόγος να χρησιμοποιηθεί άλλο ρήμα για την απόδοση του "έχει μαζί του" το οποίο εν προκειμένω ήταν ισοδύναμο με το "μεταφέρει". Παρέμενε όμως αμφιβολία και συνεπώς, όπως κατέληξε, δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα αφού, "ο κατηγορούμενος έφερε σωσίβια με την παραπάνω έννοια που τελικά γίνεται εν αμφιβολία δεκτή".Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση. Δέχεται ο κ. Παπαϊωάννου πως το ρήμα "φέρω" σημαίνει και τα δυο αλλά και άλλα. Μας παρέπεμψε συναφώς σε σειρά λεξικών. Εισηγείται όμως πως δεν ήταν δικαιολογημένη η ερμηνεία που δόθηκε. Επικαλέστηκε τη
Lordos & Anastassiades and Another v. The District Officer of Limassol and Another 1976 2 CLR 145 σε σχέση με τις αρχές όταν το κείμενο αφήνει περιθώριο για ερμηνείες πέραν της μιας. Τόνισε το μέρος της σύμφωνα με το οποίο, σε τέτοια περίπτωση, προσδίδεται σημασία στο σκοπό που επιδιώκεται με το Νόμο, και, πάντως, αποκλείεται η ερμηνεία που οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα. ΄Ομως, κατά την κύρια θέση του, ένα είναι το νόημα με το οποίο θα μπορούσε να διαβαστεί το ρήμα στο πλαίσιο το Νόμου. Σήμαινε "φορώ" και αυτό προέκυπτε και από την παράγραφο 11 του δεύτερου πίνακα του Νόμου. Αναφέρεται σ΄αυτήν πως ο χειριστής "πρέπει να γνωρίζει τον ορθό τρόπο με τον οποίο φέρεται ένα σωσίβιο και εισηγείται πως αυτή η απαίτηση μόνο με την έννοια "φορεί" είναι συμβιβάσιμη.Ο κ. Ζαβαλλής υποστήριξε εκ μέρους του εφεσίβλητου την πρωτόδικη απόφαση. Πρόσθεσε πως ο Νόμος, κατά την ερμηνεία του "πλευστικού βοηθήματος", αναφέρεται σε είδος ατομικού εξοπλισμού που μπορεί να φορεθεί και που έχει ορισμένη πλευστότητα (άνωση) σε σχέση με το βάρος "του ατόμου που το φορεί". Η χρησιμοποίηση στη συνέχεια άλλου ρήματος, του "φέρω", συνεχίζει η εισήγηση, παραπέμπει σε άλλη έννοιά του.
Πολλές λέξεις έχουν σημασίες πέραν της μιας αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι αφ' αυτού καθοριστικό. Δεν επάγεται η χρήση τους αμφιβολία ως προς το νόημα, άνευ ετέρου. Επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση εξέταση του κειμένου στο σύνολό του. Το ζητούμενο δεν είναι η σημασία που είναι δυνατό νά έχει μια λέξη αλλά η σημασία με την οποία χρησιμοποιήθηκε στο συγκεκριμένο κείμενο. Συμφωνούμε με την εισήγηση του κ. Παπαϊωάννου. Δεχόμαστε πως η παράγραφος 11 του δεύτερου πίνακα είναι σχετική αφού δεν θα αναμενόταν να τίθεται απαίτηση γνώσης του τρόπου μεταφοράς των σωσιβίων. Ας δούμε, όμως, και το ίδιο το άρθρο 5(1). Σαφώς δεν επιβάλλει απλή υποχρέωση μεταφοράς σωσιβίων. Αν ήταν έτσι η πρόνοια θα έπρεπε να ήταν εντελώς διαφορετική. Για να είχε αυτό το νόημα θα έπρεπε να συναρτάται ο αριθμός των σωσιβίων ή πλευστικών βοηθημάτων που θα έπρεπε να μεταφέρονται, με τον εκάστοτε αριθμό των προσώπων στην προστασία των οποίων αποβλέπει. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως το άρθρο δεν επιβάλλει υποχρέωση με αναφορά στο σκάφος για να μπορούμε να μιλούμε για μεταφορά. Επιβάλλει υποχρέωση με ρητή αναφορά στα πρόσωπα. Είναι ο χειριστής και τα άλλα πρόσωπα, οι μεταφερόμενοι και οι συρόμενοι από το σκάφος, που οφείλουν να φέρουν σωσίβιο ή πλευστικό βοήθημα. Τί σημαίνει αυτό; Να το μεταφέρουν; Και πώς αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει καν στην περίπτωση του συρόμενου από το σκάφος; Τί νόημα θα είχε; Να το είχε μεταφέρει προηγουμένως στο σκάφος ή να το μετέφερε, χωρίς να το φορεί, ενώ σύρεται από το σκάφος; ΄Εχουμε πεισθεί πως η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και πως πρέπει να παραμεριστεί. Οποιαδήποτε κρίση θα μπορούσε να εκφραστεί σε σχέση με τον τρόπο διατύπωσης κατά του ορισμό του "πλευστικού βοηθήματος", δεν μπορεί να επιδράσει στο καθαρό, όπως το βλέπουμε, νόημα του άρθρου 5(1).
Ο κ. Ζαβαλλής αναφέρθηκε και στους περί Ταχυπλόων Σκαφών Κανονισμούς του 1999 (ΚΔΠ 121/99) . Αναγνώρισε πως σε καμιά περίπτωση δεν θα βοηθούσαν στην ερμηνεία του Νόμου αφού, όπως εξήγησε, είναι μεταγενέστεροι του ουσιώδους χρόνου. Επισήμανε όμως τη ρητή διαστολή των ρημάτων "φέρει" και "φορεί" στον Κανονισμό 28(β). Αν το μήκος του σκάφους που καλύπτει υπερβαίνει τα έξι μέτρα επιβάλλεται να διασφαλίζεται ώστε ο ενοικιαστής να φέρει σωσίβιο ή πλευστικό βοήθημα. Αν είναι μικρότερο, οφείλει να το φορεί.
Συμφωνούμε πως δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί ο Κανονισμός προς ερμηνεία του Νόμου αλλά για λόγους θεμελιωδέστερους από τον αναφερθέντα. ΄Οπως έχει εξηγηθεί επανειλημμένα, η ερμηνεία των νόμων αποτελεί αποκλειστικά δικαστική λειτουργία. (βλ. Diagoras Development ν. National Bank (1985) 1 AAΔ 581, στη σελ.601, 'Ελληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 149, στη σελ. 162, Λάρκος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1995) 1 ΑΑΔ 510 στη σελίδα 521, Vepro Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2040) ημερομηνίας 16.9.98. Εκείνο που νομίζουμε ότι πρέπει να απασχολήσει αρμοδίως είναι ο βαθμός εναρμόνισης των πιο πάνω Κανονισμών προς το Ν. 56(Ι)/92 δυνάμει του οποίου εκδόθηκαν.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133 κρίθηκε πως η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς την πρωτόδικη απόφαση, τεκμηριώθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, δεν επάγεται αυτομάτως διαταγή για επανεκδίκαση. Το θέμα, όπως εξηγήθηκε, εξακολουθεί να ανάγεται στη διακριτική εξουσία του εφετείου. Δεν έχει προταθεί τίποτε εναντίον της επανεκδίκασης ούτε και διακρίνουμε λόγο για τον οποίο δεν θα έπρεπε να εκδώσουμε αυτή τη διαταγή.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή.
Κωνσταντινιδης, Δ.
Νικολαϊδης, Δ.
Καλλής, Δ.
/Μσι.