ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 2 ΑΑΔ 342

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6660

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών

 

Ανδρέας Δημητρίου Πισκόπου, από Λειβάδια Λάρνακος,

Εφεσείων

- ν -

Δ η μ ο κ ρ α τ ί α ς,

Εφεσίβλητης

------------------------

23 Ιουνίου, 1999

Για τον Εφεσείοντα: Α. Φράγκος.

Για την Εφεσίβλητη: Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ

μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων παραδέχτηκε ενοχή στην κατηγορία ότι, εκ προθέσεως, προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη στον παραπονούμενο, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, έγκλημα τιμωρητέο με ισόβια φυλάκιση. Στις λεπτομέρειες του αδικήματος αναφέρεται ότι:-

«Ο κατηγορούμενος στις 11.12.98, στο συνοικισμό Α.Η.Κ. Δεκέλειας, στην επαρχία Αμμοχώστου, εκ προθέσεως προκάλεσε, με τη χρήση μαχαιριού, βαριά σωματική βλάβη στο Σωτήρη Βασιλείου.»

Ο εφεσείων μαχαίρωσε τον παραπονούμενο στο λαιμό, προκαλώντας του τραύμα μήκους τεσσάρων εκατοστών «κατά την μεσότητα της αριστερής τραχηλικής χώρας».

Το τραύμα έφτασε το νωτιαίο μυελό, στο ύψος «της βάσης του αυχένα». Είναι αυτή η κάκωση, η οποία προκάλεσε τετραπληγία στο θύμα του εγκλήματος, σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο κατατέθηκε στο Κακουργιοδικείο, όπως αναφέρεται στην απόφασή του:-

«Ο παραπονούμενος παρουσιάζει αναπνευστική ανεπάρκεια και είναι έκτοτε τετραπληγικός και παραμένει στη μονάδα εντατικής θεραπείας της Νευροχειρουργικής κλινικής.»

Η κατάσταση, στην οποία περιήλθε το θύμα, νέος ηλικίας 26 ετών, εξανέμισε, υπογραμμίζει το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του, τις προοπτικές του «για οποιαδήποτε ποιότητα ζωής». Το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον εφεσείοντα σε φυλάκιση έξι ετών.

Με την έφεση του καταδικασθέντος, προσβάλλεται η απόφαση του Κακουργιοδικείου ως εσφαλμένη, για λόγους αρχής, οι οποίοι καθιστούν την ποινή υπερβολική. Παρεισέφρησαν, κατά τον εφεσείοντα, νομικά σφάλματα στον προσδιορισμό των παραμέτρων της ποινής, τα οποία επέδρασαν στην επιβολή ποινής αυστηρότερης απ' ότι εδικαιολογείτο.

Οι λόγοι, αποκαλυπτικοί των σφαλμάτων από τα οποία διαπνέεται η απόφαση του Κακουργιοδικείου, για τους οποίους επιζητείται η μείωση της ποινής, συνοψίζονται στους ακόλουθους τρεις:-

(α) Ανεπίτρεπτη πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή.

(β) Απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας σε ορισμένους παράγοντες, κυρίως στις επιπτώσεις του εγκλήματος στην υγεία του θύματος.

(γ) Παράλειψη απόδοσης της πρέπουσας σημασίας ή υποβάθμιση της σημασίας παραγόντων μετριαστικών της ποινής, ιδίως της πρόκλησης που δέχτηκε ο εφεσείων.

Ποία τα γεγονότα, τα οποία συνθέτουν το έγκλημα και περιβάλλουν τη διάπραξή του; Σ' αυτά θα αναφερθούμε πρώτα:-

Η θυγατέρα του εφεσείοντα και ο υιός του πρώτου εξαδέλφου της συζύγου του, ο παραπονούμενος, συνήψαν ερωτικό δεσμό και σκόπευαν να παντρευτούν. Στα σχέδιά τους αντέδρασαν οι οικογένειες και των δύο νέων. ήθελαν να αποτρέψουν το γάμο τους. Πιο έντονα αντέδρασε η μητέρα του παραπονουμένου. ΄Ετσι είχαν τα πράγματα, όταν στις 11 Δεκεμβρίου, 1998, οι δύο νέοι και ο εφεσείων αποφάσισαν να επισκεφθούν τους γονείς του παραπονουμένου, στην κατοικία του στη Δεκέλεια, για να βρουν άκρη στο πρόβλημα. Με ξεχωριστά αυτοκίνητα, ο εφεσείων, από τη μια, και το ζεύγος των νέων, από την άλλη, πήγαν στο πατρικό σπίτι του παραπονουμένου, όπου συνάντησαν τη μητέρα του. Εκεί άρχισαν να συζητούν για τα σχέδια και τις προθέσεις των δύο νέων. Στην εξέλιξη της συζήτησης, ο παραπονούμενος είπε στον εφεσείοντα ότι θα πάρει την κόρη του όποιες και αν ήταν οι αντιδράσεις, θέση με την οποία συμφώνησε και η ίδια. Το τι επακολούθησε περιγράφεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου:-

«Ο κατηγορούμενος τότε την χαστούκισε* και ο παραπονούμενος όρμησε προς τον κατηγορούμενο και τον κτύπησε με τα χέρια στο πρόσωπο, έπεσαν τα γυαλιά του και στη συνέχεια και οι δύο έπεσαν στο έδαφος και άρχισαν να κτυπιούνται. Σ' αυτή τη φάση ο κατηγορούμενος ανέσυρε σουγιά, τον άνοιξε και κτύπησε τον παραπονούμενο δύο φορές. Στον λαιμό και στον αριστερό μηρό. Ο παραπονούμενος αιμορραγούσε. Με προτροπή και της κόρης του ο κατηγορούμενος ειδοποίησε τηλεφωνικώς ασθενο-φόρο, όμως αργούσε και ο κατηγορούμενος με βοήθεια τρίτων έβαλε τον τραυματία στο αυτοκίνητο του και με την κόρη του κατευθύνθηκαν προς Λάρνακα.

Το ασθενοφόρο τελικώς παρέλαβε τον τραυματία στον Αστυνομικό σταθμό Ορόκλινης για το Νοσοκομείο Λάρνακας.»

Ο τραυματίας μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λάρνακας, όπου διαπιστώθηκε αιμορραγία στην τραχηλική χώρα. Οι ιατρικές αρχές έκριναν αναγκαία την εσπευσμένη μεταφορά του παραπονουμένου στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, για την αντιμετώπιση της κατάστασής του. Για τη νοσηλεία, της οποίας έτυχε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, και την εξέλιξη της υγείας του, παραπέμπουμε και πάλι στην απόφαση του Κακουργιοδικείου:-

«Αφού έγινε κατάλληλη περιποίηση του τραύματος μεταφέρθηκε στην μονάδα εντατικής παρακολούθησης και παρέμεινε σε αναπνευστήρα. Την επομένη μεταφέρθηκε στο Νευροχειρουργικό Τμήμα για περαιτέρω θεραπεία. Το ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 25/1/99 (τεκ. 2) αναφέρει ότι λόγω της τετρα-πληγίας του μεταφέρθηκε στο Νευροχειρουργικό Τμήμα όπου διαπιστώθηκε κάκωση νωτιαίου μυελού στο ύψος της βλάβης του αυχένα εξ ου και η τετραπληγία.»

Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι το έγκλημα διαπράχθηκε μετά την πρόκληση που δέχθηκε ο εφεσείων από τον παραπονούμενο. Τονίζει, όμως, ότι ο εφεσείων δε βρισκόταν σε μειονεκτική θέση ή κάτω από πίεση στη συμπλοκή που ακολούθησε, όταν ανέσυρε και άνοιξε το σουγιά που έφερε και, στη συνέχεια, μαχαίρωσε τον παραπονούμενο στο λαιμό και το μηρό. Αναφέρει στην απόφασή του:-

«... από τη στιγμή που έπεσαν στο έδαφος δεν υπάρχει τίποτε ενώπιον μας ότι ο παραπονούμενος πλεονεκτούσε έναντι του κατηγορουμένου και γι' αυτό ο τελευταίος αντέδρασε.»

΄Εγινε δεκτό ότι ο κατηγορούμενος συνήθιζε να μεταφέρει το «σουγιά», με τον οποίο έπληξε το θύμα, δώρο της οικογένειας του παραπονουμένου για τις καθημερινές του ανάγκες. Σημειώνεται στην απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ευθύς παραδέχτηκε τη διάπραξη του εγκλήματος στις αστυνομικές αρχές. Στη συνέχεια, προέβη σε θεληματική κατάθεση για τα όσα συνέβησαν και, ακολούθως, παραδέχτηκε ενοχή στην κατηγορία η οποία του προσάφθηκε. Αυτά προσμέτρησαν ως ελαφρυντικοί παράγοντες, όπως και η ηλικία του, 48 ετών, σε συνδυασμό με το λευκό ποινικό του μητρώο.

Το Κακουργιοδικείο υπογράμμισε ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός ή προμελέτη του εγκλήματος, γεγονός που έτεινε να μετριάσει τη σοβαρότητά του, όπως και διαπίστωσε. ΄Ολα έγιναν, όπως αναφέρεται στην απόφασή του, «... στην έξαψη της στιγμής και κάτω από την συναισθηματική φόρτιση που τα γεγονότα των αμέσως προηγούμενων ημερών επεσώρευσαν».

Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου γίνεται αναφορά σε κυπριακές και αγγλικές αποφάσεις και σε νομικά συγγράμματα*, που διαφωτίζουν ως προς το επίμετρο της τιμωρίας εγκλημάτων βίας και την επίδραση της εξατομίκευσης της ποινής στον τελικό καθορισμό της, για να καταλήξει:-

«Η εξατομίκευση όμως της ποινής δεν θα πρέπει να εξουδετερώνει το στοιχείο της αποτροπής, απαραίτητο σε κάθε ποινή ιδιαίτερα όμως όταν πρόκειται για τιμωρία τέτοιων εγκλημάτων. ΄Οπως αναφέρεται στον Thomas (ανωτέρω) στη σελ. 11, 12 "a substantial sentence is necessary as a general deterrent against violence." (Σε ελεύθερη μετάφραση.) Είναι αναγκαία η επιβολή ουσιαστικής ποινής σαν ένας γενικός αποτρεπτικός παράγοντας εναντίον της βίας.»

Ο κ. Φράγκος υπέβαλε ότι η πιο πάνω περικοπή από την απόφαση του Δικαστηρίου είναι αποκαλυπτική του σφάλματος αρχής, κάτω από το οποίο λειτούργησε το Κακουργιοδικείο, προσδίδοντας αποτρεπτικό χαρακτήρα στην ποινή που επέβαλε στον εφεσείοντα. Μας παρέπεμψε σε αγγλικές αποφάσεις, προς υποστήριξη της θέσης ότι το στοιχείο «της αποτροπής» δεν υπεισέρχεται στον καθορισμό της ποινής, όταν το έγκλημα βίας αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό στη ζωή του κατηγορουμένου και δε διαφαίνεται προοπτική επανάληψής του*.

Η απόφαση, στην οποία θίγεται άμεσα το θέμα και στην οποία δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση από τον κ. Φράγκο, είναι η Lee Patrick Haley (1983) 5 Cr.App.R.(S.) 9. ΄Ανδρας, ηλικίας 45 ετών, καλού χαρακτήρα, καταδικάστηκε για την πρόκληση τραυματισμού με πρόθεση. Μαχαίρωσε, χωρίς πρόκληση, τον άνδρα με τον οποίο η σύζυγός του είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις, κατά τη διάρκεια της παραμονής του ιδίου σε νοσοκομείο μετά τον τραυματισμό του σε οδικό δυστύχημα. Ποινή δύο ετών φυλάκισης μειώθηκε σε 18 μήνες, με ταυτόχρονη αναστολή της έκτισης εννέα από αυτούς. Το Αγγλικό Εφετείο υπογράμμισε ότι η γενεσιουργός αιτία του εγκλήματος ήταν τα ιδιαίτερα περιστατικά που το περιέβαλλαν και ότι δεν εδικαιολογείτο η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή. Δεν υπήρχε η προοπτική ο εφεσείων να διαπράξει το ίδιο ή παρόμοιο έγκλημα στο μέλλον.

Στη Linda Morris (1988) 9 Cr.App.R.(S.) 528, που ακολούθησε, εξηγείται ότι, σε περιπτώσεις μεμονωμένων περιστατικών, μπορεί να επιδειχθεί χάρις (mercy) στον κατηγορούμενο, επισημαίνοντας, συγχρόνως, την ιδιαίτερη σημασία των περιστατικών της κάθε υπόθεσης ως παράγοντα αποκαλυπτικού της σοβαρότητας του εγκλήματος.

Το άλλο σφάλμα, στο οποίο υπέπεσε το Κακουργιοδικείο, κατά τον κ. Φράγκο, και το οποίο διόγκωσε τη σοβαρότητα του εγκλήματος, έγκειται στην απόδοση βαρύτητας ή υπέρμετρης βαρύτητας στις συνέπειες που ενείχε το έγκλημα για τον παραπονούμενο. Είναι γεγονός ότι οι επιπτώσεις του εγκλήματος στον παραπονούμενο λήφθηκαν σοβαρά υπόψη στον καθορισμό της σοβαρότητάς του. Και, ενώ δόθηκε σημασία ή υπερβάλλουσα σημασία στις συνέπειες του εγκλήματος, η πρόκληση, κάτω από την οποία έδρασε ο εφεσείων, δε μέτρησε, όπως έγινε εισήγηση, στο βαθμό που έπρεπε, ως παράγοντας μετριαστικός της σοβαρότητας του εγκλήματος. Υπήρχε και μία άλλη μορφή πρόκλησης την οποία δέχτηκε ο εφεσείων, που επικαλέστηκε ο κ. Φράγκος και η οποία δε λήφθηκε καθόλου υπόψη. Αυτή συνίστατο στη σύναψη ερωτικών σχέσεων εκ μέρους του παραπονουμένου με την κόρη του.

Η θέση μας είναι ότι, ερωτικός δεσμός μεταξύ ενηλίκων νέων μπορεί να προκαλέσει τις αντιδράσεις των γονιών τους, ποτέ, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόκληση, με την έννοια πράξης ικανής να διεγείρει αντιδράσεις βίας εις βάρος των νέων. Τέτοια θεώρηση θα συνιστούσε απαράδεκτο συμβιβασμό με τη βία.

Η κ. Κυριακίδου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, υπέβαλε ότι η ποινή, η οποία επιβλήθηκε, είναι ορθή και υποστήριξε ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου δε διαπνέεται από κανένα σφάλμα. Περαιτέρω, επιχειρηματολόγησε ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του κάθε μετριαστικό παράγοντα, αποτιμώντας το στο σωστό πλαίσιο. Μας παρέπεμψε στη Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, στην οποία υιοθετείται η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, ως προς την επενέργεια της εξατομίκευσης στον καθορισμό της ποινής, από την οποία παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα :- (σελ. 228)

«Η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δε συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του εγκλήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι, όπως και στην προκείμενη υπόθεση, για την απόδοση και αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή. Οι ατομικές συνθήκες του παραβάτη δικαιολογούν την εξισορρόπηση της ποινής ώστε να μη συνιστά μόνο τιμωρία για το έγκλημα, αλλά να αρμόζει και στο άτομο του παραβάτη.»

Στη μεταγενέστερη απόφασή μας, στην Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135, επισημάναμε:- (σελ. 138)

«Η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο το συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη. όχι όμως την αποκλειστική συνάρτησή της με τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη [Βλ. Eleni Evagorou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 194].»

Εξετάσαμε την επιχειρηματολογία, η οποία έχει προβληθεί εκατέρωθεν. Η αποτροπή, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρομοίων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποτροπή έχει δύο συνισταμένες: Πρώτο, την αποτροπή η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, που αντανακλάται στο απόσπασμα και παρατίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου από το σύγγραμμα του Thomas «Principles of Sentencing", και δεύτερο, την αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που ευρίσκονται σε έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα, και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους.

Το έγκλημα, για το οποίο καταδικάστηκε ο εφεσείων, είναι από τα πλέον σοβαρά που στοιχειοθετεί ο Ποινικός Κώδικας. Το ΄Αρθρο 228, ΚΕΦ. 154, ποινικοποιεί σοβαρές πράξεις βίας, επαγόμενες δυσμενείς συνέπειες για το θύμα και πράξεις βίας, δυνάμενες, λόγω των επιθετικών μέσων (όπλων), που χρησιμοποιούνται, μεταξύ των οποίων και το μαχαίρι, (΄Αρθρο 228(β)), να επιφέρουν σοβαρά πλήγματα στη σωματική ακεραιότητα και υγεία του θύματος.

Στην προκείμενη περίπτωση, χρησιμοποιήθηκε μαχαίρι, με αποτέλεσμα την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στο θύμα. Τα αποτελέσματα της βίας και της εγκληματικής δράσης, γενικά, σχετίζονται άμεσα με τη σοβαρότητα του συγκεκριμένου εγκλήματος. Οι συνέπειες εγκλήματος βίας στο θύμα άπτονται άμεσα αυτού τούτου του εγκλήματος και συνιστούν μια από τις παραμέτρους, που προσδιορίζουν τη σοβαρότητά του. Μόνο όπου οι συνέπειες, που επιφέρει το έγκλημα στον παραπονούμενο, δεν είναι προβλεπτές, μειώνεται η σημασία τους στον προσδιορισμό της σοβαρότητας του εγκλήματος. Στην προκείμενη περίπτωση, οι συνέπειες της βίας ήταν και προβλεπτές και το άμεσο αποτέλεσμα της βίας που ασκήθηκε.

Στην περίπτωση του εγκλήματος, το οποίο διέπραξε ο εφεσείων, η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης αποτελεί συστατικό στοιχείο του εγκλήματος. Οι συνέπειες του εγκλήματος είναι αλληλένδετες με αυτή τούτη τη διάπραξή του.

Η πρόκληση αποτελεί, όπως είναι θεμελιωμένο, παράγοντα μετριαστικό της σοβαρότητας του εγκλήματος. Γίνεται δεκτό ότι, κάτω από το βάρος της πρόκλησης, μπορεί το άτομο που τη δέχεται να χάσει τον αυτοέλεγχό του και να δράσει αντίθετα απ' ότι επιβάλλει η λογική. Η πρόκληση δεν αποτελεί υπεράσπιση αλλά παράγοντα μετριασμού της σοβαρότητας του εγκλήματος. Η πρόκληση, ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής, δεν αποτιμάται αόριστα αλλά συγκεκριμένα, στο πλαίσιο στο οποίο εκδηλώνεται και σε συνάρτηση πάντα με τις αντιδράσεις του προκληθέντα.

Το κτύπημα, που δέχτηκε ο εφεσείων από τον παραπονούμενο, έγινε δεκτό ως πρόκληση. Προς αυτό συσχετίζεται η αντίδραση του εφεσείοντα να ανταποδώσει το κτύπημα. Στη συμπλοκή, που ακολούθησε, επήλθε ισορροπία, όπως σημειώνει το Κακουργιοδικείο, μεταξύ των αντιπάλων. Η πρόκληση, που αρχικά δέχτηκε ο εφεσείων, δεν μπορεί να συσχετισθεί, παρά απομακρυσμένα, με την εγκληματική ενέργεια του εφεσείοντα να ανασύρει σουγιά, να τον ανοίξει και να πλήξει τον παραπονούμενο στο λαιμό, ένα από τα πιο ευαίσθητα σημεία του σώματος. Επρόκειτο για πράξη ωμής βίας, στην προσπάθεια του εφεσείοντα να επικρατήσει του αντιπάλου του. ΄Οχι μόνο δόθηκε σημασία από το Κακουργιοδικείο στην πρόκληση, που αρχικά δέχτηκε ο εφεσείων, αλλά περισσότερη απ' ότι έπρεπε. Δε δόθηκε έμφαση στην απόφασή του στο γεγονός ότι ο εφεσείων πρώτος ήρξατο χειρών αδίκων, κτυπώντας τη γυναίκα που ο παραπονούμενος αγαπούσε μπροστά στα μάτια του, γιατί ήθελε να τον παντρευτεί. Δεν μπορεί να παραγνωρισθεί ότι είναι ο εφεσείων που άρχισε τον κύκλο βίας, τον οποίο ολοκλήρωσε με το μαχαίρωμα του παραπονουμένου.

Οι λόγοι, για τους οποίους το εφετείο μπορεί να επέμβει στην ποινή η οποία έχει επιβληθεί, όπως διαγράφονται από τη νομολογία και προσδιορίζονται στη Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, είναι οι ακόλουθοι:-

(α) Εσφαλμένη καθοδήγηση του δικαστηρίου, αναφορικά με τα γεγονότα, ή το νόμο, ή/και τα δύο.

(β) Πρόσδοση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της ποινής. και

(γ) ΄Οπου είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής.

Το στοιχείο της υπερβολής ή ανεπάρκειας, ως η περίπτωση, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα - (βλ., επίσης, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525.

Στην παρούσα έφεση, δε διαπιστώνουμε βάσιμο λόγο, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβασή μας στην ποινή που επιβλήθηκε. Αν έσφαλε σε οποιοδήποτε σημείο το Κακουργιοδικείο, αυτό εντοπίζεται στην πρόσδοση, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, μεγαλύτερης σημασίας απ΄ ότι εδικαιολογείτο, στην πρόκληση, ως παράγοντα μετριαστικού της ποινής.

Η έφεση απορρίπτεται.

Π.

Δ.

Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο