ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 2 ΑΑΔ 124

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΑΡ. 331

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,

ΚΡΟΝΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/στών

 

Δ η μ ο κ ρ α τ ί α,

- ν -

Μιχαλάκη Ευστάθιου Πανή, από το Κοιλάνι,

Κατηγορουμένου

------------------------

24 Μαρτίου, 1999

Για τη Δημοκρατία: Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, με Ρ. Βραχίμη, Ασκούμενο Δικηγόρο.

Για τον Κατηγορούμενο: Ε. Ευσταθίου μ. Φ. Χατζηγεωργίου.

Κατηγορούμενος παρών.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, το Κακουργιοδικείο διατύπωσε τρία ερωτήματα, τα οποία υπέβαλε, βάσει του ΄Αρθρου 148 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Τα ερωτήματα έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο της ορθότητας απόφασης του Κακουργιοδικείου να αποκλείσει γραπτή συγκατάθεση προσώπου για την παροχή αίματος, που είχε στην κατοχή του αστυνομικός, στον οποίο, προφανώς, έγινε η δήλωση και ο οποίος την κατέγραψε. Το Κακουργιοδικείο απέκλεισε τόσο τη γραπτή όσο και την προφορική δήλωση συγκατάθεσης, ως εξ ακοής μαρτυρία. Η μαρτυρία σκοπούσε να καταδείξει ότι το συγκεκριμένο άτομο οικειοθελώς έδωσε αίμα, τα αποτελέσματα της ανάλυσης δείγματος του οποίου, όπως μπορεί να υποτεθεί, θεωρούνται σχετικά προς τα επίδικα θέματα της δίκης του κατηγορουμένου για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας.

Η υπεράσπιση έφερε ένσταση στην προσαγωγή της κατάθεσης της κ. Πανή, ως απαράδεκτης, υποστηρίζοντας ότι αυτή συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία.

Το πρόσωπο, από το οποίο λήφθηκε αίμα, είναι η σύζυγος του κατηγορουμένου, η ανικανότητα (incompetence) της οποίας να καταθέσει εναντίον του συζύγου της προβλήθηκε, από την Κατηγορούσα Αρχή, ως πρόσθετος λόγος για την αποδοχή της κατάθεσης.

Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε:-

«Ο μάρτυρας μπορεί να αναφερθεί σε ότι ο ίδιος αντελήφθη να λαμβάνει χώραν στην παρουσία του χωρίς όμως αναφορά σε δηλώσεις είτε γραπτές είτε προφορικές προσώπου που δεν είναι κατηγορούμενος στη διαδικασία.

Στο βαθμό αυτό η ένσταση επιτυγχάνει.»

Τα νομικά ερωτήματα, τα οποία επιφυλάχθηκαν και με υπόμνημα παραπέμφθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση, είναι τα ακόλουθα τρία:-

«(1) Προσκρούει στον κανόνα του αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας η αναφορά μάρτυρος ότι στην παρουσία του δόθηκε από πρόσωπο γραπτή ή προφορική συγκατάθεση για λήψη αίματος από το πρόσωπο αυτό πριν τη λήψη αίματος;

(2) Προσκρούει στον κανόνα του αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας η αναφορά μάρτυρος ότι στην παρουσία του δόθηκε από πρόσωπο γραπτή ή προφορική συγκατάθεση για λήψη τεκμηρίου από το πρόσωπο αυτό πριν τη λήψη του τεκμηρίου;

(3) Αν η απάντηση στα ερωτήματα (1) και (2) είναι καταφατική, διαφοροποιείται η απάντηση αν το πρόσωπο το οποίο δίδει τη συγκατάθεση δεν είναι κατάλληλος και εξαναγκάσιμος μάρτυρας;»

Το τρίτο ερώτημα εγκαταλείφθηκε από τη Δημοκρατία, κατά την ακρόαση, κρίνοντας ότι μαρτυρία, που προσκρούει στον κανόνα αποδείξεως ο οποίος αποκλείει εξ ακοής μαρτυρία, δεν μπορεί να καταστεί παραδεκτή, για το λόγο και μόνο ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα προσαγωγής άμεσης μαρτυρίας.

Παραμένουν προς γνωμάτευση μόνο τα δύο πρώτα ερωτήματα. Αυτά στοιχειοθετούνται με αναφορά στα γεγονότα, που υποθεμελιώνουν το υπόμνημα και προσδιορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο τα ερωτήματα εγείρονται, όπως προβλέπει το εδάφιο (2) του ΄Αρθρου 148 του ΚΕΦ. 155. ΄Ετσι, τα θέματα τα οποία εξετάζονται περιορίζονται σε υπαρκτά και όχι θεωρητικά. Το πραγματικό υπόβαθρο των ερωτημάτων καθορίζεται στο υπόμνημα ως ακολούθως:-

«Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του Μ.Κ.35 αστυνομικού και σε ερωτήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής τί έκαμε ο μάρτυρας συγκεκριμένη ημερομηνία, ο μάρτυρας ανέφερε ότι συνόδευσε την Ανθούλα Πανή, η οποία τελούσε υπό κράτηση, στο Νοσοκομείο, όπου κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης της, της λήφθηκε αίμα. Στην τελευταία αυτή αναφορά του μάρτυρα υπήρξε ένσταση από πλευράς υπεράσπισης και το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του αποδέχτηκε την ένσταση κατ' εφαρμογή του κανόνα που αποκλείει την προσαγωγή εξ ακοής μαρτυρία.»

Η θέση της Δημοκρατίας, όπως αναπτύχθηκε από τον κ. Κληρίδη, είναι ότι και στα δύο ερωτήματα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Υπέβαλε ότι η μαρτυρία, η οποία αποκλείστηκε, δε συνιστά εξ ακοής μαρτυρία και, εν πάση περιπτώσει, είναι αποδεκτή βάσει μιας ή περισσοτέρων εξαιρέσεων του κανόνα. Υποστήριξε, όπως και στο Κακουργιοδικείο, ότι η μαρτυρία είναι αποδεκτή για ένα ή περισσότερους από τους ακόλουθους λόγους:-

1. Αποτελεί μέρος της ουσίας του πράγματος, το οποίο καταγράφει (res gestae), δηλαδή της παροχής αίματος, από το οποίο δε διασπάται.

2. Συνιστά προτωγενή μαρτυρία, διότι σηματοδοτεί σχετικό γεγονός και, ταυτόχρονα, αποκαλύπτει τη νοητική κατάσταση της δηλούσας (state of mind) κατά τον κρίσιμο χρόνο.

Αναφέρθηκε σε σειρά αγγλικών αποφάσεων, που πραγματεύονται τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, διαφωτιστικών τόσο για τον κανόνα όσο και για τις εξαιρέσεις του. ΄Εγινε, επίσης, αναφορά σε αριθμό συγγραμμάτων, που πραγματεύονται τις αρχές της απόδειξης, με παραπομπές στα κεφάλαια που αφορούν τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας - (βλ. P.B. Carter: "Cases & Statutes on Evidence" 1981, σελ. 423, 425. Κακογιάννη: «Η Απόδειξη», σελ. 346, 348. "Cross on Evidence", 6th ed., σελ. 467, 468, 581-583. "Phipson on Evidence", 14th ed., σελ. 558).

Επικαλέστηκε, (ο κ. Κληρίδης), ιδιαίτερα, τέσσερις αποφάσεις, τις Lloyd v. Powell Duffryn Steam Coal Company Limited (1914) A.C. 733 (H.L.(E.)). Reg. v. Chapman (1969) 2 Q.B. 436 (C.A.), ((1969) 2 All E.R. 321). Ratten v. The Queen (1972) A.C. 378, (P.C.). Woodhouse v. Hall 72 Cr. App. R. 39.

Στη Lloyd, έγιναν δεκτές ως μαρτυρία δηλώσεις αποβιώσαντος ότι είχε σεξουαλική επαφή με την αρραβωνιαστικιά του, που έφερε στον κόσμο παιδί μετά το θάνατό του, εκ μέρους του οποίου ηγέρθη αγωγή για την υποστήριξη την οποία απώλεσε από τον πατέρα του, λόγω του ατυχήματος που προκάλεσε το θάνατό του. Η μαρτυρία έγινε, κυρίως, αποδεκτή, ως αποκαλυπτική της συμπεριφοράς του αποβιώσαντος προς την αρραβωνιαστικιά και το παιδί, που θα έφερνε στον κόσμο, του οποίου, αν δεν παρενέβαινε το ατύχημα, θα ήταν, κατά λογική πρόβλεψη, ο νόμιμος πατέρας. Η μαρτυρία έγινε, επίσης, αποδεκτή, ως σχετική προς τις προθέσεις του πατέρα να μεριμνήσει για τη φροντίδα του παιδιού μετά τη γέννησή του.

Στην Chapman έγινε δεκτή μαρτυρία ότι ο γιατρός, που εξέτασε τον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο, δεν έφερε ένσταση στην πρόθεση της αστυνομίας να πάρει δείγμα της αναπνοής του για σκοπούς ανάλυσης. Το Δικαστήριο θεώρησε την απουσία οποιασδήποτε ένστασης εκ μέρους του γιατρού ως αποδεκτή μαρτυρία, στη δίκη του κατηγορουμένου ότι οδηγούσε με υπερβολική συγκέντρωση αλκοόλ στο αίμα του. Σημειωτέο ότι η μαρτυρία, που δόθηκε, δε συνεπαγόταν την επανάληψη οποιασδήποτε δήλωσης και το αληθές του περιεχομένου της.

Στη Ratten έγινε δεκτή μαρτυρία ότι, λίγο πριν το θάνατο του θύματος, έγινε τηλεφώνημα από το σπίτι του, από γυναίκα, η φωνή της οποίας πρόδιδε μεγάλη αγωνία. Η μαρτυρία δόθηκε στη δίκη του κατηγορουμένου για τη δολοφονία της συζύγου του. Εξηγείται στην απόφαση του Δικαστηρίου ότι η επανάληψη του τι είπε τρίτος δε συνιστά εξ ακοής μαρτυρία, εφόσον η μαρτυρία είναι σχετική και προσφέρεται για την καταγραφή του συμβάντος. Αποκλείεται ως μαρτυρία, λόγω του εξ ακοής κανόνα αποκλεισμού της δήλωσης, μόνο εφόσον προσάγεται για την αποδεικτική αξία του περιεχομένου της. Στη Ratten, έγινε δεκτό το τηλεφώνημα, για να καταγράψει το γεγονός ότι έγινε τηλεφώνημα από τη σκηνή του εγκλήματος από φοβισμένη γυναίκα. όχι, όμως, για το περιεχόμενό του.

Στη Woodhouse, ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορία διαχείρισης πορνείου. ΄Εγινε δεκτή μαρτυρία για τη διαφήμιση που γινόταν από τις ενοίκους για τις υπηρεσίες που προσφέρονταν. Η μαρτυρία έγινε παραδεκτή, για το γεγονός και μόνο ότι διαφημίζετο η προσφορά υπηρεσιών, όχι για το αληθές του περιεχομένου της δήλωσης. Η μαρτυρία ήταν πρωτογενής, αναφορικά με το τι επικρατούσε στον οίκο.

Και ο κ. Ευσταθίου, για τον κατηγορούμενο, αναφέρθηκε σε σειρά συγγραμμάτων, επεξηγηματικών των αρχών του κανόνα κατά της αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας - (βλ. "Phipson on Evidence", 13th edition, παρ. 16-02, σελ. 329-330. Blackstone's "Criminal Practice", 1995, παρ. F15.1 - F15.5, 2036-2037. "Evidence", Sir Rupert Cross, Fifth Edition, σελ. 462-466. "Cases and Materials on Evidence" by J.D. Heydon, 1975 edition, σελ. 311 και επέκεινα, 315, 317. Cockles "Cases and Statutes on Evidence", 11th edition, σελ. 165). Υποστήριξε την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου και κάλεσε το Δικαστήριο να δώσει θετική απάντηση και στα δύο ερωτήματα, στα οποία έχουμε κληθεί να απαντήσουμε. Βάσισε την επιχειρηματολογία του, κυρίως, στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων Myers v. D.P.P. (1964) 2 All E.R. 881.

Στη Myers, το Δικαστήριο προέβη σε γενική θεώρηση των αρχών, που διέπουν τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας. Κρίνεται σημαντική, γιατί, αφενός, αποκλείει νέες εξαιρέσεις από τον κανόνα και, αφετέρου, διασαφηνίζει ότι η πιθανολόγηση της ορθότητας της μαρτυρίας, μεγάλη όσο και αν είναι, δε συνιστά λόγο παρέκκλισης από αυτό. Στη δίκη του κατηγορουμένου για κλοπή αυτοκινήτων, αποκλείστηκαν, ως εξ ακοής μαρτυρία, τα στοιχεία καταγραφής των μηχανών αυτοκινήτων από την κατασκευάστρια εταιρεία, παρά την αυστηρότητα του συστήματος με το οποίο ετηρούντο.

Καμιά από τις δύο πλευρές δεν έκαμε αναφορά σε δύο σχετικά πρόσφατες κυπριακές αποφάσεις, που πραγματεύονται πτυχές του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας. Στην Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, κατά τη δίκη του κατηγορουμένου για απόπειρα ανθρωποκτονίας και την κατοχή εκρηκτικών υλών, έγινε αποδεκτή μαρτυρία για τη δήλωση αστυφύλακα στον πυροτεχνουργό της Αστυνομίας, κ. Σιακαλλή, για το σημείο στο οποίο εντόπισε σύρμα στη σκηνή του εγκλήματος. Το Εφετείο έκρινε την απόφαση του Κακουργιοδικείου εσφαλμένη και τη μαρτυρία απαράδεκτη, ως εξ ακοής μαρτυρία. Σκοπός της προσαγωγής της δεν ήταν να σηματοδοτήσει το γεγονός ότι ο αστυφύλακας υπέδειξε στον πυροτεχνουργό το σημείο που εντοπίστηκε το σύρμα, αλλά για να καταδείξει τον τόπο όπου αυτό ανευρέθηκε, γεγονός ουσίας για την υπόθεση.

Η δεύτερη απόφαση είναι η Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση 6252, 17/7/97. Στη δίκη του κατηγορουμένου για την παρότρυνση τρίτου να διαπράξει φόνο, το Δικαστήριο αποδέχτηκε μαρτυρία αναφορικά με δήλωση του αδελφού του θύματος για το ποιος πίστευε ότι ήταν ο δράστης. Η μαρτυρία έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο, κατ' επίκληση των αρχών, όπως ανέφερε, της Subramaniam v. Public Prosecutor (1956) 1 W.L.R. 965. Το Εφετείο θεώρησε τη μαρτυρία ως εξ ακοής και, επομένως, αποκλειστέα. Υπέδειξε ότι ο κανόνας, ο οποίος υιοθετείται στη Subramaniam v. Public Prosecutor, (ανωτέρω), εστιάζεται στην αρχή της αποδοχής πρωτογενούς μαρτυρίας, εφόσον αυτό τούτο το συμβάν της δήλωσης είναι σχετικό προς τα επίδικα θέματα της ποινικής δίκης. Στην απόφαση του Εφετείου, στην Κωνσταντίνου, αναφέρεται:-

«Προϋπόθεση για την αποδοχή πρωτογενούς μαρτυρίας, όπως και κάθε μορφής μαρτυρίας, αποτελεί η σχετικότητα της προς τα επίδικα θέματα. Τα επίδικα θέματα που στοιχειοθετούνται από την κατηγορία περιλαμβάνουν και την Υπεράσπιση.»

Επίσης, τονίζεται:-

«Οι αρχές που διέπουν την εφαρμογή του κανόνα κατά της εισαγωγής εξ ακοής μαρτυρίας προσδιορίζονται με σαφήνεια στην Reg. v. Myers (1965) A.C. 1001. Εξ ακοής μαρτυρία αποκλείεται εκτός εάν είναι αποδεκτή βάσει αναγνωρισμένης εξαίρεσης του απαγορευτικού κανόνα.»

Η δήλωση του αδελφού του θύματος στην Κωνσταντίνου ήταν άσχετη προς τα επίδικα θέματα της ποινικής δίκης.

΄Αλλη σημαντική απόφαση, στην οποία πρέπει να γίνει αναφορά, είναι η Reg. v. Kearley (1992) 2 W.L.R. 656 (H.L.(E.)). Σ' αυτή, γίνεται γενική επισκόπηση των αρχών, που διέπουν τον κανόνα περί εξ ακοής μαρτυρίας, υπό το φως της νομολογίας. Επαναβεβαιώνεται η Myers, ως ορθή έκφραση του δικαίου της απόδειξης στον τομέα που εξετάζουμε. Το τι συνιστά εξ ακοής μαρτυρία εξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα:- (σελ. 667)

"Again, as my noble and learned friends, Lord Ackner and Lord Oliver of Aylmerton, point out, the recent decision of your Lordships' House in Reg. v. Blastland [1986] A.C. 41 clearly affirms the proposition that evidence of words spoken by a person not called as a witness which are said to assert a relevant fact by necessary implication are inadmissible as hearsay just as evidence of an express statement made by the speaker asserting the same fact would be."

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

«Και πάλιν, όπως οι ευγενείς και ευπαίδευτοι φίλοι μου, ο Λόρδος Ackner και ο Λόρδος Oliver του Aylmerton, υποδεικνύουν, η πρόσφατη απόφαση της Βουλής των Λόρδων στη Reg. v. Blastland [1986] A.C. 41 σαφώς επιβεβαιώνει την πρόταση ότι μαρτυρία για τα όσα λέγονται από πρόσωπο, το οποίο δεν καλείται ως μάρτυρας, τα οποία, όπως λέγεται, βεβαιώνουν ένα σχετικό γεγονός, είναι απαράδεκτα, για το λόγο ότι συνιστούν εξ ακοής μαρτυρία, κατά τον ίδιο τρόπο που θα συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία ρητή δήλωση από το πρόσωπο που προέβη σ' αυτή, με την οποία θα βεβαίωνε το ίδιο γεγονός.»)

Στη Reg. v. Blastland, (ανωτέρω), η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων επαναβεβαίωσε τα όσα ο Λόρδος Normand ανέφερε για τους λόγους αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας στην Teper v. The Queen (1952) A.C. 480, 486:-

"The rule against the admission of hearsay evidence is fundamental. It is not the best evidence and it is not delivered on oath. The truthfulness and accuracy of the person whose words are spoken to by another witness cannot be tested by cross-examination, and the light which his demeanour would throw on his testimony is lost."

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

«Ο κανόνας εναντίον της αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας είναι θεμελιώδης. Δεν είναι η καλύτερη μαρτυρία και δεν κατατίθεται ενόρκως. Το αληθές και η ακρίβεια για τα όσα λέγει ένα πρόσωπο προς άλλο μάρτυρα, δεν μπορεί να ελεγχθούν στην αντεξέταση και το φως, το οποίο η συμπεριφορά (έκφρασή) του θα έριχνε στη μαρτυρία του, χάνεται.»)

Στην ίδια τη Reg. v. Kearley, (ανωτέρω), το περιεχόμενο τηλεφωνημάτων στο σπίτι του κατηγορουμένου, στα οποία οι καλούντες ζητούσαν να προμηθευτούν ναρκωτικά, θεωρήθηκε εξ ακοής μαρτυρία και αποκλείστηκε στη δίκη του για κατοχή ναρκωτικών, με πρόθεση την εμπορία τους. Ο κανόνας αποκλεισμού καλύπτει, όπως επισημαίνεται στην απόφαση, όχι μόνο το ό,τι ρητά αναφέρεται, αλλά και το ό,τι υπονοείται από δηλώσεις, των οποίων επιδιώκεται η προσαγωγή ως μαρτυρία.

Το άλλο, στο οποίο θέλω να αναφερθώ, για να δώσω μια πιο σφαιρική εικόνα του κανόνα και των εξαιρέσεών του, είναι η ομολογία του κατηγορουμένου για το έγκλημα. Η κατάθεσή του συνιστά εξ ακοής μαρτυρία. Γίνεται δεκτή, κατ' εξαίρεση προς τον κανόνα. Πολλοί είναι οι λόγοι που έχουν δοθεί για την καθιέρωση της εξαίρεσης αυτής. ΄Ισως ο πλέον πειστικός είναι ότι η φύση της δήλωσης, ομολογία εγκλήματος, είναι τέτοια, ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα της μαρτυρίας, παρά την απουσία από το εδώλιο του μάρτυρα του προσώπου που προέβη στη δήλωση. Εξάλλου, δηλώσεις, που γίνονται από τον κατηγορούμενο, οι οποίες δε συνιστούν ομολογία, γίνονται δεκτές, εφόσον ανάγονται στα επίδικα θέματα της δίκης, ως αποκαλυπτικές της νοητικής του κατάστασης και των αντιδράσεών του στο έγκλημα - (βλ., επίσης, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109).

Θεωρώ απαραίτητο να διευκρινίσω ότι δηλώσεις, που γίνονται δεκτές, κατ' εξαίρεση προς τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, λόγω του συσχετισμού τους με την ουσία του πράγματος (res gestae), περιορίζονται σε δηλώσεις που σχετίζονται με τη διάπραξη του εγκλήματος. Η ουσία του πράγματος είναι το έγκλημα. Δηλώσεις, που είναι άρρηκτα συνυφασμένες με αυτό τούτο το έγκλημα, γίνονται δεκτές, κατ' εξαίρεση προς τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας. Δηλώσεις, που γίνονται αναφορικά με άλλα γεγονότα, σχετικά προς τα επίδικα, δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Μπορεί να γίνουν δεκτές, μόνο αν το γεγονός ότι έγινε η δήλωση είναι, αφ' εαυτού, σχετικό, οπόταν μπορεί να γίνει δεκτό ως πρωτογενής μαρτυρία. όχι, όμως, ως μαρτυρία για την αλήθεια του πράγματος που εξιστορεί, για την οποία διατηρεί το χαρακτήρα εξ ακοής μαρτυρίας.

Εξυπακούεται από την απόφαση του Κακουργιοδικείου ότι, και στην προκείμενη περίπτωση, μπορεί να γίνει δεκτή μαρτυρία για τα όσα άμεσα περιέπεσαν στην αντίληψη του μάρτυρα, αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έδωσε αίμα για ανάλυση η κ. Πανή.

Αυτόβουλες δηλώσεις, που γίνονται από τον ενεργούντα, ταυτόχρονα με τις πράξεις στις οποίες προβαίνει, επεξηγηματικές της συμπεριφοράς του, γίνονται δεκτές ως αναπόσπαστο μέρος αυτής τούτης της πράξης. Χαρακτηριστικές δηλώσεις, που ανήκουν σ' αυτή την κατηγορία, είναι επιφωνήματα, που συνοδεύουν την πράξη στην οποία αυτός προβαίνει.

Δε θα επεκταθώ, σ' αυτή την απόφαση, στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες μάρτυρας, ο οποίος καταθέτει, μπορεί να αντεξεταστεί, σε σχέση με την αξιοπιστία του, αναφορικά με προηγούμενες δηλώσεις του, οι οποίες δε συνάδουν ή είναι αντιφατικές προς όσα καταθέτει ενώπιον του δικαστηρίου.

Στη προκείμενη περίπτωση, επιδιώκεται η προσαγωγή της μαρτυρίας, για να καταδειχθεί ότι η κ. Πανή έδωσε αίμα με τη συγκατάθεσή της. Ζητάται η προσαγωγή της μαρτυρίας, όχι για να καταγραφεί ότι προέβη σε μια δήλωση, αλλά για το αληθές της δήλωσής της, ότι, όντως, συγκατατέθηκε. Η προσαγωγή της μαρτυρίας έχει ως αντικείμενο την απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου της δήλωσης της κ. Πανή. Σκοπεί να αποδείξει το αυτόβουλο της πράξης παροχής αίματος.

Για τους λόγους, που έχω εξηγήσει, η απάντηση στα τεθέντα ερωτήματα, κρινόμενα υπό το πρίσμα των γεγονότων που τα στοιχειοθετούν, είναι θετική.

 

 

 

 

 

Γ. Μ. Πικής,

Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο