ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 482
23 Δεκεμβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6579)
Εγγύηση — Απόλυση επί εγγυήσει καταδικασθέντος και φυλακισθέντος πριν την εκδίκαση έφεσης — Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου — Τέτοια απόλυση συνιστά ασύνηθες μέτρο που δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις — Τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις είναι δύσκολο να προβλεφθεί — Η ευχέρεια συνάρτησης της απόλυσης με την πρόγνωση του αποτελέσματος της έφεσης, στην περίπτωση καταδίκης, είναι οριακή, δεδομένου ότι προαπαιτείται διαπίστωση πολύ μεγάλης πιθανότητας επιτυχίας και στην περίπτωση της ποινής, ότι είναι υπερβολική με οποιοδήποτε μέτρο — Αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας και κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη — Στην παρούσα υπόθεση κρίθηκε ότι δεν υπήρχαν οι εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν απόλυση με εγγύηση του φυλακισθέντος πριν την αποπεράτωση της έφεσης.
Ο εφεσείων - αιτητής καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 12 μηνών για το αδίκημα της απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις. Με την αίτησή του ζήτησε δύο θεραπείες:
1) Την απόλυσή του με εγγύηση μέχρι την εκδίκαση της έφεσης και,
2) Την επιτάχυνση στην εκδίκαση της έφεσης και τον ορισμό της το συντομότερο δυνατό.
Ο εφεσείων κάλεσε το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του, επικαλούμενος λόγους υγείας και οικονομικά προβλήματα που θα δημιουργούντο, αναφορικά με τις σπουδές των παιδιών του, από την κράτησή του στις φυλακές.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, σε περιπτώσεις καταδικασθέντων σε φυλάκιση, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να απολύει τους καταδικασθέντες με εγγύηση είναι πολύ περιορισμένη και ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
2. Οι αρχές βάσει των οποίων το Δικαστήριο αποφασίζει αιτήματα αυτής της φύσης αναλύθηκαν εκτενώς στην υπόθεση Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας.
3. Δεν αποδείχθηκαν, στην κρινόμενη υπόθεση, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου υπέρ της απόλυσης του εφεσείοντα, τούτο και σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η έφεση ορίσθηκε σύντομα, οπότε και το Δικαστήριο θα επιληφθεί της όλης ουσίας της υπόθεσης και θα καταλήξει σε τελική απόφαση επί του θέματος.
Το πρώτο αίτημα του εφεσείοντα απορρίπτεται. Το δεύτερο έχει ήδη ικανοποιηθεί με τον ορισμό της έφεσης σε σύντομη ημερομηνία.
Aναφερόμενες Υποθέσεις:
Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 227,
Ζησιμίδης v. Δημοκρατίας (1975) 2 Α.Α.Δ. 166,
Petri v. Police (1968) 2 C.L.R. 1.
Ποινική Aίτηση σε Έφεση.
Aίτηση με την οποία ο εφεσείων-αιτητής ζητά από το Aνώτατο Δικαστήριο την απόλυσή του με εγγύηση μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της έφεσης και την επιτάχυνση στην εκδίκαση της έφεσης καθώς και τον ορισμό της το συντομότερο δυνατό.
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Ε. Κλεόπα, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων-αιτητής καταδικάστηκε σε φυλάκιση 12 μηνών για το αδίκημα της απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Με την αίτηση που έχουμε ενώπιόν μας ουσιαστικά ζητά δύο θεραπείες.
Πρώτον, την απόλυσή του με εγγύηση μέχρι την ημερομηνία εκδίκασης της ουσίας της έφεσής του και, δεύτερον, την επιτάχυνση στην εκδίκαση της έφεσης και τον ορισμό της το συντομότερο δυνατό.
Μετά από πληροφορίες από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου ότι τα πρακτικά σήμερα είναι σχεδόν έτοιμα, η ουσία της έφεσης ορίστηκε για ακρόαση στις 26.1.99.
Τα βασικά επιχειρήματα του εφεσείοντα ενώπιόν μας αφορούσαν την ουσία της έφεσης και υπέβαλε στο Δικαστήριο ότι κακώς είχε καταδικαστεί. Το Δικαστήριο του υπέδειξε, ότι τα θέματα αυτά δεν μπορούσαν να ελεγχθούν από το Δικαστήριο, εφόσον τα πρακτικά δεν ήταν ακόμη ενώπιόν του. Βεβαίως είναι προφανές, ότι ο λόγος που αναφέρετο σε αυτά θα μπορούσε να έχει σχέση με την παρούσα διαδικασία, καθόσον η πιθανότητα επιτυχίας ή όχι στην έφεση είναι ένας παράγοντας που μπορεί να λαμβάνεται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που έχει το Δικαστήριο να απολύει με εγγύηση, δυνάμει του άρθρου 157 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Όταν το δικαστήριο διέκοψε τον εφεσείοντα-αιτητή από του να συνεχίσει στη γραμμή αυτή ενόψει της απουσίας των πρακτικών, τον κάλεσε να δώσει στο Δικαστήριο τους λόγους που θεωρεί σχετικούς για να ασκηθεί υπέρ του η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ο εφεσείων-αιτητής αναφέρθηκε στην κατάσταση της υγείας του και κατέθεσε ιατρικό πιστοποιητικό. Επίσης αναφέρθηκε στο γεγονός των σπουδών των παιδιών του και των προβλημάτων που δημιουργούνται με την κράτησή του στις φυλακές, εν σχέσει με την οικονομική του δυνατότητα να συνεχίσουν τις σπουδές αυτές.
Όπως προκύπτει από τη νομολογία, σε περιπτώσεις καταδικασθέντων σε φυλάκιση, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να απολύει τους καταδικασθέντες με εγγύηση είναι πολύ περιορισμένη και ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όπως έχει αναφερθεί σε μία από τις αποφάσεις τις οποίες θα αναφέρουμε αργότερα δε φαίνεται να υπάρχει υπόθεση στην οποία να έχει ασκηθεί υπέρ του αιτούντος η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
Οι αρχές βάσει των οποίων το Δικαστήριο αποφασίζει αιτήματα αυτής της φύσης αναλύθηκαν εκτενώς στην υπόθεση Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 227 και στις σελ. 230 και 231 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Η απόλυση φυλακισθέντος επί εγγυήσει πριν την αποπεράτωση της έφεσης συνιστά ασύνηθες μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνον σε εξαιρετικές περιστάσεις τόσο ασύνηθες ώστε να μην έχει εγκριθεί μέχρι σήμερα, όπως ανάφεραν οι συνήγοροι, προηγουμένως. Η φειδώ με την οποία έχουν αντιμετωπιστεί μέχρι σήμερα παρόμοιες αιτήσεις δεν αναιρεί, όπως σωστά υπέδειξε ο κ. Μαρκίδης, την εξουσία για απόλυση ούτε συνιστά ανυπέρβλητο κώλυμα στην έγκρισή της. Η εξαιρετικότητα του μέτρου είναι συνυφασμένη με το δικαστικό μας σύστημα, το οποίο καθιστά το πρωτόδικο δικαστήριο τον κατεξοχή κριτή τόσο των πρωτογενών γεγονότων, όσο και του μέτρου της ποινής. Τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις είναι δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια και ανεπιθύμητο να καθοριστεί εξαντλητικά. Η ευχέρεια συνάρτησης της απόλυσης με την πρόγνωση του αποτελέσματος της έφεσης, όταν στρέφεται εναντίον της καταδίκης, είναι οριακή, δεδομένου ότι προαπαιτείται διαπίστωση ότι η πιθανότητα επιτυχίας είναι πολύ μεγάλη ή όπου στρέφεται εναντίον της ποινής ότι αυτή είναι με οποιοδήποτε μέτρο υπερβολική. Εν πάση περιπτώσει, η ευχέρεια αυτή δεν πρέπει να ασκείται με τρόπο που να μεταβάλλει την αρχή ότι το μέσον αναθεώρησης της πρωτόδικης απόφασης είναι η έφεση και όχι η προεκτίμηση του πιθανού αποτελέσματός της.
Ακόμη δυσκολότερο είναι να προβλεφθούν προσωπικές συνθήκες που δικαιολογούν την προαπόλυση του εφεσείοντα και δε θα επιχειρήσουμε να τις απαριθμήσουμε. Όπου η ποινή φυλάκισης είναι βραχεία και υπάρχει κίνδυνος ο κατηγορούμενος να εκτίσει μεγάλο μέρος της πριν την ακρόαση της έφεσης, η νομολογία υποστηρίζει ότι δικαιολογείται η σύντομη εκδίκασή της."
Σχετική επίσης είναι και η υπόθεση Ζησιμίδης v. Δημοκρατίας (1975) 2 Α.Α.Δ. 166. Επίσης, στην υπόθεση Πετρή v. Αστυνομίας (1968) 2 C.L.R. 1, όπου υπήρχε εμφανής παρατυπία στη διαδικασία που είχε ακολουθηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η οποία πιθανώς να οδηγούσε και σε ακύρωση της καταδίκης, το Εφετείο και πάλιν δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του εφεσείοντα. Από τη σχετική νομολογία προκύπτει, ότι πολύ σχετικός παράγων είναι το γεγονός του αν η έφεση μπορεί να οριστεί και/ή ορίζεται σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω αποφάσεις και το τι έχουμε αναφέρει σχετικά με την προκείμενη περίπτωση, κρίνουμε ότι δεν υπάρχουν στην παρούσα υπόθεση εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες να δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας υπέρ της απόλυσης του εφεσείοντα, τούτο και σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η έφεση έχει ήδη ορισθεί σε σύντομη ημερομηνία, δηλαδή στις 26 του προσεχούς Ιανουαρίου, οπότε και το Δικαστήριο θα επιληφθεί της όλης ουσίας της υπόθεσης και θα καταλήξει σε τελική απόφαση επί του θέματος.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το πρώτο αίτημα του εφεσείοντα για απόλυση με εγγύηση απορρίπτεται. Το δεύτερο έχει ήδη ικανοποιηθεί με τον ορισμό της έφεσης σε σύντομη ημερομηνία.
Tο πρώτο αίτημα του εφεσείοντα απορρίπτεται. Tο δεύτερο έχει ήδη ικανοποιηθεί με τον ορισμό της έφεσης σε σύντομη ημερομηνία.