ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 339
29 Oκτωβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
NECIP SARICICEKLI,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6430)
Ποινή — Κατασκοπεία, κατά παράβαση του Άρθρου 50Γ(1), (2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (δύο κατηγορίες) — Φωτογράφιση απαγορευμένης περιοχής, κατά παράβαση του Άρθρου 50Β(1), (2) του Ποινικού Κώδικα (δύο κατηγορίες) — Παραδοχή, συνεργασία με την Αστυνομία, αποκάλυψη των συνεργατών του εφεσείοντα και της έκτασης και του τρόπου δράσης του — Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 6½ και 4 ετών αντίστοιχα — Επικυρώθηκαν από το Εφετείο.
Ποινή — Αποτρεπτική ποινή — Ενδείκνυται η επιβολή αποτρεπτικής ποινής αναφορικά με τη διάπραξη εγκλημάτων κατασκοπείας, σε μια εποχή, όπου η ύπαρξη του κράτους απειλείται άμεσα — Υιοθέτηση της απόφασης στην A. G. v. Trattou.
Ποινή — Επιμέτρηση — Συνιστά πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Πότε χωρεί επέμβαση του Εφετείου — Ποία ποινή μπορεί να κριθεί ως εσφαλμένη για λόγους αρχής και ως έκδηλα υπερβολική.
Δικαστήρια — Γλώσσα της διαδικασίας στα Δικαστήρια — Επιβάλλεται να είναι μία από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας.
Σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ Αυγούστου 1994 και Φεβρουαρίου 1997, ο εφεσείων συνέλεγε πληροφορίες σε διάφορες περιοχές της Κύπρου που αφορούσαν την Εθνική Φρουρά και λάμβανε φωτογραφίες, τις οποίες μετέδιδε σε πρόσωπα που ενεργούσαν προς εξυπηρέτηση συμφερόντων της Τουρκίας. Ως αντάλλαγμα εισέπραξε ποσό £2.500.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα πρόβαλε σαν ελαφρυντικά τα ακόλουθα:
1. Ο εφεσείων δεν είχε ενεργήσει βάσει πολύπλοκου σχεδίου για τη λήψη των πληροφοριών και οι πληροφορίες που έδιδε ήταν τέτοιας φύσης που θα μπορούσαν να ληφθούν και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ως εκ τούτου δεν πρόσθεταν οτιδήποτε και δεν θα μπορούσε να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις για την ασφάλεια του τόπου.
2. Ο εφεσείων είχε απειληθεί ότι αν δεν συνεμορφώνετο θα κινδύνευε η ζωή του.
3. Ο εφεσείων παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος, συνεργάστηκε με την Αστυνομία και αποκάλυψε τους συνεργάτες του και την έκταση και τον τρόπο δράσης του.
Επίσης προβλήθηκε ως μετριαστικός παράγων και η οικονομική ανάγκη του εφεσείοντα.
Το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6½ και 4 ετών.
Στην έφεση για μείωση της ποινής, ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα ελαφρυντικά που τέθηκαν ενώπιόν του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εισήγηση ότι οι πληροφορίες που έδωσε ο εφεσείων θα μπορούσαν να ληφθούν και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δεν συνάδει με το γεγονός της πληρωμής του, για πληροφορίες που εκείνοι που τις έλαβαν θα μπορούσαν να έχουν, ούτως ή άλλως.
2. Η εισήγηση για απειλή του εφεσείοντα δεν μπορούσε να ληφθεί σοβαρά υπόψη, γιατί ο ίδιος κατοικούσε από το 1982 στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου και μπορούσε να τυγχάνει της προστασίας του κράτους.
3. Στην υπόθεση Trattou, όπου προβλήθηκαν παρόμοια ελαφρυντικά, το Δικαστήριο σε παρόμοια κατηγορία, αύξησε την επιβληθείσα ποινή.
4. Το καθήκον σύμφωνα με τη νομολογία, για την επιμέτρηση της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο παρεμβαίνει, μόνο όταν καταφαίνεται ότι η ποινή ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική και όχι απλώς και μόνο όταν κρίνει ότι η ποινή ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι επιεικέστερη.
5. Το ύψος της επιβληθείσας ποινής είναι ενδεικτικό της απόδοσης της δέουσας βαρύτητας στα ελαφρυντικά που πρόβαλε ο εφεσείων. Η ενδεδειγμένη ποινή για εγκλήματα κατασκοπείας, σε μια εποχή όπου η ύπαρξη του κράτους απειλείται άμεσα, είναι η επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Η επιβληθείσα ποινή δεν είναι ούτε εσφαλμένη για λόγους αρχής ούτε έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίπτεται.
Aναφερόμενες Υποθέσεις:
Hassanein v. Hellenic Island και Άλλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 303,
Houssein v. Police (1982) 2 C.L.R. 201,
Attorney-General v. Trattou (1978) 2 C.L.R. 69,
Αντάρτης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138,
Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 200.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση εναντίον της ποινής από Necip Saricicekli, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 15 Δεκεμβρίου, 1997, από το Kακουργιοδικείο Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Aρ. 11735/97) σε δύο κατηγορίες κατασκοπείας και δύο κατηγορίες φωτογράφισης απαγορευμένης περιοχής, κατά παράβαση των Άρθρων 50Γ(1) (2) και 50B(1)(2) του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Παπαδοπούλου, Π.E.Δ., Xριστοδούλου, A.E.Δ. και Λιάτσο, E.Δ., σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 1/2 και 4 ετών.
Αli Dana, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Παπαϊωάννου, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, μετά από δική του παραδοχή, καταδικάστηκε σε 2 κατηγορίες κατασκοπείας, κατά παράβαση του άρθρου 50Γ (1), (2) και σε 2 κατηγορίες φωτογράφισης απαγορευμένης περιοχής, κατά παράβαση του άρθρου 50Β (1), (2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επιβλήθηκαν από το Κακουργιοδικείο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 1/2 και 4 ετών.
Κατά την έναρξη της ακρόασης της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου απέσυρε τον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο ουσιαστικά προσέβαλλε την απόφαση του Κακουργιοδικείου να μην του επιτρέψει να αγορεύσει στην Αγγλική γλώσσα, δηλώνοντας ότι δεν θα προωθούσε το λόγο αυτό ενόψει της νομολογίας και συγκεκριμένα της απόφασης Hassanein v. Hellenic Island και Άλλοι (1994) 1 Α.Α.Δ. 303.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης που παρέμεινε, προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις.
Ο εφεσείων είναι Τούρκος υπήκοος, που το 1982 ήρθε από την Αμμόχωστο στις ελεύθερες περιοχές. Το 1984 βαφτίστηκε χριστιανός και νυμφεύθηκε Τουρκοκυπρία και κατοίκησε στη Λεμεσό.
Τα γεγονότα σε συντομία είναι, ότι σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ του Αυγούστου 1994 και Φεβρουαρίου 1997, ο εφεσείων συνέλεγε πληροφορίες σε διάφορες περιοχές της Κύπρου που αφορούσαν την Εθνική Φρουρά και λάμβανε φωτογραφίες, τις οποίες μετέδιδε σε πρόσωπα που ενεργούσαν προς εξυπηρέτηση συμφερόντων της Τουρκίας. Ως αντάλλαγμα, εισέπραξε ποσό £2.500. Οι πληροφορίες που έδιδε αφορούσαν οπλικά συστήματα της Εθνικής Φρουράς, τοποθεσίες στρατοπέδων και λιμάνια και αεροδρόμια που χρησιμοποιούνται από την Εθνική Φρουρά.
Στην αγόρευσή του, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αναγνώρισε τη σοβαρότητα της κατηγορίας αλλά υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα ελαφρυντικά που τέθηκαν ενώπιόν του, όπως τελικά φαίνεται από την ποινή που επιβλήθηκε. Εισηγήθηκε, ότι το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν είχε ενεργήσει βάσει πολύπλοκου σχεδίου για τη λήψη των πληροφοριών, ήταν ένας από τους παράγοντες που θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ελαφρυντικό υπέρ του. Περαιτέρω, υπέβαλε ότι οι πληροφορίες που έδιδε ήταν τέτοιας φύσης, που θα μπορούσαν να ληφθούν και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως εφημερίδες, ραδιόφωνο και τηλεόραση και ως εκ τούτου, δεν πρόσθεταν οτιδήποτε και δεν θα μπορούσε να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις για την ασφάλεια του τόπου. Παρατηρούμε, ότι τούτο δε συνάδει με το γεγονός ότι ο εφεσείων πληρώθηκε ποσό £2.500 για πληροφορίες, που εκείνοι που τις έλαβαν θα μπορούσαν να έχουν, ούτως ή άλλως. Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι δεν ελήφθη δεόντως υπόψη από το Δικαστήριο, ως ελαφρυντικό, το γεγονός ότι ο εφεσείων είχεν απειληθεί, ότι αν δε συνεμορφώνετο θα κινδύνευε η ζωή του. Τέλος, υποβλήθηκε ότι δε δόθηκε η πρέπουσα βαρύτητα στο γεγονός της άμεσης παραδοχής του εφεσείοντα και της συνεργασίας του με την Αστυνομία, για την πλήρη διελεύκανση των εγκλημάτων.
Το Κακουργιοδικείο επεσήμανε, ότι τα αδικήματα της κατασκοπείας τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης 10 χρόνων και της φωτογράφισης απαγορευμένης περιοχής 6 χρόνων και ότι, λόγω της φύσης τους, δικαιολογούν την επιβολή αυστηρών αποτρεπτικών ποινών, χωρίς όμως να παραγνωρίζονται οι ελαφρυντικές περιστάσεις. Το Κακουργιοδικείο επελήφθη του θέματος της φύσης των πληροφοριών που έδιδε ο εφεσείων και απέρριψε την εισήγησή του, παρατηρώντας ότι ήταν παραδεκτό γεγονός ότι οι πληροφορίες που δόθηκαν, έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναφερόμενο και στη μεγάλη χρονική διάρκεια των ενεργειών του εφεσείοντα. Η εισήγηση του εφεσείοντα, ότι ένας από τους λόγους που τον ώθησαν στη διάπραξη των εγκλημάτων ήταν η χρηματική ανάγκη που είχε, θεωρήθηκε ότι δεν μπορούσε να προσμετρήσει ως ελαφρυντικό, ενώ ο φόβος που αισθανόταν από τις απειλές, δεν μπορούσε να ληφθεί σοβαρά υπόψη, γιατί ο ίδιος από το 1982 κατοικούσε στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου και μπορούσε να τυγχάνει της προστασίας του κράτους (Houssein v. The Police (1982) 2 C.L.R. 201).
Το Κακουργιοδικείο αναγώρισε ως ελαφρυντικό την άμεση παραδοχή του εφεσείοντα, τη συνεργασία του με την Αστυνομία και την αποκάλυψη των συνεργατών του και την έκταση και τον τρόπο δράσης του. Τέλος, αναφέρθηκε στις υποθέσεις Attorney-General v. Trattou (1978) 2 C.L.R. 69 και Houssein (πιο πάνω), τόνισε τη σοβαρότητα των υπό εκδίκαση εγκλημάτων και αφού, όπως είπε, έλαβε υπόψη τα ελαφρυντικά, κατεδίκασε τον εφεσείοντα στις ποινές που αναφέραμε πιο πάνω.
Στην υπόθεση Trattou (πιο πάνω), όπου προβλήθηκαν παρόμοια ελαφρυντικά, το Δικαστήριο σε παρόμοια κατηγορία, όπου το ανώτατο όριο φυλάκισης ήταν 3 χρόνια, αύξησε την ποινή που επιβλήθηκε πρωτόδικα από 5 μήνες σε 2 χρόνια και 3 μήνες, τονίζοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων. Στην υπόθεση εκείνη προβλήθηκε παρόμοιος ισχυρισμός, αναφορικά με τη φύση των πληροφοριών που δίδονταν, όπως και στην παρούσα υπόθεση. Το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα στη σελ.72:
"We have taken carefully into consideration all the above but there can be no escape from the stark fact that the circumstances in which the respondent has committed the offence to which she has pleaded guilty render it one of the most serious of its kind.
At a time when about 40% of the territory of our Republic is under Turkish military occupation, as a result of foreign aggression, she has communicated to a Turkish Cypriot boy-friend of hers, who previously had been living in Limassol but later on moved to the northern, Turkish occupied, part of Cyprus, information about the measures taken for the defence of the remaining free territory of the Republic, knowing very well that such information was destined to reach the foreign aggressors."
Είναι ευρέως νομολογημένο, ότι το καθήκον για την επιμέτρηση της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο παρεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι η ποινή ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική και όχι απλώς και μόνο όταν κρίνει ότι η ποινή ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι επιεικέστερη (Αντάρτης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6240, ημερ. 19.5.97). Ποινή μπορεί να κριθεί ως εσφαλμένη για λόγους αρχής, αν έχουν εμφιλοχωρήσει στον καθορισμό της εξωγενείς παράγοντες και ως έκδηλα υπερβολική, οποτεδήποτε το στοιχείο της υπερβολής καταφαίνεται εξ αντικειμένου (Ιωάννου κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις 5974-75, ημερ. 5.7.96).
Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα αφενός και την αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου που εμφανίστηκε εκ μέρους της Δημοκρατίας, στην οποία τονίστηκε η σοβαρότητα των εγκλημάτων και η κατ' εισήγηση ορθότητα της ποινής, και με γνώμονα τις αρχές επέμβασης του Εφετείου, έχουμε καταλήξει ότι στην παρούσα περίπτωση δε χωρεί επέμβασή μας για μείωση της ποινής. Συμφωνούμε με τις παρατηρήσεις του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τη σοβαρότητα των εγκλημάτων και διαφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι δε λήφθηκαν δεόντως υπόψη οι μετριαστικοί παράγοντες. Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί: Από το γεγονός ότι τελικά επεβλήθη ποινή 6 1/2 ετών για τόσο σοβαρά αδικήματα, ενώ το ανώτατο όριο ποινής ήταν 10 χρόνια, είναι προφανές ότι δόθηκε έμπρακτα η δέουσα βαρύτητα στα ελαφρυντικά. Υιοθετούμε τα όσα λέχθηκαν στην Trattou (πιο πάνω) και επαναλαμβάνουμε ότι για εγκλήματα κατασκοπείας, σε μια εποχή όπου η ύπαρξη του κράτους απειλείται άμεσα, ενδείκνυται η επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι η επιβληθείσα ποινή ούτε εσφαλμένη ήταν για λόγους αρχής, αλλά ούτε και έκδηλα υπερβολική.
Ως συνέπεια των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.