ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 123
22 Mαΐου, 1998
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧATZHΠΕΤΡΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6431)
Ποινή — Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β΄ (ρητίνης κάνναβης βάρους 228.11 γραμμαρίων), κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, όπως τροποποιήθηκε — Επιβολή ποινής φυλάκισης τριών χρόνων — Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Ποινή — Επιμέτρηση — Προσωπικές περιστάσεις αδικοπραγούντων — Είναι μειωμένης σημασίας σε αδικήματα που αφορούν την κατοχή και εμπορία ναρκωτικών.
Ποινή — Αποτρεπτική ποινή — Πρέπει να επιβάλλεται σε υποθέσεις ναρκωτικών λόγω του ότι πλήττουν ανεπανόρθωτα την υλική και ηθική ευημερία του ανθρώπου.
Τα ναρκωτικά βρίσκονταν στην οικία του εφεσείοντα στα Περβόλια, Λάρνακας. Όταν η Αστυνομία μετέβη στην οικία του εφεσείοντα για εκτέλεση εντάλματος έρευνας και σύλληψης του εφεσείοντα, αυτός τα πέταξε από το παράθυρο σε παρακείμενο χωράφι. Ο ένας από τους αστυνομικούς, ο οποίος γνώριζε από χρόνια τον εφεσείοντα, τον αναγνώρισε και του φώναξε " Σε είδα που το πέταξες". Τον εφεσείοντα αναγνώρισε επίσης και γυναίκα αστυνομικός.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο, σε κατηγορία για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β΄, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, όπως τροποποιήθηκε. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών χρόνων.
Εφεσίβαλε την καταδίκη του, για το λόγο ότι υπήρξαν αδυναμίες στη μαρτυρία με βάση την οποία συνδέθηκε ως ο κάτοχος του ναρκωτικού, και την ποινή ως έκδηλα υπερβολική.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Η μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντα ήταν συντριπτική και δικαιολογούσε πλήρως τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου.
2. Η επιβληθείσα ποινή αναδεικνύεται ισοζυγισμένη από κάθε άποψη.
Η έφεση απορρίπτεται.
Aναφερόμενες Yποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας v. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5,
Γενικός Εισαγγελέας v. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355,
Gholi v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 30,
Γενικός Εισαγγελέας v. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από Xριστάκη X"Πέτρου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 5 Δεκεμβρίου, 1997, από το Kακουργιοδικείο Λάρνακος (Ποινική Yπόθεση Aρ. 17585/96) στην κατηγορία κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης B΄, κατά παράβαση του Άρθρου 6(1)(2) του περί Nαρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Oυσιών Nόμου 1997 και καταδικάστηκε από Xατζηχαμπή, Π.E.Δ., Kολατσή, A.E.Δ. και Γιασεμή, E.Δ., σε ποινή φυλάκισης τριών χρόνων.
Α. Ευτυχίου, για τον Eφεσείοντα.
Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος, κατόπιν δίκης στο Κακουργιοδικείο, σε κατηγορία για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β΄, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, όπως τροποποιήθηκε. Επρόκειτο για ρητίνη κάνναβης, βάρους 228.11 γραμμαρίων. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών.
Εφεσίβαλε την καταδίκη του, προβάλλοντας ότι υπήρχαν αδυναμίες στη μαρτυρία με βάση την οποία συνδέθηκε ως ο κάτοχος του ναρκωτικού. Και επίσης εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή, προβάλλοντας ότι ήταν έκδηλα υπερβολική.
Η κατηγορία προέκυψε από τις εξής περιστάσεις. Τις εκθέτουμε όπως τις διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο. Στις 11 Μαΐου, 1996, η ώρα 5.10 π.μ., μόλις άρχισε να ξημερώνει, τέσσερα μέλη της Αστυνομίας μετέβησαν στην οικία του εφεσείοντος στα Περβόλια, Λάρνακας, για εκτέλεση εντάλματος έρευνας όπως και σύλληψης του εφεσείοντος. Οι δύο κατευθύνθηκαν προς την είσοδο της οικίας όπου κτύπησαν το κουδούνι και παρέμειναν, ενώ οι άλλοι δύο - η μια ήταν γυναίκα αστυνομικός - τοποθετήθηκαν σε σημείο κοντά στην οικία από όπου διατηρούσαν έλεγχο των παραθύρων. Την πόρτα άνοιξε η σύζυγος του εφεσείοντος. Οι αστυνομικοί που παρακολουθούσαν τα παράθυρα είδαν τότε τον εφεσείοντα να πλησιάζει το πισινό παράθυρο του ανωγείου της οικίας και να ρίχνει έξω με δύναμη κάποιο αντικείμενο το οποίο είδαν να πέφτει σε παρακείμενο χωράφι. Το περιμάζεψαν. Επρόκειτο για πλάκα φαιάς ουσίας την οποία τοποθέτησαν σε νάϋλον περιτύλιγμα. Ήταν, όπως έδειξε επιστημονική ανάλυση που έγινε αργότερα, ρητίνη κάνναβης βάρους 228.11 γραμμαρίων. Ο ένας από τους παρακολουθούντες αστυνομικούς, ο οποίος γνώριζε από χρόνια τον εφεσείοντα, τον αναγνώρισε και του φώναξε "Σε είδα που το πέταξες". Ενώ προς τους συναδέλφους του, που βρίσκονταν στην είσοδο, φώναξε: "Επέταξε το χασίσιη". Το ίδιο είδε και αναγνώρισε τον εφεσείοντα η γυναίκα αστυνομικός. Οι αστυνομικοί ανέβηκαν στο ανώγειο και βρήκαν τον εφεσείοντα ξύπνιο στο κρεβάτι του στο μπροστινό υπνοδωμάτιο. Του έδειξαν το εν λόγω αντικείμενο και τον πληροφόρησαν για τα δικαιώματά του. Ο εφεσείων δεν ηθέλησε να πει οτιδήποτε σχετικά. Στο υπνοδωμάτιο, από όπου ο εφεσείων είχε ρίξει το αντικείμενο, βρισκόταν το παιδί του ζεύγους. Υπήρχαν λοιπόν μόνο τρία άτομα μέσα στην οικία: ο εφεσείων, η σύζυγός του και το παιδί τους, ηλικίας 4½ ετών.
Στη δίκη κατέθεσαν, για την κατηγορία, οι αστυνομικοί μάρτυρες οι οποίοι παρουσίασαν τα γεγονότα όπως τα συνοψίσαμε και επίσης κατέθεσε εμπειρογνώμονας η οποία προέβη στην ανάλυση από την οποία διαπιστώθηκε η φύση και το βάρος του ναρκωτικού. Ο εφεσείων κατέθεσε ενόρκως προς υπεράσπιση του. Αρνήθηκε ότι έριξε ή ότι γνώριζε οτιδήποτε για το ναρκωτικό.
Με την έφεση τέθηκαν, όσον αφορά την καταδίκη, τρία ζητήματα για υποστήριξη της θέσης ότι η ετυμηγορία του Κακουργιοδικείου ήταν ακροσφαλής. Θα τα εξετάσουμε με τη σειρά.
Το πρώτο αφορούσε στην αναγνώριση του εφεσείοντος ως του ατόμου που έριξε το ναρκωτικό. Προβλήθηκε, αφενός, ότι οι συνθήκες, κυρίως από άποψης φωτισμού και χρόνου, δεν παρείχαν τη δυνατότητα για θετική αναγνώριση και, αφετέρου, ότι την αποδοχή της μαρτυρίας των αστυνομικών θα έπρεπε να την είχε εκτοπίσει δισταγμός ένεκα της ιδιότητάς τους. Δε συμφωνούμε. Το σχετικό εύρημα στο οποίο προέβη το Κακουργιοδικείο, αφού παρακολούθησε τους αστυνομικούς μάρτυρες να καταθέτουν και αφού σχολίασε εν εκτάσει και αξιολόγησε τη μαρτυρία τους, είναι καθόλα άμεμπτο.
Το δεύτερο ζήτημα αφορούσε και πάλι στην αναγνώριση του εφεσείοντος αλλά από διαφορετική σκοπιά. Είχε ως άξονα όχι τη μαρτυρία των αστυνομικών που είδαν τον εφεσείοντα να ρίχνει το ναρκωτικό αλλά εκείνων που βρίσκονταν στην είσοδο της κατοικίας. Με βάση τη μαρτυρία τους, το Κακουργιοδικείο προέβη σε εύρημα ότι τη στιγμή που ο εφεσείων έριξε το ναρκωτικό, η σύζυγος του είχε ήδη ανοίξει την πόρτα και βρισκόταν μαζί τους. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να το είχε ρίξει εκείνη. Ούτε βέβαια και το μικρό παιδί. Ο συνήγορος του εφεσείοντος επεσήμανε κάποια ταλάντευση στη μαρτυρία του ενός εκ των δύο αστυνομικών που βρίσκονταν στην είσοδο. Στην κύρια εξέταση ανέφερε ότι, όταν άκουσε τις φωνές για το ότι ο εφεσείων θεάθηκε να ρίχνει έξω το ναρκωτικό, η σύζυγος του εφεσείοντος μόλις είχε ανοίξει την πόρτα. Ενώ στην αντεξέταση ο ίδιος δέχθηκε ότι άκουσε τις φωνές, προτού ανοίξει η πόρτα. Ωστόσο, ο άλλος αστυνομικός που βρισκόταν μαζί του επέμενε ότι τη φωνή του συναδέλφου του, ότι ο εφεσείων έριξε το ναρκωτικό, την άκουσε μετά που η σύζυγος του εφεσείοντος είχε ανοίξει την πόρτα. Το Κακουργιοδικείο, που σημείωσε ότι οι διαφορές στη μαρτυρία πρέπει να αντικρύζονται ενταγμένες "στα πλαίσια της διάφορης τοποθέτησης, παρατήρησης, μέτρου αντίληψης και μνήμης κάθε μάρτυρα", είχε εν προκειμένω επαρκές έρεισμα μαρτυρίας για το υπό συζήτηση εύρημα. Το οποίο ήταν εν πάση περιπτώσει ανεξάρτητο από το εύρημα περί θετικής αναγνώρισης του εφεσείοντος από τους άλλους δύο αστυνομικούς, που από μόνο του θεμελίωνε την καταδίκη.
Τέλος, ο εφεσείων επικαλέστηκε το ότι, καθώς έγινε δεκτό, δεν εντοπίστηκαν στο ναρκωτικό δακτυλικά αποτυπώματά του. Όμως, από το ότι θα είχε σημασία η ύπαρξη δικών του δακτυλικών αποτυπωμάτων, δεν ακολουθεί ότι σημασία είχε και η ανυπαρξία τους. Το Κακουργιοδικείο ορθά λοιπόν ήταν που προσέγγισε το θέμα. Δε χρειάζεται να επεκταθούμε.
Καθώς προκύπτει, η μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντος ήταν συντριπτική. Και δικαιολογούσε πλήρως τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου. Η καταδίκη του καθίστατο αναπόφευκτη.
Ως προς το ύψος της ποινής, ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη δύο τινά. Πρώτο, την καθυστέρηση που σημειώθηκε μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της καταδίκης - βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5, σελ. 10. Γενικός Εισαγγελέας v. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71, σελ. 77. Γενικός Εισαγγελέας v. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, σελ. 361. Και, δεύτερο, τις ανάγκες του παιδιού. Η σύζυγος του, που είναι Αγγλίδα, βρίσκεται τώρα στη χώρα της με το παιδί. Επειδή αυτή υποφέρει από επιληψία, χρειάζεται τη συνδρομή του εφεσείοντος για τη φροντίδα του παιδιού. Γι' αυτό θα πρέπει να μεταβεί εκεί το συντομότερο δυνατό.
Το Κακουργιοδικείο κατεύθυνε την προσοχή του σε αυτές τις πτυχές όπως και σε διάφορες άλλες που ήταν επίσης σχετικές με την επιμέτρηση της ποινής. Απέδωσε δε στο καθετί τη σημασία που άρμοζε, σύμφωνα με ό,τι ορίζει η νομολογία. Στην Gholi v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 6223, ημερ. 30 Ιανουαρίου, 1997, που ήταν μια από τις αποφάσεις στις οποίες ενδεικτικά αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο, λέχθηκαν τα εξής για να εξηγηθεί η παγιωμένη πλέον προσέγγιση των δικαστηρίων σε τέτοιες υποθέσεις:
"Τα ναρκωτικά πλήττουν και, συχνά, ανεπανόρθωτα είναι μάλιστα που πλήττουν την υλική και ηθική ευημερία του ανθρώπου. Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των ποινών, ο οποίος πρέπει να αντανακλάται και από το ύψος τους, αποτελεί το κύριο γνώρισμά τους. Οι προσωπικές περιστάσεις και τα ιδιαίτερα προβλήματα αδικοπραγούντων σε αυτού του είδους των υποθέσεων λαμβάνονται βέβαια σε κάποιο βαθμό υπόψη.
Η εξατομίκευση έχει τη θέση της. Αλλά δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή να αποδυναμώσει τη μέριμνα για προστασία της κοινωνίας."
Η επιβληθείσα ποινή αναδεικνύεται ισοζυγισμένη από κάθε άποψη.
Η έφεση απορρίπτεται καθ' ολοκληρίαν.
H έφεση απορρίπτεται.