ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 87
15 Απριλίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ,
ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΔHMOKPATIA,
v.
1. ΠΑΝΙΚΚΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΑΕΡΟΠΟΡΟY,
2. ΑΝΔΡΕΑ ΑΝΤΩΝΗ ΑΕΡΟΠΟΡΟΥ,
3. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΑΕΡΟΠΟΡΟΥ,
Κατηγορουμένων.
(Υπόμνημα Αρ. 324)
Aπόδειξη — Hλεκτρονικοί Yπολογιστές — Eκτύπωση ηλεκτρονικού υπολογιστή στην οποία καταγράφονται οι τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ των φορητών τηλεφώνων μάρτυρα κατηγορίας και κατηγορουμένου — Kατά πόσο είναι αποδεκτή ως μαρτυρία.
Λέξεις και Φράσεις — "Yποκλοπή" και "παρακολούθηση" στο Άρθρο 2 του περί Προστασίας του Aπόρρητου της Iδιωτικής Eπικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Nόμου του 1996 (N.92(1)/96).
Tο Kακουργιοδικείο απέρριψε αίτημα της Kατηγορούσας Aρχής όπως γίνει δεκτή, ως μαρτυρία, η εκτύπωση ηλεκτρονικού υπολογιστή, στην οποία καταγράφονταν οι τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ δύο φορητών τηλεφώνων, η ώρα των κλήσεων και η διάρκειά τους. H προσαγωγή του εγγράφου, απέβλεπε στην ενίσχυση της μαρτυρίας μάρτυρα κατηγορίας, ότι είχε σειρά τηλεφωνικών επικοινωνιών με ένα ή περισσότερους των κατηγορουμένων, σε δίκη για απόπειρα φόνου, συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος, συνεργία στη διάπραξη ποινικού αδικήματος και παράνομη χρήση πυροβόλου όπλου.
Mετά από αίτηση του Γενικού Eισαγγελέα, δυνάμει του Άρθρου 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Nόμου, Kεφ. 155, το Kακουργιοδικείο παρέπεμψε στο Aνώτατο Δικαστήριο δέκα νομικά ερωτήματα, ως προς το παραδεκτό της μαρτυρίας η οποία απορρίφθηκε από το Kακουργιοδικείο.
Tο Aνώτατο Δικαστήριο εξέτασε, ως πρώτο θέμα, την ερμηνεία των Άρθρων 16(1) και 3(2)(β) του περί Προστασίας του Aπόρρητου της Iδιωτικής Eπικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Nόμου του 1996 (N. 92(1)/96) - (ο "Nομος"), που απαγορεύει και ποινικοποιεί, με ορισμένες εξαιρέσεις, την αποκάλυψη του περιεχομένου κάθε ιδιωτικής επικοινωνίας, περιλαμβανομένης και της τηλεπικοινωνίας.
Kαι τα δύο μέρη δέχθηκαν ότι, αν κριθεί ότι η προσαγωγή της εκτύπωσης του ηλεκτρονικού υπολογιστή ως μαρτυρίας απαγορεύεται από το Nόμο, δε θα μπορεί να υπάρξει άλλο έρεισμα για αποδοχή της.
Aποφασίστηκε ότι:
1. Oι πρόνοιες του Άρθρου 3(2)(β) του Nόμου είναι σαφείς. Δεν επιτρέπουν την προσαγωγή μαρτυρίας η οποία περιέχει στοιχεία για τηλεφωνικές κλήσεις, εκτός για το συγκεκριμένο σκοπό διεκδίκησης τελών από τους συνδρομητές της Aρχής Tηλεπικοινωνιών. Tο θέμα αυτό δεν αφορά την παρούσα υπόθεση και ως εκ τούτου δε θα εξεταστεί.
2. Eνόψει της κατάληξης αυτής, δε θα εξεταστούν τα άλλα νομικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν. Aυτό θα επιβαλλόταν, στην περίπτωση που αποφασίζετο ότι η σχετική μαρτυρία ήταν παραδεκτή βάσει του Nόμου. Tότε θα ήταν ανάγκη να εξεταστούν και τα άλλα δύο θέματα:-
α) Αν η μαρτυρία είναι ή όχι παραδεκτή, βάσει του Άρθρου 5A του περί Aποδείξεως Nόμου· και
β) Κατά πόσο οι πρόνοιες του Άρθρου 16(1), σε συνδυασμό με εκείνες του Άρθρου 3(2)(β), είναι ή όχι αντίθετες ή ασύμφωνες με τις πρόνοιες του Άρθρου 15 και 17 του Συντάγματος.
Eνόψει των ανωτέρω λόγων, η μαρτυρία ορθά αποκλείστηκε από το Kακουργιοδικείο.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
Aναφερόμενες Yποθέσεις:
Myers v. Director of Public Prosecutions [1965] A.C. 1001,
Myers v. Director of Public Prosecutions [1964] 2 All E.R. 881,
Aστυνομία v. Ξυδιά και Άλλων (1992) 2 A.A.Δ. 26,
Γενικός Eισαγγελέας v. Προκοπίου (1993) 2 A.A.Δ. 41,
Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63,
Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33,
Aστυνομία v. Γιάλλουρου (1992) 2 A.A.Δ. 147.
Yπόμνημα.
Yπόμνημα από το Kακουργιοδικείο Λευκωσίας στην υπόθεση Aρ. 12416/97, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο Aνώτατο Δικαστήριο δέκα νομικά ερωτήματα, ως προς το παραδεκτό της μαρτυρίας η οποία απορρίφθηκε.
Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Λ. Λουκαΐδη, Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, Π. Κληρίδη, Ανώτερο Δικηγόρο της Δημοκρατίας, Μ. Μαλαχτού, Δικηγόρο της Δημοκρατίας και Μ. Σωτηρίου, Ασκούμενη Δικηγόρο, για τη Δημοκρατία.
Ε. Ευσταθίου με Κ. Ευσταθίου, για τους Κατηγορουμένους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Οι Πανίκκος Αντώνη Αεροπόρος, Ανδρέας Αντώνη Αεροπόρος και Χαράλαμπος Αντώνη Αεροπόρος, δικάζονται από το Κακουργιοδικείο για απόπειρα φόνου, συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος, συνεργία στη διάπραξη ποινικού αδικήματος και παράνομη χρήση πυροβόλου όπλου.
Κατά τη δίκη, η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε όπως γίνει δεκτή ως μαρτυρία η εκτύπωση ηλεκτρονικού υπολογιστή, στην οποία καταγράφονται οι τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ δύο φορητών τηλεφώνων, η ώρα των κλήσεων και η διάρκειά τους. Η προσαγωγή του εγγράφου αποβλέπει στην ενίσχυση της μαρτυρίας του Αναστάση Στέλιου Σιμιλλίδη (Μ.Κ.1), μάρτυρα κατηγορίας, ότι είχε σειρά τηλεφωνικών επικοινωνιών με ένα ή περισσότερους των κατηγορουμένων. Το ένα από τα δύο φορητά τηλέφωνα ανήκε στον κατηγορούμενο 3 και το άλλο, το οποίο ήταν στη διάθεση του μάρτυρα Σιμιλλίδη, σε τρίτο πρόσωπο.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε τη μαρτυρία αντικείμενη προς το Σύνταγμα και το Νόμο και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη. Αποφάσισε ότι η προσαγωγή της αποκλείεται από:
(α) Τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής και το απόρρητο της επικοινωνίας, αντίστοιχα.
(β) Τον περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Νόμο του 1996 (Ν. 92(Ι)/96) - (ο «Νόμος»), που απαγορεύει και ποινικοποιεί, με ορισμένες εξαιρέσεις, την αποκάλυψη του περιεχομένου κάθε ιδιωτικής επικοινωνίας, περιλαμβανομένης και της τηλεπικοινωνίας.
Το Κακουργιοδικείο, παράλληλα, αποφάσισε ότι η εκτύπωση του ηλεκτρονικού υπολογιστή δεν μπορούσε να γίνει δεκτή ως μαρτυρία, βάσει των προνοιών του Άρθρου 5Α του περί Αποδείξεως Νόμου, ΚΕΦ. 9 (οι οποίες εντέθηκαν με τον Τροποποιητικό Νόμο Ν.54(Ι)/94). Προϋπόθεση για την αποδοχή της εκτύπωσης ηλεκτρονικού υπολογιστή ως μαρτυρίας είναι το παραδεκτό της, βάσει των κανόνων της αποδείξεως, περιλαμβανομένου και του κανόνα ο οποίος απαγορεύει εξ ακοής μαρτυρία. Κρίθηκε ότι το Άρθρο 5Α δε δημιουργεί εξαίρεση στον κανόνα που αποκλείει την εισαγωγή εξ ακοής μαρτυρίας. Το θέμα αυτό θεωρήθηκε από το Κακουργιοδικείο λελυμένο από την Αγγλική και Κυπριακή νομολογία - (βλ. Myers v. Director of Public Prosecutions [1965] A.C. 1001, [1964] 2 All E.R. 881· Αστυνομία ν. Ξυδιά & Άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 26· Γεν. Εισαγγελέας ν. Προκοπίου (1993) 2 Α.Α.Δ. 41).
Μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, κάτω από το Άρθρο 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, το Κακουργιοδικείο διατύπωσε και παρέπεμψε στο Ανώτατο Δικαστήριο δέκα νομικά ερωτήματα, ως προς το παραδεκτό της μαρτυρίας η οποία απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο. Τα ερωτήματα περιστρέφονται γύρω από:-
(α) Το αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής και του απόρρητου της επικοινωνίας, που κατοχυρώνουν τα Άρθρα 15 και 17.
(β) Την ερμηνεία των προνοιών του Άρθρου 3(2)(β) του Νόμου και, ειδικά, κατά πόσο αυτές, σε συνδυασμό με το Άρθρο 16 του Νόμου, καθιστούν τη συγκεκριμένη μαρτυρία παραδεκτή, κατ' εξαίρεση προς την απαγόρευση της παρακολούθησης τηλεφωνικής κλήσης που προβλέπει ο Νόμος.
(γ) Το παραδεκτό της μαρτυρίας κάτω από τις πρόνοιες του Άρθρου 5Α του περί Αποδείξεως Νόμου.
Κοινή είναι η θέση των μερών ότι, εάν κριθεί ότι η προσαγωγή της εκτύπωσης ηλεκτρονικού υπολογιστή ως μαρτυρίας απαγορεύεται από το Νόμο, δε θα μπορεί να υπάρξει άλλο έρεισμα για την αποδοχή της.
Στο πλαίσιο της τελέσφορης αντιμετώπισης του τιθέμενου με τα νομικά ερωτήματα ουσιαστικού ζητήματος, που είναι το παραδεκτό της εκτύπωσης ηλεκτρονικού υπολογιστή ως μαρτυρίας, θα εξετάσουμε ως πρώτο θέμα την ερμηνεία των Άρθρων 16(1) και 3(2)(β) του Νόμου.
Το Άρθρο 16(1) του Νόμου προβλέπει:-
«16. - (1) Το περιεχόμενο οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο λήφθηκε έπειτα από υποκλοπή ή παρακολούθηση ή μαρτυρία που πηγάζει από τέτοια υποκλοπή ή παρακολούθηση, δεν μπορεί να γίνει δεχτό ως μαρτυρία ενώπιον οποιασδήποτε ποινικής ή πολιτικής διαδικασίας, αν η εν λόγω υποκλοπή ή παρακολούθηση έλαβε χώρα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.»
Το Άρθρο 3(1) του Νόμου απαγορεύει και ποινικοποιεί την υποκλοπή και παρακολούθηση κάθε πτυχής και λεπτομέρειας ιδιωτικής επικοινωνίας, περιλαμβανομένης και της τηλεφωνικής. Οι όροι «υποκλοπή» και «παρακολούθηση», που προσδιορίζονται στο Άρθρο 2 του Νόμου, περιλαμβάνουν, εκτός από το περιεχόμενο της επικοινωνίας και κάθε στοιχείο που σχετίζεται με αυτή. Η καταγραφή αυτής τούτης της επικοινωνίας, η ώρα και η διάρκειά της, περικλείονται τόσο στον όρο «υποκλοπή» όσο και στον όρο «παρακολούθηση».
Το εδάφιο (2) του Άρθρου 3 εξαιρεί σειρά πράξεων υποκλοπής και παρακολούθησης από τις απαγορευτικές διατάξεις του εδαφίου (1) του ιδίου Άρθρου. Μεταξύ των εξαιρέσεων, είναι και εκείνη η οποία καθορίζεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του Άρθρου 3, η οποία προβλέπει:-
«(β) προβαίνει σε καταγραφή αριθμών τηλεφωνικών κλήσεων, αφού προηγουμένως εξασφαλίσει διάταγμα δικαστηρίου ή εφόσον πρόκειται για σκοπούς χρέωσης και είναι εν γνώσει του προσώπου που προβαίνει στην επικοινωνία αυτή.»
Η Δημοκρατία επικαλέστηκε το δεύτερο σκέλος της παραγράφου (β), ως νομιμοποιητικό έρεισμα για την προσαγωγή της εκτύπωσης του υπολογιστή - «εφόσον πρόκειται για σκοπούς χρέωσης και είναι εν γνώσει του προσώπου που προβαίνει στην επικοινωνία αυτή».
Πρόκειται για σαφή νομοθετική διάταξη. Το κείμενό της είναι γραμματικά ευκρινές και η έννοιά της διαυγής. Επιτρέπεται η καταγραφή τηλεφωνικών κλήσεων για ένα αποκλειστικά σκοπό - για τη χρέωση του συνδρομητή, ενέργεια η οποία εντάσσεται στη συμβατική σχέση μεταξύ συνδρομητή και Αρχής Τηλεπικοινωνιών. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από το δεύτερο σκέλος της πρότασης, που καθιστά προϋπόθεση για την καταγραφή του τηλεφωνήματος τη γνώση του συνδρομητή. Η γνώση συναρτάται με τους σκοπούς της καταγραφής, που περιορίζονται στη χρέωση του συνδρομητή. Η παρακολούθηση επιτρέπεται μόνο για σκοπούς χρέωσης, που είναι το αντικείμενο της εξαίρεσης.
Αν ήταν διφορούμενη η έννοια της σχετικής διάταξης του Άρθρου 3(2)(β), τότε αυτή θα έπρεπε να εξεταστεί σε συνάρτηση με το Σύνταγμα και, ειδικά, με τις διατάξεις των Άρθρων 15 και 17 - (βλ. Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63, 78).
Δε θα επεκταθούμε στο θέμα αυτό, εφόσο οι πρόνοιες του Άρθρου 3(2)(β) του Νόμου δεν παρουσιάζουν καμιά ασάφεια. Δεν επιτρέπουν την προσαγωγή μαρτυρίας, η οποία περιέχει στοιχεία για τηλεφωνικές κλήσεις, εκτός για το συγκεκριμένο σκοπό διεκδίκησης τελών από τους συνδρομητές της Αρχής, θέμα το οποίο δε μας αφορά στην παρούσα υπόθεση και το οποίο δε θα πραγματευτούμε.
Στην προκείμενη περίπτωση, το ερώτημα αφορά το παραδεκτό της μαρτυρίας, για σκοπούς άλλους από τη διεκδίκηση τελών για τη χρέωση του λογαριασμού του συνδρομητή. Η απάντηση είναι ότι τέτοια μαρτυρία δεν επιτρέπεται.
Ενόψει της κατάληξής μας, δε θα επεκταθούμε στην εξέταση και απάντηση των άλλων ερωτημάτων. Αυτό θα επιβαλλόταν, αν αποφασίζαμε ότι η σχετική μαρτυρία ήταν παραδεκτή βάσει του Νόμου. Τότε θα ήταν ανάγκη να εξετάσουμε και τα άλλα δύο θέματα:-
1. Αν η μαρτυρία είναι ή όχι αποδεκτή, βάσει του Άρθρου 5Α του περί Αποδείξεως Νόμου· και
2. Κατά πόσο οι πρόνοιες του Άρθρου 16(1), σε συνδυασμό με εκείνες του Άρθρου 3(2)(β), είναι ή όχι αντίθετες ή ασύμφωνες με τις πρόνοιες του Άρθρου 15 - (βλ., Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33) - και 17 του Συντάγματος - (βλ. Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147).
Για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, κρίνουμε ότι η μαρτυρία ορθά αποκλείστηκε από το Κακουργιοδικείο.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.