ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1998) 2 ΑΑΔ 48
19 Mαρτίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΑΒΒΑΣ ΗΛΙΑ,
Eφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Eφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6360)
Ποινική δίκη — Η κατηγορούσα αρχή βαρύνεται με απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας — Υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσον εύλογες και αν είναι, δεν επιτρέπονται — Η εσωτερική συνειδησιακή λειτουργία του δικαστή δε συνάδει με την υποχρέωση που επιβάλλει το δίκαιο, δηλαδή την κρίση της υπόθεσης στη βάση μόνο των αποδεικτικών στοιχείων που υπάρχουν και προσκομίζονται σύμφωνα με τη δικονομία — H ενοχή του κατηγορουμένου πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία, κρίθηκε ένοχος σε 3 κατηγορίες:
1. Καταδίωξη θηράματος διά της χρήσεως μηχανοκινήτου μέσου, κατά παράβαση των Άρθρων 15 (1) (ε), 15 (2), 33, 34 και 35 του Περί Προστασίας και Αναπτύξεως Θηραμάτων και Αγρίων Πτηνών Νόμου 39 του 1974, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 107/91.
2. Καταδίωξη θηράματος με τη χρήση προβολέων, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 15 (1) (β), 15 (2), 33 και 35 του Νόμου.
3. Παράλειψη να υπακούσει σε οδηγίες ή διαταγή θηροφύλακα, κατά παράβαση των Άρθρων 24 (4) (γ), 34 και 35 του ιδίου Νόμου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως η καταδίκη του εφεσείοντα, στη βάση της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθότερα της ανυπαρξίας μαρτυρίας, είναι ολωσδιόλου εσφαλμένη.
Aποφασίστηκε ότι:
Η εσωτερική συνειδησιακή λειτουργία του δικαστή δε συνάδει με την υποχρέωση που επιβάλλει το δίκαιο, την κρίση δηλαδή της υπόθεσης στη βάση μόνο των αποδεικτικών στοιχείων που υπάρχουν και προσκομίζονται σύμφωνα με τη Δικονομία. Στη ποινική δίκη, η δικαστική βεβαιότητα ενοχής δημιουργείται μόνο όταν αυτή αποδειχτεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από τη μαρτυρία που προσάγεται.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδίκη του κατηγορουμένου ακυρώνεται.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από το Σάββα Hλία, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 27 Iουνίου, 1997, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Aρ. 16744/96) στις κατηγορίες καταδίωξης θηράματος δια της χρήσεως μηχανοκινήτου μέσου, κατά παράβαση των Άρθρων 15 (1) (ε), 15(2), 33, 34 και 35 του περί Προστασίας και Aναπτύξεως Θηραμάτων και Aγρίων Πτηνών Nόμου (N. 39/74), καταδίωξης θηράματος με τη χρήση προβολέων, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 15(1)(β), 15(2), 33 και 35 του ιδίου Νόμου και παράλειψης να υπακούσει σε οδηγίες του θηροφύλακα, κατά παράβαση των Άρθρων 24(4)(γ), 34 και 35 του ιδίου Νόμου και καταδικάστηκε από Σταυρινίδη, A.E.Δ., σε £400 πρόστιμο στην 1η κατηγορία, £400 στη 2η, £200 στην 3η κατηγορία και σε στέρηση του δικαιώματος κατοχής όπλου και άδειας κυνηγίου για 6 μήνες.
Χρ. Χατζηλοΐζου, για τον Eφεσείοντα.
Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
O Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε 3 κατηγορίες:
«1. Καταδίωξη θηράματος δια της χρήσεως μηχανοκινήτου μέσου, κατά παράβαση των άρθρων 15(1)(3)(2), 33, 34 και 35 του περί Προστασίας και Αναπτύξεως Θηραμάτων και Αγρίων Πτηνών Νόμου 39 του 1974, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 107/91.
2. Καταδίωξη θηράματος με τη χρήση προβολέων, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 15(1)(β)(2), 33 και 35 του Νόμου.
3. Παράλειψη να υπακούσει σε οδηγίες ή διαταγή θηροφύλακα, κατά παράβαση των άρθρων 24(4)(γ), 34 και 35 του ιδίου Νόμου.
Η καταδίκη του εφεσείοντος ήταν το αποτέλεσμα ακροαματικής διαδικασίας γιατί προηγήθηκε η άρνησή του στο κατηγορητήριο. Η μοναδική μαρτυρία που προσκομίστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως το ίδιο διαπιστώνει στην απόφασή του για να συνδεθεί ο εφεσείων με τα αδικήματα, ήταν η κατάθεση του θηροφύλακα, ο οποίος είπε πως αναγνώρισε το αυτοκίνητο του εφεσείοντος το βράδυ της 15.12.95 στην τοποθεσία «Παλιά Καμίνια» στα Κάτω Πολεμίδια, Επαρχία Λεμεσού. Σ' αυτό επέβαιναν, όπως ο μάρτυρας είπε, ο οδηγός και ένα άλλο πρόσωπο. Πρόσεξε δε ο ίδιος και συνάδελφός του θηροφύλακας, πως το αυτοκίνητο οδηγείτο μέσα σε χωματόδρομους με αναμμένο τον προβολέα του. Σε κάποια στιγμή τον πλησίασαν και έκανε σήμα στον οδηγό να σταματήσει, ο τελευταίος όμως το αγνόησε. Δεν αναγνώρισαν τα πρόσωπα μέσα στο αυτοκίνητο.
Ο πρωτόδικος δικαστής, με βάση μόνο τα πιο πάνω στοιχεία, συμπέρανε πως το αυτοκίνητο οδηγείτο από τον εφεσείοντα. Και τούτο γιατί, κατά την άποψή του, είπε κάποιο ψέμα στη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου. Επιπλέον, οδηγήθηκε στην καταδίκη του εφεσείοντα και από το γεγονός πως είπε στη μαρτυρία του ότι το πρωί πρόσεξε πως το αυτοκίνητο του είχε μετακινηθεί από το σημείο που το στάθμευσε, κάτι που, κατά τον Δικαστή, θα έπρεπε να τον εμβάλει σε ανησυχία, ώστε να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία.
Από το κείμενο της ίδιας της πρωτόδικης απόφασης δε διαπιστώνουμε κανένα ψέμα του εφεσείοντα. Δε θα ασχοληθούμε όμως παραπέρα με τέτοιο ζήτημα γιατί κρίνουμε πως η καταδίκη του εφεσείοντα, στη βάση της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του το Δικαστήριο, ορθότερα της ανυπαρξίας μαρτυρίας, είναι ολωσδιόλου εσφαλμένη. Ενώ το Δικαστήριο παραθέτει ορθά το γνωστό δικαστικό αξίωμα πως η κατηγορούσα αρχή οφείλει να αποδείξει την υπόθεση εναντίον κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, εντούτοις δεν το εφάρμοσε ορθά στην υπόθεση. Το γεγονός, χωρίς άλλο, ότι θεάθηκε το αυτοκίνητο, ιδιοκτησία του εφεσείοντα, να κινείται με αναμμένο προβολέα μέσα σε χωματόδρομους, δε σημαίνει πως οδηγείτο από τον εφεσείοντα, και επιπλέον πως κατά την οδήγηση διαπράχθηκαν τα δύο πρώτα αδικήματα του κατηγορητηρίου.
Προφανώς εδώ ο δικαστής ήταν βέβαιος «κατά συνείδηση» για την ενοχή του εφεσείοντα. Ενίοτε όμως, η εσωτερική συνειδησιακή λειτουργία του δικαστή δε συνάδει με την υποχρέωση που επιβάλλει το δίκαιο, την κρίση δηλαδή της υπόθεσης στη βάση μόνον των αποδεικτικών στοιχείων που υπάρχουν και προσκομίζονται σύμφωνα με τη δικονομία. Στην ποινική δίκη, όπως η περίπτωση που μας απασχολεί, η δικαστική βεβαιότητα ενοχής δημιουργείται μόνο όταν αυτή αποδεικτεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από τη μαρτυρία που προσάγεται.
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, μετά από κάποια συζήτηση και σχετικές υποδείξεις του Δικαστηρίου, ενεργώντας δίκαια δήλωσε πως δεν υποστηρίζει την καταδίκη.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η καταδίκη του κατηγορουμένου ακυρώνεται. Αθωώνεται των κατηγοριών. Η διαταγή για έξοδα εις βάρος του επίσης ακυρώνεται.
H έφεση επιτυγχάνει. H καταδίκη του κατηγορουμένου ακυρώνεται.