ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 315
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6488.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΑΡΤΕΜΗ, ΚΑΛΛΗ, ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Δ.
HOSSEIN M. KHALIFE
Εφεσείοντας
ν.
Αστυνομίας,
Εφεσίβλητης. P>
___________________
20 Οκτωβρίου, 1998
.Για τον εφεσείοντα: Γ. Γεωργίου.
Για την εφεσίβλητη: Μ. Παπαϊωάννου (κα.), Δικηγόρος της
Δημοκρατίας εκ μέρους του Γεν. Εισ.
___________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει οΔικαστής Π. Καλλής.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Ο εφεσείων έχει παραδεχθεί ενοχή για τη διάπραξη του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Επρόκειτο για κυκλοφορία πλαστού διαβατηρίου. Ο εφεσείων κυκλοφόρησε το Ιταλικό διαβατήριο με αριθμό 6739708 το οποίο γνώριζε ότι ήταν πλαστό, με σκοπό να πετύχει είσοδο του στην Κύπρο.Η διάπραξη του αδικήματος διαπιστώθηκε μετά που ο εφεσείων είχε φθάσει στο Αεροδρόμιο Λάρνακας στις 6.4.98. Κατά την άφιξη του ο εφεσείων παρουσίασε στο Λειτουργό Θεώρησης Διαβατηρίων το Ιταλικό διαβατήριο με αρ. 6739708. Ο Λειτουργός διαπίστωσε ότι το Ιταλικό διαβατήριο συμπεριλαμβανόταν σε μεγάλη σειρά κλοπιμαίων Ιταλικών διαβατηρίων σύμφωνα με εγκύκλιο της Ιταλικής Πρεσβείας. Στη συνέχεια ο εφεσείων παρουσίασε στο λειτουργό και το Λιβανικό διαβατήριο, το δικό του, στο οποίο υπήρχαν ακριβώς τα ίδια στοιχεία όπως στο Ιταλικό.
Την ίδια μέρα σε θεληματική του κατάθεση παραδέχθηκε την διάπραξη του αδικήματος και επεξήγησε με ποιό τρόπο είχε ενεργήσει. Είχε αγοράσει το Ιταλικό αυτό διαβατήριο στον Λίβανο από κάποιον ομοεθνή του αφού τον προμήθευσε προηγουμένως με δύο φωτογραφίες πληρώνοντας και το ποσό των 3.000 δολαρίων Αμερικής. Ο εφεσείων είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει το υπό αναφορά διαβατήριο για να εγκατασταθεί σε μια Ευρωπαϊκή χώρα κατά προτίμηση την Ολλανδία, για μια καλύτερη ζωή και για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του. Μετά από επιστημονικό έλεγχο διαπιστώθηκαν επεμβάσεις πάνω στο διαβατήριο.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα κατά την αγόρευση του ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου έκαμε αναφορά στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα καθώς και στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος. Τόνισε ότι ο εφεσείων γεννήθηκε στον Λίβανο, στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, πριν 22 χρόνια, σε μια περιοχή που γειτνιάζει με το Ισραήλ. Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής, ένεκα του στρατοκρατικού καθεστώτος, αισθάνονται ξένοι στη γη τους. Είναι το πρώτο από 9 παιδιά μιας πάμπτωχης οικογένειας. Οι γονείς του λόγω ηλικίας και προβλημάτων υγείας δεν μπορούν να εργαστούν και είναι ο άνθρωπος ο οποίος πρέπει μόνος του να φροντίσει, σε αυτή την νεαρή ηλικία, την ανατροφή και τη διατροφή 8 αδελφιών και δύο γονέων. Κάποιοι εκμεταλλευόμενοι την άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογένειας του και του ιδίου αλλλά και την δυσκολία να βρει δουλειά, του απέσπασαν το ποσό των 3.000 δολαρίων Αμερικής και του πούλησαν την ελπίδα της εγκατάστασης σε Ευρωπαϊκή χώρα με προοπτική μια καλύτερη ζωή. Του εξήγησαν ότι μπορούσε να έλθει στην Κύπρο με το Ιταλικό διαβατήριο και δεν θα είχε κανένα πρόβλημα. Εφόσον το Ιταλικό διαβατήριο θα είχε σφραγίδα της Κύπρου εύκολα θα γινόταν δεκτός στην Ευρώπη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 μηνών στον εφεσείοντα. ΄Οπως αναφέρει στην απόφαση του στάθμισε από τη μια τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη για αποτροπή και από την άλλη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα και τους άλλους μετριαστικούς παράγοντες - την συνεργασία του εφεσείοντα με την αστυνομία, τις οικονομικές δυσκολίες του και το λευκό του μητρώο. ΄Ελαβε καθοδήγηση από τις υποθέσεις Ματούρ κ.α. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36 και Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324. Στη Ματούρ (πιο πάνω) επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών για τη διάπραξη παρόμοιου αδικήματος. Τονίσθηκε ότι η κατάχρηση της φιλοξενίας που προσφέρεται σε ξένους υπήκοους στην Κύπρο, προκύπτουσα από τη χρήση πλαστών διαβατηρίων συνιστά σοβαρό αδίκημα το οποίο δικαιολογεί την επιβολή ανάλογα αυστηρών κυρώσεων. Στην Kandiah (πιο πάνω) επικυρώθηκε συντρέχουσα ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών για πλαστογραφία διαβατηρίου, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και για πλαστοπροσωπεία. Κρίθηκε ότι η ποινή δεν ήταν υπερβολική και τονίσθηκε ότι η αποτροπή τέτοιων αδικημάτων, στην περίπτωση της Κύπρου, έχει ιδιαίτερη σημασία.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων παραπονείται ότι η πιο πάνω ποινή είναι έκδηλα υπερβολική. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους παράγοντες που είχαν τεθεί ενώπιον του για μετριασμό της ποινής. Παραγνώρισε τις τραγικές οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του εφεσείοντα, το λευκό του μητρώο και τη συνεργασία του με την αστυνομία η οποία οδήγησε στην πλήρη εξυχνίαση του αδικήματος. Στην απουσία της - υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος - η Δημοκρατία θα υποβαλλόταν σε τεράστια δαπάνη για να επιτύχει τη διαλεύκανση του επίδικου αδικήματος.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα έθεσε υπόψη μας και ένα νέο παράγοντα για μετριασμό της ποινής, ο οποίος δεν μπορούσε να τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου γιατί ήταν άγνωστος. Μας είπε ότι μετά τον εγκλεισμό του εφεσείοντα στις φυλακές έχει διαπιστωθεί ότι πάσχει από ηπατίτιδα Β. Λόγω της φύσης της ασθένειας του ο εφεσείων βρίσκεται συνεχώς στην απομόνωση. Η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της εφεσίβλητης επιβεβαίωσε τα πιο πάνω γεγονότα.
΄Οπως τονίσθηκε στην Ματούρ (πιο πάνω) αυτά τα αδικήματα "έχουν το στοιχείο της σοβαρής παρανομίας και της εξαπάτησης αρχών και ατόμων". Στοχεύουν στο να καταστήσουν δυνατή τη διακίνηση ανθρώπων με πλαστή ταυτότητα από χώρα σε χώρα. ΄Εχουμε την άποψη πως ενόψει της φύσης αυτών των αδικημάτων οι ποινές πρέπει να είναι τέτοιες που να περιέχουν το στοιχείο της αποτροπής.
Καθώς έχει νομολογηθεί επέμβαση του Εφετείου στην επιβολή ποινής δικαιολογείται μόνο εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική. Για να καταλήξει το Εφετείο σε ένα τέτοιο συμπέρασμα το στοιχείο της υπερβολής πρέπει να είναι έκδηλο σε βαθμό που να βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της ποινής με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης περιλαμβανομένου του ατόμου του εφεσείοντα (Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, 136 και Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, 182).
Αφού ελάβαμε υπόψη τη φύση του αδικήματος και το γεγονός ότι προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή είναι φυλάκιση τριών ετών έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εκκαλούμενη ποινή δεν είναι υπερβολική. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο, όπως φαίνεται από την απόφαση του και από το ύψος της ποινής που έχει επιβάλει, έχει δώσει τη δέουσα βαρύτητα σε όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που είχαν τεθεί ενώπιον του.
Απομένει να εξεταστεί το θέμα της κατάστασης της υγείας του εφεσείοντα το οποίο δεν είχε τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου γιατί δεν ήταν σε γνώση του εφεσείοντα. Σύμφωνα με τη νομολογία ελαφρυντικοί παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να τεθούν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και στους οποίους θα μπορούσε να δοθεί η δέουσα βαρύτητα και να επιδειχθεί επιείκεια, μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της ποινής όταν τίθενται για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου (Βλ. Ioannou v. Republic (1979) 2 C.L.R. 202,
Theodorou v. Police (1979) 2 C.L.R. 191, Constantinou v. Police(1980) 2 C.L.R. 241, Nicolaou v. Republic (1975) 2 C.L.R. 124, Evangelou v. Police (1970) 2 C.L.R. 45).΄Εχουμε την άποψη πως η κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα και ο τρόπος έκτισης της ποινής του - βρίσκεται σε απομόνωση - αποτελούν παράγοντες οι οποίοι θα οδηγούσαν σε περαιτέρω μείωση της ποινής του, αν είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Αν λόγω κάποιας σωματικής ανικανότητας ή ασθένειας η φυλάκιση θα προκαλέσει σε ένα αδικοπραγούντα ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού αυτό επανεργεί σαν ελαφρυντικός παράγοντας (Βλ. R. v. Leatherbarrow (1992) 13 Cr. App. R. (S) 632, R. v. Bernard (1997) 1 Cr. App. R. (S) 135 και R. v. Green (1992) 13 Cr. App. R. (S) 613). ΄Οπως έχουμε ήδη αναφέρει η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της εφεσίβλητης έχει επιβεβαιώσει τα σχετικά με την κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα γεγονότα.
Θεωρούμε ότι αυτά τα γεγονότα συνηγορούν υπέρ της μείωσης της ποινής. Συνακόλουθα η έφεση επιτρέπεται και η ποινή μειώνεται στους εννέα μήνες.
Η έφεση επιτρέπεται. Η ποινή μειώνεται ως ανωτέρω.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.