ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 240
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6560
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΚΑΛΛΗ, ΗΛΙΑΔΗ, Δ/στών
Φώτιος Αντωνίου Παγιαβλάς,
Εφεσείων
- ν -
Α σ τ υ ν ο μ ί α ς,
Εφεσίβλητης
------------------------
7 Αυγούστου, 1998
Για τον Εφεσείοντα: Αλ. Αλεξάνδρου.
Για την Εφεσίβλητη: Ε. Κλεόπα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ
μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
------------------------
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο Φώτιος Α. Παγιαβλάς εφεσιβάλλει, ως υπερβολική, την ποινή που του επιβλήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου - συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών και δύο μηνών για τα αδικήματα:-
(α) Της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, 0,094 γρ., ρητίνης καννάβεως.
(β) Του καπνίσματος ελεγχόμενου φαρμάκου, τσιγάρο περιέχον ποσότητα ρητίνης καννάβεως.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι το στοιχείο της υπερβολής προκύπτει μετά από συσχετισμό της εγκληματικότητας, που περιστοιχίζει τη διάπραξη των αδικημάτων, και των προσωπικών συνθηκών του παραβάτη. Συνυπολογισμός των στοιχείων αυτών, εισηγήθηκε, κατα-δεικνύει ότι, αφενός, η ποινή φυλάκισης δεν εδικαιολογείτο, ως τιμωρητικό μέτρο, και, αφετέρου, το ύψος της ποινής φυλάκισης ήταν υπέρμετρο.
Αμφισβητεί, επίσης, την παράλειψη του Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης, κυρίως ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων.
Ο εφεσείων είναι ΄Ελληνας υπήκοος, ηλικίας 42 ετών, ύπανδρος. Διαμένει στην Κύπρο από το 1995 και εργάζεται στην ξενοδοχειακή βιομηχανία. Δεν έχει προηγούμενα. Χαρακτηρίζεται από την κοινωνική λειτουργό ως εργατικός, ευσυνείδητος και φιλήσυχος άνθρωπος.
Η ρητίνη κάνναβις ανευρέθη σε έρευνα της αστυνομίας στη βεράντα του υπνοδωματίου του. Ο ίδιος πληροφόρησε τις Αρχές ότι, σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου μετά την παραδοχή των αδικημάτων, κάπνιζε περιοδικά ρητίνη κάνναβιν - μια - δυο φορές το χρόνο. Αγόρασε την ανευρεθείσα ποσότητα καννάβεως για το σκοπό αυτό και ότι, στο διάστημα των τριάντα ή περισσοτέρων ημερών, που είχε διαρρεύσει από την αγορά της ουσίας, είχε καπνίσει μόνο μια φορά. Η συνεργασία του με τις Αρχές, για τη διαλεύκανση του αδικήματος, ήταν άνευ όρων, καθώς και η εκδηλωθείσα πρόθεσή του να αποστεί ολοσχερώς από τη χρήση καννάβεως στο μέλλον.
Σε ερώτηση του Δικαστηρίου προς το δικηγόρο του εφεσείοντα, κατά την προβολή της αγόρευσής του προς μετριασμό της ποινής: «΄Εστω και για δική του χρήση μόνο, με ενδιαφέρει αν έχουν εξάρτηση από την ουσία ή όχι», δόθηκε η ακόλουθη απάντηση: «΄Οχι, ουδέποτε υπήρξε εξάρτηση του κατηγορουμένου, απλώς ήταν κάποια συνήθεια που κατά καιρούς είχε, σ' ένα χρόνο μπορεί να κάπνισε 2 φορές.».
Παρά την απερίφραστη αυτή δήλωση και την απουσία οποιασδήποτε αμφισβήτησής της από την Κατηγορούσα Αρχή, το Δικαστήριο θεώρησε τον εφεσείοντα ως καθ' έξιν χρήστη ναρκωτικών, στοιχείο το οποίο επέδρασε τόσο στη διαμόρφωση της επιβληθείσας ποινής όσο και στην απόφασή του να
μη διατάξει αναστολή της έκτισής της. Προέβη στη διαπίστωση ότι ο εφεσείων «... έζησε για μεγάλη περίοδο της ζωής του με εξάρτηση από τα ναρκωτικά», γεγονός που καθιστούσε αναγκαία τη φυλάκισή του για κάποια χρονική περίοδο, χάριν και της δικής του αναμόρφωσης, εννοώντας, όπως κατανοούμε την απόφασή του, την αποβολή του εθισμού στη χρήση ναρκωτικών ουσιών.Ο κ. Αλεξάνδρου υπέβαλε ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου για τον εθισμό του εφεσείοντα στα ναρκωτικά είναι εσφαλμένη. Συμφωνούμε. ΄Οντως, αντίκειτο προς τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν του. ΄Οπως έχουμε εξηγήσει, το σφάλμα επέδρασε στην επιλογή της ποινής και την έκτασή της.
Η εξατομίκευση της ποινής, όπως προκύπτει από την απόφασή του, δεν μπορεί να υποβαθμίσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία διαπράχθηκαν και την ανάγκη πρόσδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην τιμωρία αυτής της κατηγορίας αδικημάτων.
Στην
Antoniades v. Police (1986) 2 C.L.R. 21, τονίσαμε:- (σελ. 23-24)"The duty to individualize sentence should not lead to the neutralization of the effectiveness of the law."
(Ελληνική μετάφραση:
«Το καθήκον για εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου.»
΄Οπως υποδεικνύεται στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, 228
:-«Η διαδικασία της εξατομίκευσης δεν πρέπει να οδηγεί στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής.»
Η ανάγκη για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου δικαιολογείται, όλως ιδιαίτερα, όπου συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που οριοθετεί και το πλαίσιο αντιμετώπισής τους - (βλ. Κάττου & άλλος ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, 515. Βλ., επίσης, El-Beyrouty & another v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 543.).
Η χρήση ναρκωτικών έχει, όντως, προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που επιβάλλει, κατά κανόνα, την επιβολή αποτρεπτικών ποινών, όπως και πρόσφατα διαπιστώθηκε στην Παυλίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις 6161 και 6162, 15/7/96
.Η χρήση ναρκωτικών έχει ποικιλόμορφα χαρακτηριστεί ως κοινωνική μάστιγα και ως νάρκη στο θεμέλιο της κοινωνίας. Αποτελούν τα ναρκωτικά κίνδυνο τόσο για τη φυσική όσο και για την κοινωνική ευημερία του κοινού. Η έξαρση, η οποία παρατηρείται στη χρήση ναρκωτικών, καθιστά την αποτροπή κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της φύσης της ποινής, γεγονός που καθιστά τη φυλάκιση εμφανή επιλογή.
Ο κ. Αλεξάνδρου υπέβαλε ότι η ανάγκη για αποτροπή βαρύνει, κατά το πλείστον, σε υποθέσεις εμπορίας ναρκωτικών - (βλ. Chaer v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 585). Πράγματι, γίνεται διάκριση μεταξύ εμπόρων και χρηστών ναρκωτικών. Στην περίπτωση των πρώτων, η ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών είναι κατάδηλη. Αποζούν από τη διασπορά της καταστροφής. Η διάκριση, όμως, μεταξύ των δύο κατηγοριών παραβατών, αμβλύνεται σε μεγάλο βαθμό, αναλογιζόμενοι ότι είναι οι χρήστες που συντηρούν την εμπορία ναρκωτικών. Χωρίς τους χρήστες, δε θα υπήρχε αγορά για τα ναρκωτικά. Η καταπολέμηση του κακού στη γένεσή του διέρχεται μέσα από την καταπολέμηση της κατανάλωσης ναρκωτικών. ΄Ετσι, και στην περίπωση των χρηστών, συντρέχουν ισχυροί λόγοι για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.
Η θεώρηση της επάρκειας της ποινής και η διαπίστωση στοιχείου υπερβολής κρίνονται αντικειμενικά. Η υπερβολή, όπως επισημαίνεται στη Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, πρέπει να καταφαίνεται είτε από την πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής, ή από την ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ή μετά από το συσχετισμό των δύο παραγόντων
- (βλ., επίσης, Azzeh v. Republic (1989) 2 C.L.R. 14 και Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222).΄Ενας από τους λόγους, ο οποίος μπορεί να καταστήσει την ποινή υπερβολική, είναι η εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, όπως επισημαίνεται στη
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, στην οποία γίνεται ριζική ανάλυση των παραγόντων που επενεργούν στον καθορισμό της επάρκειας της ποινής.Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο λειτούργησε κάτω από σφάλμα, όπως έχουμε διαπιστώσει, ως προς το υποκείμενο της ποινής. Ο εφεσείων δεν ήταν εθισμένος στη χρήση ναρκωτικών, όπως εσφαλμένα διαπίστωσε. ΄Οπως υποδεικνύεται στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου - Ghassem v. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 6132, 28/6/96, (απόφαση Νικήτα, Δ.):- (σελ. 4)
«Η λανθασμένη διαπίστωση της πραγματικής βάσης, που διαμορφώνει το μέγεθος της ποινής, αποτελεί κατά τη νομολογία λόγο παρέμβασης μας υπό τις συνθήκες που έχουμε περιγράψει και είναι καθήκον μας να επέμβουμε διορθωτικά στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση.»
Και στην προκείμενη περίπτωση, το σφάλμα, το οποίο επενέργησε στη διαμόρφωση της ποινής, την καθιστά υπερβολική, σε βαθμό που να δικαιολογείται η επέμβασή μας, όχι ως προς τη μορφή της τιμωρίας, αλλά ως προς το ύψος της.
Η ποινή μειώνεται, σε κάθε μια από τις δύο κατηγορίες, σε φυλάκιση 45 ημερών.
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
:Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δε συνέτρεχαν οι εξαιρετικές περιστάσεις, που προβλέπει ο περί της Υφ' ΄Ορον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, (Ν. 95/72), όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 41(Ι)/97, για την αναστολή της ποινής. Εξειδικεύεται ότι «η επιείκεια του Δικαστηρίου» εξαντλήθηκε με τον περιορισμό του χρόνου της φυλάκισης και ότι η εξάρτησή του (κατηγορουμένου) «για μεγάλη περίοδο της ζωής του» - από τα ναρκωτικά - δικαιολογούσε την αρνητική άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, αναφορικά με το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής.
Η θέση του Δικαστηρίου, και στα δύο θέματα, είναι εσφαλμένη. Το σφάλμα πηγάζει από τη θεώρηση της αναστολής ως εναλλακτικού μέτρου τιμωρίας. Στην
Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1, διευκρινίζεται ότι η αναστολή ποινής φυλάκισης διαχωρίζεται τόσο από την επιλογή της ποινής φυλάκισης, ως μέσου τιμωρίας του παραβάτη, όσο και από την έκταση της φυλάκισης. Η αναστολή δεν αποτελεί άλλο μέσο τιμωρίας, μη στερητικό της ελευθερίας του παραβάτη.Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου, Ποινική ΄Εφεση 6235, 12/12/96, διαπιστώθηκε ότι η αναστολή ποινής φυλάκισης δε διεπόταν, πριν την τροποποίηση της νομοθεσίας του 1997, από ανελαστικά νομοθετικά κριτήρια. Τόσο η φύση των περιστατικών της υπόθεσης όσο και οι περιστάσεις του παραβάτη, περιλαμβανομένου του καθαρού ποινικού μητρώου, μπορούσαν να προσμετρήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου
- (βλ., μεταξύ άλλων, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1976) 2 J.S.C. 386. Mavros & Others v. The Police (1976) 7 J.S.C. 1074. Athanassiou v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 17. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1. Γενικός Εισαγγελέας ν. Χ" Κλεάνθους, Ποινική ΄Εφεση 6003, 21/7/95. Γενικός Εισαγγελέας ν. Περατικού, Ποινική ΄Εφεση 6342, 22/10/97. Γούμενος ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 6428, 28/1/98).Με την τροποποίηση, που επέφερε ο Ν. 41(Ι)/97, περιορίστηκε η δυνατότητα αναστολής της ποινής. Οι νομοθετικές προϋποθέσεις για την αναστολή έχουν καταστεί, όντως, ανελαστικές. ΄Οπως αναμορφώθηκε από τον προαναφερθέντα Νόμο, το ΄Αρθρο 3(2) του βασικού Νόμου για την αναστολή προβλέπει:-
«(2) Το Δικαστήριο δε διατάσσει αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλακίσεως εκτός αν έχει τη γνώμη ότι η έκδοση διατάγματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου.»
Η τροποποίηση ακολουθεί την τροποποίηση που επέφερε ο Criminal Justice Act 1991, με την εισαγωγή του ΄Αρθρου 5(1), σε αντικατάσταση του ΄Αρθρου 22(2) της βασικής νομοθεσίας. Προβλέπει:-
"A court shall not deal with an offender by means of a suspended sentence unless it is of the opinion - (a) that the case is one in which a sentence of imprisonment would have been appropriate even without the power to suspend the sentence; and (b) that the exercise of that power can be justified by the exceptional circumstances of the case."
Πρόδηλο είναι, από το κείμενο της αγγλικής νομοθεσίας, ότι ο ΄Αγγλος νομοθέτης επεδίωξε και νομοθετικά να αποκλείσει τη χρήση της αναστολής, ως υπαλλακτικού της φυλάκισης μέσου τιμωρίας, και να συναρτήσει την αναστολή με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.
Στη Φανιέρου, (ανωτέρω), υποδείξαμε ότι, σε αντιδιαστολή προς το προϋπάρχον νομοθετικό καθεστώς, που έθεσε ο Ν. 95/72, η αγγλική νομοθεσία περιορίζει την αναστολή σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Τον ίδιο περιορισμό θέτει και ο Ν. 41(Ι)/97, ο οποίος ακολουθεί, σε γενικές αρχές, το αγγλικό πρότυπο
. ιδιαίτερα, σε ότι αφορά την ανάγκη ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων, ως προϋπόθεση για την αναστολή ποινής φυλάκισης. Επομένως, καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από την αγγλική νομολογία, ερμηνευτική της νομοθεσίας του 1991.Παρόλο που η αγγλική νομοθεσία δεν αναφέρεται ειδικά, όπως η κυπριακή, στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, έχει γίνει δεκτό ότι τα περιστατικά της υπόθεσης περιλαμβάνουν και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου - (βλ., μεταξύ άλλων,
R. v. Cameron (1993) 14 Cr.App.R.(S.) 801. R. v. Edney (1994) 15 Cr.App.R.(S.) 889).Η αγγλική νομολογία υποστηρίζει ότι η αναστολή δικαιολογείται σε σπάνιες περιπτώσεις - (
R. v. Okinikan (1992) 14 Cr.App.R.(S.) 453).Συνήθη μετριαστικά περιστατικά, αναγόμενα είτε στα περιστατικά του εγκλήματος ή στις περιστάσεις του παραβάτη, δεν αποτελούν εξαιρετικές αλλά συνήθεις περιστάσεις. Καθοδήγηση για τις περιστάσεις, που μπορεί να χαρακτηριστούν «εξαιρετικές», μπορεί να αντληθεί και από την πρόσφατη απόφαση στην Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2121, 29/5/98, στην οποία η Ολομέλεια ασχολήθηκε με το νοηματικό περιεχόμενο του όρου «εξαιρετικές περιστάσεις». Το γεγονός ότι το αντικείμενο των «εξαιρετικών περιστάσεων», σ' εκείνη την υπόθεση, ήταν διαφορετικό - (Κ. 27(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, (Κ.Δ.Π. 90/90)) - δεν αναιρεί τη σχετικότητα των λεχθέντων. Κατ' αρχήν, διαπιστώνεται ότι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εξαντλητικά η σημασία και το πεδίο εφαρμογής του όρου «εξαιρετικές περιστάσεις». Διευκρινίστηκε, όμως, ότι: «Κοινό παρονομαστή αποτελεί το ασύνηθες των περιστάσεων και ο ιδιάζων χαρακτήρας τους.». Ο ίδιος παρονομαστής διέπει και τη διαπίστωση της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων, για τους σκοπούς αναστολής της ποινής. Οι περιστάσεις πρέπει να είναι ασυνήθεις και να προσιδιάζουν είτε στα περιστατικά της υπόθεσης, ή στις περιστάσεις του παραβάτη, ή σε συνδυασμό των δύο.
Στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπήρχε ο,τιδήποτε ασύνηθες είτε στα περιστατικά του αδικήματος ή στις περιστάσεις του παραβάτη. Για το λόγο αυτό, δεν υπήρχε πεδίο για την αναστολή της ποινής. Τα σφάλματα, κάτω από τα οποία λειτούργησε το Δικαστήριο, στη θεώρηση του θέματος της αναστολής της ποινής, και τα οποία έχουμε επισημάνει, αφήνουν αμετάβλητη την πραγματικότητα, ως προς την απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή της.
Επομένως, η έφεση, ως προς τη μη αναστολή της ποινής, κρίνεται ανεδαφική.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς. Η ποινή μειώνεται σε 45 μέρες φυλάκιση.
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΠ