ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 232
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6550
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, Δ/στών
Ανδρέας Μενελάου,
Εφεσείων
- ν -
Α σ τ υ ν ο μ ί α ς,
Εφεσίβλητης
------------------------
21 Ιουλίου, 1998
Για τον Εφεσείοντα: Ε. Χειμώνας.
Για την Εφεσίβλητη: Στ. Τσιβιτανίδου - Κίζη (κα), Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, με Σ. Οικονόμου (κα), Ασκούμενη Δικηγόρο.
------------------------
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων προσβάλλει ως υπερβολική την ποινή, που του επιβλήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για τα αδικήματα της αμελούς οδήγησης και της υπερβολικής ταχύτητας. Καταδικάστηκε στην πρώτη σε 45 μέρες φυλάκιση και στέρηση της άδειας οδηγού για τέσσερις μήνες και στη δεύτερη στην παροχή εγγύησης £100,00, για δύο έτη, να τηρεί τους νόμους και τους κανονισμούς της τροχαίας.
Στην αγόρευσή του, ο δικηγόρος του εφεσείοντα εξειδίκευσε την ποινή φυλάκισης ως το μέρος της τιμωρίας του εφεσείοντα που καθιστά την ποινή υπερβολική. Κατά την εισήγησή του, η επιβολή ποινής φυλάκισης αντενδείκνυτο, υπό το φως του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης
και του κατηγορουμένου. Σ' αυτό επικεντρώθηκε και η επιχειρηματολογία του.Αμφισβήτησε, επίσης, το παραδεκτό ή το εύλογο της διαταγής για την καταβολή των εξόδων της δίκης από τον εφεσείοντα. Τα έξοδα της δίκης προκλήθηκαν για την απόδειξη του αδικήματος πρόκλησης θανάτου, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνnς πράξης, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 - αδίκημα για το οποίο ο εφεσείων είχε, αρχικά, κατηγορηθεί και αρνηθεί. Μετά την κατάθεση του αστυνομικού, ο οποίος διερεύνησε το δυστύχημα, η κατηγορία για την πρόκληση θανάτου αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, αφού ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή για αμελή οδήγηση, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, (Ν. 86/72). Δεν εξειδικεύονται στην απόφαση τα έξοδα, στα οποία ανάγεται η διαταγή. Βέβαιο είναι ότι μέρος των εξόδων αφορά την αντιμισθία του αστυνομικού, ο οποίος προσήλθε και κατέθεσε προς απόδειξη της αρχικής κατηγορίας - (΄Αρθρο 210
).Η αμέλεια του εφεσείοντα εκδηλώθηκε όταν επέστρεφε από την εργασία του σε νυκτερινό κέντρο, στις 4.30 το πρωί. Οδηγούσε το όχημά του, κατά την ομολογία του - (κατάθεση στην Αστυνομία) - στην περιοχή Γερμασόγειας, με ταχύτητα 60 - 70 χιλιομέτρων την ώρα, όταν συγκρούστηκε με το Michael Smyth, από τη Σκοτία, επισκέπτη στην Κύπρο. Η σύγκρουση έγινε σε σημείο του δρόμου, έξι - επτά μέτρα από το αριστερό άκρο του δρόμου, κατά μήκος της κατεύθυνσης προς την οποία ώδευε ο εφεσείων. Πώς εισήλθε, πώς εκινείτο και τι έκαμνε στο δρόμο ο Smyth, κατά το χρόνο της μοιραίας σύγκρουσης, δεν ήταν σε θέση να πει ο εφεσείων. Πρόσεξε για πρώτη φορά την παρουσία του πεζού, όταν συγκρούστηκε με αυτό.
Η παράλειψη του εφεσείοντα να προσέξει την παρουσία του πεζού πριν τη σύγκρουση, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ορατότητα που είχε και τον καλό φωτισμό του δρόμου, αποκαλύπτει και το μέγεθος της αμέλειάς του. Ο αλόγιστος τρόπος, με τον οποίο οδηγούσε, του αποστέρησε, αναμφίβολα, τη δυνατότητα λήψης αποτρεπτικών μέτρων για την αποφυγή της σύγκρουσης.
Γιατί αποσύρθηκε η κατηγορία κάτω από το ΄Αρθρο 210, δοθέντος του θανάσιμου τραυματισμού του πεζού από τη σύγκρουση, και αντικαταστάθηκε με κατηγορία ήσσονος σοβαρότητας, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο έδωσε την άδειά του - (΄Αρθρο 91, ΚΕΦ. 155) - δεν εξηγούνται ως θα έπρεπε. Σημειώνουμε την παράλειψη, χωρίς άλλο σχόλιο, εφόσο το θέμα δεν εγείρεται στην έφεση.
Το Δικαστήριο αντιμετώπισε το αδίκημα στα πλαίσια που διαγράφει το ΄Αρθρο 8 του Ν. 86/72. Εφόσο αποσύρθηκε η κατηγορία βάσει του ΄Αρθρου 210, η υπαιτιότητα του εφεσείοντα και οι επιπτώσεις της κρίθηκαν με αναφορά στο ΄Αρθρο 8 του Ν. 86/72.
Ο κ. Χειμώνας υπέβαλε ότι, σε αντίθεση με τα αδικήματα κάτω από το ΄Αρθρο 210 του ΚΕΦ. 154, η ποινή φυλάκισης είναι ασύνηθες μέτρο τιμωρίας για αδικήματα που στοιχειοθετούνται στο ΄Αρθρο 8 του Ν. 86/72. Υπέβαλε, επίσης, ότι, στην αποτίμηση των περιστατικών της υπόθεσης που προσδιορίζουν το δείκτη σοβαρότητας του αδικήματος, δε δόθηκε η πρέπουσα βαρύτητα στη συντρέχουσα αμέλεια του θύματος. Αυτό προκύπτει από το επικίνδυνο της παρουσίας του στο δρόμο και τον εντοπισμό μεγάλης ποσότητας αλκοόλ στο αίμα του.
Το Δικαστήριο εξειδικεύει τη συντρέχουσα αμέλεια του θύματος ως περιστατικό μετριαστικό της ποινής και σημειώνει ότι έλαβε υπόψη του όλα όσα προβλήθηκαν από το δικηγόρο υπεράσπισης. Δύο, όμως, παράγοντες, τους οποίους προσδιορίζει, κατέτειναν υπέρ της επιλογής της φυλάκισης, ως μέσου τιμωρίας του εφεσείοντα:-
1. Η συχνότητα των οδικών δυστυχημάτων, την οποία σημείωσε δικαστικά, που δικαιολογεί την επιβολή αποτρεπτικών ποινών, όπως διαπίστωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Παναγή ν. Αστυνομίας
2. Η καταδίκη του εφεσείοντα σε τρεις, σχετικά, πρόσφατες περιπτώσεις, για αδικήματα όμοιου χαρακτήρα:-
2/2/95 - Υπερβολική ταχύτητα - πρόστιμο ΛΚ35,00.
20/3/95
- Αμελής οδήγηση - πρόστιμο ΛΚ25.Οδήγηση χωρίς πιστοποιητικό ασφάλειας - στέρηση άδειας οδηγού 30 μέρες και πρόστιμο ΛΚ100,00.
1/2/96 - Αμελής οδήγηση - πρόστιμο ΛΚ25.
Οι προηγούμενες καταδίκες, όντως, αποστέρησαν τον εφεσείοντα ερεισμάτων επιείκειας, στα οποία θα μπορούσε να προσβλέπει. Παράλληλα, καταδεικνύουν το ατελέσφορο της χρηματικής ποινής για το συνετισμό του.
Το κριτήριο για τη διαπίστωση υπερβολής στην ποινή είναι αντικειμενικό, όπως έχει επανειλημμένα αποφασιστεί - (βλ., μεταξύ άλλων,
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245. Σαρίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 465).΄Οπως υποδεικνύεται στη Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα. Μπορεί δε να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από τους δύο πιο κάτω αναφερόμενους παράγοντες ή/και με συνδυασμό των δύο:- (σελ. 531)
«(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και
(2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλ-λεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου.»
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα τροχαία δυστυχήματα έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, διαπίστωση που άπτεται τόσο της επιλογής των τιμωρητικών μέσων όσο και του ύψους της ποινής, μέσα στο πλαίσιο που επιλέγεται. Τα οδικά δυστυχήματα έχουν αποβεί χαίνουσα πληγή για την κυπριακή κοινωνία. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές
, τραυματισμούς και υλική ζημία είναι τεράστιες. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να αδιαφορήσει μπροστά στο καταστροφικό αυτό φαινόμενο. Αυτό επιβάλλει το καθήκον του Δικαστηρίου για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, που έχει ως λόγο την καθήλωση, μέσω της τιμωρίας, της παράνομης συμπεριφοράς, που, στην περίπτωση της οδικής αμέλειας, χαρακτηρίζει ο έντονος αντικοινωνικός χαρακτήρας. Πρόδηλο είναι ότι οι προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα σε πρόστιμο δεν επενέργησαν στην αλλαγή της συμπεριφοράς του.Με κανένα μέτρο, και αυτή είναι η κατάληξή μας, η ποινή της φυλάκισης, είτε ως μέσο τιμωρίας ή λόγω της διάρκειάς της, δεν καταφαίνεται υπερβολική - (βλ., μεταξύ άλλων, Γεωργίου, (ανωτέρω)). Δικαιολογείται, όμως, ο παραμερισμός της ποινής για τα έξοδα:-
1. Δεν έχει καταδειχθεί ότι τα έξοδα σχετίζονται με την απόδειξη των κατηγοριών για τις οποίες καταδικάστηκε ο εφεσείων.
2. Η διαταγή για την καταβολή των εξόδων της ποινικής δίκης είναι, χωρίς να αποκλείεται, ασύνηθες τιμωρητικό μέτρο, έστω και όπου η διάρκεια της ποινής είναι βραχεία, σε περιπτώσεις που επιβάλλεται ποινή φυλάκισης - (βλ.
Καθοδηγητικό για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ως προς τα έξοδα της ποινικής δίκης, είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφασή μας στην
Dias Yvan Katharina ν. Ευθυμίου κ.ά., Ποινική ΄Εφεση 6332, 15/4/98:-«Το ΄Αρθρο 151 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να προβεί στην έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα. Η άσκηση γενικά της εξουσίας για την επιδίκαση εξόδων σε ποινικές υποθέσεις αποτέλεσε το αντικείμενο συζήτησης στην Pishorn v. Police (1973) 9 J.S.C. 1132. Διευκρινίζεται ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την παροχή εξόδων δεν ασκείται όπως και στις πολιτικές υποθέσεις, που, κατά κανόνα, ακουλουθεί το αποτέλεσμα. Υπεισέρχονται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και όλοι οι άλλοι παράγοντες δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι αφορούν την έγερση ποινικής διαδικασίας.»
Με εξαίρεση τη διαταγή ως προς τα έξοδα, η οποία παραμερίζεται, η έφεση απορρίπτεται.
Π.
Δ.
Δ.
/ΑυΦ /ΜΠ