ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 2 ΑΑΔ 204

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6375.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΚΑΛΛΗ, ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Δ.

 

Σιδέρης Ισιδώρου,

Εφεσείων

ν.

1. G. M. CHRISTOFI ENTERPRISES LTD.,

2. Μελανή Αντωνίου,

Εφεσιβ λήτων.

__________________

14 Ιουλίου, 1998.

Για τον εφεσείοντα: Στ. Αμερικάνος.

Για τους εφεσίβλητους: Γ. Ιωάννου.

___________________

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η εφεσίβλητη 1 αντιμετώπισε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου 2 κατηγορίες (οι κατηγορίες 1 και 3 στο κατηγορητήριο) για διάπραξη του αδικήματος της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση των άρθρων 305(Α) (1) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186/96. Η εφεσίβλητη 2 ήταν η διευθύντρια της εφεσίβλητης 1. Αντιμετώπισε 2 κατηγορίες (οι κατηγορίες 2 και 4) για διάπραξη του αδικήματος της συνδρομής εις την έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση των άρθρων 20 (β) και 305 Α (1) του Κεφ. 154 (πιο πάνω). Η συνδρομή συνίστατο στην έκδοση των επιταγών, αντικείμενο των κατηγοριών 1 και 3, από την εφεσίβλητη 2, ενώ ήταν διευθύντρια της εφεσίβλητης 1.

Αντικείμενο της κατηγορίας 1 ήταν επιταγή για το ποσό Λ.Κ. 2000 και της κατηγορίας 3 για το ποσό των Λ.Κ. 3000.

΄Ηταν η θέση του εφεσείοντα ότι οι επίδικες επιταγές αποτελούσαν μέρος της αμοιβής του, για την κατασκευή ξυλουργικών εργασιών για την μπυραρία Secret's Pub στη Μοσφιλωτή, η οποία ανήκει στην εφεσίβλητη 1. Για την κατασκευή τους είχε αρχικά συμβληθεί - στις 15.7.96 - με τους Κίμ Νικολάου (Μ.Υ.2) και Μιχάλη Αντωνιάδη (Βλ. συμφωνία, Τεκ. 1). Αργότερα, την ίδια ημέρα - 15.7.96 - υπέγραψε νέα συμφωνία για τις ίδιες εργασίες με τον Κίμ Νικολάου και την εφεσίβλητη 1 (Βλ. Τεκ. 2). Η νέα συμφωνία έγινε διότι ο Αντωνιάδης δεν πλήρωσε την προκαταβολή και ανέλαβε την πληρωμή της ο Νικολάου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο προσδιόρισε ως εξής τα στοιχεία που συνθέτουν το αδίκημα:

"(α) την έκδοση επιταγής

(β) την μη εξόφληση της όταν αυτή καθίσταται πληρωτέα

(γ) την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη που επενεργεί ως λόγος

μη εξόφλησης, και

(δ) την παράλειψη εξόφλησης μετά παρέλευση 15 ημερών από την ημερο-

μηνία που ο εκδότης έλαβε γνώση του στοιχείου (γ) πιο πάνω."

΄Εκρινε, μετά από ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, ότι τα πρώτα 3 στοιχεία είχαν αποδειχθεί. Σε σχέση με το τέταρτο στοιχείο έκρινε ότι "δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι επίδικες επιταγές είναι απλήρωτες". Η τελευταία αυτή διαπίστωση ήταν το αποτέλεσμα της αποδοχής από το πρωτόδικο δικαστήριο της εκδοχής της εφεσίβλητης 2 και του Μ.Υ.2 Νικολάου σύμφωνα με την οποία:

(1) Οι επιταγές είχαν δοθεί από την εφεσίβλητη 2 ως εξασφάλιση της προκαταβολής της πρώτης συμφωνίας, για να βοηθήσει τον Νικολάου, επειδή ο Αντωνιάδης δεν είχε καταβάλει την προκαταβολή για να αρχίσει η εργασία. Μετά την παράδοση των επιταγών ο εφεσείων ζήτησε να

υπογραφεί η δεύτερη συμφωνία με την εφεσίβλητη 1 η οποία ήταν

εκδότρια των επιταγών.

(2) Οι επίδικες επιταγές εξοφλήθηκαν από τον Αντωνιάδη μεταξύ 23.7.96

και 2.8.96.

΄Ενας από τους λόγους που οδήγησαν το πρωτόδικο δικαστήριο στις πιο πάνω διαπιστώσεις του ήταν η παράλειψη του εφεσείοντα να καλέσει ως μάρτυρα τον Αντωνιάδη. ΄Οπως το έχει θέσει στην απόφαση του:

"Σημειώνεται εδώ ότι η Κατηγορούσα Αρχή αιτήθηκε και της εδόθη άδεια να παρουσιάσει ως μάρτυρα το Μιχάλη Αντωνιάδη παρά το γεγονός ότι δεν αναγραφόταν στο κατηγορητήριο και να προστεθεί το όνομα του ως μάρτυρα. Δεν τον παρουσίασε και δεν τον κάλεσε για μάρτυρα. Η μαρτυρία δε αυτού σίγουρα θα διαφώτιζε σε αρκετά θέματα αφού οι πληρωμές και γενικά οι όροι πληρωμής καταλογίσθηκαν σ΄ αυτό. Στην υπόθεση Πέγκερου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ., σελ. 143 κρίθηκε ότι η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει μάρτυρα ο οποίος θα βοηθούσε το Δικαστήριο στην αξιολήγηση της εκδοχής του εφεσείοντα αποστέρησε το Δικαστήριο ουσιώδους μαρτυρίας για την εκδοχή του εφεσείοντα-κατηγορουμένου."

Εκτός από τη μη απόδειξη του τελευταίου στοιχείου του αδικήματος το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν υπάρχει "ρητή μαρτυρία" για το πότε οι επιταγές παρουσιάσθηκαν για πληρωμή και πότε επιστράφηκαν απλήρωτες. Εφόσο δεν ήταν γνωστό πότε επιστράφηκαν οι επιταγές στον εφεσείοντα δεν ήταν δυνατό να υπολογισθεί ο χρόνος των 15 ημερών, που προβλέπεται από το άρθρο 305 Α (1) του Νόμου, δεδομένου ότι το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 9.9.96.

Αρχίζοντας από την τελευταία υπόδειξη του δικαστηρίου παρατηρούμε ότι υπάρχει μαρτυρία ότι η εφεσίβλητη 2 έλαβε γνώση του γεγονότος της μη εξόφλησης των επιταγών γύρω στις 7 με 9 Αυγούστου, 1996.

Η πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου για την εξόφληση των επίδικων επιταγών από τον Αντωνιάδη αποτέλεσε τον κύριο λόγο της παρούσας έφεσης η οποία στρέφεται κατά της αθωωτικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι η πιο πάνω διαπίστωση είναι παράλογη και αντιφατική και βρίσκεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Μ.Κ.4, Μιχαήλ Ραφαήλ, η οποία κρίθηκε από το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο ως απόλυτα ειλικρινής και αξιόπιστη.

Εξέταση της μαρτυρίας του Μ.Κ.4, Μιχαήλ Ραφαήλ, αποκαλύπτει:

(1) ΄Οτι οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν έναντι του συμφωνηθέντος ποσού

για την κατασκευή ορισμένων ξυλουργικών εργασιών για μια μπυραρία

την οποία διαχειρίζεται η εφεσίβλητη 1.

(2) ΄Οτι μέχρι την ημερομηνία της συνάντησης - έλαβε χώραν τον

Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1996 - οι επιταγές ήταν απλήρωτες.

Ο πιο πάνω λόγος έφεσης αφορά στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου τα οποία βασίζονται πάνω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Επομένως ο σχετικός λόγος έφεσης θα εξεταστεί με βάση τις αρχές που ρυθμίζουν την επέμβαση του Εφετείου με τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Σύμφωνα με την αταλάντευτη θέση της νομολογίας η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο, κατά κανόνα, σπάνια επεμβαίνει για να αποφασίσει για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Τέτοια επέμβαση λαμβάνει χώραν μόνο όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο απεδέχθη ως αξιόπιστη ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία στο σύνολό της ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Vassiliades v. Constantinou (1971) 1 C.L.R. 351, Χ" Μιχαήλ ν. Βρόντου, Πολιτική ΄Εφεση 8735/20.5.96, Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, Πολιτική ΄Εφεση 9041/29.5.97 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, Πολιτική ΄Εφεση 9117/18.4.97).

Το Εφετείο δικαιολογείται να ανατρέψει ευρήματα αξιοπιστίας μόνο όταν αυτά είναι αντιφατικά προς την κοινή λογική. Τα ευρήματα αξιοπιστίας, όπως και κάθε άλλο εύρημα, κρίνονται και συνεκτιμούνται στο πλαίσιο του συνόλου των γεγονότων της υπόθεσης (Βλ. Psaras and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, 196).

Στην κρινόμενη περίπτωση τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία της εφεσίβλητης 2 και του Μ.Υ.2 Νικολάου, τα οποία το οδήγησαν στη διαπίστωση ότι οι επίδικες επιταγές ξοφλήθηκαν από τον Αντωνιάδη μεταξύ 23.7.96 και 2.8.96, δεν υποστηρίζεται από άλλη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο απεδέχθη ως αξιόπιστη. Για το λόγο αυτό πρέπει να ανατραπούν. Αυτή η μαρτυρία ήταν εκείνη του Μ.Κ. 4, Ραφαήλ (βλ. σελ. 4) την οποία το δικαστήριο αποκαλεί "πλήρως ειλικρινή και αξιόπιστη".

Περαιτέρω τα πιο πάνω ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική και πρέπει να ανατραπούν και για αυτό το λόγο. Η εφεσίβλητη 2 και ο Μ.Υ.2 Νικολάου είπαν ότι οι επιταγές είχαν δοθεί για εξασφάλιση του εφεσείοντα και ο τελευταίος θα τις επέστρεφε μετά την εξόφληση τους από τον Αντωνιάδη. Σύμφωνα με την εφεσίβλητη 2 οι επιταγές ξοφλήθηκαν στην παρουσία της και στην παρουσία του Μ.Υ.2 Νικολάου. Ωστόσο δεν ζήτησε να τις επιστραφούν. Ρωτήθηκε γιατί δεν τις πήρε πίσω και απάντησε "ούτε αυτό το ξέρω".

΄Εχουμε λοιπόν την άποψη πως η μαρτυρία του Μ.Κ.4, Ραφαήλ, δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι οι επιταγές δεν είχαν εξοφληθεί. Το περί αντιθέτου συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένο. Τονίζεται ότι το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση και έχει τις ίδιες δυνατότητες με το πρωτόδικο δικαστήριο να εξάξει συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα χωρίς φυσικά να προβεί το ίδιο σε αξιολόγηση και πρωτογενή ευρήματα (Βλ. Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220, Κατσιαρής ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 349, Pissourios and Others v. Police (1967) 2 C.L.R. 258).

Αντίθετα με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνουμε ότι έχει αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία και το τέταρτο στοιχείο του αδικήματος.

Ικανοποιούνται, επίσης, οι προϋποθέσεις του άρθρου 305 Α (3) του Νόμου. Τόσο ο Μ.Κ. 4, Ραφαήλ, Γραμματέας της εφεσίβλητης 1, όσο και η εφεσίβλητη 2 και ο Μ.Υ.2 Νικολάου, είπαν ότι η μπυραρία στην οποία έγιναν οι ξυλουργικές εργασίες ανήκει στην εφεσίβλητη 1.

Με βάση, επομένως, τις πρωτόδικες διαπιστώσεις ως προς την απόδειξη των πρώτων τριών στοιχείων του αδικήματος και το δικό μας συμπέρασμα ως προς την απόδειξη και του τέταρτου στοιχείου κρίνουμε ότι η ενοχή των εφεσιβλήτων έχει αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία.

Στην άσκηση των εξουσιών μας, δυνάμει του άρθρου 145(3) (α) (ι) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, παραμερίζουμε την αθωωτική απόφαση σε σχέση και με τους δύο εφεσίβλητους και τους βρίσκουμε ένοχους σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

Πριν κλείσουμε θα σχολιάσουμε την αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στην παράλειψη του εφεσείοντα να καλέσει σαν μάρτυρα τον Αντωνιάδη.

΄Οπως προκύπτει από τη γραμμή της υπεράσπισης, όπως αυτή αποκαλύφθηκε κατά την αντεξέταση των μαρτύρων του κατήγορου, η υπεράσπιση ουδέποτε έθεσε θέμα εξόφλησης των επιταγών από τον Αντωνιάδη. Γραμμή της υπεράσπισης ήταν η παράβαση της συμφωνίας για την κατασκευή των ξυλουργικών εργασιών από τον εφεσείοντα. Το θέμα της εξόφλησης από τον Αντωνιάδη ηγέρθη για πρώτη φορά από την εφεσίβλητη 2 και τον Μ.Υ.2 Νικολάου κατά την ένορκη μαρτυρία τους. Η αρχή η οποία διατυπώθηκε στην Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, 152, και στην οποία έχει αναφερθεί το πρωτόδικο δικαστήριο, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις μαρτύρων από τους οποίους λήφθηκε κατάθεση, με άλλα λόγια στις περιπτώσεις μαρτύρων για τους οποίους ο κατήγορος γνωρίζει λεπτομέρειες της μαρτυρίας τους. Σε τέτοια περίπτωση έχει υποχρέωση να τους καλέσει έστω και αν η μαρτυρία που θα δώσουν δεν είναι συμβατή με την υπόθεση του κατήγορου.

Στην κρινόμενη περίπτωση γνώστες των λεπτομερειών της μαρτυρίας του Αντωνιάδη ήταν η εφεσίβλητη και ο Μ.Υ.2 Νικολάου. Αποκάλυψαν τις λεπτομέρειες για πρώτη φορά κατά τη μαρτυρία τους. Επομένως δεν μπορούσε να εξαχθεί δυσμενές συμπέρασμα εναντίον του εφεσείοντα από την παράλειψη του να καλέσει τον Αντωνιάδη.

Η έφεση επιτρέπεται. Οι εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι ως το κατηγορητήριο. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε το θέμα της ποινής.

 

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο