ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 148
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση αρ. 6426.
Σύνθεση Δικαστηρίου:
ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΔΔ.Μεταξύ;
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
Εφεσείοντα,
- ν -
Ευριπίδη Μαλιώτη,
Εφεσίβλητου.
- - -
22 Ιουνίου 1998.
Για τον εφεσείοντα Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας:Γ. Παπαϊωάννου,
Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Για τον εφεσίβλητο: Γ. Κακογιάννης με Π. Νεοκλέους και Τέα Σχοινή (κα).
Εφεσίβλητος, παρών.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΙΚΗΣ, Π.:
Με ειδοποίηση έφεσης, η οποία υπογράφεται από το Γιώργο Παπαϊωάννου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, «για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας», εφεσιβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία αθωώθηκε και απαλλάγηκε ο εφεσίβλητος από τις κατηγορίες του δεκασμού δημοσίου λειτουργού.Δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικών αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα και με την εξουσιοδότησή του και σε άλλο πρόσωπο όπως προβλέπει το άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Πριν την έναρξη της ακρόασης της έφεσης ο κ. Κακογιάννης, εκ μέρους του εφεσίβλητου, ήγειρε ένσταση στο παραδεχτό της έφεσης με το επιχείρημα ότι η έφεση δεν ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα. Επικαλέστηκε, το Άρθρο 156 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, το οποίο, σε αντιδιαστολή προς άλλες εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα, αποκλείει εκχώρηση σε άλλο πρόσωπο της εξουσίας του κάτω από το Άρθρο 137. Επομένως, η έφεση η οποία υπογράφεται από τον κ. Παπαϊωάννου δεν είναι παραδεχτή.
Ο κ. Παπαϊωάννου υποστήριξε ότι οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα ασκούνται από τον ίδιο ή λειτουργό της υπηρεσίας του, σύμφωνα με τις οδηγίες του. Το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος παρέχει εξουσία στο Γενικό Εισαγγελέα να κινεί ή διεξάγει οποιαδήποτε διαδικασία, «είτε αυτοπροσώπως είτε δι΄ υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.» Στην προκείμενη περίπτωση υπέδειξε, η έφεση ασκήθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, όπως αναγράφεται στην ειδοποίηση έφεσης, και με την έγκρισή του.
Ο κ. Κακογιάννης έκαμε αναφορά σε τέσσερεις προηγούμενες αποφάσεις, που τείνουν να διαφωτίσουν ως προς το περιεχόμενο και την εμβέλεια του Άρθρου 137 οι οποίες όμως δεν άπτονται άμεσα του θέματος το οποίο εξετάζεται. (Βλ. Attorney-General v. Schizas (1983)2 C.L.R. 328. Σταυρίδης ν. Κυριακίδης, Ποινική Έφεση αρ. 6244 - 4.6.1997. Kίρλαππου ν. Ευθυμίου, Ποινική Έφεση αρ. 6156 - 19.9.1997. Ιατρικές Υπηρεσίες ν. Πίττα (1995)2 Α.Α.Δ. 261.)
Η προϊσχύουσα του Συντάγματος νομοθεσία διασώζεται υπό τον όρο της προσαρμογής της στα συνταγματικά θέσμια. Αυτό ορίζεται ρητά από το Άρθρο 188.1 του
Συντάγματος. Η προσαρμογή ανάγεται στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων. (Βλ. μεταξύ άλλων Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991)1 Α.Α.Δ. 858.)Η άσκηση της εξουσίας, η οποία παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα από το Άρθρο 137, εφαρμόζεται υπό το πρίσμα των διατάξεων του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος. Παρέχεται η δυνατότητα στο Γενικό Εισαγγελέα να ασκήσει τις εξουσίες του αυτοπροσώπως ή μέσω δικηγόρου της Δημοκρατίας. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας συνιστά «υπάλληλο» υπαγόμενο στο Γενικό Εισαγγελέα, κατά την έννοια του Άρθρου 1
13.2.Στην προκείμενη περίπτωση η έφεση ασκήθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα από δικηγόρο της Δημοκρατίας, όπως επιμαρτυρείται από το κείμενο της ειδοποίησης έφεσης. Η παρούσα, αποτελεί έφεση του Γενικού Εισαγγελέα η οποία υποβλήθηκε εκ μέρους του από μέλος της Εισαγγελίας σύμφωνα με το Άρθρο 113.2. Η έφεση είναι έγκυρη. Θα προχωρήσουμε στην ακρόασή της.
Π.
Δ.
Δ.
/ΑυΦ.