ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 68
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6279
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΚΑΛΛΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΔΔ.
Αναστάσης Παύλου,
Εφεσείοντας
ν.
Αστυνομίας,
Εφεσίβλητης
----------------------------------< /P>
27 Μαρτίου 1998
Για τον Εφεσείοντα: κ. Γ. Λουκαΐδης.
Για την Εφεσίβλητη: κα Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα.
--------------------------------- P>
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από το Δικαστή Ηλιάδη.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex tempore)
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Γύρω στις 2.00 μ.μ. της 19/9/95 ενώ ο εφεσείων οδηγούσε το υπ' αριθμό JK157 όχημα του τύπου Toyota pick-up κατά μήκος της Λεωφόρου Γρηγόρη Αυξεντίου στην Αραδίππου κτύπησε και τραυμάτισε τον ανήλικο Λούκα Παύλου, ηλικίας 13 χρόνων, που διεσταύρωνε το δρόμο από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού βρήκε ότι ο εφεσείων είχε απρόσκοπτη ορατότητα πέραν των 100 μέτρων και παρέλειψε να αντιληφθεί έγκαιρα τον ανήλικο που διεσταύρωνε το δρόμο, το βρήκε ένοχο αμελούς οδήγησης κατά παράβαση του άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμου Αρ. 86/72. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης έχει καταχωρηθεί η παρούσα έφεση.Η Λεωφόρος Γρηγόρη Αυξεντίου είχε πλάτος 7.40 μέτρα με πεζοδρόμια πλάτους 2 ποδών. Ο δρόμος διαχωριζόταν από μια συνεχή άσπρη γραμμή και το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν 4.40 μέτρα μακριά από τη δεξιά πλευρά και μέσα στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντος. Το σημείο σύγκρουσης το υπέδειξε ο ίδιος ο εφεσείων, αφού ο ανήλικος είχε μεταφερθεί εσπευσμένα στο Νοσοκομείο. Το ατύχημα έλαβε χώρα γύρω στις 2 μμ. Η ορατότητα του εφεσείοντος επεκτεινόταν από το σημείο σύγκρουσης σε μια απόσταση 100-150 μέτρων προς τα πίσω προς την κατεύθυνση από όπου ερχόταν ο εφεσείων. Υπήρχαν στο δρόμο δύο ίχνη τροχοπέδησης μήκους 10.40 μέτρα που προήλθαν από τα ελαστικά του οχήματος του εφεσείοντος.
Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένα ευρήματα σε σχέση με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται εκείνα που αναφέρονται στο σημείο από όπου είχε αρχίσει να διασταυρώνει το δρόμο ο ανήλικος, η έκταση της ορατότητας του εφεσείοντος, όπως επίσης και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος ότι ο ανήλικος διεσταύρωνε πίσω από ένα όχημα που ερχόταν από την αντίθετη πορεία του εφεσείοντος, σε βαθμό που εμπόδιζε τον εφεσείοντα να αντιληφθεί έγκαιρα την παρουσία του ανήλικου στο δρόμο.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθορίζονται πάνω στην εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Εχει τονιστεί επανειλημμένα ότι κατά γενικό κανόνα το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται πάνω στην αξιοπιστία των μαρτύρων, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε καλύτερη θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσφέρεται. (Γεωργίου ν. Καψού (Πολιτική Εφεση 9140 της 31/1/97)). Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (Πολιτική Εφεση 9304 της 20/10/96) η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να συνεκτιμήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων. Ομως το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 Α.Α.Δ. 529) όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό (Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).
Μια προσεκτική εξέταση της μαρτυρίας που έχει δοθεί δείχνει ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ορατότητα του εφεσείοντος επεκτεινόταν γύρω στα 100-150 μέτρα είναι ορθή. Εχει δοθεί προς τούτο σχετική μαρτυρία από τον Αστυνομικό που εξέτασε το ατύχημα, ότι σε σχέση με την πορεία του οχήματος του εφεσείοντος και του σημείου σύγκρουσης η ορατότητα επεκτεινόταν σε μια απόσταση 100 μέχρι 150 μέτρων και ότι δεν υπήρχαν οποιαδήποτε τεχνητά ή φυσικά εμπόδια που μπορούσαν να περιορίσουν την πιο πάνω ορατότητα. Συνεπακόλουθα το εύρημα του Δικαστηρίου ότι "η ορατότητα από την πορεία του κατηγορουμένου προς το Χ είναι πολύ καλή, γύρω στα 100-150 μέτρα χωρίς να περιορίζεται από φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο", ήταν απόλυτα ορθή και μπορούσε να αποτελέσει ένα εύρημα αδιάσειστο.
Αναφορικά με το σημείο από όπου είχε αρχίσει ο ανήλικος να διασταυρώνει το δρόμο υπάρχει ικανοποιητική μαρτυρία που μπορεί να το προσδιορίσει. Προς τούτο υποδεικνύουμε το σημείο σύγκρουσης που υποδείχθηκε από τον ίδιο τον εφεσείοντα, τη μαρτυρία του ανήλικου ότι ξεκίνησε για να διασταυρώσει από το γήπεδο της Αραδίππου, όπως επίσης και τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 που εξέτασε το ατύχημα. Η μαρτυρία των πιο πάνω μπορούσε να αποτελέσει το βάθρο πάνω στο οποίο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι "ο πεζός επιχείρησε να διασταυρώσει τη Λεωφόρο Γρηγόρη Αυξεντίου από το σημείο της εισόδου περίπου του σταδίου", ήταν καθόλα λογικό.
Εχει επίσης υποβληθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος ότι είδε για πρώτη φορά τον ανήλικο να διασταυρώνει το δρόμο από μια απόσταση 4 μέτρων πίσω από ένα όχημα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, σε σχέση με σχετική παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι "ο κατηγορούμενος του έκανε επίσης καλή εντύπωση
".Η μαρτυρία που παρουσιάζεται από όλες τις πλευρές στο Δικαστήριο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μικροσκοπικά αλλά μέσα στο συνολικό της πλαίσιο με όλα τα πιθανά επακόλουθα που μπορεί να επιφέρει. Ετσι στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται το Δικαστήριο, που έχει την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες που καταθέτουν, έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί ολόκληρη ή μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να ενεργήσει ανάλογα. (Ιδε Γεωργιάδης ν. Αστυνομίας (1985) 2 C.L.R. 86 και Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109).
Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων στη θεληματική κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία μερικά λεπτά μετά το ατύχημα ανέφερε ότι μόλις μπήκε στη Λεωφόρο Γρηγόρη Αυξεντίου είδε ένα αγόρι περίπου 12 χρόνων που διεσταύρωνε το δρόμο τρέχοντας από τα δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του και ότι το είδε για πρώτη φορά από μια απόσταση 3-4 μέτρων στο μέσο του δρόμου. Είκοσι μέρες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 10/12/93, όταν του προσάφθηκε κατηγορία
για αμελή οδήγηση, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι από απέναντι ερχόταν ένα άλλο αυτοκίνητο και μόλις πέρασε έτρεξε ο ανήλικος να διασταυρώσει το δρόμο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δε δέχθηκε τον τελευταίο ισχυρισμό του εφεσείοντος και έχει δώσει προς τούτο τους λόγους του. Επικροτούμε την πιο πάνω προσέγγιση και βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ικανοποιητική μαρτυρία για να θεμελιώσει το στοιχείο της αντιφατικότητας και η προσέγγιση του που ακολούθησε ήταν ορθή.Η οδήγηση εξυπακούει την εξάσκηση προσήκουσας προσοχής. Το ερώτημα που εγείρεται σε περιπτώσεις αμελούς οδήγησης κατά παράβαση του άρθρου 8 του Νόμου 86/72 είναι κατά πόσο ο οδηγός εκπλήρωσε την υποχρέωση εξάσκησης λογικής φροντίδας και προσοχής για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν το δρόμο. Το κριτήριο που εφαρμόζεται σε μια τέτοια περίπτωση είναι αντικειμενικό και οι παράμετροι του αναφέρονται στη συμπεριφορά ενός συνετού και σώφρονα και όχι του τέλειου οδηγού. (Ιδε Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1982) 1 Α.Α.Δ. 585, Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 1 και Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 202).
Η ύπαρξη παιδιών στο δρόμο ή κοντά σε ένα δρόμο επιφορτίζει ένα οδηγό με την υποχρέωση επίδειξης αυξημένης προσοχής που μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να εκδηλωθεί με τη μείωση της ταχύτητας, τη χρήση σειρήνας και ακόμα μια πιο στενή οπτική επαφή με τα παιδιά, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια ξαφνική κίνηση εκ μέρους των παιδιών που μπορεί να δημιουργήσει σοβαρούς κινδύνους στο δρόμο. (Δαυΐδ ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 169).
Εχουμε εξετάσει τους λόγους που έχουν προβληθεί εναντίον της πρωτόδικης απόφασης και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για την ανατροπή της. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο οδηγός ήταν αμελής συνδέεται με την έλλειψη εξάσκησης της προσήκουσας προσοχής που εκδηλώνεται με την παράλειψη να αντιληφθεί έγκαιρα την παρουσία του ανήλικου πρώτα κοντά στο πεζοδρόμιο μαζί με τα άλλα παιδιά και ευθύς αμέσως μετά την προσπάθεια του να διασταυρώσει τρέχοντας το δρόμο.
Η έφεση απορρίπτεται. Εχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 151(1) του Κεφ. 155 όπως επίσης και το σκεπτικό της απόφασης Παφίτης ν. Αστυνομίας (1969) 2 C.L.R. 175, ο εφεσείων καταδικάζεται όπως καταβάλει το ποσό των £100 υπό τύπο εξόδων.
Δ.
Δ.
Δ.