ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 2 ΑΑΔ 317

6 Αυγούστου, 1997

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

MOHSEN FOUAD BOTROS,

Eφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6087)

 

Ποινικός Kώδικας — Πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 111/89 — Ακατάσχετη αιμορραγία αμέσως μετά από τοκετό — Αθώωση και απαλλαγή του κατηγορουμένου ιατρού από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο αποφάνθηκε ότι δεν προέκυψε ότι υπήρξε τέτοια καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για μετάγγιση αίματος που να ισοδυναμεί με απερισκεψία εκ μέρους του, με αποτέλεσμα να μην κληθεί σε απολογία — Παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης από το Εφετείο και διαταγή για επανεκδίκαση.

Ποινική Δικονομία — Επανεκδίκαση — Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 145(3)(α)(ii) — Εφαρμοστέες αρχές.

Kατά την 26η Φεβρουαρίου 1994 στις 1.45 π.μ. η Σωτηρούλλα Ιωάννου, γέννησε με φυσιολογικό τοκετό το τρίτο της παιδί στη γυναικολογική -  μαιευτική κλινική του εφεσίβλητου στη Λεμεσό.

Ο σύζυγος της Σωτηρούλλας στη μαρτυρία του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις εξελίξεις που ακολούθησαν τον τοκετό, είπε ότι:

     Δεκαπέντε λεπτά περίπου μετά τον τοκετό αντιλήφθηκε ότι καταβάλλονταν προσπάθειες για αναχαίτιση αιμορραγίας της συζύγου του.  Γύρω στις 1.30 π.μ. και στις 2.00 π.μ. περίπου, η σύζυγος του εφεσίβλητου η οποία είναι και η ίδια γιατρός και παρίστατο στο μαιευτήριο, του ανέφερε κάτι που τον ενέβαλε σε ανησυχία.  Στις 2.15 π.μ., εισήλθε στο μαιευτήριο, αφού άκουσε δύο κραυγές πόνου της συζύγου του, οπότε και είδε τον εφεσίβλητο να απασχολείται γυναικολογικά με αυτή.  Στις 3.05 π.μ. η σύζυγος του εφεσίβλητου του ζήτησε να μεταβεί στο νοσοκομείο για να φέρει τέσσερις φιάλες αίματος.  Το ίδιο συνέβηκε και στις 3.50 π.μ.  Επέστρεψε στις 4.15 π.μ. και βρήκε τη σύζυγό του στο χειρουργείο όπου είχε μεταφερθεί εν τω μεταξύ.  Μετά από λίγο απεβίωσε.

H πιο πάνω μαρτυρία παρέμεινε άτρωτη.

Το θέμα που εξέτασε ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο αφορούσε το κατά πόσο ο εφεσίβλητος επέδειξε απερίσκεπτη συμπεριφορά με αναφορά προς το χρόνο λήψης διαβημάτων για μετάγγιση αίματος.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία παθολογοανατόμου, αιτία θανάτου ήταν η "αιμορραγία λόγω εκτεταμένου τραυματισμού του τραχήλου της μήτρας και του κολπικού θόλου".

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αφού δεν προέκυψε από τη μαρτυρία ότι υπήρξε "μεγάλη ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση που να ισοδυναμεί με απερισκεψία".

Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε ως έκδηλα ανεπαρκής.

Το Εφετείο αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

To πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με τον τρόπο που αντιμετώπισε τα πιο κάτω τρία σημεία καίριας σημασίας:

1) Την αποδοχή ως δεδομένης της πρακτικής να μην υπάρχει κατά τον τοκετό κάποια ποσότητα διαθέσιμου αίματος στην κλινική ανά πάσα στιγμή.  Η πρακτική αυτή εξέφραζε κατά την άποψη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου το μέτρο της λογικότητας.

2) Την απόσταση της τράπεζας αίματος και το χρόνο που απαιτείται για τη μεταφορά αίματος για τυχόν απρόοπτα που μπορεί να εμφανιστούν εφόσον πρόκειται για ζήτημα ζωής ή θανάτου.

3) Την παράλειψη εξέτασης του θέματος ως προς το κατά πόσο η σχετική μαρτυρία παρείχε δυνατότητα εξαγωγής συμπεράσματος ότι η ανάγκη για αίμα προέκυψε αρκετά πριν από τον χρόνο κατά τον οποίο έγινε το σχετικό διάβημα για εξασφάλισή του.

Το Εφετείο αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν τη διαταγή για επανεκδίκαση υπόθεσης όπως καθορίστηκαν στην υπόθεση Assadourian v. Κυπριακής Δημοκρατίας, διέταξε επανεκδίκαση της υπόθεσης, αφού έλαβε υπόψη ότι η παρούσα εξέλιξη δε σχετίζεται με οποιοδήποτε άτοπο χειρισμό εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, η φύση της υπόθεσης καθιστά επιθυμητή τη συνέχιση της διαδικασίας και επίσης ότι η καθυστέρηση που σημειώθηκε στην πορεία της υπόθεσης, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον όγκο της μαρτυρίας και τις εγγενείς δυσκολίες της υπόθεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Διατάσσεται η επανεκδίκαση από άλλο δικαστή.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279.

Έφεση.

Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Φωτίου, A.E.Δ.) ημερομηνίας 28 Nοεμβρίου, 1995 (Ποινική Yπόθεση Aρ. 19115/94) με την οποία αθωώθηκε και απαλλάγηκε ο κατηγορούμενος, εναντίον του οποίου είχε προσαφθεί η κατηγορία για πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Kώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το Nόμο 111/89.

M. Mαλαχτού - Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσείοντα.

M. Παυλίδης, για τον Eφεσίβλητο.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Ο εφεσίβλητος, έχοντας από το 1989 στην Κύπρο αναγνωρισμένη ειδικότητα στη Γυναικολογία Μαιευτική, διατηρούσε κλινική στη Λεμεσό.  Η Σωτηρούλλα Ιωάννου, τέως από τη Λεμεσό, συνοδευόμενη από το σύζυγο της, εισήχθη το βράδυ της 25 Φεβρουαρίου 1994 στην κλινική του εφεσίβλητου για τον τοκετό του τρίτου παιδιού του ζεύγους. Ο τοκετός, που ήταν  φυσιολογικός,  επήλθε  περίπου η ώρα 1.45 π.μ. της 26 Φεβρουαρίου 1994.  Το νεογέννητο ήταν υγιές.  Σε εκείνο το στάδιο η κατάσταση της μητέρας φαινόταν να βρισκόταν υπό έλεγχο.  Σε σύντομο όμως διάστημα άρχισε να απασχολεί ζήτημα αιμορραγίας.  Που συνεχίστηκε μέχρις ότου επέφερε τον θάνατο.

Προσήφθη εναντίον του εφεσίβλητου κατηγορία για πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 111/1989.  Στις λεπτομέρειες του αδικήματος, όπως τροποποιήθηκαν στη διάρκεια της δίκης, του καταλογιζόταν ότι:

".... την 26η Φεβρουαρίου 1994, στη Λεμεσό της Επαρχίας Λεμεσού, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς που δεν αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση, επέφερε το θάνατο της Σωτηρούλλας Ιωάννου τέως από τη Λεμεσό, δηλαδή, όντας ο γυναικολόγος ο οποίος ανέλαβε τον τοκετό της θανούσης και ενώ παρουσιάστηκε μετά τον τοκετό αιμορραγία, αυτός παρέλειψε να προβεί στις ενδεικνυόμενες υπό τις περιστάσεις ενέργειες προς αντιμετώπιση του προβλήματος της αιμορραγίας με αποτέλεσμα να επιφέρει το θάνατο της θανούσης."

Ό,τι εν τέλει απασχόλησε στη δίκη ήταν ουσιαστικά το κατά πόσο ο εφεσίβλητος επέδειξε απερίσκεπτη συμπεριφορά με αναφορά προς το χρόνο λήψης διαβημάτων για μετάγγιση αίματος.  Άλλες πτυχές προς τις οποίες επίσης κατευθύνθηκε η προσοχή δεν αποτελούσαν παρά μόνο παραμέτρους προς εξέταση εκείνου του θέματος.  Σταθερό σημείο του οποίου ήταν η μαρτυρία του παθολογοανατόμου Μ. Ματσάκη (Μ.Κ.4) ότι αιτία του θανάτου ήταν η "αιμορραγία λόγω εκτεταμένου τραυματισμού του τραχήλου της μήτρας και του κολπικού θόλου".  Τη μαρτυρία για τα τραύματα τη συνόψισε ως εξής το πρωτόδικο δικαστήριο:

"Υπήρχαν εκτεταμένα θλαστικά (lacerated) τραύματα μερικά από τα οποία ήσαν μόνο μερικώς συρραφέντα (βλ. φωτογραφίες 14 και 15 Τεκμηρίου 1).  Ο λυωμένος τράχηλος της μήτρας φαίνεται στη φωτογραφία 32 το μαύρο μώβ χρώμα.  Η φωτογραφία δείχνει την μήτρα ανοικτή σε σχήμα "12 η ώρα".  Οι ραφές σε σχέση με τα τραύματα δεν ήσαν καθόλου ικανοποιητικές."

Η συζήτηση σε σχέση και με άλλες ενδεχόμενες πηγές αιμορραγίας, με κυριότερη ίσως την προερχόμενη από ατονία της μήτρας, δεν μείωναν τη σημασία του πορίσματος του παθολογοανατόμου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η προσαχθείσα μαρτυρία δεν κατέδειχνε εκ πρώτης όψεως υπόθεση.  Και τούτο διότι, κατά την άποψη του, δεν προέκυψε ότι υπήρξε "μεγάλη ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση που να ισοδυναμεί με απερισκεψία".  Εξήγησε ότι "για να φανεί ότι ο κατηγορούμενος είχε τέτοια παράλειψη για να παραγγείλει έγκαιρα αίμα για σκοπούς μετάγγισης έπρεπε να υπάρχει μαρτυρία για το πότε ακριβώς η αιμορραγία έγινε παθολογική κάτι που δεν υπάρχει." Ως αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος αθωώθηκε και απαλλάγηκε. Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την απόφαση.  Στη σχετική ειδοποίηση εκτίθεται μεγάλος αριθμός  λόγων αναφορικά με προβαλλόμενα ως σφάλματα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. 

Επιτυχία της έφεσης σημαίνει αυτόματα και εξέταση του ενδεχομένου επανεκδίκασης της κατηγορίας δυνάμει του άρθρου 145(3)(α)(ii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.  Παρίσταται λοιπόν ανάγκη να περιοριστούμε σε ό,τι θεωρούμε το απολύτως απαραίτητο για την έκβαση ώστε να μην προκαταλάβουμε ο,τιδήποτε.

Θα σκιαγραφήσουμε πρώτα το χρονικό των εξελίξεων κατά εκείνο το βράδυ, όπως τις μετέδωσε με τη μαρτυρία του ο σύζυγος της αποβιωσάσης.  Μαρτυρία που τουλάχιστο σε αυτή την πτυχή παρέμεινε, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, άτρωτη.  Περίπου δεκαπέντε λεπτά μετά τον τοκετό, αυτός αντιλήφθηκε ότι καταβάλλονταν προσπάθειες για αναχαίτιση αιμορραγίας.  Οι κινήσεις της συζύγου του εφεσίβλητου - η οποία ήταν και η ιδία γιατρός και παρίστατο στο μαιευτήριο - και τα όσα αυτή του ανέφερε σε δύο περιπτώσεις, μια στις 1.30 π.μ. περίπου και άλλη στις 2.00 π.μ., τον ενέβαλαν σε ανησυχία.  Και εξηγούν καλύτερα γιατί, στις 2.15 π.μ., ακούοντας ο μάρτυρας δύο κραυγές πόνου της συζύγου του, εισήλθε στο μαιευτήριο.  Είδε εκεί τον εφεσίβλητο να απασχολείται γυναικολογικά με τη λεχώνα της οποίας τα πόδια ήταν τοποθετημένα ψηλά.  Ως εκ τούτου βγήκε έξω.  Στις 3.05 π.μ. η σύζυγος του εφεσίβλητου ζήτησε από τον μάρτυρα να μεταβεί στο νοσοκομείο για να φέρει τέσσερις φιάλες αίματος.  Το έπραξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μεταβαίνοντας με το αυτοκίνητό του. Το ταξίδι μετ' επιστροφής είχε μήκος 15 χλμ.  Στις 3.30 π.μ. με 3.40 π.μ. παρέδωσε το αίμα.  Ο εφεσίβλητος συνέχιζε να καταβάλλει προσπάθειες για να σταματήσει την αιμορραγία.  Μαζί του ήταν αυτή τη φορά και ένας αναισθησιολόγος.  Στις 3.50 π.μ. η σύζυγος του εφεσίβλητου και πάλι έστειλε τον μάρτυρα στο νοσοκομείο για άλλες τέσσερις φιάλες αίματος.  Επέστρεψε στις 4.15 π.μ.  Βρήκε τη σύζυγό του στο χειρουργείο όπου είχε στο μεταξύ μεταφερθεί.  Η κατάστασή της φαινόταν να είχε επιδεινωθεί.  Απεβίωσε λίγο μετά.

Ο εφεσίβλητος σε κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία το μεσημέρι της 26 Φεβρουαρίου 1994, περιγράφει την έλευση του προβλήματος και τις ενέργειες στις οποίες προέβη.  Δεν προσδιορίζει την ώρα αναφορικά με το καθετί αλλά συνάγεται πως η συνεχιζόμενη αιμορραγία άρχισε να απασχολεί από σχετικά ενωρίς.  Αναφέρει ότι μετά τη συμπλήρωση της διαδικασίας του τοκετού εξέτασε γυναικολογικά τη λεχώνα οπότε διαπίστωσε αφενός ότι δεν υπήρχαν στον τράχηλο και στον κόλπο τραυματισμοί και αφετέρου ότι η μήτρα συστελλόταν.  Αυτοί ήταν σημαντικοί παράγοντες. Γιατί οι τραυματισμοί, ανάλογα με την έκταση τους, προκαλούν αιμορραγία και χρήζουν συρραφής αλλά και γιατί η μη συστολή της μήτρας - η ατονία δηλαδή - προκαλεί αιμορραγία από τον κρατήρα του αποκοπέντος πλακούντα, όπως εξήγησε ο Δρ. Γ. Καλακουτής, Μ.Κ.5, ειδικός γυναικολόγος-μαιευτήρας, προϊστάμενος της Γυναικολογικής και Μαιευτικής Κλινικής του Νοσοκομείου Αρχ.  Μακαρίου Γ΄ στη  Λευκωσία.Ακολούθως, καθώς ο εφεσίβλητος αναφέρει  στην κατάθεσή του, απουσίασε για περίπου μισή ώρα ώστε να δοθεί η ευκαιρία στις νοσοκόμες να καθαρίσουν και να ντύσουν τη λεχώνα.  Στα δέκα με δεκαπέντε λεπτά  του τηλεφώνησε όμως η σύζυγός του ότι "η Σωτηρούλλα έχανε περισσότερο αίμα από το κανονικό". Πήγε και την εξέτασε ξανά. Η μήτρα συνέχιζε να είναι συσταλείσα οπότε κατεύθυνε την προσοχή του στον κόλπο και στον τράχηλο.  Για να καταστεί δυνατή αυτή η εξέταση τοποθέτησε τα πόδια της ψηλά.  Παρεμβάλλουμε εδώ ότι ο χρονικός προσδιορισμός αυτού του σημείου  θα μπορούσε ενδεχομένως να συσχετιστεί με τη  στάση στην   οποία την   βρήκε ο  σύζυγος της στις 2.15 π.μ.  Αυτή τη φορά ο εφεσίβλητος εντόπισε δύο μικροτραύματα όπως τα περιγράφει. Οπότε προέβη σε συρραφή. Επειδή όμως η αιμορραγία συνεχιζόταν και δεν εξηγείτο από την κατάσταση του τραχήλου και του κόλπου και επειδή εν συνεχεία αντιλήφθηκε ότι η ροή αίματος προερχόταν από τη μήτρα, την επανεξέτασε.  Διαπίστωσε τότε ότι η μήτρα δε βρισκόταν σε συστολή και ότι ήταν γεμάτη αίμα.  Εξηγεί εν συνεχεία τις περαιτέρω προσπάθειές του για αναχαίτιση της αιμορραγίας και την εν τέλει αναζήτηση αίματος για μετάγγιση.  Στο τελικό στάδιο αποφάσισε την αφαίρεση της μήτρας.  Αυτό θα σταματούσε την αιμορραγία.  Αλλά ήταν πλέον αργά.  Δε χρειάζεται να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες.

Αναφορικά με την πρόσβαση σε διαθέσιμο αίμα, την πρακτική στην Κύπρο την εξέθεσε ο Δρ. Γ. Καλακουτής.  Καθώς ανέφερε, τα νοσοκομεία διαθέτουν τράπεζα αίματος και έχουν ως εκ τούτου αίμα διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή. Ανέφερε ενδεικτικά ότι στο δικό του νοσοκομείο υπάρχουν πάντοτε δύο φιάλες αίματος κατάλληλης κατηγορίας για οποιαδήποτε επείγουσα ανάγκη. Όχι όμως και οι ιδιωτικές κλινικές. Οι οποίες, εκτός όπου πρόκειται να χειριστούν περιπτώσεις γνωστές εκ των προτέρων ως υψηλού κινδύνου,  που δεν ήταν η περίπτωση εδώ, προμηθεύονται το αίμα - διαθέσιμο από τράπεζα αίματος - όταν παρουσιαστεί το πρόβλημα, δηλαδή όταν η απώλεια λόγω αιμορραγίας φτάσει ένα ορισμένο σημείο ασφάλειας.  Ο μάρτυρας εξέφρασε την άποψη ότι αυτή η πρακτική είναι ικανοποιητική.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στον τρόπο με τον οποίο αντίκρυσε τρία, καίριας σημασίας, συνυφασμένα ζητήματα.  Η αναφορά μας σε αυτά δεν αποβλέπει παρά μόνο σε επισήμανσή τους.  Καθετί που σχετίζεται με την αξιολόγησή τους παραμένει ανοικτό. Το πρώτο αφορά την αναφερθείσα ως πρακτική να μην υπάρχει κατά τον τοκετό κάποια ποσότητα διαθέσιμου αίματος στην κλινική ανά πάσα στιγμή.  Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέλαβε την ύπαρξη τέτοιας πρακτικής ως δεδομένο που εξέφραζε χωρίς αντίρρηση το μέτρο της λογικότητας.  Χωρίς να το συζητήσει για να το ελέγξει.  Το δεύτερο είναι η απόσταση της τράπεζας αίματος.  Μήπως όσο πιο μακρυά είναι αυτή από την κλινική τόσο πιο ενωρίς θα πρέπει να μεριμνά ο γιατρός για την εξασφάλιση του αίματος;  Να λαμβάνεται δηλαδή υπόψη ο χρόνος που απαιτείται για τη μεταφορά και τα όποια απρόοπτα μπορεί να εμφανιστούν εφόσον πρόκειται για ζήτημα ζωής ή θανάτου;  Στην προκείμενη υπόθεση ήταν ή δεν ήταν σχετικά μακρινή η απόσταση;  Το τρίτο αφορά την ώρα κατά την οποία εμφανίστηκε το πρόβλημα της αιμορραγίας.  Υπενθυμίζουμε ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία, ο εφεσίβλητος ειδοποιήθηκε από τη σύζυγο του πως η Σωτηρούλλα "έχανε περισσότερο αίμα από το κανονικό".  Το αναφέρει ο ίδιος στην κατάθεσή του.  Κι αυτό, καθώς μπορεί να συναχθεί από τη μαρτυρία, έγινε πριν από τις 2.15 π.μ. που ο σύζυγος της Σωτηρούλλας εισήλθε ξανά στο μαιευτηρίο και είδε τον εφεσίβλητο να προσπαθεί να αναχαιτίσει την αιμορραγία.  Η δήλωση βέβαια της συζύγου του εφεσίβλητου δεν αποτελεί μαρτυρία προς απόδειξη του γεγονότος.  Σημασία εδώ μπορεί να έχει το ότι ο εφεσίβλητος όχι μόνο δεν ανασκεύασε στην κατάθεσή του την ορθότητα της ληφθείσας πληροφορίας αλλά, τουναντίον, εμφανίζεται, θα μπορούσε να πει κανείς, να καταβάλλει διάφορες προσπάθειες για εντοπισμό της αιτίας.  Απευθείας μαρτυρία αναφορικά με τον ρυθμό απώλειας αίματος σε συνάρτηση με τον χρόνο ίσως να μην υπήρξε.  Παραμένει ωστόσο το ερώτημα αναφορικά με το κατά πόσο δεν ήταν εμφανές το πρόβλημα το αργότερο στις 2.15 π.μ.  Οδηγίες στο σύζυγο της Σωτηρούλλας να μεταβεί στο νοσοκομείο για αίμα δόθηκαν στις 3.05 π.μ.  Και επέστρεψε στις 3.30 π.μ. με 3.40 π.μ.  Καθώς είναι προφανές, η Σωτηρούλλα βρισκόταν τότε στα πρόθυρα θανάτου χωρίς ίσως δυνατότητα σωτηρίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο δε συζήτησε το κατά πόσο η μαρτυρία στην οποία αναφερθήκαμε πρόσφερε δυνατότητα εξαγωγής συμπεράσματος ότι η ανάγκη για αίμα προέκυψε αρκετά ενωρίτερα από το χρόνο κατά τον οποίο έγινε το σχετικό διάβημα για εξασφάλισή του.Οι επισημάνσεις μας αυτές κατατείνουν προς την άποψη ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν μπορεί να υποστηριχθεί.  Και πρέπει να παραμεριστεί.

Απομένει το κατά πόσο, ενόψει του αποτελέσματος στο οποίο έχουμε αχθεί, δικαιολογείται ή όχι η επανεκδίκαση.  Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Assadourian ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279, αφού έγινε αναφορά στη μέχρι τότε νομολογία, λέχθηκαν επί του ζητήματος τα εξής (στη σελ. 289): 

"Οι παράγοντες που κατά περίπτωση διαδραματίζουν ρόλο δεν επιδέχονται προκαθορισμό αλλά το κυρίαρχο κριτήριο είναι σταθερό.  Η απόφαση λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως αυτό προσδιορίζεται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του Νόμου και των επιπτώσεων πάνω στον κατηγορούμενο.  Σ' αυτό το πλαίσιο, έχει εξέχουσα σημασία η αρχή πως δεν ενδείκνυται να απολήγει η διαταγή για επανεκδίκαση στην παροχή δεύτερης ευκαιρίας στην κατηγορούσα αρχή να αποδείξει την υπόθεσή της."

Εν προκειμένω λαμβάνουμε υπόψη το ότι η παρούσα εξέλιξη δε σχετίζεται με οποιονδήποτε άτοπο χειρισμό από μέρους της Κατηγορούσας Αρχής όπως και τη φύση της υπόθεσης που, κατά την άποψή μας, καθιστά επιθυμητή τη συνέχιση της διαδικασίας χωρίς συνάμα να παραγνωρίζουμε την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην πορεία της υπόθεσης,  μια καθυστέρηση που εξηγείται σε σημαντική έκταση από τον όγκο της μαρτυρίας και τις εγγενείς δυσκολίες της περίπτωσης.  Καταλήγουμε ότι ενδείκνυται η επανεκδίκαση.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Διατάσσεται η επανεκδίκαση από άλλο δικαστή.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση από άλλο δικαστή.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο