ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 2 ΑΑΔ 397
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6204
ΕΝΩΠΙΟΝ:
ΧΡ. ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, Π. ΑΡΤΕΜΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΔΔ.Α.Μ. Παπακυριακού Λτδ,
Εφεσείοντε ς,
ν.
Αστυνομίας,
Εφεσίβλητη ς.
- - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
14.11.97ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τους εφεσείοντες: κ. Ν. Γεωργιάδης
Για την εφεσίβλητη-αστυνομία: κ. Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡ. ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ. Η εφεσείουσα εταιρεία καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για το αδίκημα της αναγγελίας ή διαφήμισης πώλησης εμπορευμάτων σε τιμή εκπώσεως κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1), 5, 6, 8, 9 και 12 του Περί Προϋποθέσεων Διαφήμισης ή Αναγγελίας Πώλησης Εμπορευμάτων σε Τιμές Εκπτώσεων Νόμου, 34/90, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 140/90 και 55(I)/94 και των Διαταγμάτων ΚΔΠ 184/90 και 194/94. Με ενδιάμεση απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε εισήγηση που προβλήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας/κατηγορουμένης ότι τα άρθρα 2 και 3 του Νόμου είναι αντισυνταγματικά γιατί παραβιάζουν τα Άρθρα 19, 25, 26 και 28 του Συντάγματος.
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι παραδεκτά, εφεσιβάλλεται δε μόνο εκείνο το μέρος της απόφασης που αφορά τη συνταγματικότητα των πιο πάνω άρθρων. O βασικός λόγος έφεσης είναι ο λόγος 2 με τον οποίον προβάλλεται ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα των Άρθρων 2 και 3 του Νόμου 34/90, ως αντικειμένων στο Άρθρο 19 του Συντάγματος, γιατί, μεταξύ άλλων, οι πρόνοιες των άρθρων αυτών δεν είναι αναγκαίες για την προστασία των δικαιωμάτων άλλων και στερούν έτσι την ελευθερία έκφρασης που εγγυάται το Άρθρο 19 του Συντάγματος για λόγους άλλους απ΄εκείνους που αναφέρονται στην παράγρ.3 του Άρθρου αυτού.
Τα Άρθρα 2 και 3 του Νόμου 34/90 περιέχουν τις πιο κάτω πρόνοιες:
"2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
'αναγγελία ή διαφήμιση΄ σε σχέση με πώληση εμπορευμάτων σε τιμές εκπτώσεων, σημαίνει οποιαδήποτε γραπτή η προφορική ένδειξη ή δήλωση παρεχόμενη με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, με την οποία το κοινό είναι δυνατόν να πληροφορηθεί ή να σχηματίσει την εντύπωση ότι οποιοδήποτε εμπόρευμα πωλείται σε τιμή εκπτώσεως."
"3.-(1) Αφού τηρηθεί το άρθρο 4, απαγορεύεται σ΄οποιαδήποτε επιχείρηση να αναγγέλλει ή να διαφημίζει την πώληση οποιουδήποτε εμπορεύματος σε τιμή εκπτώσεως εκτός των χρονικών περιόδων που διαρκούν από την 1η Φεβρουαρίου μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα και από την 7η Αυγούστου μέχρι την 7 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ."
Το Άρθρο 19 του Συντάγματος προνοεί τα ακόλουθα:
"1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και της καθ΄οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως.
2. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν της γνώμης, της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών και ιδεών άνευ επεμβάσεως οιασδήποτε δημοσίας αρχής και ανεξαρτήτως συνόρων.
3. Η ενάσκησις των δικαιωμάτων, περί ων η πρώτη και δευτέρα παράγραφος του παρόντος άρθρου, δύναται να υποβληθή εις διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινάς προδιαγεγραμμένους υπό του νόμου και αναγκαίους μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή προς προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων άλλων ή προς παρεμπόδισιν της αποκαλύψεως πληροφοριών ληφθεισών εμπιστευτικώς ή προς διατήρησιν του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.
4. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
5. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ."
Είναι παραδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι η εμπορική διαφήμιση εμπίπτει στο δικαίωμα ελευθερίας έκφρασης που διασφαλίζεται με το Άρθρο 19 του Συντάγματος (δέστε
X and Church of Scientology v. Sweeden (Decisions & Reports Vol. 16P. 68, Police ν. Ekdotiki Eteria "Inomeni Dimosiographi Dias Ltd" and Another (1982) 2 C.L.R. 64, Case of Casado Coca v. Spain (8/1993/403/481), Jefrey Cole Bigelow v. Commonwealth of Virginia 44L ED 2d).Οι περιορισμοί οι οποίοι μπορούν να τεθούν στο δικαίωμα ελευθερίας έκφρασης περιέχονται στην παράγραφο 3 του Άρθρου 19 του Συντάγματος, το δε σχετικό μέρος που μας αφορά είναι εκείνο που αναφέρεται σε περιορισμούς αναγκαίους για την προστασία των δικαιωμάτων άλλων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την ενδιάμεση του απόφαση, έκρινε ότι ο τεθείς περιορισμός έγινε με βάση την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών, κάμνοντας αναφορά και στο σύγγραμμα Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Τόμος 1, όπου στην παράγρ. 1321 αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
""Δικαιώματα των άλλων" είναι και τα δικαιώματα των καταναλωτών, που ο νομοθέτης μπορεί να προστατεύει τόσο ουσιαστικά όσο και δικονομικά. Ο καταναλωτής μπορεί και πρέπει να προστατεύεται τόσο από την εξαπάτηση του παραγωγού αγαθών ή υπηρεσιών με ψευδείς ή παραπλανητικές διαφημίσεις ή απόκρυψη της πλήρους εκτάσεως των επιβαρύνσεων των καταναλωτών, όσο και από ανεπιεικείς "γενικούς όρους συναλλαγών", από επικίνδυνα ή ελαττωματικά προϊόντα, από υπερβολική κερδοσκοπία σε εποχή κρίσεως κ.ο.κ."
Εξετάζοντας το λόγο αυτό της έφεσης έχουμε πάντα κατά νου την αρχή πως για να κηρυχθεί νομοθετική πρόνοια ως αντισυνταγματική πρέπει το Δικαστήριο να ικανοποιείται πέραν λογικής αμφιβολίας για την αντισυνταγματικότητα του Νόμου, αντιπαραβάλλοντας τη σχετική νομοθετική πρόνοια με το αντίστοιχο Άρθρο του Συντάγματος, για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι παραβιάζεται (
The Attorney General of the Republic v. Ibrahim (1964) C.L.R. 195, Raftis & Co v. Municipality of Paphos (1982) 2 C.L.R. 1 κ.α.).Αφού εξετάσαμε με τη μεγίστη προσοχή τα εκατέρωθεν επιχειρήματα είμαστε πεπεισμένοι και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως οι νομοθετικές πρόνοιες που απαγορεύουν την αναγγελία ή διαφήμιση πώλησης εμπορευμάτων σε τιμή έκπτωσης εκτός των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) του Νόμου 34/
90, είναι αντισυνταγματικές ως παραβιάζουσες τις πρόνοιες του Άρθρου 19 του Συντάγματος. Είναι προφανές ότι το τι απαγορεύει το άρθρο 3(1) του Νόμου 34/90 είναι η διαφήμιση και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξυπακουόμενα απαγορεύεται και η πώληση εμπορευμάτων σε τιμή έκπτωσης. Αν αυτή ήταν η πρόθεση του Νομοθέτη θα αναμέναμε να προβλέπεται μια τέτοια απαγόρευση ρητά και έτσι σε τέτοια περίπτωση δεν θα υπήρχε ανάγκη απαγόρευσης της διαφήμισης. Έτσι η απαγόρευση της διαφήμισης με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προστατεύει τους καταναλωτές, αφ΄ης στιγμής, όπως έχουμε επισημάνει, η πώληση αυτή καθ΄εαυτή σε τιμή έκπτωσης δεν απαγορεύεται. Αντίθετα, κατά τη γνώμη μας, η απαγόρευση αυτή μπορεί να αποβεί σε βάρος των καταναλωτών γιατί αυτοί εμποδίζονται από του να πληροφορηθούν για την ύπαρξη εμπορευμάτων, που επιθυμούν να αγοράσουν, σε τιμές έκπτωσης. Είναι δε παράδοξο να αιτιολογείται ο περιορισμός αυτός με αναφορά σε προστασία των καταναλωτών από ψευδείς και παραπλανητικές διαφημίσεις. Με τις πρόνοιες του άρθρου αυτού δεν είναι οι ψευδείς και παραπλανητικές διαφημίσεις που απαγορεύονται αλλά γενικά οι διαφημίσεις και πληροφόρηση του κοινού για τη δυνατότητα που υπάρχει να αγοράσει εμπορικά είδη σε τιμές εκπτώσεως.Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια των αγορεύσεων ενώπιον μας, προβλήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσίβλητων πως η υπό κρίση νομοθετικές πρόνοιες μπορούν να θεωρηθούν ως προστατευτικές των δικαιωμάτων άλλων εμπόρων ανταγωνιστών της εφεσείουσας. Θα θέλαμε να υποδείξουμε σχετικά με τον ισχυρισμό αυτό που θεωρούμε αβάσιμο, πως το τι μπορεί να προστατεύει ο Νόμος είναι το
δικαίωμα των άλλων εμπόρων να μην καθίστανται θύματα αθέμιτου συναγωνισμού και όχι απλώς και μόνο τα εμπορικά ή οικονομικά τους συμφέροντα. Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του Δαγτόγλου (ανωτέρω) ο όρος "δικαιώματα των άλλων" περιορίζεται σε δικαιώματα και όχι απλά συμφέροντα που δεν προστατεύονται ειδικά από το δίκαιο.Κατά συνέπεια των πιο πάνω κρίνουμε πως το Άρθρο 3(1) του Νόμου 34/90 είναι αντισυνταγματικό. Ο ορισμός του όρου "αναγγελία ή διαφήμιση" στο Άρθρο 2 δεν μπορεί να έχει την ίδια τύχη γιατί αυτό αποτελεί απλό ορισμό της έννοιας που από μόνος του δεν μπορεί να θεωρηθεί αντισυνταγματικός. Εξάλλου ο όρος αυτός δυνατόν να αφορά και σε άλλες πρόνοιες του Νόμου.
Το άρθρο 3(1) του Νόμου κρίνεται αντισυνταγματικό ως αντιβαίνον προς το Άρθρο 19 του Συντάγματος.
Ως αποτέλεσμα του πιο πάνω ευρήματος μας η πρωτόδικη απόφαση καταδίκης της εφεσείουσας ανατρέπεται και η εφεσείουσα εταιρεία αθωώνεται και απαλλάττεται της κατηγορίας.
Δ.
Δ.
Δ.
/Χ.Π.