ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 2 ΑΑΔ 362

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 6227 & 6228

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στών

Νίκη Μιχαήλ,

Κάλια Μιχαήλ,

Εφεσείουσες

- και -

Αστυνομίας,

Εφεσίβλητης

-----------------------------

21 Οκτωβρίου 1997

Για τις εφεσείουσες: Π. Κλεοβούλου.

Για την εφεσίβλητη: Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού,

Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάου.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι εφεσείουσες βρέθηκαν ένοχες από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, η πρώτη σε κατηγορία κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. και η δεύτερη σε πανομοιότυπη κατηγορία κλοπής, σε δύο κατηγορίες επίθεσης με σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 και σε δύο κατηγορίες για δημόσια εξύβριση, κατά παράβαση του άρθρου 99 του ίδιου νόμου. Στην κάθε μία από τις κατηγορίες κλοπής και επίθεσης επιβλήθηκαν ποινές προστίμου £150, ενώ στις κατηγορίες εξύβρισης, η δεύτερη εφεσείουσα δεσμεύτηκε με εγγύηση. Η έφεση στρέφεται τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά των ποινών προστίμου.

Οι κατηγορίες προέκυψαν από επεισόδιο το οποίο συνέβηκε σε κατάστημα πώλησης σκουλαρικιών στη Λεμεσό. Οι εφεσείουσες είναι αδερφές. Η πρώτη ηλικίας τότε δεκαοκτώ χρονών και η δεύτερη είκοσι δύο. Στις 7 Αυγούστου 1995, γύρω στο μεσημέρι, επισκέφθηκαν το κατάστημα και εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την αγορά σκουλαρικιών. Στο κατάστημα βρισκόταν ο ιδιοκτήτης και μία υπάλληλος. Ασχολήθηκαν εκεί για κάποιο διάστημα επιλέγοντας. Η δεύτερη εφεσείουσα εξέφρασε την επιθυμία να αγοράσει μονά σκουλαρίκια από δύο διαφορετικά ζεύγη. Της λέχθηκε πως αυτό δεν ήταν εφικτό. Εν τέλει επέλεξε ένα ζεύγος και κρατώντας το, προχώρησε στο ταμείο αφού πρώτα ζήτησε να της τρυπήσουν τα αυτιά. Στη διάρκεια της διαδικασίας η πρώτη εφεσείουσα εξήλθε του καταστήματος κατόπιν προσταγής της δεύτερης, οπότε ενεργοποιήθηκε το σύστημα συναγερμού. Η υπάλληλος έσπευσε να την ακολουθήσει και έπειτα, κρατώντας την από το χέρι, την οδήγησε πίσω στο κατάστημα όπου της υποδείχθηκε να καθίσει για να καταστεί δυνατή η διερεύνηση. Επειδή όμως κατά την επιστροφή της πρώτης εφεσείουσας δεν σήμανε συναγερμός, η υπάλληλος ξαναβγήκε προς αναζήτηση του αντικειμένου που προκάλεσε την ενεργοποίηση την πρώτη φορά. Βρήκε τότε στο πεζοδρόμιο, κοντά στην πόρτα, ένα ζεύγος σκουλαρίκια του καταστήματος, αξίας £3.15. Όταν η υπάλληλος επανήλθε, επέδειξε στην πρώτη εφεσείουσα τα σκουλαρίκια και την ερώτησε γιατί τα έκλεψε. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους χωρίς να πει ο,τιδήποτε.

Επενέβη τότε η δεύτερη εφεσείουσα κάτω από περιστάσεις σε σχέση με τις οποίες σημειώθηκε στη δίκη οξεία διάσταση μεταξύ της Κατηγορούσας Αρχής και της υπεράσπισης. Όπως το ίδιο σημειώθηκε διάσταση αναφορικά με το κατά πόσο η πρώτη εφεσείουσα είχε πάρει και μεταφέρει εκτός καταστήματος τα ανευρεθέντα σκουλαρίκια και το κατά πόσο, αν η απάντηση ήταν καταφατική, εμπλεκόταν και η δεύτερη.

Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι τα σκουλαρίκια τα έκλεψαν οι εφεσείουσες κατόπιν συνεννόησης μεταξύ τους ως αποτέλεσμα προηγηθείσας προτροπής από τη δεύτερη εφεσείουσα. Και ότι, μετά τη διαπίστωση διάπραξης του αδικήματος, η δεύτερη εφεσείουσα, επιχειρώντας να απομακρύνει την αδερφή της από το κατάστημα ώστε να διαφύγουν και οι δύο, επιτέθηκε εναντίον του ιδιοκτήτη και της υπαλλήλου, προκαλώντας τους σωματικές βλάβες - εκδορές και εκχυμώσεις - ενώ ταυτόχρονα τους εξύβρισε.

Από πλευράς υπεράσπισης προβλήθηκε γενική άρνηση αναφορικά με ο,τιδήποτε αφορούσε τα ανευρεθέντα σκουλαρίκια ενώ, ως προς τα λοιπά, η δεύτερη εφεσείουσα αντέταξε ότι η μετέπειτα αντίδραση της περιοριζόταν σε άμυνα της αδερφής της έναντι κακομεταχείρισης και κατ΄ επέκταση σε δική της αυτοάμυνα.

Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής υποστηρίχθηκε όχι μόνο από τη μαρτυρία των παραπονουμένων αλλά - σε ό,τι τουλάχιστον αφορούσε την κλοπή - και από γραπτές καταθέσεις τις οποίες οι εφεσείουσες έδωσαν στην αστυνομία λίγο μετά το συμβάν όπως και με τις απαντήσεις τους όταν αργότερα κατηγορήθηκαν από την αστυνομία. Επί πλέον, ως προς τις κατηγορίες επίθεσης και πρόκλησης σωματικής βλάβης, η δεύτερη εφεσείουσα παραδέχθηκε, όταν κατηγορήθηκε από την αστυνομία, ότι διενήργησε την επίθεση εναντίον του ιδιοκτήτη όχι όμως και εναντίον της υπαλλήλου, εξηγώντας ότι η υπάλληλος ήταν που άρχισε πρώτη. Οι εφεσείουσες κατέθεσαν ενόρκως προς υπεράσπιση τους. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ως αληθινή και απέρριψε εκείνη της υπεράσπισης ως αναξιόπιστη.

Οι λόγοι έφεσης σχετικά με την καταδίκη μπορεί να συνοψιστούν ως εξής:

α) Για την πρώτη εφεσείουσα: ότι η μαρτυρία δεν στοιχειοθετούσε την κατηγορία κλοπής.

β) Για τη δεύτερη εφεσείουσα:

(i) ότι η μαρτυρία δεν στοιχειοθετούσε καμιά από τις κατηγορίες.

(ii) ότι η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στην κατηγορία κλοπής έπασχε δικονομικά διότι δεν προστέθηκε στο κατηγορητήριο το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα στο οποίο ορίζονται οι αυτουργοί.

(iii) ότι το Δικαστήριο δεν διηύθυνε δεόντως τη διαδικασία και προσέγγισε τα θέματα με απόκλιση προς την Κατηγορούσα Αρχή.

(iv) ότι εσφαλμένα έκρινε το Δικαστήριο πως το κατάστημα αποτελούσε δημόσιο χώρο, συστατικό στοιχείο της δημόσιας εξύβρισης δυνάμει του άρθρου 99.

Θεωρούμε όλους τους εκτεθέντες λόγους εντελώς αβάσιμους. Δεν διακρίνουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στη διεξαγωγή της διαδικασίας και στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Έπειτα, διαπιστώνουμε ότι συζήτησε εκτενώς την προσαχθείσα μαρτυρία, την αξιολόγησε με προσοχή, εξήγησε τις εντυπώσεις του αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής και την αξιοπιστία των κατηγορουμένων, αποδίδοντας στο καθετί τη σημασία που άρμοζε, και διατύπωσε πλήρη αλλά και πειστική αιτιολογία για τις καταλήξεις του επί των πραγματικών θεμάτων.

Εξ άλλου η μη συμπερίληψη του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα στο κατηγορητήριο δεν αποτελούσε ουσιώδη παρατυπία και ούτε επέδρασε δυσμενώς επί της υπεράσπισης των εφεσειουσών: βλ. επί του ζητήματος την Constantinides v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 337 στη σελ. 376 και την επικρότηση στη Fourri & Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152 σελ. 178.

Τέλος, ορθά ήταν που το πρωτόδικο δικαστήριο διέγνωσε ότι το κατάστημα αποτελούσε δημόσιο χώρο. Θεώρησε, αφού συζήτησε το ζήτημα, ότι η κατάληξη υποστηριζόταν από την Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1 η οποία αφορούσε σε αστυνομικό σταθμό. Ο συνήγορος των εφεσειουσών, στηριζόμενος αποκλειστικά στην εν λόγω απόφαση, εισηγήθηκε ότι δεν ίσχυε το ίδιο και για κτίριο ή χώρο όπου διεξαγόταν ιδιωτική επιχείρηση σε σχέση με την οποία ο κάτοχος διατηρούσε απόλυτη δυνατότητα ελέγχου της εισόδου και παραμονής. Το ζήτημα ρυθμίζεται από το άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 όπου ορίζεται ότι:

"δημόσιος χώρος" ή "δημόσιο υποστατικό" περιλαμβάνει δημόσια διάβαση και κτίριο, μέρος ή τόπο φυσικής άνεσης, όπου κάθε φορά το κοινό έχει δικαίωμα ή άδεια εισόδου, είτε χωρίς όρους είτε με όρο πληρωμής, καθώς και κτίριο ή χώρο που χρησιμοποιείται κάθε φορά για δημόσια ή θρησκευτική συγκέντρωση, για συνάθροιση ή ως δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση."

 

Αυτή η πρόνοια ερμηνεύτηκε στις Anthony Castelow and Another v. The Police (1970) 2 C.L.R. 141 και Ευθυμιάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 25 σε σχέση με κέντρα αναψυχής τα οποία, καθώς κρίθηκε, αποτελούν δημόσιο χώρο ή υποστατικό. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και στην προκείμενη περίπτωση.

Απομένει το ζήτημα των ποινών. Τις οποίες οι εφεσείουσες προσβάλλουν ως έκδηλα υπερβολικές ενόψει γενικά των περιστάσεων και ειδικότερα της δικής τους οικονομικής αδυναμίας. Όλα όσα θα μπορούσαν να προσμετρήσουν ως μετριαστικά για την ποινή στοιχεία τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τόσο με την αγόρευση του συνηγόρου τους όσο και με εκθέσεις κοινωνικής έρευνας. Η πρώτη εφεσείουσα είναι άγαμη. Ήταν και παραμένει άνεργη χωρίς προοπτική σταθερής απασχόλησης διότι πάσχει από μεσογειακή αναιμία. Η δεύτερη, που είναι παντρεμένη, απασχολείται ως πωλήτρια με μηνιαίες απολαβές ύψους, τότε, £220.= ενώ ο σύζυγος της, με τον οποίο κατοικεί σε κυβερνητικό συνοικισμό, κερδίζει £300.= μηνιαίως.

Όπως υποδεικνύεται στη νομολογία, ο καθορισμός της ποινής αποτελεί πρωταρχικά έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να αντικαταστήσει την πρωτόδικη κρίση με τη δική του εκτός όπου εμφανίζεται έκδηλη η υπερβολή, έκδηλη με την έννοια ότι αναδύεται εξ αντικειμένου από τη διαστολή μεταξύ αδικήματος και τιμωρίας: βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525.

Κατά την άποψη μας οι ποινές που επιβλήθηκαν στη δεύτερη εφεσείουσα δεν αφίστανται του μέτρου και επομένως δεν υπάρχει χώρος για επέμβαση. Δεν ισχύει όμως το ίδιο στην περίπτωση της πρώτης εφεσείουσας. Η ποινή της θα έπρεπε να είχε διαφοροποιηθεί από την αντίστοιχη της δεύτερης εφεσείουσας όχι μόνο εξ αιτίας των οικονομικών δεδομένων αλλά και εξ αιτίας του αντίστοιχου ρόλου τους εφόσον η πρώτη ενήργησε κατόπιν προτροπής και υπό περιστάσεις που οδήγησαν το πρωτόδικο δικαστήριο να την χαρακτηρίσει "θύμα της δεύτερης". Η ποινή της πρώτης παραμερίζεται και αντικαθίσταται με ποινή προστίμου £75.= που θεωρούμε, λαμβανομένων όλων υπόψη, ως την αρμόζουσα.

Η έφεση της πρώτης εφεσείουσας επιτυγχάνει μόνο στο βαθμό που εξειδικεύσαμε. Ενώ η έφεση της δεύτερης αποτυγχάνει εξ ολοκλήρου και απορρίπτεται.

Π.

 

Δ.

 

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο