ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 2 ΑΑΔ 267
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6195
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ,
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ,
ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, Δ/στών
Γεώργιος Ιωάννου,
Εφεσείων
- ν. -
Αστυνομίας,
Εφεσίβλητης
-----------------------
17 Ιουλίου 1997
Για τον εφεσείοντα: Μ. Τριανταφυλλίδης με Α. Μιλτιάδους
και Λ. Στυλιανού.
Για την εφεσίβλητη: Π. Κληρίδης, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Αυτή είναι η απόφαση των Κωνσταντινίδη, Δ. και Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε στις 21 Ιουνίου 1996 σε φυλάκιση δεκαοκτώ μηνών για αδικήματα κατά της ηθικής. Το ίδιο και δύο συγκατηγορούμενοι του. Περίπου οκτώ μήνες αργότερα και εκκρεμούσας της παρούσας έφεσης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απένειμε στον ένα από εκείνους χάρη διά της αναστολής της ποινής με όρο ότι εάν εντός πενταετίας δεν διέπραττε άλλο αδίκημα δεν θα εξέτιε την ποινή. Ένεκα αυτής της εξέλιξης, ο εφεσείων πρόσθεσε ως νέο λόγο έφεσης ότι θα πρέπει συνακόλουθα να μειωθεί σε κάποιο βαθμό η δική του ποινή ώστε να διατηρηθεί, όσο είναι δυνατό, η ισότητα στη μεταχείριση. Επικαλέστηκε σε τούτο την απόφαση του Εφετείου στην Καύκαρος και άλλος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51. Εν συνεχεία απέσυρε τους αρχικούς λόγους.
Το Άρθρο 53 του Συντάγματος παρέχει στον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας δικαίωμα για την απονομή χάριτος με τη μετατροπή θανατικής καταδίκης σε ισόβια φυλάκιση και με τη μείωση, αναστολή ή μετατροπή της ποινής σε κάθε άλλη περίπτωση. Ενδιαφέρει εδώ η παράγραφος 4 του Άρθρου 53 την οποία παραθέτουμε:
"..... ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας μειώνουσιν, αναστέλλουσιν ή μετατρέπουσιν οιανδήποτε ποινήν επιβληθείσαν υπό οιουδήποτε δικαστηρίου εν τη Δημοκρατία κατόπιν συμφώνου γνώμης του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας και του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας."
Στην Καύκαρος και άλλος ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) κρίθηκε, κατ΄ αναλογίαν προς τις περιπτώσεις μη δίωξης και αναστολής δίωξης συναυτουργού, ότι και στην περίπτωση απονομής χάριτος δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, το δικαστήριο τη λαμβάνει υπόψη ως "μέτρο που άπτεται .... της μεταχείρισης παραβατών" παρόλον που η άσκηση του δικαιώματος όπως και της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα "δεν ελέγχεται δικαστικά". Έγινε εκεί αναφορά στις υποθέσεις Κάττου και άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498,
Georgiou and others v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109 και Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115 και παρατέθηκε προς εξήγηση της δικαστικής προσέγγισης το ακόλουθο απόσπασμα από την πρώτη:"Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται. Επενεργεί όμως (η μη δίωξη) ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλειας στη μεταχείριση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείριση. Η ισότητα στη μεταχείριση έχει ως λόγο την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία όλων που συνήργησαν στο έγκλημα. Εφόσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής των υπολοίπων προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείριση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος
Η μεταχείριση συναυτουργών απασχόλησε και στις υποθέσεις
Kyriakides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 94, Ierides and another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 219, Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως και άλλων (1991) 2 Α.Α.Δ. 309, Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197 και Ιωάννου και άλλη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 5974-5, ημερ. 5 Ιουλίου 1996. Προκύπτει από τις αναφερθείσες υποθέσεις με εξαίρεση τις Ierides and another (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως και άλλων (ανωτέρω) ότι, καθώς υπογραμμίστηκε στην Κάττου και άλλος (ανωτέρω), την εν λόγω δικαστική προσέγγιση υπαγόρευε το αίσθημα αδικίας το οποίο αναδυόταν από μια κατά τα φαινόμενα ευνοϊκή μεταχείριση του συναυτουργού η οποία αντίκειτο στην αρχή της ίσης μεταχείρισης όσο και αν μπορεί τέτοια μεταχείριση να μην ήταν σκόπιμη. Ισχύει βασικά το ίδιο όπως και στην περίπτωση της ανισοσκέλειας στην ποινή μεταξύ συγκατηγορουμένων: βλ. Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1. Ρητή αναφορά στη σημασία της ευνοϊκής μεταχείρισης έγινε στην Ιωάννου και άλλη (ανωτέρω) όπου το Εφετείο κατέληξε ότι η καθυστέρηση στη δίωξη τρίτης γυναίκας για συναφή αδικήματα δεν οφειλόταν "σε οποιαδήποτε πρόθεση της Κατηγορούσας Αρχής να την ευνοήσει" και γι΄ αυτό δεν παραβιαζόταν η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η ευνοϊκή μεταχείριση μπορεί βέβαια να επέλθει εξ αντικειμένου και χωρίς σχετική πρόθεση όταν η διαφορετική μεταχείριση εμφανίζεται ως αυθαίρετη. Ο Αρτεμίδης, Δ. σε απόφαση του στην Κάττου και άλλος (ανωτέρω), με την οποία επεξήγησε την κατάληξη, είπε σχετικά τα εξής:"Αυτό ακριβώς το αίσθημα αδικίας, εκπορευόμενο από την ανισότητα έναντι του νόμου, δημιουργείται όταν οι παραβάτες του τυγχάνουν αυθαίρετης διαφορετικής μεταχείρισης από τους φορείς της πολιτείας εντεταλμένους στην περιφρούρηση και εφαρμογή του."
Διαφορετική ωστόσο ήταν η αντίκρυση του ζητήματος στην
Ierides and another (ανωτέρω) όπου επέδρασε από μόνο του το στοιχείο της αποφυγής τιμωρίας από συναυτουργούς, παρόλον που εξηγήθηκαν οι περιστάσεις. Θεωρήθηκε σημαντικό το ότι ένας από τους συναυτουργούς δεν βρισκόταν στην Κύπρο με αποτέλεσμα να μην ήταν ως εκ τούτου δυνατή η προσαγωγή του στο δικαστήριο και το ότι άλλος δεν κατηγορήθηκε ώστε να καταστεί μάρτυρας κατηγορίας. Τουναντίον στην Dirazo (ανωτέρω) το Εφετείο έκρινε πως η μη προσαγωγή συναυτουργού στο δικαστήριο, η οποία εξηγείτο από το ότι δεν είχε καταστεί δυνατή η σύλληψη του, δεν δημιουργούσε ζήτημα ανισότητας στη μεταχείριση και δεν μπορούσε επομένως να επιδράσει στην ποινή.Το ότι το δικαίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 53 του Συντάγματος δεν ελέγχεται δικαστικά, όπως άλλωστε το ίδιο δεν ελέγχονται οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του Άρθρου 113, μοιάζει ίσως αυτονόητο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργήσει επί των αποτελεσμάτων. Όπως ανέφερε στην ομόφωνη απόφαση του το Εφετείο στην Κάττου και άλλος (ανωτέρω):
"Το γεγονός ότι δεν ελέγχεται δικαστικά η άσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του Άρθρου 113.2 δεν απαλλάττει τις δικαστικές αρχές από την υποχρέωση για αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, περιλαμβανομένης και της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28."
Ο Αρτεμίδης Δ. πρόσθεσε επεξηγηματικά:
"Το Δικαστήριο όμως, παρότι δεν μπορεί να κρίνει την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα οφείλει, κατά τη γνώμη μου, να λαμβάνει υπόψη την πραγματική κατάσταση που δημιουργείται από το απλό γεγονός πως ένας των κατηγορουμένων τυγχάνει διακοπής της δίωξής του, ή παραβάτης του ιδίου εγκλήματος δεν προσάγεται ενώπιον της δικαιοσύνης."
Ο ίδιος δικαστής διέκρινε δε, επί των περιστατικών της, και ορθά κατά την άποψη μας, τη Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως (ανωτέρω) όπου ο τρόπος με τον οποίο αντικρύστηκε πρωτόδικα η αναστολή ποινικής δίωξης θεωρήθηκε ότι αποτελούσε έμμεσο έλεγχο της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα.
Θα ερμηνεύαμε λοιπόν την Καύκαρος και άλλος ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) κατά τρόπο που να παρείχε στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να προβεί στις όποιες διαπιστώσεις που μπορεί να πρόσφερε το διαθέσιμο υλικό αναφορικά με το κατά πόσο υπήρξε ή όχι, διά της απονομής χάριτος, μεταχείριση που να συνιστά ουσιαστική και αδικαιολόγητη ανισότητα μεταξύ ενός συγκαταδικασθέντος και άλλου ώστε να απολήγει στη δημιουργία αισθήματος αδικίας το οποίο χρήζει απάμβλυνσης με σχετική ρύθμιση στην ποινή.
Όμως, με την εδώ ενδιάμεση απόφαση της πλειοψηφίας, ημερ. 29 Μαίου 1997, επικράτησε διαφορετική άποψη. Κρίθηκε ότι δεν επιτρέπεται αναφορά στους λόγους που οδήγησαν στη διαφοροποίηση με την απονομή χάριτος. Που σημαίνει, κατά την άποψη μας, ότι δεν παρέχεται πλέον στο Δικαστήριο η δυνατότητα αξιολόγησης της σημασίας της υπό συζήτηση εξέλιξης. Σημασίας που είναι, κατά την άποψη μας, συναρτημένη με τον λόγο για τον οποίο επήλθε. Ανισότητα με συνακόλουθο αίσθημα αδικίας μπορεί εύλογα να προκύψει μόνο όπου η εξέλιξη εμφανίζεται να το δημιουργεί, στο πλαίσιο του συνόλου των περιστατικών. Οπότε και προσμετράται ανάλογα. Δεν μπορεί να λεχθεί ότι συμβαίνει αυτό όπου ελλείπει κάθε ένδειξη ότι υπήρξε ο,τιδήποτε το άτοπο. Υπενθυμίζουμε συναφώς ότι ο συνήγορος της εφεσίβλητης πρότεινε την προσκόμιση στοιχείων που προορίζονταν να εξηγήσουν την εξέλιξη και ότι σε αυτό αντιτάχθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.