ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 2 ΑΑΔ 70

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6230

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στών

Δήμος ΄Εγκωμης,

Εφεσείων

- ν -

Μαρίαννου Πέτρου,

Εφεσίβλητου

------------------------

24 Μαρτίου, 1997

Για τον Εφεσείοντα: Λ. Κυθραιώτης.

Για τον Εφεσίβλητο: Π. Μιχαήλ.

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο αθώωσε τον εφεσίβλητο στις κατηγορίες της:-

(α) Παρακοής διατάγματος. και

(β) Παράλειψης συμμόρφωσης με το ίδιο διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε από ποινικό δικαστήριο και με το οποίο είχε διαταχθεί να κατεδαφίσει οικοδομή ή μέρος της.

Οι κατηγορίες είχαν θεμελιωθεί στις διατάξεις του ΄Αρθρου 20(5) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, ΚΕΦ. 96.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η παράλειψη του εφεσείοντα να κατεδαφίσει το κτίριο οφειλόταν σε πραγματική αδυναμία. Δεν οφειλόταν σε ηθελημένη πράξη, οπόταν απουσίαζε το βασικό αυτό νοητικό στοιχείο για τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων. Ακολουθώντας την Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά - (΄Εφεση Αρ. 16 Οικογενειακού Δικαστηρίου - 24/5/93), διαπίστωσε ότι το ηθελημένο της παρακοής, εξυπακουόμενο πρόθεση ανυπακοής, αποτελούσε συστατικό στοιχείο και των δύο αδικημάτων. Το απόσπασμα της Παπαχρυσοστόμου, το οποίο παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι το ακόλουθο:-

«΄Οπως επισημαίνεται στην Antonis Mouzouris & Another v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση πρέπει να αποδειχθεί ηθελημένη ανυπακοή του Καθ' ου η αίτηση προς την απόφαση του Δικαστηρίου, δηλαδή πρόθεση ανυπακοής προς το διάταγμα του Δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ' εαυτού δεν αρκεί πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρα-τήγησης του διατάγματος του Δικαστηρίου.»

΄Οχι μόνο δεν ήταν πρόθεση του εφεσίβλητου να επιδείξει ανυπακοή προς το διάταγμα, αλλά επιστράτευσε, όπως αποκάλυψε η μαρτυρία και διαπίστωσε το Δικαστήριο, κάθε νομικά παραδεκτό μέσο που θα μπορούσε να καταστήσει τούτο δυνατό, χωρίς επιτυχία.

Η οικοδομή, περιλαμβανομένου του μέρους στο οποίο αφορούσε το διάταγμα, ήταν στην κατοχή θέσμιου ενοικιαστή, ο οποίος αρνείτο να επιτρέψει την είσοδο του εφεσίβλητου για να προβεί στην κατεδάφιση του κτιρίου, απειλώντας μάλιστα να ματαιώσει κάθε προσπάθεια, με τη χρήση βίας.

Κατηγορία εναντίον του ενοικιαστή, σχετική με τη χρήση της παράνομης οικοδομής, απορρίφθηκε, λόγω απουσίας του δικηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής, όπως μας έχει εξηγηθεί. ΄Αλλη κατηγορία δεν προσάφθηκε εναντίον του.

Ο εφεσίβλητος κατέφυγε σε δικαστικά μέτρα για να εξώσει τον ενοικιαστή από το σπίτι. Η εκδίκαση της υπόθεσης εκκρεμεί. ΄Ο,τι άλλο θα μπορούσε να πράξει, και έπραξε ο εφεσίβλητος, ήταν να καλέσει το Δήμο να προβεί στην κατεδάφιση, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το ΄Αρθρο 20(4) του ΚΕΦ. 96. Ούτε ο Δήμος προέβη στην κατεδάφιση του κτιρίου.

Πρέπει, επίσης, να αναφέρουμε ότι, σε πολιτική αγωγή, η οποία προφανώς ηγέρθη από τον ενοικιαστή, εκδόθηκε, κάτω από μη διευκρινισθείσες συνθήκες, διάταγμα για την παρεμπόδιση της κατεδάφισης. Δε θα επεκταθούμε στο θέμα, εφόσο η μαρτυρία επί του προκειμένου είναι ασαφής και παραμένει αδιευκρίνιστο εναντίον ποίων στρεφόταν το διάταγμα.

΄Ο,τι είναι σημαντικό και πρέπει να υπογραμμιστεί είναι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος «... εβρίσκετο σε πραγματική αδυναμία, ... να συμμορφωθεί με αυτό.».

Ο εφεσείων προσβάλλει την αθώωση του εφεσίβλητου, ως απορρέουσα από εσφαλμένη καθοδήγηση αναφορικά με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Υπέβαλε ότι η στοιχειοθέτηση παρακοής δεν εξυπακούει πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου. Ιδιαίτερα, σε σχέση με την παράλειψη συμμόρφωσης, υποστήριξε ότι το αδίκημα τελειούται, εφόσο αποδειχθεί ότι δεν κατεδαφίστηκε το κτίριο. Οι προθέσεις του κατηγορουμένου, όπως εισηγήθηκε ο κ. Κυθραιώτης, περιλαμβανομένης και της αντικειμενικής αδυναμίας προς συμμόρφωση, δεν προσμετρούν.

Ο εφεσίβλητος, αντίθετα, υποστήριξε ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν εμπεριέχει κανένα σφάλμα. υπέβαλε ότι τόσο η ανυπακοή όσο και η παράλειψη συμμόρφωσης εμπεριέχουν το στοιχείο της βούλησης για απείθεια προς το διάταγμα. Στο Μεγάλο Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας του Α. Γεωργοπαπαδάκου, σελ. 739, στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Μιχαήλ, καθώς και στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης - «Πρωΐας», η σχετική προς το κείμενό μας έννοια του όρου «παρακούω» ενσωματώνει το στοιχείο της απείθειας και της άρνησης υπακοής. Στα ίδια λεξικά, ο όρος «παράλειψη» περιλαμβάνει εννοιολογικά, ανάλογα με το κείμενο, τόσο τη σκόπιμη όσο και την εκ λάθους αδράνεια.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμελώς σημειώνει στην απόφασή του ότι η αγγλική νομολογία υποστηρίζει ότι το ηθελημένο της παρακοής δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο παρακοής διατάγματος του δικαστηρίου. Το γεγονός ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται το διάταγμα παρακούει τις επιταγές του τυχαία ή συμπτωματικά (accidentally or casually), χωρίς να εμφορείται από πρόθεση ανυπακοής, επιμετρά μόνο ως στοιχείο μετριαστικό της τιμωρίας. Η αντίθετη άποψη του Stirling J. στη Worthington v. Ad-Lib Club Ltd. (1964) 3 All E.R. 674, αποδοκιμάστηκε.

Στο σύγγραμμα The Law of Contempt - Borrie & Lowe, (σελ. 322), διαπιστώνεται η ύπαρξη βαθμού αβεβαιότητας ως προς την αναγκαιότητα απόδειξης του ηθελημένου της πράξης. Υιοθετείται η άποψη ότι κάποιος βαθμός υπαιτιότητας (fault) είναι απαραίτητος για τη στοιχειοθέτηση παρακοής διατάγματος δικαστηρίου. Στην περίπτωση, όμως, προστακτικών διαταγμάτων, με τα οποία επιβάλλεται θετική ενέργεια από το άτομο προς το οποίο απευθύνονται, η αδυναμία εκτέλεσης τους, όπως επισημαίνεται, συνιστούσε ανέκαθεν υπεράσπιση, με την επιφύλαξη ότι το βάρος απόδειξης της αδυναμίας φέρει το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται η διαταγή - (βλ. A.G. v. Walthamstow Urban District Council, 1895, VOL. XI 1894-95, TLR, 533. Lewis v. Pontypridd, Caerphilly, and Newport Railway Company, 1895, VOL. XI 1894-95, TLR, 203).

Στην προκείμενη περίπτωση, η αδυναμία του εφεσείοντα να συμμορφωθεί προς το διάταγμα διαπιστώνεται ως πραγματικό γεγονός. Πέραν τούτου, το στοιχείο του ηθελημένου της πράξης, με την έννοια της πρόκλησης εκείνου το οποίο απαγορεύει ο νόμος, δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση ποινικού αδικήματος, περιλαμβανομένων εκείνων τα οποία προσδιορίζει το ΄Αρθρο 20(5) του Κεφ. 96, να εξοβελισθεί.

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ότι το στοιχείο του ηθελημένου, τόσο της παρακοής όσο και της μη συμμόρφωσης προς εκείνο το οποίο επιβάλλει το διάταγμα, αποτελούσε συστατικό στοιχείο και των δύο αδικημάτων. Στην απουσία του, ορθά διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων δε διέπραξε τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε.

Η έφεση απορρίπτεται.

Ο εφεσείων θα επωμισθεί τα έξοδα του εφεσίβλητου.

 

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο