ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 2 ΑΑΔ 52

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6061

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ/στών

MOUSA ABDEL HADY HAGGAG,

Εφεσείων

- ν -

Δημοκρατίας,

Εφεσίβλητης

------------------------

12 Μαρτίου, 1997

Για τον Εφεσείοντα: Ε. Ευσταθίου μαζί με Κ. Καμένο.

Για την Εφεσίβλητη: Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων παραδέχτηκε και, βάσει της δικής του παραδοχής, καταδικάστηκε για τα αδικήματα της (α) κατοχής και (β) πρόθεσης εμπορίας 30,773 γρ. ρητίνης καννάβεως, τιμωρητέα με οκταετή και ισόβια κάθειρξη, αντίστοιχα.

Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε και δώδεκα ετών.

Η ποινή προσβάλλεται ως υπερβολική. Καθίσταται υπερβολική, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, λόγω της κακής εκτίμησης, από το Κακουργιοδικείο, των γεγονότων τα οποία περιστοιχίζουν τη διάπραξη του εγκλήματος. Ενώ ο εφεσείων παραδέχτηκε τις κατηγορίες, αμφισβήτησε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ως προς τα προηγηθέντα του εγκλήματος και τα περιβάλλοντα τη διάπραξή του γεγονότα. Βάσει της εκδοχής του, όπως αυτή τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αστυνομικό όργανο τον παρότρυνε στην εγκληματική του δράση και, τελικά, παγιδεύτηκε από τις Αστυνομικές Αρχές να διαπράξει τα αδικήματα, για να καταστεί δυνατή η σύλληψή του.

Είναι παραδεκτό ότι ο εφεσείων συνελήφθη τη νύκτα της 26ης Ιουλίου, 1995, στην περιοχή Ζυγίου, ευθύς μετά την παραλαβή, από τον προμηθευτή, των ναρκωτικών, τα οποία βρέθηκαν στην κατοχή του. Είναι, επίσης, παραδεκτό ότι η Αστυνομία, ειδικά η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών, είχε πληροφορίες, από πηγή που δεν αποκαλύφθηκε στο Δικαστήριο, ότι τη νύκτα εκείνη θα διακινούνταν ναρκωτικά στην περιοχή Ζυγίου.

Για τη σύλληψη του δράστη ή των δραστών, οργανώθηκε μεγάλης κλίμακας επιχείρηση. Εικοσιτέσσερα, συνολικά, μέλη της συγκεκριμένης αστυνομικής υπηρεσίας επιστρατεύτηκαν, από τις αστυνομικές περιφέρειες Λευκωσίας, Λάρνακας και Λεμεσού, για να μετάσχουν στην επιχείρηση. Διαμοιρασμένοι σε έξι τετραμελείς ομάδες, εξόρμησαν τη νύκτα της 26ης Ιουλίου, 1995, στην περιοχή Ζυγίου, με αντίστοιχο αριθμό περιπολικών, εφοδιασμένων με τα κατάλληλα μέσα για την ασύρματη επικοινωνία μεταξύ τους, για να συλλάβουν τους δράστες. ΄Ενα από τα μέλη της αστυνομικής δύναμης, που μετείχε στην επιχείρηση, ήταν ο Λοχίας Οικονομίδης, της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών, ο οποίος υπηρετούσε στη Λεμεσό και είχε προϊστορία με τον εφεσείοντα. Ο κ. Οικονομίδης ήταν εκείνος ο οποίος εντόπισε, μετά την άφιξη της αστυνομικής δύναμης στο Ζύγι, το αυτοκίνητο του εφεσείοντα και, αργότερα, προέβη στη σύλληψή του, ευθύς μετά την παραλαβή των ναρκωτικών.

Ο εφεσείων υποστήριξε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι ο προμηθευτής του διέθεσε τα ναρκωτικά, σε συνεννόηση με τις Αστυνομικές Αρχές, ώστε να καταστεί δυνατή η σύλληψή του. Το ότι η αστυνομική δύναμη απέφυγε επιμελώς να συλλάβει τον προμηθευτή, ενώ παρεχόταν αυτή η ευκαιρία, αποτελεί ισχυρή απόδειξη του σχεδίου της Αστυνομίας. Ούτε η συμπερίληψη του κ. Οικονομίδη στην αστυνομική δύναμη ήταν, όπως υποστήριξε, τυχαία. Σκοπούσε να καταστήσει ευχερέστερο τον εντοπισμό και τη σύλληψη του εφεσείοντα, που η Αστυνομία γνώριζε, εκ των προτέρων, ότι θα ήταν ο παραλήπτης των ναρκωτικών.

Ο Λοχίας Οικονομίδης και ο εφεσείων γνωρίζονταν προ πολλού και είχαν συνεργασία, το περιεχόμενο της οποίας ήταν το αντικείμενο συγκρουόμενων εκδοχών. Αναμφισβήτητο είναι ότι, στο πλαίσιο της σχέσης που αναπτύχθηκε μεταξύ τους, ο εφεσείων έδωσε, τμηματικά, στο Λοχία Οικονομίδη το ποσό των £5.150,00.

Ενόψει των διϊστάμενων εκδοχών, το Κακουργιοδικείο διέταξε τη διεξαγωγή δίκης, για τη διαπίστωση των γεγονότων τα οποία προηγήθηκαν και περιστοίχιζαν τη διάπραξη του εγκλήματος. Αυτή είναι η ενδεδειγμένη διαδικασία, σύμφωνα με το σύγγραμμα Criminal Procedure in Cyprus, σελ. 86, (1975), για την επίλυση αμφισβητούμενων γεγονότων, σχετικών με το στοιχείο της εγκληματικότητας του παραβάτη, για αδίκημα το οποίο, καθ' ομολογία, διέπραξε. ΄Οπως σε κάθε άλλη περίπτωση απόδειξης αμφισβητούμενων γεγονότων σε ποινική δίκη, το βάρος της απόδειξης της εκδοχής της κατηγορούσας αρχής, φέρει, σύμφωνα με το ίδιο σύγγραμμα, η κατηγορούσα αρχή, το οποίο πρέπει να αποσείσει πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας.

Στην υπόθεση Robert John Newton 77 Cr.App.R. 13, (1984), η πιο πάνω προσέγγιση για τη διαπίστωση γεγονότων ουσιωδών για τον καθορισμό της σοβαρότητας του εγκλήματος και, επακόλουθα, της ποινής, προκρίνεται ως μια από τις επιλογές που παρέχονται στο επιδικάζον την υπόθεση δικαστήριο.

Η παγίδευση δεν αποτελεί υπεράσπιση, αλλά, όπου αποδεικνύεται, μπορεί να προσμετρήσει ως λόγος για μετριασμό της ποινής. Αυτό έχει αναγνωριστεί σε σειρά κυπριακών αποφάσεων, ακολουθώντας τις αρχές οι οποίες έχουν χαραχθεί από την αγγλική νομολογία - (βλ. Kyriakides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 94. El-Etri and Others v. Republic (1985) 2 C.L.R. 40. El-Beyrouty & another v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 543. Βλ., επίσης, Mealey 60 Cr.App.R. 59. R. v. Sang 69 Cr.App.R. 282. Textbook of Criminal Law - Glanville Williams, 1978, 549).

Διάφορη είναι η προσέγγιση των Καναδικών Δικαστηρίων σε θέματα παγίδευσης, θέση στην οποία γίνεται αναφορά παρενθετικά στην Assadourian v. Δημοκρατίας - (Ποινική ΄Εφεση Αρ. 5787 - 10/11/1995). Δικαιολογείται, όπως υποστηρίζουν δύο, τουλάχιστον, αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά, εφόσο διαπιστωθεί η παγίδευση, η αναστολή της διαδικασίας - (Amato v. The Queen (1982) 69 C.C.C. (2d) 31. Mack v. The Queen (1988) 44 C.C.C. (3d) 513). Αξίζει να σημειωθεί ότι η παγίδευση προσδιορίζεται στενά. περιορίζεται σε υποθέσεις όπου η εξώθηση του παραβάτη από την Αστυνομία είναι αποφασιστικής σημασίας για τη διάπραξη του εγκλήματος. Δε θα επεκταθούμε σε περαιτέρω διερεύνηση της θεώρησης του θέματος από τα Καναδικά Δικαστήρια, εφόσο στην Κύπρο είναι θεμελιωμένο ότι η παγίδευση, με την ευρύτερή της έννοια, δε συνιστά υπεράσπιση. Ο νόμος μας συναρτά την ενοχή με τη συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος. Εφόσο συνυπάρχει η προβλεπόμενη από το νόμο εγκληματική πρόθεση (mens rea) και εκδηλώνεται με την απαγορευμένη από το νόμο πράξη (actus reus), στοιχειοθετείται το έγκλημα. (Δεν αναφερόμεθα σε αδικήματα ρυθμιστικής μορφής - regulatory offences - όπου το στοιχείο της εγκληματικής πρόθεσης ατονεί.) Ο βαθμός της παγίδευσης, ο σκοπός της, καθώς και η επίδραση των ενεργειών της Αστυνομίας στη διαμόρφωση της εγκληματικής πρόθεσης του κατηγορουμένου λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της ποινής. Αναμφιβόλως, ο μετριασμός μεγεθύνεται, ανάλογα με την έκταση της αστυνομικής επίδρασης στην εξώθηση του κατηγορουμένου στη διάπραξη του εγκλήματος, και μπορεί να φτάσει μέχρι τη διαγραφή της τιμωρίας.

Η αγόρευση προς μετριασμό της ποινής υποβλήθηκε μετά την προσαγωγή της μαρτυρίας και πριν το Δικαστήριο προβεί στα ευρήματά του ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα. Αυτό αποτελεί σφάλμα, υποστήριξε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, θέση την οποία ασπάζεται και ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων.

΄Οπως υποδείξαμε, κατά την ακρόαση της έφεσης, η υποβολή της αγόρευσης, προς μετριασμό της ποινής, πριν τον καθορισμό των ουσιωδών, ως προς τη σοβαρότητα του εγκλήματος, γεγονότων, όντως συνιστά σφάλμα. Και τούτο, γιατί, εκ προοιμίου, η αγόρευση προς μετριασμό της ποινής προσλαμβάνει θεωρητικό χαρακτήρα, εφόσο, πριν την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου αναφορικά με τα αμφισβητούμενα γεγονότα, μόνο υποθέσεις μπορεί να γίνουν για τα κρίσιμα περιστατικά της υπόθεσης.

Η εκτροπή από τη νενομισμένη διαδικασία, δεν προκάλεσε την εκτροπή της δίκης από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, ώστε να επιβάλλεται η ακύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου που επακολούθησε. Ούτε έγινε τέτοια εισήγηση από το δικηγόρο του εφεσείοντα. ΄Ο,τι υπέβαλε ο κ. Ευσταθίου, είναι ότι η πρόωρη υποβολή της αγόρευσης προς μετριασμό της ποινής, αποστέρησε τον κατηγορούμενο της δυνατότητας προβολής επιχειρηματολογίας, που θα μπορούσε να συμβάλει στο μετριασμό της ποινής.

Προς υποστήριξη των θέσεων της Κατηγορούσας Αρχής, κατέθεσαν τρεις μάρτυρες - ο Λοχίας Ευστάθιος (Τάσος) Οικονομίδης, ο Σωκράτης Πελεντρίτης, διευθυντής νυκτερινού κέντρου - καμπαρέ, στην Πλατεία Ηρώων, και ο Υπαστυνόμος Ζαχαρίας Ξενοφώντος, Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών. Για την υπεράσπιση κατέθεσε ο εφεσείων.

Ο εφεσείων κατάγεται από την Αίγυπτο και ήλθε στην Κύπρο το 1983. Είναι νυμφευμένος με Κυπρία, πατέρας πέντε παιδιών. Το 1987 καταδικάστηκε σε φυλάκιση επτά ετών, για την κατοχή και προμήθεια ναρκωτικών. Αποφυλακίστηκε το 1990. Διατηρούσε καφενείο - εστιατόριο στην Πλατεία Ηρώων στη Λεμεσό. Με τον κ. Οικονομίδη γνωρίστηκε μετά την αποφυλάκισή του.

Και οι δύο εκδοχές που προβλήθηκαν, ως προς τη γνωριμία και τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ του κ. Οικονομίδη και του εφεσείοντα, έχουν ως γενεσιουργό αιτία την ιδιότητα του κ. Οικονομίδη ως αστυνομικού οργάνου και τη στροφή της προσοχής της Αστυνομίας προς τον εφεσείοντα, μετά την αποφυλάκισή του, λόγω της εγκληματικής του δράσης στο παρελθόν.

Ο κ. Οικονομίδης κατέθεσε ότι ο ίδιος ο εφεσείων επεζήτησε να τον συναντήσει, μετά από αστυνομική έρευνα της κατοικίας του για την ανεύρεση ναρκωτικών. Επεδίωξε (ο εφεσείων) τον προσεταιρισμό του κ. Οικονομίδη, για την κάλυψη της δραστηριότητάς του στη διακίνηση ναρκωτικών. Για να τον προσελκύσει στα σχέδιά του, μετά την πρώτη μεταξύ τους συνάντηση, πάντα σύμφωνα με την εκδοχή του κ. Οικονομίδη, ο εφεσείων, αφού του εξήγησε τους σκοπούς του, του παρέδωσε φάκελο, ο οποίος περιείχε, όπως ανακάλυψε μετά την αναχώρησή του (εφεσείοντα), το χρηματικό ποσό των £500,00. Ο κ. Οικονομίδης ανέφερε το γεγονός στους προϊσταμένους του, ειδικά στον κ. Ξενοφώντος, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία και των δύο, ενθάρρυνε τον κ. Οικονομίδη να συνεχίσει τις συναλλαγές του με τον εφεσείοντα και να ενισχύσει την πεποίθησή του ότι θα του παρεχόταν αστυνομική κάλυψη για τις εγκληματικές του ενέργειες, ώστε να καταστεί δυνατή, μέσω της γνώσης που θα αποκτούσαν οι Αστυνομικές Αρχές, η καταπολέμηση εγκλημάτων που σχετίζονται με τη διακίνηση και χρήση ναρκωτικών και η σύλληψη των δραστών, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντα.

Ο ίδιος ο Υπαστυνόμος Ξενοφώντος ανέφερε στη μαρτυρία του ότι ενθάρρυνε τον κ. Οικονομίδη να παρουσιάζει τον εαυτό του ως φιλοχρήματο, ώστε ο εφεσείων να προσβλέπει στη συγκάλυψη των ενεργειών του και, ούτως επαναπαυόμενος, ο εφεσείων να παρέχει πληροφορίες στις Αστυνομικές Αρχές, χρήσιμες για την καταστολή της διακίνησης και εμπορίας ναρκωτικών. Φαίνεται ότι ο κ. Οικονομίδης έφτασε στο σημείο να πιέζει τον εφεσείοντα, προβάλλοντας τις χρηματικές του ανάγκες, ώστε να επισπεύσει εγκληματικές ενέργειες, φαινομενικά, για να εξασφαλίσει μεγάλο χρηματικό ποσό για την οικοδόμηση εξοχικής κατοικίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη μαρτυρία του κ. Ξενοφώντος είναι χαρακτηριστικό του πλέγματος της σχέσης Οικονομίδη - εφεσείοντα, που οι Αστυνομικές Αρχές ήθελαν να καλλιεργήσουν:-

«Ε. Εσείς εξακολουθούσετε να δίδετε οδηγίες στον Τάσο να συνεχίσει αυτή την υπόθεση;

Α. Δεν είχαμε συγκεκριμένα στοιχεία ότι τα όσα έλεγε ήταν αλήθεια ή όχι.

Ε. Εσείς πώς ερμηνεύετε σήμερα ότι συνδέοντας αυτά που έλεγε και τις αναφορές του Τάσου συνοδεύονταν πάντα από ένα φάκελο με λεφτά;

Α. Στο λοχία τον Τάσο του έλεγε ότι θα έκαμνε δουλειά μεγάλη για εισαγωγή ναρκωτικών, κοκαΐνης και θα ζητούσε τη βοήθεια του και πιθανόν ο λόγος που συνέχιζε να δίδει το ποσό αυτό στην κατάλληλη στιγμή και τη βοήθεια του λοχία.

Ε. ΄Ηταν σε γνώση σας ότι ο Τάσος άρχισε να πιέζει τον κατηγορούμενο με την πρόφαση ότι ήθελε να αγοράσει ή να κτίσει εξοχικό;

Α. Είναι σε γνώση μου και ανέφερα αυτό στον κατηγορούμενο για να δείξει ότι ήταν φιλάργυρος και ότι πράγματι θα συνεργάζετο μαζί του.

Ε. Και για να τον πιέσει να κάμει την πράξη;

Α. Ουδέποτε τον πίεσε.»

Η μαρτυρία αποκάλυψε ότι οι περιοδικές συναντήσεις, μεταξύ του κ. Οικονομίδη και του εφεσείοντα, συνεχίστηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του 1994, στο πλαίσιο των οποίων δόθηκε συνολικό ποσό £5.150,00 στον κ. Οικονομίδη. Οι συναντήσεις γίνονταν με την έγκριση των προϊσταμένων του κ. Οικονομίδη και το ποσό, το οποίο εισπραττόταν, επίσης παραδιδόταν στην προϊσταμένη αρχή. Σε κάποιο στάδιο, σταμάτησαν οι συναντήσεις αυτές, με πρωτοβουλία του εφεσείοντα. Το γεγονός προβλημάτισε τις Αστυνομικές Αρχές, σε βαθμό που αποτέλεσε το αντικείμενο σύσκεψης, με τη βοήθεια της Νομικής Υπηρεσίας, για να αποφασιστεί, σύμφωνα με τον κ. Ξενοφώντος, κατά πόσο ο εφεσείων, όπως εξέθεσε στη μαρτυρία του, «... θα συλλαμβάνετο για την υπόθεση της δωροδοκίας ή θα γίνουν διαβήματα για απέλασή του από την Κύπρο».

Η εκδοχή του εφεσείοντα, για το σκοπό των επαφών του με τον κ. Οικονομίδη, ήταν διαφορετική. Προσήγγισε τον κ. Οικονομίδη, όπως ισχυρίστηκε, μετά από αστυνομικές έρευνες στο σπίτι του και αλλεπάλληλες επισκέψεις της Αστυνομίας στο εστιατόριό του, που είχαν δυσμενείς συνέπειες στην εργασία του. Προσπάθησε να προσεταιριστεί τον κ. Οικονομίδη, ώστε να σταματήσει ό,τι χαρακτήρισε ως αστυνομική καταδίωξη. Κατά τον εφεσείοντα, ήταν ο κ. Οικονομίδης που του εισηγήθηκε να εισάγει ή να μετέχει στη διακίνηση ναρκωτικών, υπό τον όρο ότι θα έπαιρνε μερίδιο από τα κέρδη. Είναι γι' αυτό το λόγο, που του παρέδιδε, περιοδικά, χρηματικά ποσά, μετά την εισαγωγή ναρκωτικών, αντλώντας, συγχρόνως, καθοδήγηση από τον κ. Οικονομίδη ως προς ποίους αγοραστές έπρεπε να αποφεύγει.

Το Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστους και τους τρεις μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής και έκρινε ορθή την εκδοχή τους. Αντίθετα, θεώρησε τον εφεσείοντα αναξιόπιστο και απέρριψε τη μαρτυρία του.

Υπό το φως της μαρτυρίας την οποία αποδέχτηκε, το Δικαστήριο προέβη στο εύρημα ότι τα χρηματικά ποσά που δόθηκαν στον κ. Οικονομίδη, από τον εφεσείοντα, του είχαν δοθεί χωρίς οποιαδήποτε παρότρυνση από τον ίδιο, με μόνο αντάλλαγμα να του δίνει πληροφορίες κατά πόσο επαρακολουθείτο από την Αστυνομία. Το εύρημα αυτό είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με τη μαρτυρία, τόσο του κ. Οικονομίδη, όσο και του κ. Ξενοφώντος. ΄Εχουμε, ήδη, αναφερθεί σε απόσπασμα από τη μαρτυρία του κ. Ξενοφώντος, το οποίο τείνει να καταδείξει το αντίθετο. Κάτω από οποιοδήποτε φακό και αν κριθεί η μαρτυρία των δύο αστυνομικών οργάνων, προκύπτει ότι οι Αστυνομικές Αρχές ενθάρρυναν τον εφεσείοντα να δραστηριοποιηθεί στη διακίνηση ναρκωτικών, με την προσδοκία, χωρίς αυτό να αποκαλυφθεί στον εφεσείοντα, ότι θα καθίστατο δυνατή η σύλληψη του ιδίου και των συνεργατών του.

Αναφορικά με τα γεγονότα που περιστοιχίζουν τη διάπραξη των εγκλημάτων, τα οποία παραδέχτηκε, η εκδοχή του εφεσείοντα ήταν η εξής: Λίγες μέρες πριν το έγκλημα, τον προσέγγισαν δύο άτομα, ο καπετάνιος Ελ Μπουστάνι, (γνωστός του εφεσείοντα), και ο Σιμόν, γνωστός και ως Μισιέλ, οι οποίοι τον πληροφόρησαν ότι θα τον προμήθευαν με μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών. Η συμφωνία έγινε στο εστιατόριό του στις 23 Ιουλίου, 1995. Καθορίστηκε η ποσότητα των ναρκωτικών, καθώς και ο τόπος και χρόνος παράδοσής τους. Προσπάθησε επανειλημμένα να επικοινωνήσει, όπως ισχυρίστηκε, με τον κ. Οικονομίδη, για να τον πληροφορήσει για το γεγονός, χωρίς επιτυχία. Τόση ήταν η αγωνία του να του γνωστοποιήσει τα γενόμενα, ώστε τις πρωϊνές ώρες - 3.30 π.μ. - της 24ης Ιουλίου, 1995, επικαλέστηκε τη βοήθεια του κ. Πελεντρίτη, γνωστού του κ. Ξενοφώντος, για να ειδοποιήσει τον κ. Οικονομίδη ότι ήθελε να έλθει σε επαφή μαζί του.

Ο κ. Πελεντρίτης παραδέχτηκε πως έγινε το τηλεφώνημα στον κ. Ξενοφώντος, την προχωρημένη εκείνη ώρα της νύκτας, κατά παράκληση του εφεσείοντα, όχι, όμως, για το σκοπό τον οποίο ανέφερε ο εφεσείων, αλλά για να υποβάλει παράπονο εκ μέρους του (εφεσείοντα), ότι αστυνομικά όργανα εισήλθαν στο σπίτι του, ενώ κοιμούνταν τα παιδιά του, κάτι το οποίο τον ενόχλησε πολύ.

Ως προς τα διαδραματισθέντα στη σκηνή του εγκλήματος, η εκδοχή του εφεσείοντα είναι ότι παρέλαβε τα ναρκωτικά από το Σιμόν, στον προκαθορισμένο τόπο και χρόνο. Μετά την παράδοση, ο Σιμόν έφυγε, χωρίς να γίνει οποιαδήποτε προσπάθεια από την Αστυνομία να τον συλλάβει. Μετά τη σύλληψή του, πρόσεξε την παρουσία του Σιμόν στον Αστυνομικό Σταθμό Λάρνακας, όπου είχε μεταφερθεί. Ο κ. Οικονομίδης και ο κ. Ξενοφώντος αρνήθηκαν ότι ο πληροφοριοδότης τους ήταν ο Σιμόν, πρόσωπο άγνωστο στην Αστυνομία, ή ότι γνώριζαν ο,τιδήποτε γι' αυτόν.

Στην απόφαση του Δικαστηρίου, παραγνωρίζεται ολοσχερώς το γεγονός ότι δε συνελήφθη ο προμηθευτής των ναρκωτικών και ότι δεν καταβλήθηκε καμιά προσπάθεια για τη σύλληψή του. Η παράδοση των ναρκωτικών από τον προμηθευτή στον εφεσείοντα έγινε, ενώ ο εφεσείων διακινείτο στην περιοχή, κάτω από την παρακολούθηση της Αστυνομίας. ΄Εχασαν οπτική επαφή με τον εφεσείοντα μόνο για τρία λεπτά, όπως κατατέθηκε. (Η μαρτυρία των αστυνομικών είναι ότι ο εφεσείων χάθηκε από τα μάτια τους, στο σκοτάδι, μόνο για τρία λεπτά.) ΄Οταν τον είδαν να επιστρέφει, μετέφερε την τσάντα με τα ναρκωτικά. Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι αστυνομική δύναμη 24 ανδρών, διακινούμενη με έξι περιπολικά, δεν κατέβαλε καμιά ουσιαστική προσπάθεια για τη σύλληψη του προμηθευτή και τον άφησε να διαφύγει. Το Κακουργιοδικείο δεν έστρεψε καθόλου την προσοχή του σ' αυτή την πλοκή των γεγονότων και στα συμπεράσματα, που, εύλογα, θα μπορούσαν να εξαχθούν από τη στάση της Αστυνομίας. Η αδιαφορία για τη σύλληψη του προμηθευτή τείνει να ενισχύσει την εκδοχή ότι η παράδοση των ναρκωτικών προγραμματίστηκε, σε συνεννόηση με τις Αστυνομικές Αρχές, ώστε να καταστεί δυνατή η σύλληψη του εφεσείοντα. Η παράλειψη του Δικαστηρίου να πραγματευθεί αυτή την πτυχή των γεγονότων καθιστά τα ευρήματά του ανασφαλή, ώστε να δικαιολογείται ο παραμερισμός τους.

Ενόψει αυτής της κατάληξης, αφήνεται το χάσμα μεταξύ των δύο εκδοχών αγεφύρωτο. Το Δικαστήριο παραμένει αντιμέτωπο με τις δύο διϊστάμενες εκδοχές. ΄Οπως υποδεικνύεται στη Newton, (ανωτέρω), η διάσταση μεταξύ των δύο εκδοχών επιλύεται, στο βαθμό που είναι δυνατό, με την αποδοχή της θέσης της υπεράσπισης.

Σ' αυτή την υπόθεση, προς την ίδια κατεύθυνση κατατείνει και η αντικειμενική θεώρηση των γεγονότων, σε σχέση με τα δύο κρίσιμα ζητήματα:-

(α) Τη σχέση μεταξύ των Αστυνομικών Αρχών και του εφεσείοντα. και

(β) Τους λόγους για τη μη σύλληψη του προμηθευτή των ναρκωτικών.

Υπό το φως των διαπιστώσεων στις οποίες έχουμε προβεί κρίνουμε ότι:-

1. Η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών και ιδιαίτερα ο κ. Οικονομίδης, με τις ενέργειές τους, ενθάρρυναν τον εφεσείοντα στην εγκληματική του δράση. Τα ελατήρια των Αστυνομικών Αρχών, για τις ενέργειες τους, αφήνουν αμετάβλητες τις συνέπειες των πράξεών τους. και

2. Δεν μπορεί να αποκλείσουμε και, για τους σκοπούς καθο-θορισμού της ποινής, δεχόμαστε ως γεγονός ότι οι Αστυνομικές Αρχές ενήργησαν σε συνεννόηση με τον προμηθευτή των ναρκωτικών, τον Σιμόν άλλως Μισιέλ, ώστε να παγιδευτεί ο εφεσείων να διαπράξει το έγκλημα και να συλληφθεί επ' αυτοφώρω.

Η παγίδευση συνιστά λόγο, ο οποίος μπορεί να επιμετρήσει προς μετριασμό της ποινής. ΄Ενας από τους λόγους, για τους οποίους η παγίδευση αποτελεί μετριαστικό παράγοντα, είναι γιατί το έγκλημα, το οποίο διαπράττεται, δεν εγκυμονεί τους συνήθεις κινδύνους για το δημόσιο. Και τούτο, γιατί προώρισται η σύλληψη του δράστη. ΄Αλλος είναι η αποθάρρυνση των αστυνομικών αρχών από την επίδοση σε δράση, που τις εκτρέπει από το καθήκον τους.

Και στην προκείμενη περίπτωση, η παγίδευση συνιστά λόγο μετριαστικό της ποινής, καθώς και η ενθάρρυνση, της οποίας ο εφεσείων έτυχε από τις Αστυνομικές Αρχές, για τη διάπραξη εγκλημάτων ναρκωτικών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη κανένα από τους παράγοντες αυτούς στον καθορισμό της ποινής.

Στις Kyriakides και El-Etri, (ανωτέρω), το Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι οι αστυνομικές αρχές, στην προσπάθεια καταπολέμησης της κατάρας των ναρκωτικών, μπορεί να χρησιμοποιήσουν πράκτορες, οι οποίοι, εμφανιζόμενοι ως αγοραστές, να καταστήσουν τη σύλληψη εμπόρων ναρκωτικών εφικτή. Δεν είναι, όμως, παραδεκτό και δεν μπορεί να γίνει ανεκτό, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, όπως υποδεικνύεται στην El-Beyrouty, (ανωτέρω), για την Αστυνομία να ενθαρρύνει «τη διάπραξη εγκλήματος προς το σκοπό ανίχνευσής του».

΄Οπως τονίστηκε στην Brannan v. Peek (1947) 2 All E.R. 572, την οποία επικαλέστηκε ο κ. Ευσταθίου, "... it is wholly wrong for a police officer or any other person to be sent to commit an offence in order that an offence by another person may be detected". (Σε ελεύθερη μετάφραση: «...είναι ολωσδιόλου εσφαλμένο για την Αστυνομία ή για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να αποσταλεί να διαπράξει αδίκημα, ούτως ώστε να ανιχνευθεί η διάπραξη αδικήματος από άλλο πρόσωπο.»)

Ο αστυνομικός είναι φύλακας του νόμου και εκτελεστής των επιταγών του. ΄Ερεισμα για αστυνομική δράση μπορεί να αντληθεί μόνο από το νόμο. Κατανοητή, όσο και αν μπορεί να γίνει, η αγωνία των αστυνομικών αρχών να καταπολεμήσουν το έγκλημα και, όλως ιδιαιτέρως, εγκλήματα ναρκωτικών (τα οποία θέτουν σε κίνδυνο και τείνουν να ακρωτηριάσουν τη φυσική και ηθική ευημερία του κοινωνικού συνόλου), δεν είναι παραδεκτή παρεκτροπή από το πλαίσιο του νόμου. Δεν μπορεί να γίνει ανεκτή εκτροπή από το αστυνομικό καθήκον όπως το ορίζει ο νόμος. Οποιαδήποτε πρόσκαιρα ωφελήματα, που μπορεί να προσκομιστούν από την εκτροπή του αστυνομικού από το καθήκον του, στην καταπολέμηση του εγκλήματος, αντισταθμίζονται από την αποδυνάμωση του νόμου, που επιφέρει η εκτροπή από την αστυνομική αποστολή και η αποταύτιση του αστυνομικού ως οργάνου του νόμου. Μακροχρόνια, είναι η άνευ όρων προσήλωση στο καθήκον και η πιστή εφαρμογή του νόμου που καθιστά το αστυνομικό έργο αποτελεσματικό.

Οι διαπιστώσεις μας ανατρέπουν το υπόβαθρο της απόφασης του Κακουργιοδικείου ως προς τα κρίσιμα γεγονότα για τον καθορισμό της ποινής. Η ενθάρρυνση της οποίας έτυχε ο εφεσείων και η σκηνοθέτηση του εγκλήματος από την Αστυνομία προσδίδουν άλλη διάσταση στα γεγονότα και το χαρακτήρα του εγκλήματος.

Δεν αισθανόμεθα καμιά συμπάθεια για τον εφεσείοντα. Κανένα μάθημα δεν άντλησε από την προηγούμενή του καταδίκη, ούτε φαίνεται να τον απασχόλησαν οι ζημιογόνες επιδράσεις των πράξεών του στους συνανθρώπους του.

Ομως, δεν μπορεί να παραγνωρίσουμε, ότι πρωταρχικός σκοπός της ποινής είναι η τιμωρία για το έγκλημα που διαπράχθηκε και όχι η τιμωρία του κατηγορουμένου για τις διαθέσεις του. Εδώ, υπεισέρχεται η ενθάρρυνση της οποίας έτυχε ο εφεσείων και η σκηνοθέτηση του εγκλήματος από την Αστυνομία, ώστε να παγιδευθεί και να συλληφθεί. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το διαπραχθέν έγκλημα προσλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό πλασματικό χαρακτήρα, γεγονός που μετριάζει ουσιωδώς τη σοβαρότητά του και, συνακόλουθα, την ποινή.

Ο εφεσείων εκτίει ποινή φυλάκισης από τις 10 Οκτωβρίου, 1995. Κρίνουμε την τιμωρία που έχει υποστεί επαρκή. Διατάσσουμε την αποφυλάκισή του.

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η επιβληθείσα ποινή μειώνεται ως ανωτέρω.

 

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο