ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Αθανάσης Μιχάλη Αθανασιάδη ν. Αστυνομίας, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7072, 9 Μαρτίου 2001
Aθανασιάδης Aθανάσης Mιχάλη ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 121
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ν. ΄Ακη Θεοφάνους, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6552, 20.10.98
Παναγιώτου Mάριος ν. Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540
Τσιάκκα Νίκη και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 282
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΤΑΣΟΥ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 110/2012, 18/7/2013
Δρουσιώτης Φίλιππος Τάσου ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 505
Eazadi Abdulah Majid ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 238, ECLI:CY:AD:2015:B270
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αιμίλιου Λοΐζου και Άλλου (2000) 2 ΑΑΔ 371
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 161/2020, 11/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:B182
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Άκη Θεοφάνους (1998) 2 ΑΑΔ 312
Χατζηξενοφώντος Ανδρέας και Άλλη ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 316
Eυαγόρου Άριστος, Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 285
ΑΝΔΡΕΑ ΑΠΕΡΓΗ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.64/2023, 22/6/2023, ECLI:CY:AD:2023:B224
ΣΤΕΦΑΝΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 18/2020, 1/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:B295
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αντώνη Σάββα Παντελή (2000) 2 ΑΑΔ 384
ΝΙΚΗ ΤΣΙΑΚΚΑ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 42/2010 και 43/2010, 14 Ιουλίου 2011
Δημητρίου Ιάκωβος Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 46
Μάριου Παναγιώτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 7053, 13 Ιουλίου, 2001
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ κ.α. ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 20/2009, 21/2009, 15/4/2013
ΜΑJID ABDULAH EAZADI ν. AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ. 99/2014, 8/4/2015, ECLI:CY:AD:2015:B270
Πίτσιλλος Xριστάκης ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 346
Χριστάκης Πίτσιλλος ν. Αστυνομίας, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6575, 29 Οκτωβρίου 1998
Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 200
KRZYSZTOF DYGDALOWICZ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11/2021, 4/11/2022, ECLI:CY:AD:2022:B418
(1992) 2 ΑΑΔ 286
24 Ιουλίου 1992
[Α. Ν. ΛΟΙΖΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΛΛΩΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 5568).
Ποινή — Πλαστογραφία κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(6) και 335 τον Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (δύο κατηγορίες) — Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 339 και 335 του Κεφ. 154 (μία κατηγορία) — Κλοπή κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Κεφ. 154 (πέντε κατηγορίες) — Απόσπαση χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων κατά παράβαση των άρθρων 366, 367,297 και 298 του Κεφ. 154 (πέντε κατηγορίες) — Βεβαρυμένο ποινικό μητρώο — Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης δυο χρόνων στην πρώτη κατηγορία, δύο χρόνων στην δεύτερη κατηγορία και από ένα χρόνο σε κάθε μια από τις υπόλοιπες κατηγορίες — Επικυρώθηκαν από το Εφετείο.
Ποινή — Επιμέτρηση — Προηγούμενες καταδίκες — Πρέπει να είναι ολοκληρωμένες για να λαμβάνονται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής.
Ποινή — Αποτρεπτική ποινή — Εξατομίκευση — Δεν πρέπει να υπονομεύει ή να καταστρέφει τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής.
Ο εφεσείων στις 20 Οκτωβρίου 1988 υπέγραψε αίτηση για δανειοδότηση για την αγορά αυτοκινήτου με το σύστημα ενοικιαγοράς από την Λαϊκή Τράπεζα χρησιμοποιώντας άλλο όνομα από το δικό του και δίνοντας άλλο αριθμό δελτίου ταυτότητος από τον πραγματικό αριθμό. Επίσης υπέγραψε το συμβόλαιο ενοικιαγοράς με το ίδιο όνομα που υπέγραψε την αίτηση και δίνοντας τα (δια στοιχεία της αίτησης. Αργότερα ο εφεσείων ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα με το προαναφερόμενο αυτοκίνητο το οποίο επισκευάσθηκε σε γκαράζ αλλά ο εφεσείων δεν ενδιαφέρθηκε να το παραλάβει. Από έρευνες που έγιναν προέκυψαν τα γεγονότα από τα οποία στοιχειοθετήθηκαν τα διαπραχθέντα αδικήματα για τα οποία ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή.
Η έφεση εστρέφετο εναντίον των ποινών και βασιζόταν πάνω σε δύο λόγους:
1. Ωρισμένες από ης προηγούμενες καταδίκες δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη διότι ο εφεσείων καταδικάσθηκε από το Δικαστήριο μετά την διάπραξη των κατηγοριών 1 και 2 και
2. Οι ποινές ήταν έκδηλα υπερβολικές για τον λόγο ότι στις υπό έφεση κατηγορίες επεβλήθηκαν μεγαλύτερες ποινές από τις άλλες κατηγορίες που συνεπάγονται την ίδια ανώτατη ποινή φυλάκισης.
Το Ανώτατο Δικαστήρο απέρριψε την αίτηση και απεφάνθηκε ότι:
1. Ορθά ελήφθηκαν υπόψη οι προηγούμενες καταδίκες καθότι ολοκληρώθηκαν πριν την καταδίκη στην παρούσα έφεση.
2. Δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης στο θέμα της υπερβολής της ποινής για τον λόγον που επικαλέσθηκε ο εφεσείων όταν η ποινή που επιβάλλεται είναι ορθή. Το όλο θέμα σχετίζεται με τα γεγονότα της κάθε κατηγορίας και την σοβαρότητα τους.
3. Οι ποινές σε υποθέσεις που ενέχουν το στοιχείο της απάτης πρέπει να έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα ο οποίος δεν πρέπει να εξουδετερώνεται από την εξατομίκευση της ποινής.
4. Η υπόθεση Βαρνάβα ν Αστυνομίας την οποία επικαλέσθηκε ο εφεσείων διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση.
5. Κάτω από τις περιστάσεις δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης καθότι οι επιβληθείσες ποινές δεν είναι ούτε νομικά εσφαλμένες ούτε έκδηλα υπερβολικές.
Η έφεση απορρίπτεται.
Υπόθεση που αναφέρθηκε:
Βαρνάβας ν Αστυνομίας (1984) 3 C.L.R. 349
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση εναντίον της ποινής από τον Ανδρέα Αντωνίου Ιωάννου άλλως Μουσικό ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 21.1.1992 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Αριθμός Ποινικής Υπόθεσης 11907/90) σε δύο κατηγορίες για πλαστογραφία κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 (δ) και 335 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, μία κατηγορία για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 339 και 335, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 πέντε κατηγορίες για κλοπή κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Κεφ. 154 και πέντε κατηγορίες απόσπασης χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων κατά παράβαση των άρθρων 366, 367 και 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και καταδικάστηκε από Γλ. Μιχαηλίδη, Α.Ε.Δ. σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 χρόνων στην πρώτη και δεύτερη κατηγορία και ενός χρόνου στις κατηγορίες 3-13.
Α. Χειμώνας και Στ. Στυλιανού, για τον εφεσείοντα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
Α. ΛΟΙΖΟΥ, Π. ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος με τη δική του παραδοχή σε 13 κατηγορίες. Η πρώτη για πλαστογραφία, η δεύτερη για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, η τρίτη επίσης για πλαστογραφία, πέντε κατηγορίες για κλοπή, οι κατηγορίες 4,6, 8, 10 και 12 και πέντε κατηγορίες απόσπασης χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων, οι κατηγορίες 7,9,11 και 13.
Τα γεγονότα της υποθέσεως όπως φαίνονται στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστή είναι ότι ο εφεσείων κατάγεται από το χωριό Γερακιές και επαγγέλλεται τον οδηγό. Στις 25 Οκτωβρίου 1988 ο Κώστας Χρίστου, υπάλληλος του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως της Λαϊκής Τράπεζας Λεμεσού, κατάγγειλε στην Αστυνομία ότι στις 20 Δεκεμβρίου 1986 ο εφεσείων αγόρασε ένα αυτοκίνητο Χίλμαν με αριθμό εγγραφής HU 958 με το σύστημα της Ενοικιαγοράς. Για την αγορά του αυτοκινήτου αυτού ο εφεσείων είχε υπογράψει αίτηση με το όνομα Ανδρέας Γαβριήλ ενώ το πραγματικό όνομα αυτού είναι Ανδρέας Αντωνίου άλλως Μουσικός και έδωσε τον αριθμό 628299, ως εκείνο του δελτίου ταυτότητας του, ενώ το πραγματικό δελτίο ταυτότητας του φέρει αριθμό 636079. Η αίτηση εγκρίθηκε και υπογράφηκε συμβόλαιο ενοικιαγοράς. Ο εφεσείων υπέγραψε το συμβόλαιο αυτό ως Α. Γαβριήλ και με τα στοιχεία που έδωσε στην αίτηση. Στη συνέχεια έγιναν οι σχετικές διαδικασίες για την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας αυτής. Αργότερα ο εφεσείων, με το προαναφερόμενο αυτοκίνητο ενεπλάκει σε τροχαίο δυστύχημα. Μεταφέρθηκε το αυτοκίνητο στο γκαράζ, επισκευάστηκε και ο ιδιοκτήτης του γκαράζ ζήτησε να πληρωθεί, αλλά ο εφεσείων δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για να το παραλάβει. Ως αποτέλεσμα ο μάρτυρας αυτός έδωσε το αυτοκίνητο σε κάποιο Σιόφερο από τη Λεμεσό για να το τοποθετήσει στο κατάστημά του.
Από τις διεξαχθείσες εξετάσεις προέκυψαν τα γεγονότα από τα οποία στοιχειοθετούνται τα αδικήματα για τα οποία ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή.
Ο πρωτόδικος δικαστής αφού ανέλυσε τις διάφορες αρχές που βγαίνουν από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου αυτού ως προς τα θέματα τα σχετιζόμενα με την επιμέτρηση της ποινής και αφού άκουσε τις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα επέβαλε σ' αυτόν δύο χρόνια φυλακή στην πρώτη κατηγορία, δύο χρόνια στη δεύτερη και από ένα χρόνο σε κάθε μια από τις υπόλοιπες κατηγορίες, οι ποινές να συντρέχουν.
1.18.8.87 |
Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Αρ. Υπόθεσης 37669/86 |
1η Κατηγορία |
Κλοπή - 8 μήνες φυλακή με τριετή αναστολή. |
2η Κατηγορία |
Κακόβουλη ζημιά - 8 μήνες φυλακή με τριετή αναστολή. |
3η Κατηγορία |
Απόπειρα κλοπής - 8 μήνες φυλακή με τριετή αναστολή. |
2.18.8.87 |
Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Αρ. Υπόθεσης 37670/86 |
Τα προηγούμενα αδικήματα του εφεσείοντα είναι τα ακόλουθα:
1η Κατηγορία |
Κλοπή βενζίνης - |
2η Κατηγορία |
Κακόβουλη ζημιά - Λήφθηκε υπόψη στην προηγούμενη υπόθεση. |
3.18.8.87 |
Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Αρ. Υπόθεσης 20947/86 |
1η Κατηγορία |
Κλοπή- |
2η Κατηγορία |
Κακόβουλη ζημιά- Λήφθηκε υπόψη στην προηγούμενη υπεση. |
4.18.8.87 |
Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Αρ. Υπόθεσης 36171/86 |
Απόπειρα διάπραξης ποινικού αδικήματος, είδη κλοπής.
Λήφθηκε υπόψη στην υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ' αριθμό 37660/86.
5. 18.8.87 |
Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Αρ. Υπόθεσης 36172/86 |
Απόπειρα διάπραξης ποινικού αδικήματος και κακόβουλη ζημιά.
Λήφθηκε υπόψη στην υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ' αριθμό 37669/86.
6. 18.8.87 |
Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Αρ. Υπόθεσης 36173/86 |
Απόπειρα διάπραξης ποινικού αδικήματος και κακόβουλη ζημιά.
Λήφθηκε υπόψη στην υπόθεση Επαρχιακού Δικαστρίου Λευκωσίας υπ' αριθμό 37669/86.
7. 18.8.87 |
Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Αρ. Υπόθεσης 36174/86 Κλοπή και κακόβουλη ζημιά. |
Λήφθηκε υπόψη στην υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ' αριθμό 37669/86.
8. 18.8.87 |
Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Αρ. Υπόθεσης 37668/86 |
Κλοπή.
Λήφθηκε υπόψη στην υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ' αριθμό 37669/86.
Εναντίον των ποινών που του επεβλήθηκαν ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση η οποία συζητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του πάνω σε δύο ουσιαστικά λόγους: Ο πρώτος ήτο ότι δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη ορισμένες από τις προηγούμενες καταδίκες διότι ο Εφεσείων καταδικάσθηκε από το Δικαστήριο μετά τη διάπραξη των κατηγοριών 1 και 2 στο κατηγορητήριο εναντίον των οποίων περιόρισε το παράπονο στην έφεση αυτή. Και ο δεύτερος ότι οι ποινές είναι έκδηλα υπερβολικές διότι δεν έπρεπε εν πάση περιπτώσει να επιβληθεί ποινή μεγαλύτερη από εκείνη που επεβλήθηκε στις άλλες κατηγορίες μια και η ανώτατη ποινή που προβλέπεται από το νόμο είναι η ίδια.
Έχει εξακριβωθεί ότι τα προηγούμενα του εφεσείοντα τα οποία ελήφθησαν υπόψη και για τα οποία έχει γίνει το παράπονο ότι εσφαλμένα ελήφθησαν υπόψη, διεπράχθησαν πολύ πριν τη διάπραξη των αδικημάτων που συνιστούν τις κατηγορίες 1 και 2 και η καταδίκη έγινε πριν την καταδίκη του στην παρούσα έφεση.
Έχουμε την άποψη ότι ορθά ελήφθησαν υπόψη. Εάν η διάπραξη ενός αδικήματος λάβει χώραν πριν από τη διάπράξη του δεύτερου αδικήματος και η καταδίκη για το αδίκημα αυτό ολοκληρώθηκε πριν τη δεύτερη καταδίκη, η πρώτη καταδίκη αποτελεί προηγούμενο που μπορεί να ληφθεί υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής που θα επιβληθεί στη δεύτερη υπόθεση. Ασφαλώς εάν δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία και δεν έχει καταδικαστεί ένας κατηγορούμενος σε τέτοια περίπτωση ισχύει το τεκμήριο της αθωώτητας και επομένως καίτοι εκκρεμεί η υπόθεση δεν πρέπει αυτή να ληφθεί υπόψη ως προηγούμενο εφόσον δεν υπάρχει και καταδίκη.
Ως προς το θέμα της υπερβολικής ποινής και ότι εσφαλμένα επεβλήθη η ποινή δύο ετών στις κατηγορίες 1 και 2, ενώ στα άλλα αδικήματα αντικείμενο των άλλων κατηγοριών, που συνεπάγονται την ίδια ανώτατη ποινή τριών ετών φυλάκισης επεβλήθη μικρότερη, νομίζουμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για το Δικαστήριο αυτό να επέμβει. Το όλο θέμα σχετίζεται με τα γεγονότα της κάθε κατηγορίας και τη σοβαρότητα αυτών αλλά όταν στο τέλος της ημέρας η ποινή που επεβλήθηκε είναι ορθή, το Δικαστήριο αυτό δεν επεμβαίνει.
Αδικήματα που ενέχουν το στοιχείο της απάτης είναι σοβαρά διότι υπονομεύουν τις συναλλαγές και τις δοσοληψίες μεταξύ των πολιτών. Έχει δε τονισθεί από το Δικαστήριο τούτο σε σειρά αποφάσεων ότι οι ποινές σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να είναι αποτρεπτικού χαρακτήρα, όταν δε ένα δικαστήριο αντιμετωπίζει την επιβολή ποινής σε περιπτώσεις που από τη φύση τους απαιτούν αποτροπή, τότε η εξατομίκευση της ποινής δεν μπορεί να έχει τέτοια επίδραση εις την ποινή που θα επιβληθεί ώστε να υπονομεύεται ή να καταστρέφεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής.
Κρίνουμε ότι κάτω από τις περιστάσεις το Δικαστήριο τούτο δεν έχει περιθώρια να επέμβει διότι οι επιβληθείσες ποινές δεν είναι ούτε εσφαλμένες κατά νόμο ούτε έκδηλα υπερβολικές. Ο δε κατηγορούμενος έχει βεβαρυμένο ποινικό μητρώο.
Η υπόθεση Βαρνάβα ν. Αστυνομίας, (1984) 3 C.L.R. 349 την οποία επικαλέσθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα διαφοροποιείται. Είναι φανερό ότι η υπόθεση εκείνη εστρέφετο γύρω από το θέμα κατά πόσο εάν είχε αναφερθεί η εκκρεμούσα υπόθεση στο Δικαστήριο και λαμβάνετο υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής θα επιβάλλετο συντρέχουσα ποινή φυλάκισης ή ποινή φυλάκισης της οποία η ημερομηνία θα άρχιζε σε μεταγενέστερο χρόνο. Τέτοιο δεν συμβαίνει στην προκειμένη έφεση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.