ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1968) 2 CLR 96

1968 April 5

 

[VASSILIADES, P., TRIANTAFYLLIDES AND STAVRINIDES JJ.]

GEORGHIOS CHRISTOU,

Appellant,

v.

THE POLICE,

Respondents.

(Criminal Appeal No. 2993)

Criminal Law-Stealing and obtaining money by false pretences contrary to sections 262 and 298, respectively, of the Criminal Code, Cap. 154-Unauthorised sale of goods entrusted as samples far orders-Conviction and sentence-Imprisonment and order for compensation-Appeal against conviction, Sentence and compensation-Principles upon which the Appellate Court will inter/ere with sentences imposed by trial Courts, restated-order jar compensation altered-Convict afforded reasonable time to pay compensation after his release from prison.

Sentence-Appeal against sentence.

Compensation-order for compensation-Amended-Convict afforded reasonable time to pay the compensation after release from prison.

Cases referred to

Diogenis Savva Karaviotis and Others v. The Police (1967) 2 C.L.R. 286.

The facts sufficiently appear in the judgment of the Court.

Appeal against conviction and sentence.

Appeal against conviction and sentence by Georghios Christou who was convicted on the 23rd February, 1967 at the District Court of Nicosia (Criminal Case No. 21936/67) on 1 count of the offence of stealing and on 5 counts of the offence of obtaining money by false pretences contrary to sections 262 and 298 of the Criminal Code Cap. 154, respectively, and was sentenced by Vakis D.J. to two years' imprisonment on the count of stealing, to one year's imprisonment on each of the counts of obtaining money by false pretences, all sentences to run concurrently, and he was further ordered to pay a total amount of £45 damages to the complainants.

M. Christofides, for the appellant.

A. Frangos, Counsel of the Republic, for the respondents.

Απόφασις Δικαστηρίου:-

ΒΑΣΙΛΕΙΑΣΗΣ. Πρόεδορος: Η παρούσα έφεσις ησκήθη υπό του εφεσείοντος προσωπικώς διά της συμπληρώσεως του συνήθους τύπου ολίγας ημέρας μετά την εισδοχήν του εις τας Κεντρικάς Φυλακάς κατόπιν της καταδίκης του.

Ο εφεσείων κατεδικάσθη εις το Επαρχιακόν Δικαστήριον Λευκωσίας, την 23ην παρελθόντος Φεβρουαρίου επί τη βάσει κατηγορητηρίου περιέχοντος εξ κατηγορίας διά κλοπήν εμπορευμάτων (ένδεκα γυναικείων επανωφορίων) αξίας £132, κατά παράβασιν του άρθρου 262 του Ποινικού Κώδικος και διά την απόσπασιν διαφόρων χρηματικών ποσών διά δολίων μέσων από τα διάφορα πρόσωπα εις τα οποία μετεπώλησε τα κλοπιμαία, κατά τα διάφορα πρόσωπα εις τα οποία μετεπώλησε τα κλοπιμαία, κατά παράβασιν του άρθρου 298 του Ποινικού Κώδικος. Διά τας παραβάσεως δύο ετών διά την κλοπήν, και ενός έτους διά τας άλλας κατηγορίας. Αι ποιναί συντρέχουν.

Το Δικαστήριον κατεδίκασε συγχρόνως τον εφεσείοντα εις την πληρωμήν αποζημιώσεων συνολικού ποσού £45 εις τέσσερα διάφορα πρόσωπα εξ ών απέσπασε ούτος χρήματα διά δόλου ως ανωτέρω. Ώρισε δε το Δικαστήριον εις εκάστην των εν λόγω τεσσάρων περιπτώσεων την περίοδον φυλακίσεως εν περιπτώσει καθ' ην δεν ήθελε πληρωθή η αποζημίωσις. Το σύνολον της τοιαύτης φυλακίσεως εις πέντε μήνας και δύο εβδομάδας.

Ο εφεσείων διετύπωσε ως λόγον της εφέσεώς του τον ισχυρισμόν ότι είναι αθώος

Κατά την πρώτην ημέραν της ακροάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατέστη φανερόν ότι ο εφεσείων δεν ήτο εις θέσιν να χειρισθή την υπόθεσίν του άνευ της βοηθείας συνηγόρου. Του εδόθη συνεπώς η ευκαιρία να διορίση δικηγόρον όστις και κατεχώρησε εν καιρώ έκθεσιν των λόγων επί των οποίων στηρίζεται η έφεσις. Ούτοι είναι τέσσαρες οίτινες δύνανται να χωρισθούν εις δύο κατηγορίας: Πρώτον, ότι αι διαπιστώσεις του πρωτοδίκου Δικαστηρίου επί των οποίων θεμελιούται η απόφασις είναι αβάσιμοι και, δεύτερον, ότι αι πραγματικαί διαπιστώσεις δεν στοιχιοθετούν τα αδικήματα διά τα οποία ο εφεσείων ευρέθη ένοχος.

Το Δικαστήριον επέτρεψε επί πλέον εις τον συνήγορον να εγείρη προς συζήτησιν και την έκτασιν της επιβληθείσης ποινής σχετικώς προς την οποίαν διετυπώθη ο ισχυρισμός ότι είναι υπερβολική.

Ηκούσαμεν μετά προσοχής όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υπέβαλεν εν τη προσπαθεία του να πείση το Δικαστήριον τούτο ότι αι διαπιστώσεις του πρωτοδίκου Δικαστηρίου καθ' όσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα δεν ευσταθούν. Δεν νομίζομεν ότι είναι ανάγκη να εισέλθωμεν εις λεπτομερείας επί του θέματος τούτου. Είναι αρκετόν να λεχθή ότι το αξιόπιστον ή μη των διαφόρων μαρτύρων είναι θέμα όπερ ανάγεται κυρίως εις την αρμοδιότητα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου όπερ είχε την ευκαιρίαν να τους ακούση και να εκτιμήση την βαρύτητα της μαρτυρίας εκάστου. Δεν νομίζομεν ότι ετέθησαν ενώπιον ημών επαρκείς λόγοι οδηγούντες εις το συμπέρασμα ότι η εκτίμησις του πρωτοδίκου Δικαστηρίου δεν ευσταθεί.

Τα γεγονότα, ως ταύτα εκτίθενται εις την απόφασιν του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, είναι αναμφισβητήτως αρκετά διά να δικαιολογήσουν την καταδίκην του εφεσείοντος επί όλων των κατηγοριών εφ' ων ούτος ευρέθη ένοχος.

Συμφώνως προς την απόφασιν του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ο εφεσείων διετήρει κατάστημα και ησχολείτο με την πώλησιν ειδών ρουχισμού. Ο παραπονούμενος είναι κατασκευαστής τοιούτων ειδών, και δη γυναικείων επανωφορίων παρέδωσε δε αριθμόν αυτών εις τον εφεσείοντα ίνα επιτύχη παραγγελίας διά την κατασκευήν παρομοίων διά σκοπούς πωλήσεως. Παρεδόθησαν τα εν λόγω εμπορεύματα εις τον εφεσείοντα ως παραγγελιοδόχον, του παραπονουμένου διατηρούντος την ιδιοκτησίαν αυτών. Τα εμπορεύματα ταύτα ο εδεσείων επώλησε εις τρίτους άνευ νομίμου δικαιώματος, οικειοποιηθείς τα εισπραχθέντα ποσά.

Η εκδοχή του εφεσείοντος ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ήτο ότι ενήργησε καλή τη πίστει, ως αγοραστής των εν λόγω αντικειμένων επί πιστώσει, και με πρόθεσιν να πληρώση την αξίαν των. Η εκδοχή αυτή δεν εγένετο δεκτή υπό του πρωτοδίκου Δικαστηρίου όπερ απέρριψε την μαρτυρίαν του ως αναληθή.

Η κατά της καταδίκης έφεσις δεν δύναται συνεπώς να γίνη δεκτή. Και ορθώς κατά την γνώμην του Δικαστηρίου τούτου ο συνήγορος του εφεσείοντος δεν επέμενε περισσότερον εις το σημείον τούτο.

Καθ' όσον αφορά την ποινήν, ηκούσαμεν μετά της δεούσης προσοχής τον ευπαίδευτον συνήγορον υπό το φως της εκθέσεως Λειτουργού του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας. Είναι γεγονός ότι ο εφεσείων δεν έχει προηγουμένα καταδίκας αλλά, εφ' ετέρου,φαίνεται ότι ενήργησε επί τη βάσει συστήματος και προδιαγεγραμένου σχεδίου κατά τρόπον όστις ορθώς επέσυρε μίαν μάλλον αυστηράν ποινήν. Το Δικαστήριον τούτο διετύπωσε επανειλημμένως τον τρόπον καθ' ον δέον να αντιμετωπίζεται το θέμα εφέσεως εναντίον επιβληθείσης ποινής. Είναι δε αρκετόν να αναφερθώμεν εις μίαν εξ' αυτών, την υπόθεσιν Διογένους Σάββα Καραβιώτοι και άλλων (1967) 2 C.L.R. 286. Δεν νομίζομεν ότι εις την παρούσαν περίπτωσιν θα εδικαιολογήτο οιαδήποτε μείωσις εις την επιβληθείσαν ποινήν την οποίαν ο δικηγόρος της Δημοκρατίας εστήριξε ουχί μόνον επί της σοβαρότητος της διαπραχθείσης παρανομίας, αλλά και επί του ορθού ισχυρισμού ότι η ποινή δέον να δημιουργή την απαιτουμένην χρονικήν ευκαιρίαν προς αναμόρφωσιν του χαρακτήρος του καταδίκου.

Καθ' οσον όμως αφορά τας αποζημιώσεις, νομίζομεν ότι η απόφασις του πρωτοδίκου Δικαστηρίου δέον να να διευκρινισθή και τροποποιηθή ούτως ώστε ο εφεσείων να μη αντιμετωπίση την ανάγκην να παραμείνη εις την φυλακήν διά τας αποζημιώσεις όταν θα έχη εκτίση την ποινήν του διά το έγκλημα.

Έχομεν την άποψιν ότι ο εφεσείων πρέπει να έχη μίαν εύλογον χρονικήν περίοδον να πληρώση το ποσόν των αποζημιώσεων μετά την αποφυλάκισίν του. Δεδομένου ότι θα χρειασθή τουλάχιστον εξ μήνας διά να σταθεροποιήση την θέσιν του εν τη κοινωνία μετά την έκτισιν της ποινής του, και ότι πρέπει να του δοθή η ευκαιρία να πληρώση τας αποζημιώσεις εκ της εργασίας του διά μηνιαίων δόσεων, ορίζομεν όπως το ένταλμα διά την πληρωμήν των αποζημιώσεων ανασταλή  δια περίοδον εξ μηνών μετά την αποφυλάκισιν του εφεσείοντος, και όπως τούτο (το ένταλμα) μετά ταύτα, διατελή εν αναστολή εφ' όσον ο εφεσείων καταβάλλη £3 κατά μήνα έναντι των αποζημιώσεων διά σχετικών πληρωμών εις το Κυβερνητικόν Ταμείον μέχρις εξοφλήσεως του συνόλου των £45.

Εν περιπτώσει καθυστερήσεως εις τας δόσεις, η αναστολή εκτελέσεως του εντάλματος θα παύση και το ένταλμα θα δύναται να προχωρήση ως αναφέρεται εις την διαταγήν του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Τα εκάστοτε εισπραττόμενα ποσά ο Πρωτοκολλητής θα δύναται να διαθέση κατά την κρίσιν του διά την πληρωμήν των αποζημιώσεων τας οποίας επεδίκασε το πρωτόδικον Δικαστήριον.

Εν συμπεράσματι, η έφεσις κατά της καταδίκης απορρίπτεται και η καταδίκη επικυρούται. Επίσης απορρίπτεται η έφεσις κατά της επιβληθείσης ποινής ήτις θα αρχίζη από την ημέραν της καταδίκης. Το διάταγμα διά αποζημιώσεις τροποποιείται και η εκτέλεσις του σχετικού εντάλματος αναστέλλεται ως ανωτέρω.

Η έφεσις απορρίπτεται.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο