ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 335/2014

 

 

18 Δεκεμβρίου, 2023

 

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

K.K. NEW EXTRA LIMITED

Εφεσείοντες

ΚΑI

 

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Εφεσίβλητο

-----------------------------

 

Δ. Λαμπριανίδης για Γ. Χαραλαμπίδη & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες

Π. Ερωτοκρίτου Ευαγγέλου (κα), για τον Εφεσίβλητο

------------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον

Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, (ο Έφορος), ασκώντας τις εξουσίες του δυνάμει του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, (Ν.95(Ι)/2000), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο Νόμος), προέβη σε βεβαίωση φόρου εκροών, τον οποίο οι εφεσείοντες παρέλειψαν να αποδώσουν. Τους ενημέρωσε, σχετικώς, με επιστολή η οποία απεστάλη εκ μέρους του, ημερομηνίας 5.9.2001.   Η εν λόγω βεβαίωση αφορούσε τη φορολογική περίοδο από 1.3.1994 εώς 31.5.2000.  Ο Έφορος, ενήργησε, ως ανωτέρω, δεδομένου ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να προβούν, ως είχαν υποχρέωση, στην υποβολή των σχετικών φορολογικών δηλώσεων, καθώς, επίσης, στην απόδοση του οφειλόμενου φόρου, σύμφωνα με το Νόμο.  Της προαναφερθείσας βεβαίωσης φόρου, προηγήθηκε διαβούλευση των εφεσειόντων με λειτουργούς της Υπηρεσίας του Φόρου.  Η εν λόγω βεβαίωση, εγκρίθηκε, ως προς τη νομιμότητα της, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 24.6.2003, στο πλαίσιο της προσφυγής αρ. 997/2001, που είχαν καταχωρήσει οι εφεσείοντες, η οποία, ως εκ του πιο πάνω αποτελέσματος, απορρίφθηκε.

 

Ο βεβαιωθείς, ως ανωτέρω φόρος, ανερχόταν στο ποσό €171.130,84.  Συγχρόνως, όμως, ως εκ των προαναφερθεισών παραλείψεων των εφεσειόντων, τους επιβλήθηκαν, εκ του Νόμου, πρόσθετες επιβαρύνσεις, καθώς, επίσης, τόκοι, όλα μαζί ανερχόμενα στο ποσό των €231.084,49.  Ως αποτέλεσμα, το συνολικό ποσό της οφειλής των εφεσειόντων, σε φόρο,  επιβαρύνσεις και τόκους, ανήλθε στις €402.221,49.-  Οι εφεσείοντες, δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό έναντι της πιο πάνω οφειλής τους, ακόμα και μετά το αποτέλεσμα σε βάρος τους της προαναφερθείσας προσφυγής τους.  Ως εκ τούτου, ο Έφορος, στις 5.3.2007, καταχώρησε εναντίον τους ποινική υπόθεση. Στο πλαίσιο αυτής, οι τελευταίοι αντιμετώπισαν κατηγορίες για παράλειψη πληρωμής των προαναφερθέντων ποσών.  Στις 19.12.2007, ο Έφορος, όμως, διέκοψε την πιο πάνω υπόθεση.   Στις 13.4.2008, μετά από πάροδο 4 μηνών, περίπου, οι εφεσείοντες παρέδωσαν στον Έφορο, ως η υπόσχεση τους, τραπεζική εγγύηση, για ποσό €171.137.-, που αντιστοιχούσε στον οφειλόμενο φόρο, για εξόφληση του.

 

Ωστόσο, με δεδομένο ότι οι εφεσείοντες δεν εξόφλησαν ολόκληρη την οφειλή τους προς τον Έφορο, ο τελευταίος καταχώρησε στις 10.6.2009 την αγωγή αρ. 2774/2009, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.  Με αυτήν, απαιτούσε από τους εφεσείοντες, την καταβολή ποσού €231.084,49.- που ουσιαστικά  αφορούσε πρόσθετες χρηματικές επιβαρύνσεις και τόκους.  Οι εφεσείοντες, προέβαλαν, ως υπεράσπιση, ότι με την ανάληψη από τον Έφορο του ποσού της προαναφερθείσας τραπεζικής εγγύησης, αυτοί εξόφλησαν κάθε οφειλή τους προς αυτόν.  Μάλιστα, προέβαλαν, επίσης, ότι η τραπεζική εγγύηση, δόθηκε προς τον Έφορο στο πλαίσιο συμφωνίας, την οποία συνήψαν μεταξύ τους και είχε ως αποτέλεσμα την απόσυρση, ως ανωτέρω, της προαναφερθείσας ποινικής υπόθεσης. 

 

Το εκδικάσαν Δικαστήριο, δεν αποδέχθηκε ότι υπήρξε συνομολόγηση τέτοιας συμφωνίας, μεταξύ του Εφόρου και των εφεσειόντων.  Αντίθετα, έκανε δεκτή τη θέση του πρώτου, ότι δεν ήταν δυνατό να υπάρξει τέτοια συμφωνία, δεδομένου ότι η βεβαίωση φόρου αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, η νομιμότητα της οποίας είχε επιβεβαιωθεί με την πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 24.6.2003, η οποία οδήγησε και στην απόρριψη της προαναφερθείσας προσφυγής. Όσον αφορά τις χρηματικές επιβαρύνσεις και τους τόκους, διαπίστωσε ότι τα ποσά στα οποία αφορούσαν, είχαν επιβληθεί, δυνάμει σχετικών προνοιών του Νόμου και δεν επιδέχοντο  διαπραγμάτευσης από τον Έφορο, προς το σκοπό μείωσης τους. 

 

Οι εφεσείοντες, καταχώρησαν την υπό εξέταση έφεση.  Με αυτήν,  ουσιαστικά, επικρίνουν ως λανθασμένη την απόφαση του Δικαστηρίου να μην κάνει δεκτή τη θέση που προβλήθηκε εκ μέρους τους, για συνομολόγηση συμφωνίας μεταξύ τους και του Εφόρου, που είχε ως αποτέλεσμα να περιορίσει την οφειλή τους, προς αυτόν, στο ποσό της τραπεζικής εγγύησης, το οποίο ο Έφορος μερίμνησε να καταβληθεί, ως έχει προαναφερθεί. 

 

Εξ αρχής, να αναφερθεί ότι η πραγματική και νομική βάση στην οποία το Δικαστήριο εξέτασε την αγωγή του Εφόρου, είναι ορθή.  Όπως διαπιστώνεται από την προηγηθείσα συζήτηση, δεν υπήρχε μεταξύ των μερών διαφορά, ως προς τα διάφορα ποσά που οι εφεσείοντες όφειλαν στον Έφορο και αφορούσαν φόρο, χρηματικές επιβαρύνσεις και τόκους.  Επιπρόσθετα, διαπιστώνεται πως και η νομική βάση στην οποία το Δικαστήριο βασίστηκε, για να απορρίψει την αγωγή, είναι, επίσης, ορθή. 

 

Η βεβαίωση του ποσού των €171.130,84 από τον Έφορο, αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία κρίθηκε ως νόμιμη στο πλαίσιο της προσφυγής αρ. 997/2001, η οποία, ακριβώς, για το λόγο αυτό, είχε απορριφθεί.  Επομένως, το συγκεκριμένο ποσό, δεν θα μπορούσε να ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης από τον Έφορο, με τους εφεσείοντες, για περαιτέρω μείωση του.  Αντιθέτως, οι εφεσείοντες, υλοποιώντας, προφανώς, την υπόσχεση τους για πληρωμή του, παρέδωσαν στον Έφορο τραπεζική εγγύηση γι΄αυτό, η οποία εισπράχθηκε από τον τελευταίο. Επομένως, ορθώς δεν έγινε δεκτή η υπεράσπιση, περί ύπαρξης συμφωνίας η οποία οδήγησε και στην απόσυρση, από τον Έφορο, της ποινικής υπόθεσης, εναντίον των εφεσειόντων.  Ο Έφορος απέσυρε την ποινική υπόθεση, αποδεχόμενος, προφανώς, τις υποσχέσεις των εφεσειόντων ότι θα πλήρωναν τον οφειλόμενο φόρο, το οποίο και έπραξαν, με την προαναφερθείσα τραπεζική εγγύηση.

 

Η εξόφληση, όμως, του οφειλόμενου φόρου δεν ήταν δυνατό, να οδηγήσει σε εγκατάλειψη από τον Έφορο των οφειλών των εφεσειόντων που αφορούσαν χρηματικές επιβαρύνσεις και τόκους.  Αυτές, επιβλήθηκαν αυτόματα, από το Νόμο, λόγω των προαναφερθέντων παραλείψεων τους, (βλ. Καλαπαλίκκης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 818).  Επομένως, δεν υπήρχε και δυνατότητα βεβαίωσης των ποσών στα οποία αυτές αφορούσαν από τον Έφορο, στο πλαίσιο εκτελεστής διοικητικής πράξης. Πόσο, μάλλον, να μπορούσε ο Έφορος να προβεί στη διαπραγμάτευση τους, με τους εφεσείοντες, προκειμένου αυτές να καθορίζονταν σε μικρότερα ποσά ή να διαγράφονταν εντελώς, όπως διατείνονται ότι είχε συμβεί, οι εφεσείοντες.  Εν κατακλείδι, η απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου κρίνεται ορθή.

 

Για τους λόγους, λοιπόν, που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εφόρου και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.500.-

 

 

 

                                                                  Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

                                     Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

 

                                            Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο