ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 293/2014

 

 

18 Δεκεμβρίου, 2023

 

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ESCALADE PRIORITY DEVELOPMENTS LTD

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

ΚΑI

 

FLECHA CONSTRACTING LTD

Εφεσίβλητη/Καθ' ης η Αίτηση

-----------------------------

 

Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα

Χριστάκης Θ. Χριστάκη ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη

------------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον

Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η εφεσίβλητη, εργοληπτική εταιρεία στον οικοδομικό τομέα, προκειμένου να αναλάβει την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου πέραν της τάξεως για την οποία ήταν αδειοδοτημένη, συνέστησε συνεταιρισμό με εργοληπτική εταιρεία, κάτοχο αδείας για έργο ανάλογης τάξης, με το προαναφερθέν.  Ισχύουσας της πιο πάνω διευθέτησης,  η εφεσίβλητη ανέλαβε και στην πορεία εκτέλεσε το συγκεκριμένο έργο.  Προέκυψαν, όμως, διαφορές μεταξύ της και της εργοδότριας εταιρείας, δηλαδή της εφεσείουσας.  Αυτές, παραπέμφθηκαν σε διαιτησία δύο διαιτητών, όπως προέβλεπε η συνομολογηθείσα, μεταξύ τους, συμφωνία ανάθεσης του έργου. Η απόφαση των διαιτητών, εκδόθηκε στις 24.1.2012. Επεδίκασαν υπέρ της εφεσίβλητης συγκεκριμένα ποσά, προς ικανοποίηση των οικονομικών απαιτήσεων της, εναντίον της εφεσείουσας.  Η εφεσίβλητη, προχώρησε με διαδικασία εγγραφής της εν λόγω διαιτητικής απόφασης, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, για σκοπούς εκτέλεσης.  Αντιμετώπισε και εκεί την ένσταση της εφεσείουσας, όμως, η παρούσα έφεση δεν αφορά σε εκείνη τη διαδικασία. 

 

Η εφεσείουσα, με αίτηση που καταχώρησε, δυνάμει του άρθρου 20(2)[1] του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4, επεδίωξε τον παραμερισμό της εν λόγω διαιτητικής απόφασης.  Προβάλλει, προς τούτο, λόγους που αφορούν στην κανονικότητα της διεξαχθείσας διαιτησίας, τούτης, συνισταμένης, ως έχει ο σχετικός ισχυρισμός, στο ότι δεδομένου η εφεσίβλητη δεν κατείχε ετήσια άδεια, της τάξης που απαιτείτο για το υπό αναφορά έργο, η συμφωνία ανάθεσης ήταν άκυρη.  Το εκδικάσαν Δικαστήριο, με την απόφαση του, εστίασε την προσοχή του στα άρθρα 30 και 35 του περί Εγγραφής Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου του 2001 (Ν.29(Ι)/2001), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.  Αυτά, περιλαμβάνουν τις πρόνοιες που επικαλέστηκε η εφεσείουσα, για να καταδείξει το παράνομο της συμφωνίας ανάθεσης που η ίδια, είχε συνομολογήσει με την εφεσίβλητη.  Το Δικαστήριο, στη βάση της ερμηνείας των εν λόγω άρθρων, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε παρανομία στην εν λόγω συμφωνία των μερών, οπότε δεν ετίθετο και θέμα ακυρότητας της.  Στη βάση αυτή απέρριψε την αίτηση.

 

Η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση.  Οι ουσιαστικοί λόγοι, είναι οι πρώτοι τρεις.  Με αυτούς, η εφεσείουσα προβάλλει ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τις πρόνοιες, ειδικά, του εδαφίου (2) του άρθρου 35 του Ν.29(Ι)/2001Συγκεκριμένα,  εισηγείται ότι αποτελεί επιτακτική προϋπόθεση στο εν λόγω εδάφιο (2), πως για να είναι νόμιμη η συμφωνία ανάθεσης, έπρεπε να είχε υπογραφεί από εταίρο, στο συνεταιρισμό, που ήταν ο ίδιος κάτοχος ετήσιας άδειας, της τάξης και της κατηγορίας που ήταν και το προς ανάληψη έργο.  Στην προκειμένη περίπτωση, η εν λόγω συμφωνία είχε υπογραφεί από την εφεσίβλητη, η οποία δεν κατείχε τέτοια άδεια, εξού και η παρανομία.

 

Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται πως με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται και η κρίση του Δικαστηρίου, που  το οδήγησε να δεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία διευθυντή της εφεσίβλητης. Η μοναδική αναφορά που μπορεί να γίνει σε σχέση με τον συγκεκριμένο λόγο, είναι ότι, αυτός, χαρακτηρίζεται από γενικότητα, ώστε να είναι εντελώς ανεπαρκής για το σκοπό που έχει προταθεί.  Ούτε στο σώμα, του ίδιου του λόγου, αλλά ούτε και στην αιτιολογία που τον υποστηρίζει, γίνεται αναφορά σε στοιχεία της εν λόγω μαρτυρίας, προκειμένου να καταδειχθεί η αντιφατικότητά της.  Έπειτα, το ζήτημα που,  εν πάση περιπτώσει, απασχολεί, αφορά στην ερμηνεία των προαναφερθέντων προνοιών του Ν.29(Ι)/2001.  Επομένως, εκ προοιμίου, ο τέταρτος λόγος έφεσης, κρίνεται ανεπαρκής. 

 

Η ακυρότητα συμφωνίας ανάθεσης οικοδομικού έργου, προβλέπεται στο  άρθρο 30(1) του Ν.29(Ι)/2001.  Το συγκεκριμένο εδάφιο, αναφέρει, σχετικά, τα εξής: 

 

«30.—(1) . κάθε συμφωνία, γραπτή ή προφορική, η οποία αφορά σε ανάθεση της εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε μη εγγεγραμμένο εργολήπτη ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ισχύουσας ετήσιας άδειας ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ετήσιας άδειας αντίστοιχης της τάξης του τεχνικού ή οικοδομικού, ανάλογα με την περίπτωση, έργου είναι άκυρη»

 

Πότε μια συμφωνία είναι άκυρη, προβλέπεται στο άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.  Μια συμφωνία είναι άκυρη, αν μεταξύ άλλων, το αντικείμενο της είναι παράνομο.  Σε σχέση με περίπτωση, η οποία εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 30(1), ανωτέρω, όπου η συμφωνία ανάθεσης οικοδομικού έργου είναι άκυρη, έχει νομολογηθεί ότι δεν είναι επιτρεπτή η ικανοποίηση  οποιασδήποτε οικονομικής απαίτησης, στη βάση αυτής, (βλ. Chr. Mavrikios Constr. Ltd v. Χατζηκωνσταντή (2009) 1 Α.Α.Δ. 1093).  Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, αν διαπιστωθεί πως η υπό αναφορά συμφωνία ανάθεσης ήταν άκυρη, η εφεσίβλητη δεν θα μπορεί να διεκδικήσει το ποσό που επιδικάστηκε υπέρ της, με την εν λόγω διαιτητική απόφαση.   

 

Επί του θέματος, λοιπόν, το άρθρο 35(1) του Ν.29(Ι)/2001 προβλέπει ότι:

 

«35.—(1) Καμία διάταξη του παρόντος Νόμου δεν μπορεί να θεωρείται ή ερμηνεύεται ότι περιορίζει ή εμποδίζει οποιοδήποτε εγγεγραμμένο εργολήπτη και κάτοχο ισχύουσας ετήσιας άδειας να αναλαμβάνει και εκτελεί οικοδομικό ή τεχνικό έργο ως μέλος και για λογαριασμό οποιουδήποτε συνεταιρισμού (partnership)»

 

Η εφεσίβλητη, όπως έχει ήδη αναφερθεί, κατείχε άδεια τάξεως Δ.  Επομένως, δεν μπορούσε, από μόνη της, να αναλάβει και να εκτελέσει το συγκεκριμένο οικοδομικό έργο, για το οποίο απαιτείτο να κατείχε άδεια τάξεως Γ.  Τέτοια άδεια, όμως, κατείχε η εργοληπτική εταιρεία με την οποία αυτή είχε συστήσει συνεταιρισμό, υπό τον οποίο εκτελέστηκε το υπό αναφορά έργο. 

Το εδάφιο (2) του άρθρου 35, προβλέπει, ωστόσο και τα εξής:

 «(2) Η σχετική σύμβαση για την εκτέλεση του οικοδομικού ή τεχνικού, ανάλογα με την περίπτωση, έργου το οποίο αναλαμβάνεται από ένα μέλος του συνεταιρισμού για λογαριασμό του συνεταιρισμού αυτού θα πρέπει να συνομολογείται στο όνομα τουλάχιστον ενός μέλους του συνεταιρισμού το οποίο είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης και κάτοχος ετήσιας άδειας της τάξης και κατηγορίας του προς ανάληψη έργου και να επιβεβαιώνεται από το μέλος αυτό  ... καθώς και από αναφορά ότι η σύμβαση συνομολογείται για λογαριασμό του συνεταιρισμού αυτού.»

 

Προφανώς, οι πιο πάνω προϋποθέσεις, δεν τηρήθηκαν στην ολότητα τους, στην προκειμένη περίπτωση.  Συγκεκριμένα, η συμφωνία ανάληψης του έργου συνομολογήθηκε στο όνομα της εφεσίβλητης, η οποία υπέγραψε για το συνεταιρισμό, ενώ δεν ήταν κάτοχος ετήσιας άδειας της τάξης που απαιτείτο γι' αυτό.  Ως εκ τούτου, η  εφεσείουσα, εισηγήθηκε ότι η συμφωνία ανάθεσης ήταν παράνομη.  Η πλευρά της εφεσίβλητης, όμως, παραπέμπει στην επιφύλαξη του εδαφίου (3) του άρθρου 35.  Ολόκληρο το πιο πάνω εδάφιο προβλέπει ότι: 

(3) Πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας ως μέλος ή για λογαριασμό συνεταιρισμού, συνομολογεί ή επιβεβαιώνει σύμβαση κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (2) είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες λίρες:

Νοείται ότι παράλειψη τήρησης οποιασδήποτε από τις διατυπώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) δεν επιφέρει αφ' εαυτής ακυρότητα της συνομολογούμενης σύμβασης.»

 

Εμφανώς, με βάση την πρόνοια του εδαφίου (3) του άρθρου 35, η συνέπεια για μη τήρηση των προνοιών του εδαφίου (2) εξαντλείται στην ποινικοποίηση της παράλειψης.  Στο πλαίσιο δε τούτο, προβλέπεται και σχετικά, επιεικής ποινή, για την τιμωρία του παραβάτη.  Στην επιφύλαξη, όμως, που ακολουθεί, αναφέρεται, ρητώς, ότι η μη τήρηση των προνοιών του εδαφίου (2) δεν επιφέρει ακυρότητα στην συμφωνία ανάθεσης.  Εφαρμοζομένης, της πιο πάνω πρόνοιας στην παρούσα περίπτωση, η θέση της εφεσείουσας περί του αντιθέτου, κρίνεται ανεδαφική.  Η απόφαση, επομένως, του Δικαστηρίου είναι ορθή.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των  €3.500.- πλέον Φ.Π.Α.

 

 

                                                                  Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

                                     Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

 

                                            Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

/γκ



[1] 20.-(2) Όταv o διαιτητής ή o επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφoρά ή χειρίστηκε κακώς τηv υπόθεση ή όταv η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, τo Δικαστήριo δύvαται vα ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο