ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:D290
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
i-Justice
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 101/2023)
15 Σεπτεμβρίου 2023
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ SHAKER ALHASAN ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ SHAKER ALHASAN ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ.
____________________
Α. Δημητρίου, για τον Αιτητή.
Ν. Τζιρτζιπή (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τη Δημοκρατία.
____________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής αιτείται την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus Ad Subjiciendum με το οποίο να κηρύσσεται η διάρκεια της κράτησης του υπό την ιδιότητα του ως αιτητή ασύλου ως παράνομη, ώστε να αφεθεί ελεύθερος.
Η Αίτηση υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση ημερ.18.8.2023 του ιδίου. Η Δημοκρατία καταχώρησε Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης που υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση ημερ.1.9.2023 λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Συρίας. Την 25.7.2022 αφίχθηκε στην Κύπρο, στα κατεχόμενα, και στη συνέχεια πέρασε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Την 19.8.2022 αιτήθηκε πολιτικό άσυλο. Παρέμεινε ελεύθερος και, όπως αναφέρει, διέμενε στη Λεμεσό με τον αδελφό του ο οποίος κατοικεί στην Κύπρο. Συνελήφθηκε την 6.9.2022 δυνάμει διατάγματος κράτησης του ημερ.5.9.2022, που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000, για λόγους εθνικής ασφάλειας. Η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης δεν έχει προσβληθεί από τον Αιτητή. Σήμερα κρατείται στο Χώρο Κράτησης Απαγορευμένων Μεταναστών Μενόγειας.
Η παρούσα διαδικασία αφορά στον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης του Αιτητή (άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i) του Ν.6(Ι)/2000). Η διάρκεια της κράτησης μπορεί να κριθεί παράνομη αν διαπιστωθεί αδικαιολόγητα παρατεταμένη και παρά τη νομιμότητα του αρχικού διατάγματος κράτησης ή εάν οι λόγοι κράτησης έχουν εκλείψει.
Στη Χ"Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, 106-107, αναφέρθηκε ότι:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει ΅ε βάση την παράγραφο 4 του ’ρθρου 155 του Συντάγ΅ατος αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδίδει προνο΅ιακά εντάλ΅ατα, ΅εταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα εντάλ΅ατα της φύσεως Habeas Corpus.
..............................
Το Habeas Corpus Ad. Subjiciendum είναι προνο΅ιακή διαδικασία για την εξασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη, παρέχει αποτελεσ΅ατικό ΅έσο ά΅εσης απελευθέρωσης από παράνο΅η ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από αρχή ή ιδιώτη. Με το ένταλ΅α αυτό διατάσσεται η προσαγωγή του κρατού΅ενου στο Δικαστήριο και η έρευνα αναφορικά ΅ε την αιτία της φυλάκισης ή της κράτησης του. Εάν δεν υπάρχει νό΅ι΅η δικαιολογία για την κράτηση διατάσσεται η απόλυση του κρατού΅ενου.»
Στη Ζάνα (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1156, 1162-3, αναφέρθηκε ότι:
«Η ελευθερία του ατό΅ου είναι το ύψιστο αγαθό που πρέπει να διασφαλίζεται σε κάθε δη΅οκρατική κοινωνία, διεπό΅ενη από το κράτος δικαίου. Σε περίπτωση παράνο΅ης κράτησης ή περιορισ΅ού προσφέρεται η δυνατότητα στον πολίτη να α΅φισβητήσει τη νο΅ι΅ότητα της τοιαύτης κράτησης, ΅έσω του προνο΅ιακού εντάλ΅ατος Habeas Corpus Ad Subjiciendum.
Το ένταλ΅α Habeas Corpus είναι ά΅εσο δραστικό ΅έτρο για την απελευθέρωση ατό΅ου από παράνο΅η ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε αυτή ενεργείται από δη΅οσία αρχή, ή ιδιώτη. Είναι ΅ια θεραπεία η οποία επικεντρώνεται στο πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση».
Η νομολογία μας έχει τα τελευταία χρόνια εμπλουτιστεί με αποφάσεις όπου εξετάστηκαν αιτήσεις για Habeas Corpus από πρόσωπα που κρατούνταν για λόγους ασφάλειας της Δημοκρατίας.
Στην Lakoud, Πολ. Αίτ. Αρ.182/2019, ημερ.6.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:D510, αναφέρθηκε ότι:
«Το δικαίωμα του αιτητή σε αποτελεσματική δικαστική προστασία δεν μπορεί παρά να εξεταστεί σε συνάρτηση με την προστασία της εθνικής ασφάλειας του κράτους. H νομολογία του ΔΕΕ επί του θέματος καθορίζει ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης αποτελεί το σκοπό του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33. Όταν διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια ή η δημόσια τάξη, η κράτηση ενός προσώπου είναι πρόσφορο μέτρο που στοχεύει στην προστασία του κοινού από ενδεχόμενο κίνδυνο που η συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου επιβάλλει. (J.N v. Staatssecretaris van Veilingheid en Justice 15.2.2016).
Στην υπόθεση C-584/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή ν. Kadi, 18.7.2013, τονίστηκε ότι η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος επί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την επιταγή που αφορά τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας».
Στην Yazen, Πολ. Αίτ. Aρ.202/2019, ημερ.30.1.2020, αναφέρθηκε ότι, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας κράτησης που διατάχθηκε ως απαιτούμενη για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης:
« . είναι αναγκαίο να εξισορροπείται το δικαίωμα του κράτους να προστατεύει την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, με τα δικαιώματα και ελευθερίες που αναγνωρίζονται κατά το άρθρο 52 παράγραφος (1) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζοντας, κατά την αρχή της αναλογικότητας, περιορισμούς επιτρεπόμενους μόνο εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά στους σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση και στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων, (J.N. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, C-601/15/PPU του ΔΕΕ, σκέψεις 49-50). Παρόμοια, στη νομολογία του ΕΔΑΔ στην υπόθεση A and Others v. The United Kingdom, Application no. 3455/05, ημερ. 19.2.2009, η σχετική πρόνοια στη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης του άρθρου 5 παράγραφος (1), έχει επίσης ερμηνευθεί αναλόγως ούτως ώστε να διασφαλίζεται αφενός στον κρατούμενο το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο και το δικαίωμα δίκαιης δίκης, σε συνάρτηση πάντοτε με την ανάγκη προστασίας του εθνικού συμφέροντος, οπότε και είναι δυνατόν να τεθούν, παρά το αντιπαραθετικό σύστημα, περιορισμοί στη διεξαγωγή της δίκης.
Στο σύγγραμμα των Jacobs, White & Ovey: The European Convention of Human Rights, 5η έκδ., σελ. 236 κ.ε., σε σχέση με το δικαίωμα ελέγχου της κράτησης κάτω από το ’ρθρο 5(4), αναφέρεται ότι δεν διασφαλίζεται δικαίωμα σε «judicial review» τέτοιας έκτασης που να δίδει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να υποκαταστήσει τη δική του ευχέρεια γι΄ αυτή της διοίκησης. Πρέπει όμως να είναι ευρεία ώστε να εξετάζονται εκείνες οι συνθήκες που καθιστούν την κράτηση νόμιμη («lawful») σύμφωνα με το ’ρθρο 5(1), (E. v. Norway (1990) 17 EHRR 30, παρ. 50). Η δυνατότητα ελέγχου κάτω από το ’ρθρο 5(4) έχει χαρακτηρισθεί από τους Harris, O'Boyle & Warbrick: Law of the European Convention of Human Rights, 2η έκδ., σελ. 182, ως το «habeas corpus» της Σύμβασης. Το υλικό το οποίο κατά το κράτος δικαιολογεί την κράτηση πρέπει να παρέχεται στο Δικαστήριο ώστε να αξιολογείται και πρέπει να υπάρχει μια ορθή ισορροπία μεταξύ των διαφόρων δικαιωμάτων. Αν και αναγνωρίζεται ότι στο πλαίσιο της εξέτασης, η αποκάλυψη διαβαθμισμένου ή εμπιστευτικού υλικού πρέπει να γίνεται με προσοχή, αυτό δεν σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παραμένουν χωρίς αποτελεσματικό έλεγχο από τα εθνικά Δικαστήρια, (Chahal v. U.K. (1996) 23 EHRR 413).»
Αναφέρθηκε ακόμα ότι:
« . σε υποθέσεις αφορούσες σε θέματα εθνικής ασφάλειας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στους λόγους που η διοίκηση αποφάσισε ότι τίθεται ζήτημα κρατικής ασφάλειας από την άποψη ότι αυτά είναι ζητήματα για τα οποία το κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Το Δικαστήριο μπορεί βεβαίως να ελέγξει τις πληροφορίες και την όλη διαδικασία ως προς το νόμιμο αυτής, αλλά δεν υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών, (Bekefi v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 42/2013, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:C317 και Stoyanov v. Δημοκρατίας, υπόθ. υπ΄ αρ. 718/12, ημερ. 26.2.2014).»
Στη Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ.718/12, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, όπου εξετάστηκε η ευχέρεια των αρχών να επιβάλουν περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας[1] αναφέρθηκε ότι:
« . κάθε τέτοιο μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου η οποία " . πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.". Δεν επιτρέπεται κατά την επιφύλαξη του άρθρου 29(3)(α), η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης ή λόγων που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης. .
Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο. Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι "το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.". Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία. Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).
. Η ενεργός διοίκηση είναι κατ΄ εξοχήν το όργανο στο οποίο εναποτίθεται η ευθύνη για εκτίμηση των γεγονότων και δεν θα ήταν δυνατό να αναθεωρείται από το Ανώτατο Δικαστήριο η εκτίμηση αυτή στη βάση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, ιδιαιτέρως όταν υπεισέρχονται στην εικόνα εμπιστευτικές πληροφορίες από πρόσωπα τα οποία τις δίδουν στην αστυνομία. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας του αιτητή. Ελέγχει μόνο τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας».
Αναφέρθηκε ακόμα ότι:
«Στην Eddine v. Δημοκρατίας - πιο πάνω -, η Ολομέλεια θεώρησε ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία, ως επαρκείς. Και, όπως λέχθηκε και στην Kapsaskis κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 290/2012, 291/2012 και 203/2012, ημερ. 20.2.2013, η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος απαγόρευσης εισόδου αλλοδαπού για σκοπούς ασφάλειας. Το Δικαστήριο δεν ερευνά τους λόγους που συνάπτονται με θέματα κρατικής ασφάλειας που είναι κατ΄ εξοχήν έργο της εκτελεστικής εξουσίας. Τα ίδια λέχθηκαν και στην Kolomoets v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 443, στο ότι η διοίκηση έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και εξουσία για απέλαση αλλοδαπών, εξουσία η οποία όταν συναρτάται προς κίνδυνο στην εσωτερική τάξη και την εθνική ασφάλεια, είναι ακόμη πιο πλατειά, (Mushtag v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479)».
Στην Bekefi κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 3 , ECLI:CY:AD:2016:C317A.A.Δ. 258, 267, και πάλι στα πλαίσια εξέτασης της δυνατότητας επιβολής περιορισμών στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, αναφέρθηκε ότι:
«Η έννοια της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας δεν ορίζονται στην Οδηγία 2004/38/ΕΚ, ούτε στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Η δε έκταση της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών στον τομέα αυτό, επίσης παραμένει αόριστη και αδιευκρίνιστη. Προφανώς γιατί πρόκειται για ευαίσθητα ζητήματα εμπίπτοντα στη σφαίρα του κυριαρχικού δικαιώματος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ρυθμίζουν και να ελέγχουν τα περί της εισόδου και παραμονής ξένων υπηκόων στο έδαφος τους και που χρήζουν, συνήθως, καθορισμού σε ad hoc βάση. Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα από το ΔΕΕ, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα κατ' ουσία να καθορίζουν τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας σύμφωνα με τις εθνικές τους ανάγκες και αξίες (36/75 Rutili), οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με το κράτος και τη χρονική περίοδο. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει, όμως, να ερμηνεύονται συσταλτικώς στο πλαίσιο της Ένωσης, αν χρησιμοποιούνται ως δικαιολογητικός λόγος για παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Η έννοια της δημόσιας τάξης προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης, την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (βλ.C-434/10, Petar Aladzhov v. Zamestnik director na Stolichna direktsia na vatreshnite raboti kam Ministerstvo na vatreshnite raboti, ημερομηνίας 17.11.2011), η οποία να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου πολίτη της Ένωσης».
Ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης διενεργείται υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Ν.6(Ι)/2000 που προνοεί ότι: «Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2)». Ακόμα, στο άρθρο 9ΣΤ(4)(β) προβλέπεται ότι: «Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στον αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης».
Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Khoshorauli, Πολ. Αίτηση Αρ.1/2019, ημερ.24.1.2019, αναφέρθηκε πως και όταν η νομιμότητα της αρχικής κράτησης είναι δεδομένη, η κράτηση μπορεί να καταστεί στη συνέχεια παράνομη όταν διαπιστώνεται υπέρβαση του εύλογου χρόνου που απαιτείται για το σκοπό της κράτησης, που προσδιορίστηκε ως η διευθέτηση της απέλασης εάν απορριπτόταν το αίτημα για πολιτικό άσυλο.
Το δεδομένο της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης δεν καθιστά τη συνέχιση της κράτησης εκ προοιμίου και χωρίς άλλο νόμιμη. Διαφορετικά θα αφαιρείτο από το Δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της διάρκειας της κράτησης που είναι η πεμπτουσία του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus (Haghilo (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2219, 2224).
Στη Yazen επιβεβαιώνεται το πρόδηλο, ότι δηλαδή το υλικό το οποίο κατά το κράτος δικαιολογεί την κράτηση πρέπει να παρέχεται στο Δικαστήριο ώστε να αξιολογείται διαφορετικά οι αρμόδιες αρχές θα παρέμεναν χωρίς αποτελεσματικό έλεγχο από τα Δικαστήρια.
Κατά την ακρόαση της Αίτησης παρουσιάστηκε από τη Δημοκρατία αριθμός εγγράφων που έχουν διαβαθμιστεί από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ως απόρρητα. Ο Αιτητής μέσω του δικηγόρου του δεν επέμενε στην αρχική του θέση όπως του αποκαλυφθεί το περιεχόμενο τους. Το Δικαστήριο έχει διέλθει τα έγγραφα με κάθε προσοχή. Θα αναφερθεί η ουσία τους, χωρίς βέβαια να αποκαλύπτεται η πηγή των πληροφοριών ή στοιχεία που θα παρείχαν ενδείξεις για την προέλευση των πληροφοριών.
Πρόκειται για επιστολή της Αστυνομίας προς την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, ημερ. 2.9.2022. Είναι στη βάση των όσων αναφέρονταν στην επιστολή αυτή που εκδόθηκε το διάταγμα κράτησης του Αιτητή ημερ.5.9.2022, δυνάμει του οποίου και συνελήφθηκε την επομένη. Στην επιστολή μεταφέρονται όλα τα ουσιώδη στοιχεία μαρτυρίας όπως προκύπτουν από την πρωτογενή πηγή πληροφόρησης της Αστυνομίας, η οποία επίσης περιλαμβάνεται στα έγγραφα που παρουσιάστηκαν. Η μαρτυρία εμπλέκει τον Αιτητή ως συμμετέχοντα σε γνωστή τρομοκρατική οργάνωση και ότι προηγουμένως ήταν μέλος άλλης επίσης γνωστής τρομοκρατικής οργάνωσης. Ο Αιτητής ανακρίθηκε σχετικά από την Αστυνομία την 6.9.2022. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο λεπτομέρειες της εναντίον του μαρτυρίας είχαν τεθεί υπόψη του.
Παρουσιάστηκε και δεύτερη επιστολή της Αστυνομίας προς την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, ημερ.13.12.2022, στην οποία αναφέρονται νέα στοιχεία μαρτυρίας που συμπληρωματικά παρασχέθηκαν από την ίδια πηγή. Ο Αιτητής ανακρίθηκε εκ νέου από την Αστυνομία την 7.11.2022 αρνούμενος ότι έχει οιαδήποτε σχέση με την τρομοκρατία.
Προκύπτει πως δεν έχουν γίνει, τουλάχιστο δεν έχει μαρτυρηθεί ότι έγιναν, οιεσδήποτε ενέργειες εκ μέρους των αρχών για την επαλήθευση των πληροφοριών αναφορικά με τον Αιτητή. Εφόσον την 12.12.2022 ζητήθηκε η άποψη του Γενικού Εισαγγελέα κατά πόσο στη βάση της μαρτυρίας των σχετικών πληροφοριών, στοιχειοθετείτο οποιοδήποτε αδίκημα για προσαγωγή του Αιτητή ενώπιον της δικαιοσύνης για παράβαση του περί Πρόληψης της Τρομοκρατίας Νόμου του 2019, Ν.75(Ι)/2019, προδήλως δεν υφίστατο κάτι άλλο που να ενίσχυε τις πληροφορίες που εμπεριέχονται στις δύο επιστολές της Αστυνομίας.
Αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του λειτουργού του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ότι «οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τον λόγο κράτησης του Αιτητή προχωρούν και εκτελούνται με τη δέουσα επιμέλεια χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση», ωστόσο αυτή η τοποθέτηση δεν θεμελιώνεται επί μαρτυρίας αναφορικά με το τι έχει γίνει. Αντίθετα, το υπόβαθρο για αυτή την τοποθέτηση, ότι «αφού . η κράτηση του Αιτητή τυγχάνει συνεχούς επανεξέτασης», επιβεβαιώνει ότι τίποτε δεν έγινε. Και αυτό γιατί από τα σχετικά έγγραφα επανεξέτασης (ημερ.11.11.2022, 17.1.2023, 17.3.2023, 17.5.2023 και στο σημείωμα ημερ. 24.7.2023) προκύπτει ότι η επανεξέταση συνίστατο σε επανάληψη των ιδίων πληροφοριών με παραπομπή στις δύο επιστολές της Αστυνομίας. Δεν φαίνεται να έγινε οτιδήποτε για να εξακριβωθεί κατά πόσο οι πληροφορίες για τον Αιτητή περιγράφουν την αλήθεια, αλλά ούτε και υπάρχει εκτίμηση η κρίση αναφορικά με την αξιοπιστία της πηγής, που να σηματοδοτεί την κατάληξη της διοίκησης.
Στο έγγραφο επαναξιολόγησης που έγινε την 17.3.2023 αναφέρεται ότι το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης απέστειλε απόρρητη επιστολή ημερ.5.1.2023 στον Αρχηγό της Αστυνομίας ζητώντας ενημέρωση για την πορεία των ερευνών σχετικά με τον Αιτητή. Η αναφορά επαναλαμβάνεται στην επόμενη επαναξιολόγηση ημερ.17.5.2023. Δεν υπήρξε απάντηση γιατί αποστάλθηκε και νέα επιστολή στον Αρχηγό της Αστυνομίας την 17.7.2023 ζητώντας εκ νέου ενημέρωση για την πορεία των ερευνών. Δεν έχει παρουσιαστεί κάποια απάντηση, ούτε αναφέρθηκε ότι υπήρξε ενημέρωση.
Ούτε σε σχέση με το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία έχει αναφερθεί ότι έγινε οιαδήποτε ενέργεια. Από το περιεχόμενο σημειώματος λειτουργού μετανάστευσης ημερ.19.7.2023 προκύπτει ότι ο Αιτητής ήταν υποψήφιος για το πρόγραμμα επανεγκατάστασης (relocation) για να μεταφερθεί σε άλλη χώρα. Η Υπηρεσία Ασύλου, ΥΠΑΣ, είχε ενημερώσει ότι θα εξέταζε άμεσα το θέμα, ωστόσο, δεν υπάρχει ενημέρωση για οιεσδήποτε ενέργειες. Η εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού για να παραταθεί η κράτηση του «για περίοδο που δεν θα ξεπερνά τους 18 μήνες», δεν γίνεται κατανοητή που στοχεύει και το κυριότερο, τι θα συμβεί τότε. Σε αυτή τη βάση είναι που η συνέχιση της κράτησης του «εγκρίθηκε», όπως αναφέρεται την 24.7.2023. Στην αγόρευση της Δημοκρατίας αναφέρεται ότι θα παρουσιαζόταν ο διοικητικός φάκελος της ΥΠΑΣ το περιεχόμενο του οποίου θα υποστήριζε τη νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του Αιτητή, όμως τέτοια μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Φαίνεται ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία δεν εξετάστηκε, αλλά ακολουθήθηκε μια άλλη πορεία με την ένταξη του στο το πρόγραμμα επανεγκατάστασης. Πότε έγινε αυτό δεν διευκρινίστηκε. Ούτε αναφέρθηκε κατά πόσο πριν την ένταξη του στο πρόγραμμα το αίτημα του για διεθνή προστασία έτυχε οιασδήποτε εξέτασης. Η Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ο Αιτητής είχε υπογράψει σχετικό έντυπο και εθελούσια εντάχτηκε στο πρόγραμμα αυτό. Η επισύναψη συναφούς εγγράφου στην αγόρευση της Δημοκρατίας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, ούτε ότι το έγγραφο αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου της ΥΠΑΣ για τον Αιτητή, εφόσον ο φάκελος δεν παρουσιάστηκε.
Προκύπτει ότι σε σχέση με τον Αιτητή υπήρξε μαρτυρία, όπως εξηγήθηκε, ότι ήταν ή και είναι μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης. Δεν έχει η πληροφορία επαληθευτεί, ούτε φαίνεται να έγινε οιαδήποτε ενέργεια προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Αιτητής συνεχίζει να κρατείται χωρίς να γίνεται οτιδήποτε για την περίπτωση του. Οι επανεξετάσεις του λόγου κράτησης του παρουσιάζονται να είναι τυπικής μορφής, χωρίς οτιδήποτε το ουσιαστικό και η κράτηση του απλά συνεχίζεται. Ο χρόνος είναι μεγάλος. Σήμερα έχει ήδη παρέλθει ένας χρόνος και ο Αιτητής συνεχίζει να στερείται της ελευθερίας του.
Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος που έχει ιδιαίτερη σημασία. Το διάταγμα κράτησης του Αιτητή εκδόθηκε με συγκεκριμένο δικαιολογητικό και αυτό, ως η βάση για την κράτηση του δεν έχει έκτοτε αλλάξει ή διαφοροποιηθεί. Απαιτείτο, όπως αναφέρεται, η κράτηση του για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, επεξηγείται όμως στη συνέχεια ότι δεν ήταν εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα καθότι υπήρχε κίνδυνος διαφυγής του επειδή δεν κατείχε ταξιδιωτικό έγγραφο ή άλλο έγγραφο ταυτότητας.
Δηλαδή η κράτηση του για την προστασία της εθνικής ασφάλειας δεν διατάχτηκε γιατί κρίθηκε ότι αν παρέμενε ελεύθερος θα μπορούσε να προβεί σε ενέργειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν βλάβη στην εθνική ασφάλεια, αλλά γιατί θα μπορούσε να διαφύγει. Αυτό που γίνεται αντιληπτό είναι ότι εφόσον κατείχε ταξιδιωτικό έγγραφο ή άλλο έγγραφο ταυτότητας θα μπορούσε να παραμείνει ελεύθερος και ίσως να του επιβάλλονταν όροι.
Ο Αιτητής έχει αναφέρει ότι έχει παραδώσει την συριακή του ταυτότητα στην Αστυνομία και η θέση του αυτή δεν έχει αντικρουστεί. Δεν διευκρινίστηκε πότε παραδόθηκε το έγγραφο. Ενδεχόμενα σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης του διατάγματος κράτησης. Σε κάθε περίπτωση, η παράμετρος αυτή φαίνεται ότι ουδέποτε να απασχόλησε τις αρχές, παρά το ότι είχε άμεση σχέση με τη νομιμότητα της συνέχισης της κράτησης του Αιτητή.
Η αναγκαιότητα της συνέχισης της κράτησης του Αιτητή δεν έχει τεκμηριωθεί με οποιαδήποτε ουσιαστική επαναξιολόγηση που να αναδεικνύει την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας η οποία να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του. Ιδιαίτερα λαμβανομένου υπόψη πως ό,τι ανησυχούσε τις αρχές ήταν το ενδεχόμενο ο Αιτητής να διαφύγει. Ενέργειες για την εξέταση του αιτήματος του για διεθνή προστασία δεν μαρτυρήθηκαν με αποτέλεσμα να μην υπάρχει στην περίπτωση του συμμόρφωση με τη νομοθεσία όπως «Οι διοικητικές διαδικασίες . εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις» και αναπόφευκτη συνέπεια η κράτηση του να μην «έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια». Αντίθετα, η διάρκεια της κράτησης του έχει καταστεί αδικαιολόγητα παρατεταμένη και ως αποτέλεσμα παράνομη.
Η αίτηση εγκρίνεται. Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus Ad Subjiciendum και διατάσσεται όπως ο Αιτητής αφεθεί ελεύθερος.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] άρθρο 29 του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου, Ν.7(Ι)/2007.