ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:D246
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 81/2023)
(i-justice)
11 Ιουλίου, 2023
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64) ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ CBD OIL SHOP LTD HE 409607 ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 16 ΚΑΙ 23 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27, 28, 29, 32, 33 ΚΑΙ 34 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15/05/2023, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΛΟΧ. 2421 ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΟΔΟ [ ] ΛΑΡΝΑΚΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155, ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28
________________________________________________
Κ. Χριστοδουλίδης, για την Αιτήτρια.
________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(EX-TEMPORE)
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Αιτήτρια εταιρεία (εφεξής η Αιτήτρια) με την παρούσα Αίτηση ζητά άδεια για την καταχώρηση Αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για να τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς το σκοπό ακύρωσης του Εντάλματος Έρευνας ημερ. 15/5/2023, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο).
Το εν λόγω Ένταλμα εκδόθηκε στη βάση ένορκης δήλωσης του Λοχία 2421, Ο. Εφραίμ του Κλάδου Καταπολέμησης Αδικημάτων Κλοπής Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Παράνομων Στοιχημάτων στην οποία αναφέρετο ότι διερευνάτο πληροφορία που αφορούσε στα ακόλουθα αδικήματα:
1) Διεξαγωγή επιχείρησης φαρμακοποιού από πρόσωπο μη εγγεγραμμένο ως φαρμακοποιός [Άρθρα 4(1)(α) και 43, Κεφ. 254].
2) Κυκλοφορία Φαρμακευτικών προϊόντων χωρίς άδεια κυκλοφορίας [Άρθρα 9(1) και 99 του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμος του 2001, Ν. 70(Ι)/2001].
3) Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α [Άρθρα 6 (1) και (2) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν. 29/1977).
4) )Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, [Άρθρο 6 (3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν. 29/1977).
Η υπό κρίση Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση του Θ. Θεοφάνους, Διευθυντή της Αιτήτριας εταιρείας (εφεξής Ένορκη Δήλωση Θεοφάνους).
Προτού γίνει αναφορά στους λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα και εξειδικεύονται στην Έκθεση, κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η αίτηση της Αστυνομίας για την έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας και με βάση τα οποία κρίθηκε, από το Κατώτερο Δικαστήριο, δικαιολογημένη και αναγκαία η έκδοση του, όπως αυτά καταγράφονται στην Ένορκη Δήλωση του Λοχία 2421, Ο. Εφραίμ.
Αυτά συνοψίζονται ως ακολούθως:
Στις 12/5/2023 μέλος του Κλάδου Καταπολέμησης Αδικημάτων Κλοπής Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Παράνομων Στοιχημάτων, κατά τη διάρκεια ελέγχου στην επαρχία Λάρνακας για εντοπισμό καταστημάτων που πωλούν προϊόντα που περιέχουν τη φαρμακευτική ουσία κανναβιδιόλη (CBD), εντόπισε το κατάστημα με την επωνυμία «CBD OIL SHOP», που βρίσκεται στην οδό [ ].
Μετά από εξετάσεις που διενεργήθηκαν στο πιο πάνω κατάστημα, διαπιστώθηκε ότι αυτό ήταν ανοικτό και ότι εντός αυτού υπήρχαν προς πώληση προϊόντα στα οποία αναγραφόταν η ένδειξη CBD. Την ίδια ημέρα διενεργήθηκαν διαδικτυακές εξετάσεις, όπου διαπιστώθηκε ότι η ιστοσελίδα https://www.cbdoilshop.com.cy/product-page, η οποία ανήκει στο πιο πάνω κατάστημα, διαφημίζει ότι διαθέτει προς πώληση προϊόντα που περιέχουν τις ουσίες CBD και THC.
Κατόπιν επικοινωνίας από μέλος του Κλάδου Καταπολέμησης Αδικημάτων Κλοπής Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Παράνομων Στοιχημάτων που έγινε την ίδια ημέρα με Λειτουργό των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, το μέλος αυτό πληροφορήθηκε ότι η ένδειξη CBD παραπέμπει στην ουσία κανναβιδιόλη, η οποία, σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου Φαρμάκων, θεωρείται φαρμακευτική ουσία και απαιτείται άδεια κυκλοφορίας σκευασμάτων που περιέχουν τέτοια ουσία. Επίσης πληροφορήθηκε ότι το πιο πάνω κατάστημα δεν έχει άδεια διεξαγωγής επιχείρησης φαρμακοποιού. Πληροφορήθηκε, επίσης, ότι η ουσία τετραϋδρονναβινόλη (THC) κατατάσσεται ως ελεγχόμενο φάρμακο σύμφωνα με τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο (Ν. 29/1977).
Με βάση τα πιο πάνω, το Κατώτερο Δικαστήριο ικανοποίησε το αίτημα της Αστυνομίας προς έκδοση Εντάλματος Έρευνας του καταστήματος με την επωνυμία «CBD OIL SHOP», που βρίσκεται στην οδό [ ], Ορόκλινη, προς αναζήτηση, εντοπισμό και κατάσχεση φαρμακευτικών προϊόντων για τα οποία δεν εκδόθηκε άδεια κυκλοφορίας και ελεγχόμενων φαρμάκων, ως επίσης άλλων τεκμηρίων που σχετίζονται με την υπόθεση, όπως τιμολόγια, έντυπα παραγγελιών, σημειώσεις κλπ.
Ως λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα στην υπό κρίση Αίτηση, εξειδικεύονται στην Έκθεση οι ακόλουθοι:
(Α) Το Κατώτερο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδώσει το επίδικο Ένταλμα, καθότι το εξέδωσε αντίθετα με τις επιταγές των Άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155 και του Άρθρου 16 του Συντάγματος.
(Β) Το Κατώτερο Δικαστήριο παραπλανήθηκε κατά την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας και/ή το εξέδωσε κατόπιν απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων από τον ομνύοντα/αιτητή.
(Γ) Το προσβαλλόμενο Ένταλμα πάσχει και/ή εξεδόθη καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή κατά παράβαση του Άρθρου 16 του Συντάγματος και/ή της αρχής της αναλογικότητας στο βαθμό που αυτό στερείται αιτιολογίας, ειδικότερα αφού τόσο η Αίτηση, όσο και το Ένταλμα, δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένα αντικείμενα τα οποία αναζητούνται, αλλά σε γενικά και αόριστα «προϊόντα που περιέχουν κανναβιδιόλη».
(Δ) Το Κατώτερο Δικαστήριο εκδίδοντας το επίδικο Ένταλμα παραβίασε τα Άρθρα 15 και 16 του Συντάγματος και το αντίστοιχο Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και τα Άρθρα 7 και 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία ορίζουν τις αυστηρές προϋποθέσεις για την επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή ενός ατόμου και άρση του ασύλου της κατοικίας μέσα από διαδικασία και δικονομικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο Νόμο.
(Ε) Το Κατώτερο Δικαστήριο εκδίδοντας το επίδικο Ένταλμα παραβίασε τις πρόνοιες του Άρθρου 27(γ)(i) του Κεφ. 155.
Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι η Αιτήτρια μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου της έχει θέσει ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν τόσο γραπτώς, όσο και δια ζώσης.
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari έχουν κατ' επανάληψη αναφερθεί στη νομολογία μας. Η πιο κάτω περικοπή από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2015, ημερ. 29/12/2016, ECLI:CY:AD:2016:A586, είναι απόλυτα σχετική:
«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).»
Είναι επίσης νομολογημένο ότι ο έλεγχος σε ζητήματα ενταλμάτων έρευνας λαμβάνει χώρα - και είναι η μόνη οδός - μέσω προνομιακών ενταλμάτων με στόχευση, βεβαίως, τη νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσης τους (Σιακαλλή (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282 και Αναφορικά με την Αίτηση του Κληρίδη, Πολιτική Αίτηση Αρ. 172/2021, ημερ. 13/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:D394). Το Certiorari ως δραστικό μέτρο αναχαιτίζει στη ρίζα του το διάταγμα που εκδόθηκε αν προκύπτει έλλειψη νομιμοποίησης προς έκδοση του (Αναφορικά με την Αίτηση του Αρτέμη Κκολού, Πολιτική Αίτηση Αρ. 1/2017, ημερ. 31/1/2017).
Το απαραβίαστο της κατοικίας διασφαλίζεται από το Άρθρο 16.1 του Συντάγματος, το οποίο διαλαμβάνει ότι η είσοδος ή έρευνα εντός της κατοικίας δεν επιτρέπεται. Επιτρέπεται μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που παρατίθενται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 16 του Συντάγματος «ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου».
Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση «Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα» (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, ένα ένταλμα έρευνας στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων. Προκειμένου δε να εκδοθεί ένταλμα έρευνας με βάση το Άρθρο 27 του Κεφ. 155, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώκεται η ανεύρεση ώστε να τεκμηριώνεται η απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως.
Η δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση «τέτοιων πραγμάτων», ενεργοποιείται όταν υπάρχει εύλογη αιτία πως σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει:
· «οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή
· οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
· οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος.»[1]
Οι εν λόγω νομοθετικές πρόνοιες αποσκοπούν στο να βοηθήσουν στην απονομή της δικαιοσύνης επιτρέποντας στην Αστυνομία να εισέλθει στα υποστατικά που υποδεικνύονται στο αίτημα, με σκοπό την ανεύρεση αντικειμένου ή αντικειμένων τα οποία συνδέονται με τη διάπραξη συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων με τους διάφορους τρόπους που καταγράφονται στο Νόμο.
Το Άρθρο 27 του Κεφ. 155 επιτακτικά συνδέει τα αντικείμενα τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου[2] (ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2018, ημερ. 17/1/2018). Με βάση τα διαλαμβανόμενα στο εν λόγω Άρθρο το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιείται πως, με βάση τον Όρκο που τίθεται ενώπιον του, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στα υποστατικά του Αιτητή υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Η εύλογη υπόνοια είναι του ίδιου του Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα και να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του εντάλματος έρευνας ικανοποιούμενος από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του ότι η υποψία είναι εύλογη (Αναφορικά με την Αίτηση του Steven James Moran, Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2014, ημερ. 31/3/2016, ECLI:CY:AD:2016:A185 και Ανδρέου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2020, ημερ. 21/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A164).
Η αναγκαιότητα προσδιορισμού και διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο ή χώρο, όπως και με τη διερεύνηση συγκεκριμένου αδικήματος, είναι, επομένως, δεδομένη.
Μέσω του 1ου νομικού Λόγου προβάλλεται ότι το επίδικο Ένταλμα εκδόθηκε αντίθετα με τις επιταγές των Άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155 και του Άρθρου 16 του Συντάγματος γιατί τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου ήταν γενικά, αόριστα και ανεπαρκή μη δυνάμενα να δημιουργήσουν «εύλογη υποψία» ότι στο συγκεκριμένο υποστατικό υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε. Όπως υποστηρίχθηκε, το Δικαστήριο ενήργησε ως «rubber stamp» των θέσεων της Αστυνομίας.
Ο πιο πάνω λόγος έχει ως πυλώνα στήριξης του τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο εξέλαβε ως δεδομένο ότι τα προϊόντα για τα οποία γινόταν λόγος στην ένορκη δήλωση της Αστυνομίας θεωρούνταν φάρμακα, χωρίς να συγκεκριμενοποιείται η απόφαση των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών επί της οποίας στηρίχθηκε το αίτημα, ούτε κατά πόσο αυτή είναι δημοσιευμένη στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας ή κατά πόσο είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο, ούτε και τέθηκε η εν λόγω απόφαση ενώπιον του Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση και με παραπομπή στον περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμο του 2001, καθώς και στον περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμο, Κεφ. 254, η εξουσία καθορισμού των ουσιών που πρέπει να ελέγχονται αποδίδεται στον Υπουργό Υγείας και στο Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ το Συμβούλιο Φαρμάκων δεν έχει την εξουσία να αποφασίζει τι αποτελεί φάρμακο. Περαιτέρω προβλήθηκε ότι, εν πάση περιπτώσει, η κανναβιδιόλη δεν διαλαμβάνεται ούτε στα δηλητήρια ούτε και στο Νόμο 29/1977.
Εν πρώτοις είναι παραδεκτό από την ίδια την Ένορκη Δήλωση Θεοφάνους ότι στο υποστατικό στο οποίο διατάχθηκε η έρευνα πωλούνταν και προϊόντα τα οποία περιείχαν κανναβιδιόλη. Είναι, επίσης, παραδεκτό ότι το εν λόγω υποστατικό της Αιτήτριας δεν αποτελεί φαρμακείο, ούτε ο Διευθυντής της Αιτήτριας εταιρείας είναι φαρμακοποιός.
Στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Ν. 70(Ι)/2001 «φαρμακευτικό προϊόν» σημαίνει -
(α) κάθε ουσία ή συνδυασμό ουσιών, που χαρακτηρίζεται ως έχουσα θεραπευτικές ή προληπτικές ιδιότητες έναντι ασθενειών ανθρώπων, ή
(β) κάθε ουσία ή συνδυασμό ουσιών, που δύναται να χρησιμοποιηθεί ή να χορηγηθεί σε άνθρωπο, με σκοπό-
(i) είτε να αποκατασταθούν, να διορθωθούν ή να τροποποιηθούν φυσιολογικές λειτουργίες με την άσκηση φαρμακολογικής, ανοσολογικής ή μεταβολικής δράσης,
(ii) είτε να γίνει ιατρική διάγνωση.
Όσον δε αφορά την αρμοδιότητα και εξουσία του Συμβουλίου Φαρμάκων αυτή καθορίζεται στο Άρθρο 7 του Ν. 70(Ι)/2001 ως ακολούθως:
(α) Να εξετάζει αιτήσεις και να εκδίδει άδειες κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων,
(β) να τροποποιεί, να ανακαλεί και να αναστέλλει άδειες κυκλοφορίας φαρμακευτικών προϊόντων,
(γ) να εξετάζει και να εκδίδει άδειες παρασκευής και εισαγωγής φαρμακευτικών προϊόντων προέλευσης τρίτων χωρών,
(γΑ) να εξετάζει και να εκδίδει άδειες παρασκευής και εισαγωγής δοκιμαζόμενων φαρμακευτικών προϊόντων προέλευσης τρίτων χωρών,
(δ) να τροποποιεί, να ανακαλεί και να αναστέλλει άδειες παρασκευής και εισαγωγής φαρμακευτικών προϊόντων προέλευσης τρίτων χωρών,
(δα) σε συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων αποφασίζει για τη μορφή και το περιεχόμενο της άδειας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 39, καθώς στο εδάφιο (1) του άρθρου 82, των εκθέσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (11) του άρθρου 48 και των πιστοποιητικών ορθής παρασκευής και ορθής πρακτικής διανομής που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (15) του άρθρου 48,
(δβ) οργανώνει συναντήσεις με τη συμμετοχή οργανώσεων ασθενών και καταναλωτών και, εφόσον χρειάζεται, της αστυνομίας σχετικά με τις ενέργειες που αναλήφθηκαν στον τομέα της πρόληψης και της επιβολής του παρόντος Νόμου με στόχο την καταπολέμηση της παραποίησης των φαρμακευτικών προϊόντων,
(δγ) κατά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει τη συνεργασία των τελωνειακών αρχών, εκεί όπου χρειάζεται,
(δΑ) να αποτελεί την εθνική αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού(ΕΕ) αριθ. 536/2014,
(ε) να τηρεί αρχείο και να αξιολογεί πληροφορίες φαρμακοεπαγρύπνησης,
(στ) να ζητά και να παρέχει αναγκαίες πληροφορίες για την τήρηση των υποχρεώσεων που σχετίζονται με την άδεια κυκλοφορίας ή την άδεια παρασκευής ή εισαγωγής φαρμακευτικών προϊόντων προέλευσης τρίτων χωρών,
(ζ) να διασφαλίζει την ύπαρξη κατάλληλων και αποτελεσματικών μέσων ελέγχου της διαφήμισης φαρμακευτικών προϊόντων,
(η) να προβαίνει στην κατάταξη φαρμακευτικών προϊόντων σε κατηγορίες που χορηγούνται με ή χωρίς ιατρική συνταγή,
(θ) να εξετάζει και να εκδίδει άδειες χονδρικής πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων,
(ι) να ανακαλεί και να αναστέλλει άδειες χονδρικής πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων,
(ια) να γνωστοποιεί στην Επιτροπή Φαρμακευτικών Προϊόντων κάθε απόφασή του για έκδοση άδειας κυκλοφορίας, μη έκδοση ή ανάκληση αυτής, απαγόρευσης της κυκλοφορίας και απόσυρσης από την κυκλοφορία αναφέροντας τους λόγους που στηρίζουν αυτή, καθώς επίσης κάθε ακυρωτική δικαστική απόφαση μη έκδοσης ή ανάκλησης άδειας κυκλοφορίας,
(ιβ) να ενημερώνει την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και την Επιτροπή για κάθε ενέργεια που αναφέρεται στην παράγραφο (ια) και η οποία μπορεί να επηρεάσει την προστασία της δημόσιας υγείας σε τρίτες χώρες,
(ιγ) να γνωστοποιεί στην Επιτροπή Φαρμακευτικών Προϊόντων, στην Επιτροπή και στην Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας κάθε ενέργεια που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του άρθρου 14,
(ιδ) να αποτελεί την εθνική αρμόδια αρχή για την τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων του Κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 2016/161,
(ιε) να εκτελεί ό,τι άλλο καθήκον ή αρμοδιότητα του ανατεθεί από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου,
(ιστ) έως την 20ή Μαΐου 2022, να συντάσσει, να κοινοποιεί στην Επιτροπή και να δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων για τα οποία έχουν υποβάλει ή προτίθενται να υποβάλουν αίτηση για υπαγωγή στις παρεκκλίσεις που θεσπίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/642·
(ιζ) να μεριμνά για την επικαιροποίηση και την ανεξάρτητη διαχείριση του καταλόγου που αναφέρεται στην παράγραφο (ιστ), τουλάχιστον ανά εξάμηνο.
Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι το ποια προϊόντα αποτελούν «φαρμακευτικά προϊόντα» τα καθορίζει ο Νόμος και ότι αρμόδιο για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας για φαρμακευτικά προϊόντα είναι το Συμβούλιο Φαρμάκων. Το ζήτημα κατά πόσο τα προϊόντα από κανναβιδιόλη ορθά καθορίστηκαν από το Συμβούλιο Φαρμάκων ως φαρμακευτικά προϊόντα δεν είναι επί του παρόντος και σε αυτό το πλαίσιο που θα εξετασθεί και θα αποφασισθεί. Ό,τι, εν προκειμένω, έχει σημασία είναι το γεγονός ότι το υπό κρίση Ένταλμα βασίστηκε σε απόφαση του Συμβουλίου Φαρμάκων.
Μέσω του 2ου νομικού Λόγου η Αιτήτρια επικαλείται απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων. Ειδικότερα προβάλλεται ότι δεν αποκαλύφθηκε στο Δικαστήριο η «απόφαση» με την οποία, κατ' ισχυρισμό, το Συμβούλιο Φαρμάκων κατατάσσει τα σκευάσματα κανναβιδιόλης στην κατηγορία των φαρμάκων, ιδιαίτερα ενόψει του ότι υπάρχει εν ισχύ νομολογία του ΔΕΕ σύμφωνα με την οποία η νομίμως παραγόμενη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κανναβιδιόλη κατατάσσεται στο ελεύθερο εμπόριο και δεν δύναται να περιοριστεί αφού εμπίπτει εντός των Άρθρων 34 και 36 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
Ούτε η παρουσίαση της ίδιας της απόφασης του Συμβουλίου Φαρμάκων, ούτε και η παραπομπή της Αιτήτριας στα Άρθρα 34 και 36 της ΣΛΕΕ και στην απόφαση του ΔΕΕ Case C-663/18, ημερ. 19/11/2020[3] θα μπορούσε, θεωρώ, να επιλύσει το εγειρόμενο από την Αιτήτρια ζήτημα, ήτοι το κατά πόσο η κανναβιδιόλη αποτελεί ή όχι φαρμακευτικό προϊόν. Εν πάση περιπτώσει, ό,τι διερευνούσε η Αστυνομία στην προκείμενη περίπτωση ήταν αδικήματα που αφορούσαν στην κυκλοφορία εντός της Δημοκρατίας φαρμακευτικών προϊόντων χωρίς άδεια κυκλοφορίας. Αυτά ήταν, μεταξύ άλλων, τα αδικήματα που η Αστυνομία διερευνούσε και τα οποία ουδεμία σχέση είχαν με απαγόρευση εισαγωγής, πώλησης και, γενικότερα, εμπορίας προϊόντων που περιέχουν την πιο πάνω ουσία όταν αυτή έχει παραχθεί σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κ.Κ. για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari, Πολιτική Έφεση Αρ. 277/2021, ημερ. 20/3/2023, ECLI:CY:AD:2023:A96).
Με τον 3ο νομικό Λόγο η Αιτήτρια διατείνεται ότι το υπό κρίση Ένταλμα Έρευνας πάσχει εφόσον τόσο στην αίτηση, όσο και στο Ένταλμα, δεν αναφέρονται τα συγκεκριμένα αντικείμενα τα οποία αναζητούνται, αλλά η αναφορά είναι γενικά και αόριστα σε «προϊόντα που περιέχουν κανναβιδιόλη». Ενώ με τον 4ο νομικό Λόγο προβάλλεται ότι η αυθαίρετη κατάσχεση του συνόλου των εμπορευμάτων του καταστήματος δεν ήταν σε καμία περίπτωση ανάλογη του σκοπού που επιδιώχθηκε.
Είναι, βεβαίως, επιβεβλημένο να υπάρχει στο ένταλμα συγκεκριμένη περιγραφή των πραγμάτων και αντικειμένων τα οποία η Αστυνομία μπορεί να εντοπίσει και να παραλάβει στον υπό έρευνα χώρο, ούτως ώστε να μην παρέχεται «ανεπίτρεπτα ευρεία διακριτική εξουσία» ως προς το τι είναι δυνατό να αναζητηθεί και να παραληφθεί (βλ. ERA CYPRUS LTD και Αντρέα Αντωνίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1051).
Στην υπόθεση Βικτώρια Χρυσάνθου και Πέτρος Χρυσάνθου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 73/2008, ημερ. 5/12/2008, το ένταλμα αναφερόταν σε «τεκμήρια που σχετίζονταν με την πορνεία» και υπό τις περιστάσεις και ενόψει ιδιαίτερα και της φύσης των διερευνόμενων αδικημάτων, η επίδικη περιγραφή θεωρήθηκε επαρκής. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:
«Το ένταλμα προσδιόριζε τα πράγματα, όπως αποφασίστηκε στη Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (πιο πάνω), ότι δηλαδή ήταν «τεκμήρια που σχετίζονται με την πορνεία». Δε νομίζω ότι η λέξη «προσδιορισμός» έχει την έννοια που εισηγήθηκε ο συνήγορος των αιτητών, δηλαδή να κατονομάζονται τα πράγματα στον όρκο ή στο ένταλμα.»
Στην υπό εξέταση περίπτωση τα γεγονότα που κάλυπτε ο Όρκος σαφώς αποκάλυπταν ότι ό,τι αναζητείτο από την Αστυνομία ήταν φαρμακευτικά προϊόντα για τα οποία δεν είχε εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας στη Δημοκρατία, ελεγχόμενα φάρμακα, καθώς και έγγραφα σχετικά με αυτά.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η επίδικη περιγραφή ήτο επαρκής για να προσδιορίσει τα υπό αναζήτηση πράγματα και αντικείμενα.
Όσον δε αφορά τα παράπονα της Αιτήτριας ως προς τον τρόπο που έγινε η έρευνα, αυτά δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, ούτε επηρεάζουν τη νομιμότητα του εντάλματος, αλλά το στάδιο εκτέλεσης του.
Μέσω του 5ου νομικού Λόγου η Αιτήτρια διατείνεται ότι η μη αναγραφή στο ένταλμα της φράσης «να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου και να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο», καθιστά το εκδοθέν Ένταλμα παράνομο και σε αντίθεση με το Άρθρο 27 αφού, όπως υποστηρίχθηκε, επιτρέπει όχι την προσωρινή και περιορισμένη κράτηση αντικειμένου που θα κατασχεθεί μέχρι να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου για περαιτέρω χειρισμό, αλλά την αυθαίρετη και αόριστη κατακράτηση οποιουδήποτε πράγματος δυνατό να κατασχεθεί από τις ανακριτικές αρχές και χωρίς δικαστικό έλεγχο, ως προϋποθέτει το Άρθρο 27.
Έγινε δε παραπομπή στις πρόνοιες του Άρθρου 27(γ)(ι) του Κεφ. 155 το οποίο αναφέρει τα ακόλουθα:
«27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-
(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο.»
Στο επίδικο Ένταλμα αναφέρονται τα εξής:
«. αυτό το ένταλμα σας εξουσιοδοτεί και σας καλεί αμέσως με κατάλληλη βοήθεια και συνοδεία λειτουργών των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας και λειτουργών των Υγειονομικών Υπηρεσιών, να εισέλθετε στο αναφερόμενο κατάστημα "CBD OIL SHOP" που βρίσκεται στην οδό [ ], οποιαδήποτε ώρα και εκεί με επιμέλεια να ερευνήσετε για τα αναφερόμενα πράγματα και αν αυτά ή μέρος αυτών, ευρεθούν κατά την έρευνα, να φέρετε τα πράγματα που θα βρεθούν έτσι .»
Όπως διαπιστώνεται, ελλείπει η φράση «για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο», ως προνοείται στο Άρθρο 27. Το στοιχείο, όμως, αυτό δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας του εντάλματος. Δεδομένου ότι με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 27 τα κατασχεθέντα αντικείμενα πρέπει να τύχουν μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο, η παράλειψη αναγραφής αυτής της φράσης στο ίδιο το ένταλμα δεν αφαιρεί οτιδήποτε από τη νομική αυτή υποχρέωση. Ο τρόπος χειρισμού των κατασχεθέντων μετά από έρευνα αντικειμένων προνοείται στο Άρθρο 32 του Κεφ. 155[4].
Υπό το φως όσων πιο πάνω έχουν εκτεθεί, δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση προς τεκμηρίωση της αξίωσης για παροχή άδειας.
Ως εκ τούτου, η Αίτηση απορρίπτεται.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] Δέστε το Άρθρο 27 του Κεφ. 155.
[2] Δέστε Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακαλλή (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282.
[3] Στην υπόθεση του ΔΕΕ Case C-663/18, ημερ. 19/11/2020 λέχθηκε - στο πλαίσιο προδικαστικού ερωτήματος - ότι η απαγόρευση εμπορίας της νομίμως παραγόμενης σε άλλο κράτος μέλος CBD όταν αυτό εκχυλίζεται από το σύνολο του φυτού cannabis sativa και όχι μόνον από τις ίνες και τους σπόρους του, συνιστά μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς κατά την έννοια του Άρθρου 34 της ΣΛΕΕ το οποίο διασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων σε ολόκληρη την αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σχετική είναι η παράγραφος 82 της Απόφασης όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
"In the case at hand, it is not disputed that the prohibition on marketing CBD lawfully produced in another Member State - when it is extracted from the Cannabis sativa plant in its entirety and not solely from its fibre and seeds - constitutes a measure having equivalent effect to quantitative restrictions within the meaning of Article 34 TFEU".
(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
[4] 32.-(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.
(2) Όταν οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας και προσκομίστηκε ενώπιον Δικαστή υπόκειται σε φθορά ή είναι επιβλαβές, το πράγμα αυτό δύναται αμέσως να διατεθεί με τέτοιο τρόπο όπως ο Δικαστής ήθελε ορίσει.
(3) Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, τότε εκτός αν εξουσιοδοτείται ή υποχρεώνεται από αυτόν ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο να διαθέσει αυτό διαφορετικά, διατάσσει-
(α) όπως το πράγμα ή οποιοδήποτε μέρος του επιστραφεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστή ότι έχει δικαίωμα σε αυτό και, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ο κατηγορούμενος, όπως επιστραφεί στον ίδιο ή σε τέτοιο άλλο πρόσωπο ως ο κατηγορούμενος ήθελε ορίσει ή
(β) όπως το πράγμα αυτό, αν ανήκει στον κατηγορούμενο, ή μέρος αυτού, χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή οποιωνδήποτε εξόδων ή αποζημιώσεων τα οποία ο κατηγορούμενος διατάχτηκε να πληρώσει.