ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KAKOULLOU AND ANOTHER ν. KAKOULLI (1985) 1 CLR 355
Αγγελίδης & Φιλίππου ν. Κολοκασίδης Εστεϊτς (1991) 1 ΑΑΔ 327
Παπακόκκινου Βερεγγάρια και Άλλη ν. Αγγελικής Σμυρλή και Άλλου (2001) 1 ΑΑΔ 1653
Γρηγορίου Παυλίνα ν. Νικόλα Γαβριήλ Γρηγορίου και Άλλων (2011) 1 ΑΑΔ 2263
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:A251
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 336/2014)
13 Ιουλίου, 2023
[Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΜΑΡΙΝΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ,
2. ΜΥΡΙΕΛ ΠΑΝΑΓΙΔΗ,
Εφεσείουσες,
v.
ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητης.
---------------------
Λ. Λυσάνδρου για Λυσάνδρου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τις εφεσείουσες.
Α. Λοϊζίδης, για την εφεσίβλητη.
-------------
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Σωκράτους, Δ.
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Η κρινόμενη έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 15.9.2014 δοθείσα στην αγωγή αρ. 3262Α/09, δυνάμει της οποίας εξέδωσε τα κάτωθι διατάγματα (παρατίθενται αυτολεξεί), όπως αυτά αξιώνοντο με την Έκθεση Απαίτησης της εφεσίβλητης:
«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει τις Εναγόμενες 1 και 2 όπως επιτρέπουν στην Ενάγουσα και ή εξαρτώμενους της να εισέρχονται ελεύθερα, να κατέχουν και χρησιμοποιούν, καρπούνται και απολαμβάνουν την ισόγεια κατοικία μαζί με τα εξωτερικά κτίρια (βοηθητική κατοικία) που ευρίσκονται στην οδό Γ. Φ. [ ] Ενορία Άγιος Νεκτάριος στη Λεμεσό της Επαρχίας Λεμεσού και καλύπτονται με αριθμό εγγραφής 1/48730 Φ/Σχ.54/500504 τεμάχιο [ ], τμήμα 1 εκτάσεως 259 τετραγωνικών μέτρων.
Β. Διάταγμα του δικαστηρίου που να απαγορεύει στις Εναγόμενες 1 και 2 από του να παρεμποδίζουν την Ενάγουσα να μεταφέρει εντός της ισόγειας κατοικίας και εξωτερικά κτίρια (βοηθητική κατοικία) έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές και/ή άλλου είδους οικιακό εξοπλισμό αναγκαίο δια τη διαμονή και διατροφή της ίδιας και ή εξαρτώμενων της.
Γ. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την Εναγόμενη 1 όπως παραχωρήσει κλειδί εισόδου της ισόγειας κατοικίας και εξωτερικών κτιρίων (βοηθητικής κατοικίας) στην Ενάγουσα.»
Εξέδωσε επίσης απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης (ενάγουσας) για το ποσό των €100,00 ως ονομαστικές αποζημιώσεις.
Με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επί τω ότι λανθασμένα κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείουσες παράνομα αποστερούν από την εφεσίβλητη την κατοικία της (1ος λόγος), πως θα έπρεπε να είχε απορρίψει την αγωγή με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και τα γεγονότα (2ος λόγος), ότι κατ' εσφαλμένο τρόπο κατέληξε στο εύρημα ότι οι εφεσείουσες απέτυχαν να αποδείξουν ότι νόμιμα αποστερούν από την εφεσίβλητη την χρήση και κατοχή της επίδικης κατοικίας (3ος λόγος) και πως τέλος λανθασμένα επεδίκασε ονομαστικές αποζημιώσεις, δεδομένου ότι δεν δικογραφείται τέτοια απαίτηση (4ος λόγος).
Ο τελευταίος αυτός λόγος δεν αναπτύχθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειουσών και συνεπώς θεωρείται εγκαταλειφθείς και ως τέτοιος δεν μπορεί να τύχει εξέτασης και απορρίπτεται (Μαυρομούστακου ν. Συμβουλίου Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων κ.α., (2003) 3 ΑΑΔ 152, Α. Ανδρέου κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 393/14, ημερ. 27.6.2023).
Προτού γίνει εξέταση των λόγων έφεσης προέχει παράθεση των αποδεκτών και αδιαμφισβήτητων γεγονότων, ως αυτά προκύπτουν από την πρωτόδικη απόφαση, για καλύτερη παρακολούθηση των όσων ακολουθούν.
Ο Τάσος Ηροδότου, πατέρας της εφεσείουσας 1 και πρώην σύζυγος της Εφεσείουσας 2, ήταν ιδιοκτήτης μιας κατοικίας η οποία περιλαμβάνει και βοηθητικά κτίρια (βοηθητική κατοικία) στην οδό Γ. Φ., στον Άγιο Νεκτάριο Λεμεσού. Ζούσε εκεί μαζί με την πρώην σύζυγο του (Εφεσείουσα 2) και τη θυγατέρα τους μέχρι το έτος 1995 - 1996, οπότε και χώρισαν. Το 1996 μεταβίβασε στη θυγατέρα του, Εφεσείουσα 1, το ½ της εν λόγω κατοικίας. Το 1997 υπέγραψε συμφωνία (Τεκμήριο 8) με την πρώην σύζυγο του όπου, μεταξύ άλλων, (α) της παραχώρησε το δικαίωμα ενοικίασης της βοηθητικής κατοικίας και τη διαχείριση των εσόδων από την ενοικίαση αυτή, (β) της παραχώρησε το δικαίωμα να κατέχει και χρησιμοποιεί μαζί με την ανήλικη, τότε, Εφεσείουσα 1 την επίδικη κατοικία και (γ) οι προαναφερόμενες παραχωρήσεις θα είχαν ισχύ για όλη τη ζωή της Εφεσείουσας 2 εκτός αν, όταν η Εφεσείουσα 1 γινόταν 18 ετών, αφαιρούσε τα δικαιώματα αυτά.
Ο Τάσος Ηροδότου ακολούθως νυμφεύθηκε την εφεσίβλητη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Το 2003 ο Τάσος Ηροδότου μεταβίβασε στην Εφεσίβλητη το υπόλοιπο ½ μερίδιο, το οποίο είχε επί της επίδικης κατοικίας, ως εκ τούτου η Εφεσίβλητη κατέστη έκτοτε συνιδιοκτήτρια της επίδικης κατοικίας με την Εφεσείουσα 1. Τόσο η τελευταία όσο και η μητέρα της - Εφεσείουσα 2, συνεχίζουν να διαμένουν στην επίδικη κατοικία μέχρι σήμερα. Η Εφεσίβλητη ζήτησε από τις Εφεσείουσες να της επιτρέψουν να χρησιμοποιεί και αυτή την επίδικη κατοικία, ωστόσο της αρνήθηκαν. Στάληκε δε και επιστολή (Τεκμήριο 5) στις 13.10.2005 δια δικηγόρου, ωστόσο οι Εφεσείουσες δεν επιτρέπουν στην Εφεσίβλητη να έχει χρήση πλην των βοηθητικών κτιρίων - αποθήκης, με το δικαιολογητικό ότι στην κατοικία ζουν αυτές νόμιμα και στη βάση του Τεκμηρίου 8. Στην επίδικη κατοικία, η οποία είναι κτίσμα του 1960, έγιναν περί το 1995 - 1996 αλλά και μετά την αποχώρηση του Τάσου Ηροδότου, ανακαινίσεις στην κουζίνα, πάτωμα, πορτοπαράθυρα και αλλού για να είναι αυτή σε κατοικήσιμη κατάσταση, με έξοδα των Εφεσειουσών 1 και 2.
Οι εναπομείναντες τρεις λόγοι έφεσης ως επάλληλοι και αλληλοκαλυπτόμενοι εξετάζονται μαζί.
Η «δυσκολία» και το ιδιόμορφο της παρούσας υπόθεσης εστιάζεται στο γεγονός της υπάρχουσας στενής οικογενειακής σχέσης μεταξύ των διαδίκων, η οποία αντί να αμβλύνει, αντιθέτως, δημιουργεί περαιτέρω όξυνση στις σχέσεις τους. Η ιδιομορφία αυτή, οδήγησε τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο, όσο και το Εφετείο, να προτείνει κάποιες λύσεις ώστε να δοθεί μια όσο το δυνατόν ανώδυνη και επωφελής για τους διαδίκους λύση - με δεδομένο πως η απόφαση επί της δικαστικής διαμάχης δεν επιλύει πάντοτε τελεσίδικα και εν τη πράξη τη διαφορά - πλην όμως δυστυχώς δεν έγινε κατορθωτό.
Νομική βάση της απαίτησης της εφεσίβλητης αποτέλεσε το αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία, Άρθρο 43 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, η οποία «συνίσταται σε παράνομη είσοδο ή σε παράνομη πρόκληση ζημίας ή σε παράνομη παρέμβαση στην ιδιοκτησία αυτή από οποιονδήποτε πρόσωπο». Όπως δε έχει νομολογηθεί, το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι αγώγιμο per se, και όπου δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ζημίας, μπορεί να επιδικαστούν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις (Andrian Holdings Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1998) 1 ΑΑΔ 1836). Για τούτο στην κρινόμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν ικανή η μαρτυρία του εκτιμητή της εφεσίβλητης για την απόδειξη της ενοικιαστικής αξίας του ακινήτου, ώστε να επιδικάσει ουσιαστικές αποζημιώσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο ορθά από τη νομολογία υπέμνησε πως το βάρος απόδειξης της ισχυριζόμενης επέμβασης το φέρει η εφεσίβλητη, ωστόσο αυτό μετατίθεται στις εφεσείουσες το βάρος να αποδείξουν ότι η επέμβαση δεν είναι παράνομη, όπως αυτό προβλέπεται στο Άρθρο 43(2) του Κεφ. 148 (βλ. Β. Παπακόκκινου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653). Όπου δε αποδεικνύεται παράνομη επέμβαση, δικαιωματικά εκδίδεται διάταγμα για άρση της, ούτως ώστε να τερματιστεί η παρανομία και να αποκλειστεί η συνέχιση της στο μέλλον (Αγγελίδης ν. Φιλίππου και Κολοκασίδης Estates Ltd (1991) 1 AAΔ 327).
Ο συνήγορος των εφεσειουσών εστίασε την επιχειρηματολογία του ιδιαίτερα στο γεγονός της συνιδιοκτησίας της κατοικίας, της εξαρχής διαμονής τους εκεί και του δικαιώματος το οποίο είχε παραχωρήσει ο Τ. Ηροδότου στην εφεσείουσα 2 να διαμένει εκεί, για να εισηγηθεί ότι αυτές ήταν περιστάσεις που δεν επέτρεπαν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Εισηγήθηκε επίσης πως οι αυθεντίες τις οποίες επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεπαν την κατάληξη στο συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 29, το οποίο πραγματεύεται ως ακολούθως, στην παρ. 726, το ζήτημα της παράνομης επέμβασης σε περίπτωση συνιδιοκτησίας:
«Possession of co-owners. Where two or more persons are concurrent owners of the same property each ordinarily has both the possession and the right to possession of the whole contemporaneously with the others. Hence one of two co-owners cannot ordinarily maintain an action against the other for the common chattel while it is in the other's possession.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Κατοχή συνιδιοκτητών: Όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα είναι ταυτόχρονοι ιδιοκτήτες του ιδίου αντικειμένου το κάθε ένα από αυτά τα πρόσωπα έχει συνήθως τόσο την κατοχή και το δικαίωμα κατοχής ολοκλήρου του αντικειμένου ταυτόχρονα με τα άλλα πρόσωπα. Κατά συνέπεια ο ένας από τους δύο συνιδιοκτήτες δε νομιμοποιείται να εγείρει ή υποστηρίξει αγωγή εναντίον του άλλου σε σχέση με το κοινό αντικείμενο ενώ βρίσκεται στην κατοχή του άλλου.»
Ανέφερε περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο πως η πιο πάνω παράγραφος συνοδεύεται με την ακόλουθη σημείωση:
«Harper v. Godsell (1870), L.R. 5, Q.B. 422, at p. 428, per Blackburn, J.; Littleton's Tenures, s. 323. According to Littleton (see Littleton's Tenures, s.323), if one co-owner is dispossessed by the other he has no remedy but by self-help.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Harper v. Godsell (1870), L.R. 5, Q.B. 422, στη σελ. 428, απόφαση του Δικαστή Blackburn, Littleton's Tenures, αρ. 323. Σύμφωνα με τον Littleton (βλ. Littleton's Tenures, αρ. 323), αν ένας συνιδιοκτήτης στερηθεί της κατοχής από τον άλλο δεν έχει θεραπεία εκτός από την αυτοβοήθεια.»
Επικαλέστηκε επίσης τις παραγράφους 1238 και 1303 των Halsbury's (πιο πάνω), Τόμος 38, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Co-owner. On co-owner of goods may not sue another co-owner in trespass, unless the latter has ousted the former or destroyed the common property without his consent."
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Ένας συνιδιοκτήτης αντικειμένου δεν δύναται να εναγάγει άλλον συνιδιοκτήτη για παράνομη επέμβαση εκτός εάν ο τελευταίος έχει εκδιώξει τον πρώτο ή καταστρέψει την κοινή ιδιοκτησία χωρίς την συγκατάθεσή του.»
Είναι σαφές πως με βάση τις ανωτέρω περικοπές αντλείται το συμπέρασμα ότι δεν είναι ευχερής η έγερση αγωγής από συνιδιοκτήτη για παράνομη επέμβαση εναντίον άλλου συνιδιοκτήτη του, εκτός εάν έχει εκδιωχθεί από την περιουσία του.
Στην κρινόμενη περίπτωση, οι εφεσείουσες διέμεναν και κατείχαν μόνιμα και νόμιμα την κατοικία από το 1996 και δεν υπήρξε, ούτε καταλογίσθηκε εις βάρος τους πράξη η οποία να συνιστά είτε παράνομη είσοδο, είτε πρόκληση ζημίας στην περιουσία.
Πλην όμως παραμένει ως γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι οι εφεσείουσες αρνούνται την παραχώρηση των δικαιωμάτων που η Εφεσίβλητη διατηρεί ως συνιδιοκτήτρια της κατοικίας και παρεμποδίζουν την κατοχή της. Επί τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε την υπόθεση Nyburg v. Handelaar (1892) L.J. Q.B., Tόμος 61, σελ. 709, όπου αναφέρθηκε στη σελ. 711 ότι:
«A joint-owner, or a tenant in common, cannot maintain the action against his co-owner unless his co-owner has done something to exclude him from the exercise of his rights in relation to the goods.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Ένας συνιδιοκτήτης ή ενοικιαστής από κοινού δεν μπορεί να εγείρει ή υποστηρίξει αγωγή εναντίον του συνιδιοκτήτη του εκτός αν ο τελευταίος έχει κάμει κάτι που τον αποκλείει από του να ασκεί τα δικαιώματα του σε σχέση με τα αντικείμενα.»
Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην Κakoullou and another v. Kakoulli (1985) 1 CLR 355 και αποφασίστηκε πως ο συνιδιοκτήτης μπορεί να ενάγει τον άλλο συνιδιοκτήτη για παράνομη επέμβαση, αν πράγματι έχει εκδιωχθεί ή έχει αποστερηθεί της περιουσίας του. Η εν λόγω διατύπωση είναι απόλυτα ταυτισμένη με την παρ. 1328 του συγγράμματος των Clerk & Lindsell on Torts, 14η έκδοση, παρ. 1328, απ' όπου διαβάζουμε:
«Co-owners. One co-owner of land can only bring an action of trespass against the other, if he has been actually ousted or dispossessed of the Land. Each co-owner is entitled to possession of the whole land, so that if one turns the other off the land or part of it, it is a trespass.»
Στην απόφαση Bull v. Bull (1955) 1 All E.R. 253, την οποία υιοθετεί η Kakoulli (ανωτέρω) αναφέρεται:
«There is plenty of authority about the rights of legal owners in common. Each of them is entitled to the possession of the land and to the use and enjoyment of it in a proper manner. Neither can turn out the other; but if one of them should take more than his proper share the injured party can bring an action for an account. If one of them should go so far as to oust the other he is guilty of a trespass. Such being the rights of legal tenants in common, I think that the rights of equitable owners in common are the same, save only for such differences as are necessarily consequent on the interest being equitable and not legal.»
Στη βάση των ανωτέρω αρχών κρίθηκε στην Kakoulli (ανωτέρω) ότι ο εναγόμενος/εφεσείων, ο οποίος έδιωξε από την οικία τον Εφεσίβλητο και τον εμπόδιζε να κατοικεί σε αυτή, κρίθηκε επεμβασίας.
Στην ίδια απόφαση Kakoulli το Εφετείο υπογράμμισε, αφού αναφέρθηκε στην In the Case of Good Title v. Tombs, 3 Wills 118 πως ο ενάγων, εκδιωχθείς συνιδιοκτήτης, ειδικαιούτο, όπως ήταν η απαίτηση του, σε θεραπεία αποζημιώσεως αποτιμούμενη στην ενοικιαστική αξία της κατοικίας.
Στην κρινόμενη περίπτωση η Εφεσίβλητη αξίωνε πέραν των αποζημιώσεων με βάση την ενοικιαστική αξία του ακινήτου και την απόκτηση της κατοχής του ακινήτου, όπως της αναγνωρίζεται το δικαίωμα αυτό από την προαναφερθείσα νομολογία.
Αντίθετη άποψη θα στερούσε από συνιδιοκτήτη την απόλαυση της περιουσίας του και του συνταγματικά κατοχυρωμένου διά του Άρθρου 23 του Συντάγματος δικαιώματος του για απόλαυση της ιδιοκτησίας του.
Με απόλυτα ορθό τρόπο κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντιμετώπισε τις ανωτέρω αιτιάσεις των εφεσειουσών, αποφασίζοντας αφενός πως ουδέποτε η εφεσίβλητη αποφάσισε να περιορίσει το δικαίωμα επί της ιδιοκτησίας της και ούτε παραχώρησε με συμφωνία την κατοχή της επίδικης κατοικίας σε οποιαδήποτε από τις εφεσείουσες.
Αναφορικά με το συμφωνητικό έγγραφο (Τεκμ. 8) το οποίο ο Τ. Ηροδότου υπέγραψε με την εφεσείουσα 2, έκρινε επίσης ορθά πως «.δεν είναι δυνατό να δεσμεύει την Ενάγουσα, έστω και αν αυτή απόκτησε μεταγενέστερα την ιδιοκτησία. Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας υπερέχει της κατοχής, εκτός αν η τελευταία είχε αποκτηθεί με τέτοιο τρόπο που θα λειτουργούσε ως προνόμιο ή δικαίωμα σε βάρος του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Τέτοια θα ήταν η περίπτωση αν η Ενάγουσα παραχωρούσε κατοχή προς τις Εναγόμενες με καταχώριση στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου που ανήκει το ακίνητο (βλέπε άρθρα 4 και 11(α) του Κεφ. 224).»
Ορθό και μη αμφισβητηθέν ήταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη δεν εγνώριζε για την ύπαρξη του Τεκμ. 8 και το παραχωρηθέν στην Εφεσείουσα 2 δικαίωμα διαμονής της στην επίδικη κατοικία και ούτε σε οποιοδήποτε στάδιο η Εφεσίβλητη αποποιήθηκε του δικαιώματος, να κατέχει την κατοικία, της οποίας είναι συνιδιοκτήτρια.
Η απόφαση Παυλίνα Γρηγορίου ν. Γρηγόρη Γρηγορίου κ.α. (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 2263, την οποία επικαλείται ο συνήγορος των εφεσειουσών ως υποστηρικτική των δικαιωμάτων των εφεσειουσών, σχολιάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο (αφού και πρωτόδικα έγινε επίκληση της) και επίσης ορθά κρίθηκε ότι διαφοροποιείται από τα γεγονότα της επίδικης περίπτωσης, αφού εδώ η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα συνιδιοκτησίας και όχι ένα αόριστο δικαίωμα ή μερίδιο κληρονομιάς και στην Γρηγορίου βάσει της αγωγής ήταν η ανάκληση άδειας χρήσεως, ενώ στην επίδικη η εφεσίβλητη ουδέποτε παραχώρησε άδεια χρήσης στις εφεσείουσες, αλλά αντίθετα από την πρώτη στιγμή που κατέστη συνιδιοκτήτρια αξίωσε τα δικαιώματα της κατοχής και χρήσης της επίδικης κατοικίας. Την οποία οι εφεσείουσες αρνούνται να αποδώσουν, αρνούνται να καταβάλουν ενοίκιο, αποστερώντας από την εφεσίβλητη την απόλαυση και όφελος από την ακίνητη ιδιοκτησία της.
Συνακόλουθα: Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €2.200 πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειουσών.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/φκ