ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A207
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε43/2016)
14 Ιουνίου 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΣΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείοντας/Καθ΄ου η Αίτηση,
ν.
ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας.
____________________
Σ. Σωκράτους (κα) με Σ. Δουραχίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Γ. Χατζηϊωάννου για Χάρης Καλογήρου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με τέσσερις λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με την οποία διατάχθηκε η πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό ενός χωραφιού ιδιοκτησίας του, όπως κρίθηκε, και όπως το προϊόν της πώλησης, μετά την ικανοποίηση οποιωνδήποτε προγενεστέρων επιβαρύνσεων, χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους του προς την Εφεσίβλητη, που ήταν για ποσό €2.800, πλέον τόκους και έξοδα, μείον ποσό €120 που καταβλήθηκε έναντι.
Όλοι οι λόγοι έφεσης αναφέρονται σε ελλείψεις στην αίτηση για την πώληση όπως αυτή είχε καταχωριστεί, ζητήματα που είχαν εγερθεί και πρωτοδίκως, χωρίς όμως να οδηγήσουν στην απόρριψη της αίτησης, όπως ήταν η εισήγηση του Εφεσείοντα.
Και τούτο, παραπονείται ο Εφεσείων, παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναγνωρίσει ότι στο Μέρος V του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6 και στη Διαταγή 42 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που διέπουν την εκτέλεση δικαστικής απόφασης με την πώληση ακινήτου, και καθορίζουν τις προϋποθέσεις, χρησιμοποιείται η λέξη «πρέπει» («shall») που ερμηνεύεται ως αποδίδουσα επιτακτικό χαρακτήρα ως προς την τήρηση τους. Άλλωστε το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι για να εκδοθεί διάταγμα πώλησης ακινήτου θα έπρεπε να τηρούνταν σωρευτικά οι σχετικές προϋποθέσεις, τις οποίες και απαρίθμησε στην προσβαλλόμενη απόφαση του. Παρέπεμψε μάλιστα και στην Αρέστη ν. Ερμογένους (Κοκόνα) (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1844, που συνιστά τη βάση της επιχειρηματολογίας του Εφεσείοντα.
Είναι γεγονός ότι ο λόγος έφεσης 1 είναι γενικός, όπως παρατηρεί η Εφεσίβλητη, και ούτε στην αιτιολογία του εξειδικεύονται οι ελλείψεις στην αίτηση τις οποίες επικαλείται ο Εφεσείων. Στο δε περίγραμμα αγόρευσης της δικηγόρου του, που υιοθετήθηκε κατά τη συζήτηση της έφεσης, μεταφέρεται μέρος του κειμένου της αιτιολογίας, χωρίς αναφορά, ούτε εδώ, σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Συνεπώς, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται χωρίς άλλο.
Ο λόγος έφεσης 2 αφορά στο γεγονός ότι δεν είχε επισυναφθεί στην αίτηση πιστοποιητικό του Κτηματολογίου που να δείχνει ότι το ακίνητο που ζητείτο να πωληθεί ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα του Εφεσείοντα, κάτι που ο τελευταίος δεν είχε παραδεχτεί. Και ο λόγος έφεσης 3 ότι δεν είχε επισυναφθεί στην αίτηση εκτίμηση του ακινήτου που ζητείτο να πωληθεί και που να αναφέρει την έκταση που θα έπρεπε να πωληθεί. Τέλος, με το λόγο έφεσης 4 αναφέρεται ότι δεν επισυνάφθηκαν στην αίτηση αποδείξεις για τα κονδύλια και τις δαπάνες σχετικά με την πώληση.
Αναφορικά με το πιστοποιητικό του Κτηματολογίου, που να δείχνει ότι το ακίνητο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι στην αίτηση αναφερόταν το ακίνητο και τα κτηματικά του στοιχεία ως επίσης ότι ανήκε στον Εφεσείοντα και ότι ο τελευταίος μέσα από την ένσταση του δεν αρνήθηκε ότι είναι ο ιδιοκτήτης του. Περαιτέρω, σημείωσε ότι σε επιστολή του Κτηματολογίου που καταχωρίστηκε στο φάκελο του Δικαστηρίου, επισυναπτόταν έκθεση με λεπτομέρειες του ακινήτου, που περιελάμβανε αναφορά ότι ο Εφεσείων ήταν ο ιδιοκτήτης του. Αυτό είχε γίνει μετά την καταχώριση της αίτησης και την επίδοση της στο Κτηματολόγιο. Σημείωσε περαιτέρω ότι ο Εφεσείων δεν είχε αμφισβητήσει το περιεχόμενο της έκθεσης.
Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη δική του αντιμετώπιση δεν είναι ορθές. Δεν παραδέχτηκε ότι το προς πώληση ακίνητο του ανήκε και δεν ήταν δυνατό να αμφισβητήσει την έκθεση, εφόσον γνώση για την ύπαρξη της έλαβε για πρώτη φορά με την προσβαλλόμενη απόφαση.
Σε σχέση με το γεγονός ότι δεν είχε επισυναφθεί στην αίτηση εκτίμηση του ακινήτου και δεν αναφερόταν η έκταση του ακινήτου που θα έπρεπε να πωληθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση αναφερόταν ότι η αξία του ακινήτου υπολογιζόταν γύρω στις €25.000. Ανέφερε ακόμα ότι η παρουσίαση εκτίμησης δεν συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση σύμφωνα με το Νόμο ή τους Θεσμούς και ότι τέτοιο ζήτημα δεν εγειρόταν με την ένσταση και δεν μπορούσε να εξεταστεί. Σε σχέση δε με την έκταση που θα έπρεπε να πωληθεί παρέπεμψε και πάλι στο περιεχόμενο της έκθεσης του Κτηματολογίου όπου αναφερόταν ότι η συνολική έκταση του ακινήτου ήταν 7.191 τ.μ. και στην αίτηση όπου αναφερόταν ότι ζητείτο να πωληθεί το όλο.
Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι ο μη καθορισμός μικρότερης έκτασης που θα έπρεπε να πωληθεί, θα του επέφερε ανεπανόρθωτη οικονομική ζημιά, αφού η αξία του όλου ήταν πολύ μεγαλύτερη από το εξ αποφάσεως χρέος.
Σε σχέση με τις αποδείξεις για τα κονδύλια και τις δαπάνες σχετικά με την πώληση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως ό,τι διεκδικείτο να εισπραχθεί μέσα από την πώληση ήταν τα ποσά όπως περιγράφονταν στη δικαστική απόφαση και τίποτα περισσότερο, με αποτέλεσμα να μην απαιτείτο να επισυναφθεί οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο.
Το περιεχόμενο μιας αίτησης για πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας καθορίζεται από τις πρόνοιες της Δ.42 των Θεσμών. Προβλέπεται ότι:
«1. Every application under Part 5 of the Civil Procedure Law, Cap. 7, for the sale of immovable property shall be by summons and set out the property sought to be sold, giving the registration number, the locality, the kind of property, and its extent; it shall also set out the items making up the amount sought to be recovered, and shall have attached thereto the receipts or other evidence in support of any items for disbursements. There shall also be attached to the application an office copy of the judgment or order sought to be executed and the Land Registry Office certificates showing that the property sought to be sold stands registered in the debtor's name.
2. The application shall be supported by affidavit verifying the sum stated to be still due under the judgment or order and all sums claimed as expenses incidental to the execution thereof; the affidavit shall set forth in detail the number of the debtor's family, the house accommodation left, and (where necessary) the land to be exempted as requisite for the support of the debtor and his family, and shall also state that to the best of the applicant's belief sufficient provision is made for the needs of the debtor and his family in these respects».
Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι οι πιο πάνω προϋποθέσεις ως προς το περιεχόμενο της αίτησης για την πώληση και τα έγγραφα που θα πρέπει να επισυνάπτονται, αφορούν στην καταχώριση και όχι στην ικανοποίηση, μέσα από την ακρόαση της αίτησης, των όσων πρέπει να αποδειχτούν. Και κατά πόσο η αίτηση έχει το περιεχόμενο και σε αυτή επισυνάπτονται τα έγγραφα που αναφέρεται ότι πρέπει να επισυνάπτονται, δεν μπορεί να εξαρτάται από το περιεχόμενο τυχόν ένστασης που θα καταχωριστεί.
Ωστόσο, ο Εφεσείων παρέπεμψε στην Αρέστη και όχι μόνο δεν μας ζήτησε να αποστούμε από το λόγο της, αλλά βάσισε σε αυτή την επιχειρηματολογία του. Μέσα από την Αρέστη αναδύεται μια όχι απόλυτα αυστηρή ερμηνεία της Δ.42 των Θεσμών. Και στην Αρέστη δεν είχε επισυναφθεί πιστοποιητικό ιδιοκτησίας (και αντίγραφο της απόφασης) γεγονός που είχε επισημανθεί από την εφεσίβλητη - καθ' ης η αίτηση και το Εφετείο προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο η τελευταία είχε παραδεχτεί τους σχετικούς ισχυρισμούς στην ένσταση της. Αυτή η διεργασία θα ήταν αχρείαστη εάν η προσέγγιση του Εφετείου ήταν ότι η τήρηση των προϋποθέσεων της Δ.42, εξετάζεται ανεξάρτητα από τους λόγους ένστασης και το περιεχόμενο της υποστηρικτικής της ένστασης ένορκης δήλωσης. Εάν δηλαδή η παράλειψη να επισυναφθεί πιστοποιητικό ιδιοκτησίας του προς πώληση ακινήτου στην αίτηση την καθιστούσε χωρίς άλλο απορριπτέα. Στην Αρέστη, εξετάστηκε και ζήτημα σε σχέση με την εφαρμογή της Δ.64 των Θεσμών. Αναφέρθηκε ότι ο εφεσείων, ο οποίος ευθυνόταν για την παρατυπία, δεν είχε λάβει οποιοδήποτε μέτρο για να την θεραπεύσει.
Διαπιστώνουμε ότι ο Εφεσείων είχε με την ένσταση του εγείρει, με ξεχωριστό λόγο ένστασης, ζήτημα ότι δεν είχε συμπεριληφθεί στην αίτηση πιστοποιητικό του Κτηματολογίου που να δείχνει ότι το ακίνητο που ζητείτο να πωληθεί ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα του, στη δε ένορκη του δήλωση που υποστήριζε την ένσταση, επαναλάμβανε το λόγο ένστασης. Ωστόσο, για ένα τόσο απλό ζήτημα, που αναμφίβολα ήταν στο πεδίο της γνώσης του, κατά πόσο δηλαδή ο ίδιος ήταν ο ιδιοκτήτης του προς πώληση ακινήτου, δεν υπάρχει ρητή άρνηση, απλά, τεχνηέντως, απέφυγε να το παραδεχτεί. Ό,τι αναφερόταν στην ένορκη του δήλωση ήταν ότι «αρνούμαι τόσο το περιεχόμενο της αιτήσεως όσο και τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην Ένορκη Δήλωση, στο σύνολο της και καθένα ξεχωριστά εκτός όπου ρητά παραδέχομαι οιονδήποτε ισχυρισμό».
Η πρόνοια της Δ.42(1) των Θεσμών για να επισυνάπτεται πιστοποιητικό ιδιοκτησίας του ακινήτου του οποίου ζητείται η πώληση, στοχεύει να διασφαλίσει ότι δεν θα διαταχθεί η πώληση ακινήτου που δεν ανήκει στον εξ αποφάσεως οφειλέτη. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου ο τελευταίος παραλείπει να εμφανιστεί στη διαδικασία της αίτησης για την πώληση. Όταν όμως, όπως εδώ έγινε, ο Εφεσείων απλά, τεχνηέντως, απέφυγε να παραδεχτεί ότι ήταν ο ιδιοκτήτης και στο φάκελο του Δικαστηρίου είχε καταχωριστεί σχετική επιστολή του Κτηματολογίου στην οποία επισυναπτόταν έκθεση με λεπτομέρειες του ακινήτου, που περιελάμβανε αναφορά ότι ο Εφεσείων ήταν ο ιδιοκτήτης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ενήργησε στη βάση ότι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ακινήτου ήταν ο Εφεσείων και δεν επέτρεψε τη διακωμώδηση της ενώπιον του διαδικασίας. Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Σε σχέση με τα ζητήματα που εγείρονται με τους λόγους έφεσης 3 και 4, υιοθετούμε την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αισθανόμενοι ότι δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο. Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 επίσης απορρίπτονται.
Απλά να υπενθυμίσουμε την υπόμνηση στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Κωνσταντίνου (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1034, 1038, ότι:
«Η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων είναι στοιχείο που συνάπτεται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας. Η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα της. Διαφορετικά δημιουργείται δυσπιστία για την αποστολή της με ανάλογες διαβρωτικές επιπτώσεις. Με αυτά θέλουμε να τονίσουμε ότι τα προβλεπόμενα από το νόμο μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης δεν πρέπει να καταντούν ατελέσφορα, εκτός στις απόλυτα δικαιολογημένες περιπτώσεις».
Η έφεση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της έφεσης €1.500 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
X. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.