ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:A216
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E23/2016)
22 Ιουνίου, 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΥΛΒΑΝΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσίβλητη
_________________________
Μ. Χριστοφόρου για Πελαγίας, Χριστοδούλου, Βράχας ΔΕΠΕ, για την
Εφεσείουσα.
Κλ. Πολυβίου (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα στο παρελθόν φέρεται να διατηρούσε λογαριασμούς στην πρώην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής «Λαϊκή Τράπεζα»). Είναι η θέση της πως λίγο πριν η Λαϊκή Τράπεζα τεθεί υπό καθεστώς εξυγίανσης, είχε δώσει στις 14.3.2013 ως καταθέτρια χρημάτων, εντολή στην εν λόγω τράπεζα για να μεταφέρει το πιστωτικό υπόλοιπο ύψους €2.091.177,81 που υπήρχε σε συγκεκριμένο λογαριασμό της, σε άλλο λογαριασμό που διατηρούσε στην Ελληνική Τράπεζα.
Είναι περαιτέρω η θέση της πως η εν λόγω εντολή ουδέποτε εκτελέστηκε. Η κατ' ισχυρισμόν άρνηση και/ή παράλειψη της Λαϊκής Τράπεζας, με την οποία είχε συμβληθεί, να εκτελέσει την εν λόγω εντολή, συνιστά κατά την Εφεσείουσα παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά η οποία είχε ως αποτέλεσμα, ως η ίδια αναφέρει, «να μπλοκαριστεί ο λογαριασμός μου ένεκα των μετέπειτα διαταγμάτων και νομοθεσίας (του Νόμου περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων, Ν. 17(Ι)/13) με αποτέλεσμα να είναι ορατός ο κίνδυνος να απωλέσω το αιτούμενο ποσό».
Συνεπεία της πιο πάνω κατ΄ ισχυρισμόν παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς, η Εφεσείουσα καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Αγωγή με αρ. 2213/13 εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας και άλλων προσώπων, με την οποία ουσιαστικά αξιώνει να αναγνωριστεί ότι δικαιούται να της πιστωθεί το πιο πάνω ποσό. Να σημειώσουμε εδώ πως στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής, η Εφεσείουσα εξασφάλισε στις 5.4.2013, κατόπιν μονομερούς αίτησης, προσωρινά διατάγματα εναντίον των εναγομένων με τα οποία αυτοί εμποδίζονται να μεταφέρουν και/ή διαθέσουν και/ή απομειώσουν το πιο πάνω ποσό, μέχρι πλήρους εκδίκασης και/ή άλλης διαταγής του Δικαστηρίου. Η Λαϊκή Τράπεζα αντέτεινε πως σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, «παρά τα προσωρινά διατάγματα ο λογαριασμός έχει απομειωθεί και/ή δεν είναι διαθέσιμο το επίδικο ποσό από τις 22.3.2013». Η τύχη των εν λόγω προσωρινών διαταγμάτων δεν ενδιαφέρει.
Στις 21.1.2015 η Εφεσείουσα καταχώρισε και δεύτερη αγωγή, αυτή την φορά εναντίον της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής «Τράπεζα Κύπρου»), με την οποία αξιώνει και εναντίον της θεραπείες που αφορούν στο ποσό των €2.091.177,81. Είναι η θέση της ότι κατά την προετοιμασία της ακρόασης της αίτησης για τα προσωρινά διατάγματα που είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο της Αγωγής αρ. 2213/13, διαπίστωσε πως το συγκεκριμένο ποσό του λογαριασμού της που διατηρούσε στην Λαϊκή Τράπεζα, είχε μεταφερθεί στην Τράπεζα Κύπρου. ΄Ετσι, επεδίωξε να εξασφαλίσει προσωρινές θεραπείες, με μονομερή αίτηση, και εναντίον της. Αυτή την φορά το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως η αίτηση επιδοθεί και στην άλλη πλευρά, στην Εφεσίβλητη, για να έχει και τις δικές της θέσεις πριν αποφασίσει. Στην ένσταση που η Εφεσίβλητη είχε καταχωρίσει έλεγε πως η Εφεσείουσα δεν είχε οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της, ότι η καταχώριση της αγωγής συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας, και το κυριότερο, πως ο μόνος λόγος που παρουσιάζεται στον επίδικο λογαριασμό της Εφεσείουσας το συγκεκριμένο ποσό, είναι η ύπαρξη των εκδοθέντων προσωρινών διαταγμάτων, για τα οποία έγινε αναφορά πιο πάνω.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που είχε εκδικάσει την αίτηση, αποφάσισε, για συγκεκριμένους λόγους, πως η αίτηση ήταν εντελώς αδικαιολόγητη, και την απέρριψε, με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας. Είναι αυτήν την απορριπτική απόφαση που προσβάλλει τώρα η Εφεσείουσα.
Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τις γνωστές προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων δυνάμει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, ούτε και την πλούσια νομολογία που υπάρχει. Αυτά καταγράφονται με σαφήνεια στην πρωτόδικη απόφαση. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος γνώριζε πολύ καλά, κάτι που επίσης κατέγραψε στην απόφαση του, πως στο στάδιο αυτό δεν αποφασίζεται η ουσία της διαφοράς ούτε εξετάζεται κατά πόσο έχει αποδειχθεί το κατ΄ ισχυρισμόν ουσιαστικό δικαίωμα.
Παρόλο που δεν καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει από το κείμενο της, πως ο ευπαίδευτος Πρόεδρος συνεξέτασε τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 (ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας), για να καταλήξει πως οι αξιώσεις της Εφεσείουσας εναντίον της Εφεσίβλητης, στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του, δεν είχαν καμία πιθανότητα επιτυχίας. Παραθέτουμε τους λόγους που τον οδήγησαν στην πιο πάνω κατάληξη του:
«Είναι παραδεκτό ότι κατά τον επίδικο χρόνο, η Ενάγουσα διατηρούσε την επίδικη κατάθεση της σε λογαριασμό της Λαϊκής Τράπεζας, η οποία τέθηκε υπό καθεστώς εξυγίανσης δυνάμει του Νόμου 17(1)/2013.
Για την κατ' ισχυρισμόν παράλειψη της Λαϊκής Τράπεζας να εκτελέσει την εντολή της Ενάγουσας για μεταφορά της κατάθεσης στην Ελληνική Τράπεζα, κατεχωρήθη άλλη αγωγή, στα πλαίσια της οποίας η Ενάγουσα εξασφάλισε διάταγμα το οποίο απαγορεύει στη Λαϊκή Τράπεζα να προχωρήσει με απομείωση του ποσού.
Είναι φανερό ότι η «λογιστική», όπως υποστηρίζει η Εναγόμενη, μεταφορά της επίδικης κατάθεσης από τη Λαϊκή στην Τράπεζα Κύπρου (Εναγόμενη), οφείλεται αποκλειστικά στην υποχρέωση τους για συμμόρφωση με το υπό αναφοράν προσωρινό διάταγμα. Ουδεμία άλλη νόμιμη αιτία υπήρχε για τη μεταφορά του ποσού της κατάθεσης της Ενάγουσας, από τη Λαϊκή στην Εναγόμενη Τράπεζα. Τέτοια εντολή, δεν υποστηρίχθηκε από την Ενάγουσα ότι δόθηκε, πλην της εντολής για μεταφορά του ποσού στη Ελληνική Τράπεζα.
Όπως ορθά υποδείχθηκε από τη συνήγορο της Εναγόμενης, στην Τράπεζα Κύπρου δεν μπορούσε να μεταφερθεί ποσό πέραν των €100.000, με βάση τις πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 104/2013. Ο μόνος λόγος, συνεπώς, που παρουσιάζεται η κατάθεση στον επίδικο λογαριασμό, είναι η ύπαρξη του αναφερθέντος προσωρινού διατάγματος.»
Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης του, η Αίτηση ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Προχώρησε όμως και εξέτασε κατά πόσο είχε καταδειχθεί κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στην Εφεσείουσα, σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτούμενων προσωρινών διαταγμάτων (τρίτη προϋπόθεση), για να σημειώσει πως δεν υπήρξε ισχυρισμός εκ μέρους της πως η Εφεσίβλητη Τράπεζα δεν θα ήταν σε θέση να την αποζημιώσει σε περίπτωση που αυτή θα δικαιωνόταν στην αγωγή της. Κατ΄ επέκταση, βρήκε πως εν πάση περιπτώσει, δεν είχε ικανοποιηθεί ούτε η τρίτη προϋπόθεση.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα αναφέρει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε διαπίστωση γεγονότων αποφασίζοντας, ανεπίτρεπτα, την ουσία της αγωγής. Συναφής με τον πρώτο λόγο έφεσης, είναι και ο δεύτερος λόγος, στη βάση του οποίου η Εφεσείουσα διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μεταφορά του συγκεκριμένου ποσού από την Λαϊκή Τράπεζα στην Τράπεζα Κύπρου, ήταν «λογιστική πράξη». Ο τρίτος λόγος έφεσης προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε καταδειχθεί κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στην Εφεσείουσα σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτούμενων προσωρινών διαταγμάτων. Τέλος, ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στο ισοζύγιο της ευχέρειας, για το οποίο η Εφεσείουσα παραπονείται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως έλαβε υπόψη του.
Έχουμε θέσει ενώπιον μας τα όσα έχουν καταγραφεί στα περιγράμματα αγόρευσης και των δύο πλευρών και τα όσα προφορικά ανέπτυξαν κατά την ακρόαση της έφεσης και οι δύο ευπαίδευτοι συνήγοροι. Δεν διαπιστώνουμε λάθος στην πρωτόδικη απόφαση. Από την μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προέκυπτε, αδιαμφισβήτητα, πως η Εφεσείουσα ουδέποτε είχε συμβληθεί με την Εφεσίβλητη Τράπεζα και ουδέποτε είχε καταθέσει σ΄ αυτήν οποιοδήποτε ποσό χρημάτων. Είναι με την Λαϊκή Τράπεζα που είχε συμβληθεί. Σ΄ αυτήν ισχυρίζεται ότι παρέδωσε/κατέθεσε χρήματα, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, απορροφούνται αμέσως μετά την παράδοση/κατάθεση από το ενεργητικό της, και καθίστανται πλέον δικά της περιουσιακά στοιχεία (Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρ. Τράπ. της Κύπρου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427). Και το κυριότερο, σ' αυτήν έδωσε την κατ΄ ισχυρισμόν εντολή ημερ. 14.3.2013, για μεταφορά του πιστωτικού υπολοίπου του λογαριασμού της σε άλλο λογαριασμό που διατηρούσε στην Ελληνική Τράπεζα. Όπως ορθά σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, υιοθετώντας σχετική εισήγηση της Εφεσίβλητης, επρόκειτο περί «λογιστικής μεταφοράς χρημάτων», και τούτο λόγω του γεγονότος ότι είχε προηγηθεί η έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στο πλαίσιο της Αγωγής αρ. 2213/13, που η Εφεσείουσα είχε καταχωρίσει εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας, με την οποία είχε συμβληθεί.
Συνεπώς, ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως, εν προκειμένω, δεν θα μπορούσαν να είχαν εκδοθεί τα αιτούμενα προσωρινά διατάγματα αφού η Εφεσείουσα δεν είχε ικανοποιήσει την δεύτερη προϋπόθεση (Πόλα Θεοδοσιάδου κ.ά. ν. Themis Portrofolio Management Holdings Limited, Πολ. Έφ. Ε51/22, ημερ. 3.2.2023). Από τη στιγμή που δικαιολογημένα διαπιστώθηκε πως η Εφεσείουσα δεν είχε ικανοποιήσει την προϋπόθεση που αφορά σε ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή της, περιττεύει η εξέταση των άλλων προϋποθέσεων του Άρθρου 32.
Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται. Κατ΄ επέκταση δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι άλλοι δύο εναπομείναντες λόγοι έφεσης.
Η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.500, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.