ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:D232
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 78/23)
(iJustice)
30 Ioυνίου, 2023
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛAΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ P. M. T., ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI Η/ΚΑΙ MANDAMUS ΚΑΙ/Η PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 7/6/2023 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗ, ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 2749/2023 ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ R. N. S., ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ, ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ P. M. T., ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΚΡΙΘΗΚΕ ΟΤΙ ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ ΕΧΕΙ ΤΕΘΕΙ ΣΕ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗΣ ΜΕ ΤΡΟΠΟ ΩΣΤΕ Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΠΟΥ ΕΠΙΜΑΡΤΥΡΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΟΡΚΟ ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΔΟΤΗ Κ. ΚΤΩΡΙΔΗ ΝΑ ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΕΓΚΥΡΗ ΚΑΙ Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ, ΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 15/6/2023
---------------
Καλυψώ Θεοχαρίδου, (κα), για την Αιτήτρια
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η Aιτήτρια επιδιώκει την παροχή σ΄αυτήν αδείας για καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari και/ή prohibition και/ή mandamus με την οποία:
Α) να ακυρώνεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 7/6/2023 με την οποία κρίθηκε έγκυρη και νομότυπη η επίδοση του κατηγορητηρίου στην Αιτήτρια και το σχετικό ένταλμα σύλληψης της Αιτήτριας, το οποίο είναι υπό αναστολή, κατόπιν ανάληψης της υποχρέωσης υπό των συνηγόρων αυτής, να την παρουσιάσουν κατά την επόμενη δικάσιμο, να ακυρωθεί (και το οποίο εκδόθηκε την πιο πάνω ημερομηνία στα πλαίσια της πιο πάνω ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης).
B) να τεθεί εκτός πινακίου και/ή να ανασταλεί η περαιτέρω προώθηση της ποινικής υποθέσεως μέχρι την τελική αποπεράτωση και/ή την έκδοση σχετικής απόφασης στα πλαίσια της πιο πάνω Αίτησης με Κλήση (By Summons) για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος φύσεως Certiorari και/ή Mandamus και/ή Prohibition και
Γ) να αναστέλλεται η ισχύς του όποιου εντάλματος σύλληψης ήθελε εκδοθεί στα πλαίσια της πιο πάνω ποινικής υπόθεσης, σε περίπτωση που αυτή θα προωθείται παρά την ύπαρξη της παρούσας διαδικασίας.
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση δικηγόρου εκ μέρους της Αιτήτριας καθώς και έκθεση γεγονότων. Η αιτία καταχώρησης της παρούσης εντοπίζεται σε ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στα πλαίσια ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, στην οποία ως κατήγορος εμφανίζεται ο πρώην σύντροφος της Αιτήτριας και ως κατηγορούμενη η ίδια. Ως δε διαφαίνεται υπάρχει ένα μακρύ ιστορικό ως προς τις διαφορές τους τόσο ως ζευγάρι και σε σχέση με το παιδί τους, όσο και στην επαγγελματική σχέση που είχαν στο παρελθόν. Δεν κρίνω σκόπιμο να με απασχολήσει περαιτέρω το ιστορικό αυτό.
Στις 7.6.2023, στα πλαίσια της ως άνω ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, αφού προηγουμένως είχε τεθεί θέμα κακής επίδοσης του κατηγορητηρίου στην Αιτήτρια, η οποία σύμφωνα με τον ισχυρισμό της διαμένει στο εξωτερικό και όχι στην Κύπρο, οι θέσεις των διαδίκων αναπτύχθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε αγορεύσεις. Το Επαρχιακό Δικαστήριο αφού άκουσε τις δύο πλευρές αποφάσισε πως η επίδοση ήταν έγκυρη στη βάση της μόνης, ως ανέφερε, μαρτυρίας που είχε ενώπιον του, δηλαδή του ιδιώτη επιδότη.
Η Αιτήτρια ζητεί την παροχή αδείας στη βάση του ότι υπάρχει έκδηλο νομικό σφάλμα ακριβώς επειδή το Επαρχιακό Δικαστήριο βασίστηκε στην ένορκη δήλωση του ιδιώτη επιδότη ο οποίος αναφέρει πως ο λόγος της μη προσωπικής επίδοσης ήταν η άρνηση της Αιτήτριας να υπογράψει.
Μομφή διατυπώνεται και στο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ανέφερε πως η δήλωση του ιδιώτη επιδότη ήταν το μόνο πραγματικό υπόβαθρο που είχε ενώπιον του και στη βάση αυτού έκρινε πως η Αιτήτρια έλαβε γνώση της διαδικασίας.
Είναι σημαντικό να τεθεί αυτούσια, ως καταγράφεται στην ΄Εκθεση, η μομφή της Αιτήτριας επί του όλου χειρισμού της υπόθεσης από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:
«Βεβαίως και με κάθε σεβασμό, το ζητούμενο δεν είναι αν έλαβε γνώση η Αιτήτρια αλλά αν η επίδοση έγινε καλώς, νομοτύπως και ως το άρθρο 46 της Ποινικής Δικονομίας ορίζει. Το τι ορίζει το εν λόγω άρθρο, είναι σαφές. Πουθενά προκύπτει πως, έγινε προσωπική επίδοση, μιλώντας για φυσικό πρόσωπο και ούτε η Νομολογία ή το άρθρο, φαίνεται να αφήνει περιθώριο ερμηνείας για άφεση και δη, με αυτόν τον τρόπο, να θεωρείται πως, η επίδοση ήτο έγκυρη και νομότυπη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ευσεβάσως υποβάλλεται, όφειλε να αναζητήσει επιπλέον μαρτυρία αφού η μόνη μαρτυρία που είχε ενώπιον του ήταν αυτή του ιδιώτη επιδότη, λαμβάνοντας υπόψιν το στοιχείο αλλοδαπότητος σε σχέση με την Αιτήτρια. Η αναφορά, στην καταγωγή και εθνικότητα της ιδίας αλλά και του στοιχείου της μόνιμης κατοικίας. Ασφαλώς και το στοιχείο της φυσικής παρουσίας της Αιτήτριας, στην Κύπρο, όταν δήθεν έγινε η κατ' ισχυρισμό επίδοση, έπρεπε να επιδράσει στην νομική σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφού αυτός ήταν και ο λόγος που ηγέρθη το ζήτημα της κακής, μη νομότυπης, μη έγκυρης επίδοσης.
Εξάλλου, κατά την πρώτη εμφάνιση, σε σχέση με την ποινική υπόθεση, ήτοι 24/5/2023, ηγέρθη ο ισχυρισμός για αμφισβήτηση της επίδοσης και δόθηκε χρόνος για αγορεύσεις. Ευσεβάστως υποβάλλεται πως, δεν τίθεται θέμα προσαγωγής μαρτυρίας, στην γραπτή αγόρευση, ημερομηνίας 7/6/2023 παρά μόνον λογική σύζευση του κακού της επίδοσης με την μη παρουσία της Αιτήτριας στην Κύπρο.
Εξάλλου, το κατηγορητήριο, δεν αναγράφει καν διεύθυνση και προβάλλει το λογικό ερώτημα που επέδωσε ο επιδότης.
Εξ ου και προβάλλει το λογικό επιχείρημα, αν ήταν όντως παρούσα, διατί να αφεθεί και να μην υπογράψει, παραλαμβάνοντας η ίδια ή έστω, να κρατείτο μία σημείωση, από τον ιδιώτη επιδότη πως, αφέθηκε στη παρουσία κάποιου άλλου ατόμου, το οποίο Θα επιβεβαίωνε πως, αρνήθηκε να υπογράψει η Αιτήτρια.
Εξ ου και υπάρχει ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο, έδρασε πλανώμενο και έσφαλε νομικά κατά παρέκκλιση των επιταγών της Νομολογίας και Νομοθεσίας σε σχέση με το άρθρο 46 του Ποινικής Δικονομίας Κεφαλαίου.
Συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις καθότι, η ποινική υπόθεση, είναι ορισμένη την 22/6/23 με ένταλμα σύλληψης υπό αναστολή και πάντως, διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία δεν υπάρχει. Ενόσω εκκρεμεί η ποινική υπόθεση, με αποδεκτή μία τέτοια επίδοση, κάτω από τις συνθήκες που περιγράφεται ότι έγινε, πλήττεται το θεμέλιο της Δικαίας Δίκης και πάντως, ο κάθε επιδότης, θα μπορεί δια της αφέσεως, να ορκίζεται πως, προέβη σε επίδοση και αυτή η επίδοση, να κρίνεται νομότυπη.
Τίθενται σοβαρά ζητήματα ψευδορκίας και πάντως όλα όσα αναληθώς έθεσε ο επιδότης και έγιναν πιστευτά από το πρωτόδικο, επιβάλλουν τον έλεγχο της νομιμότητας της πρωτόδικης κρίσης».
΄Εχω μελετήσει τη δικογραφία της Αίτησης και ό,τι η ευπαίδευτη συνήγορος έχει επισημάνει στην επιμελή αγόρευση της. Αναφέρθηκε επίσης πως ο ορισμός της υπόθεσης έχει μετατεθεί για τον Οκτώβρη με τις ίδιες οδηγίες για το ένταλμα σύλληψης υπό αναστολή .
Όπως επανειλημμένα έχει τεθεί με βάση τις σχετικές νομολογιακές αρχές, ο κάθε αιτητής έχει το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση ώστε να του παρασχεθεί σχετική άδεια για καταχώρηση αίτησης προνομιακού εντάλματος, μία διαδικασία που ακολουθείται κατ΄εξαίρεση ως κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων, εκεί όπου από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη απόφασης ή παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης. Συνιστά δε, πάγια γραμμή της νομολογίας ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις στοιχειοθέτησης εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, τέτοια άδεια δεν χορηγείται, όταν προβλέπεται άλλο υπαλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία και ειδικά έφεση, εκτός και εάν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον Κανόνα, εφόσον η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα αφορά σε κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης και ούτε στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στον έλεγχο νομιμότητας (Δέστε μεταξύ άλλων, Ανθί΅ου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Αναφορικά ΅ε την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2017, 2/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A145, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42, Global Consolidation Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464, Αίτηση του Σάββα Ιωάννη Κασπαρή (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2476, Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116 και Αναφορικά ΅ε την Αίτηση του Μιτέλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, 2/4/2019), ECLI:CY:AD:2019:A121.
Το ΄Αρθρο 46 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155 έχει ως εξής:
«46.-(1) Κάθε κλήση δύναται να επιδοθεί οπουδήποτε στη Δημοκρατία από αστυνομικό ή λειτουργό του Δικαστηρίου από το οποίο αυτή εκδίδεται ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο όπως το Δικαστήριο δύναται να διατάξει και-
(α) αν ο κατηγορούμενος είναι άτομο, η κλήση επιδίδεται είτε με παράδοση στον ίδιο προσωπικά ή αφήνεται σε κάποιο ενήλικο πρόσωπο που ζει με αυτό ή σε υπεύθυνο του τόπου όπου αυτό διαμένει ή του τόπου εργασίας ή ασχολίας αυτού
(β) αν το πρόσωπο προς το οποίο γίνεται η επίδοση είναι συνεταιρισμός ή οργανισμός, η κλήση επιδίδεται στον κεντρικό τόπο των εργασιών του συνεταιρισμού ή του οργανισμού στη Δημοκρατία ή με την παράδοση της-
(ι) σε ένα από τους συνεταίρους
(ιι) στο διευθυντή
(ιιι) στο γραμματέα
(ιν) στον κύριο αντιπρόσωπο στην κατά τόπο δικαιοδοσία ή
(ν) σε οποιοδήποτε που έχει τον έλεγχο των εργασιών του συνεταιρισμού ή του οργανισμού κατά το χρόνο της επίδοσης.
(1Α) Αν ήθελε να φανεί στο Δικαστήριο ότι για οποιοδήποτε λόγο είναι αδύνατο να γίνει επίδοση σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο δύναται κατόπιν προφορικού αιτήματος της κατηγορούσας αρχής να διατάξει επίδοση με άλλο τρόπο που θα θεωρήσει δίκαιο.
(2) Η επίδοση κάθε κλήσης αποδεικνύεται είτε προφορικά από το πρόσωπο που επέδωσε αυτή είτε με ένορκη δήλωση αυτού».
Στην EΑSYGROUP HOLDINGS LIMITED, (2016)1B A.A.Δ. 1599 αναφέρθηκαν τα εξής σε σχέση με το πιο πάνω άρθρο.
«Το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει εγγενή υποχρέωση εξέτασης της εγκυρότητας μιας επίδοσης σ' ένα κατηγορούμενο (’ρθρο 46[1] της Ποινικής Δικονομίας). Η παρουσία δικηγόρου εκ μέρους κατηγορούμενου που επικαλείται άκυρη επίδοση, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, της αδιαμφισβήτητης δηλαδή δικαιοδοσίας, που αποτελεί συνάμα πρωταρχικό καθήκον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, να ελέγξει την εγκυρότητα μιας επίδοσης.
Θα ήταν παράλογη η εισηγούμενη με την έφεση ερμηνεία του άρθρου 46 ότι δηλαδή δεν ενεργοποιείται ουσιαστικά το καθήκον ελέγχου της επίδοσης εάν εμφανιστεί δικηγόρος εκ μέρους του κατηγορούμενου και θέσει στο Δικαστήριο κάποια θέματα που θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει, να απασχολήσουν το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Επίσης καθηκόντως το Δικαστήριο, εάν η επίδοση δεν κριθεί ικανοποιητική, διατάσσεται νέα επίδοση ή επανακλήτευση. Εν προκειμένω, εδόθη νέα ημερομηνία επίδοσης.
Η ύπαρξη δικαιοδοσίας συνεπώς του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αφαιρεί τη δυνατότητα στην εφεσείουσα να επικαλείτο επί της αίτησης για άδεια για προνομιακά εντάλματα, την μη ύπαρξη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Με το παράπονο της εφεσείουσας, αποδίδεται μομφή στο Επαρχιακό Δικαστήριο κυρίως επειδή «υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας του» και ασχολήθηκε με θέματα που δεν έπρεπε να ασχοληθεί, συμπεριφερόμενο ως Δικαστήριο που ασκεί αστική δικαιοδοσία».
Όμως, για το θέμα αυτό το Επαρχιακό Δικαστήριο, είχε καθήκον και συνεπώς δικαιοδοσία να ασχοληθεί».
Στην κρινόμενη υπόθεση δεν έχω πεισθεί ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία, αφού το Επαρχιακό Δικαστήριο, ενεργώντας στα πλαίσια του ΄Αρθρου 46, ανωτέρω, ως είχε άλλωστε υποχρέωση, εξέτασε το θέμα της εγκυρότητας της επίδοσης και θεώρησε επαρκή τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, δηλαδή την ένορκη δήλωση ιδιώτη επιδότη στην οποία γινόταν μάλιστα αναφορά σε συγκεκριμένες περιστάσεις κατά την προσπάθεια επίδοσης, ότι δηλαδή σύμφωνα με τη θέση του η Αιτήτρια αρνήθηκε να υπογράψει. Το Επαρχιακό Δικαστήριο σημείωσε πως δεν υπήρχε ενώπιον του άλλη αντίθετη μαρτυρία. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία. Τα όσα αναφέρθηκαν στην αγόρευση της πλευράς της Αιτήτριας στο Επαρχιακό Δικαστήριο και όσα επίσης επαναλαμβάνονται στην παρούσα διαδικασία δεν μπορούν να καταδείξουν έκδηλο νομικό σφάλμα, απλώς αποτελούν κάποιες υποθέσεις ή εικασίες για το τι μπορούσε να είχε συμβεί τη συγκεκριμένη μέρα. Δεν συνάγεται από την πλειάδα των ισχυρισμών που τέθηκαν, σαφείς περί του αντιθέτου, θέσεις. Οι δε ισχυρισμοί περί ψευδορκίας, επίσης παρέμειναν σε θεωρητικό καθαρά επίπεδο. Είναι λοιπόν η κατάληξη μου ότι δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση ώστε να δοθεί η αιτούμενη θεραπεία.
Περαιτέρω, δεν έχει καταδειχθεί επαρκώς η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ώστε να παραχωρείτο άδεια, έστω και αν υφίσταται άλλο ένδικο μέσο προς θεραπεία.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.