ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A215
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 49/2015)
22 Ιουνίου, 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
S. K. MASTER DEVELOPMENTS LTD,
Eφεσείοντες/Ενάγοντες,
ΚΑΙ
1. ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΑΤΖΗΣ,
2. Κ. ΚΥΘΡΑΙΩΤΗΣ-ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.
____________________
Λ. Θεοχάρους για Λέανδρος Θεοχάρους & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για
τους Εφεσείοντες.
Καμία εμφάνιση, για Εφεσίβλητο 1.
Α. Κυριάκου και Γ. Πασιάς για N. Pirilides & Associates LLC, για
τους Εφεσίβλητους 2.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2, ενώ εκδόθηκε απόφαση στην ανταπαίτηση υπέρ των εφεσιβλήτων 2 για το ποσό των €292.000, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της ανταπαίτησης, πλέον έξοδα.
Στις 19.5.2006 ο εφεσίβλητος 1, διευθυντής των εφεσειόντων, συνήψε και υπέγραψε, υπό την πιο πάνω ιδιότητά του, πωλητήριο έγγραφο με τους εφεσίβλητους 2 για την πώληση ενός διαμερίσματος, έναντι του ποσού των ΛΚ157.000 (η «Συμφωνία Πώλησης»). Την ίδια ημερομηνία ο εφεσίβλητος 1 υπέγραψε έγγραφο τιτλοφορούμενο ως «Συμφωνία Διευθέτησης», μεταξύ των εφεσειόντων, των εφεσιβλήτων 2 και της Eργοληπτικής Eταιρείας Α & Ν Κυρατζής & Σία Λτδ (στο εξής εταιρεία «Κυρατζής»), με την οποία συμφωνήθηκε ότι η οφειλή της εν λόγω εργοληπτικής εταιρείας προς τους εφεσίβλητους 2 για το ποσό των ΛΚ157.000 εξοφληθεί με την παραχώρηση του πιο πάνω διαμερίσματος (η «Συμφωνία Διευθέτησης»).
Οι εφεσείοντες με τo δικόγραφό τους ισχυρίστηκαν ότι η Συμφωνία Πώλησης και η Συμφωνία Διευθέτησης ήταν προϊόν απάτης και ότι είχαν υπογραφεί από τον εφεσίβλητο 1 εν αγνοία τους και χωρίς τη συγκατάθεση της εταιρείας και των μετόχων της. Περαιτέρω, ισχυρίστηκαν ότι οι εφεσίβλητοι 2 δεν ήταν καλόπιστοι αγοραστές και ότι οι δύο πιο πάνω συμφωνίες δεν ήταν για τους ίδιους δεσμευτικές, αφού ο εφεσίβλητος 1 δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός τους. Αξίωσαν δε δηλωτικές αποφάσεις και διατάγματα ότι οι επίδικες συμφωνίες είναι άκυρες και άνευ ισχύος, εφόσον ήταν αποτέλεσμα απάτης και δόλου, καθώς και διάταγμα με το οποίο να ακυρώνεται η εγγραφή και κατάθεση της Συμφωνίας Πώλησης στο Κτηματολόγιο. Αξίωσαν, επίσης, αποζημιώσεις, χωρίς όμως να προωθήσουν αυτήν την αξίωση κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Ο εφεσίβλητος 1 δεν εμφανίστηκε κατά την ακρόαση, ούτε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε ενώπιόν μας.
Οι εφεσίβλητοι 2 καταχώρισαν υπεράσπιση και ανταπαίτηση, ισχυριζόμενοι ότι οι δύο συμφωνίες ήταν έγκυρες και πως οι εφεσείοντες, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, δεν παρέδωσαν την κατοχή του διαμερίσματος, με αποτέλεσμα να υποστούν ζημιές, λόγω της μη χρήσεως ή ενοικιάσεως αυτού. Ανταξίωσαν διάταγμα ειδικής εκτέλεσης του Πωλητηρίου Εγγράφου και παρεμφερείς θεραπείες, καθώς και ποσό €350.000, πλέον τόκους, για την αξία του διαμερίσματος κατά τις 30.1.2007, ημερομηνία που αυτό έπρεπε να παραδοθεί στους εφεσίβλητους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
«. οι επίδικες συμφωνίες (Τεκμήρια 10 και 12) υπογράφτηκαν εκ μέρους των εναγόντων από τον εναγόμενο 1 ο οποίος ήταν διευθυντής τους κατά το χρόνο υπογραφής. Το αντικείμενο των συμφωνιών ήταν εντός των δραστηριοτήτων της ενάγουσας εταιρείας, ενώ οι ρυθμίσεις για το ποιος μπορούσε να υπογράφει συμφωνίες εκ μέρους της εταιρείας αποτελούσαν εσωτερικό θέμα της εταιρείας για το οποίο ο οποιοσδήποτε τρίτος δεν θα ήταν, ούτε μπορούσε να είναι ενήμερος. Εις δε τη συγκεκριμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι 2 δεν ήταν ενήμεροι για οποιαδήποτε τέτοια ρύθμιση, ούτε υπήρχε οτιδήποτε που να υπονοούσε σ' αυτούς ύπαρξη τέτοιας ρύθμισης. Οι συμφωνίες πώλησης ουδέποτε συνοδεύονταν από απόφαση διοικητικού συμβουλίου. Στα μητρώα του Εφόρου Εταιρειών δηλώθηκε στις 25.5.2006 παραίτηση του εναγόμενου 1, από διευθυντή των εναγόντων από τις 25.5.2006. Με την πώληση του συγκεκριμένου ακινήτου από τους ενάγοντες στους εναγόμενους 2 πιστώθηκε ο λογαριασμός εταιρείας, στην οποία είχε συμφέρον ο εναγόμενος 1, με τους εναγόμενους 2. Όταν οι ενάγοντες κατέστησαν γνώστες της εν λόγω πράξης ουδέποτε επικοινώνησαν με τους εναγόμενους 2. Ούτε οι εναγόμενοι 2 επικοινώνησαν με τους ενάγοντες ή αναζήτησαν μεταβίβαση του ακινήτου σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο πριν την καταχώρηση της ανταπαίτησης τους με την οποία αξιούν, μεταξύ άλλων, και ειδική εκτέλεση. Η ανταπαίτηση καταχωρήθηκε στις 12.2.2009. Το επίδικο ακίνητο, κατά την 30.1.2007, ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με το Τεκμήριο 12, θα έπρεπε να παραδοθεί, είχε αγοραία αξία €292.000,00 και ενοικιαστική αξία €770,00 μηνιαίως. Το εν λόγω ακίνητο ουδέποτε παραδόθηκε ή μεταβιβάστηκε από τους ενάγοντες στους εναγόμενους 2.».
Με δεδομένο ότι δεν υποστηρίχθηκε από τους εφεσείοντες η αξίωση για ειδικές και γενικές αποζημιώσεις και οι θεραπείες που προωθήθηκαν ήταν δηλωτικές αποφάσεις ότι οι δύο Συμφωνίες ήταν άκυρες, όπως άκυρη ήταν και η κατάθεση της Συμφωνίας Πώλησης στο Κτηματολόγιο, καθώς και διάταγμα ακύρωσης της κατάθεσής της (θεραπείες Α, Β και Γ στην έκθεση απαίτησης), το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε αυτονόητο ότι το ζητούμενο ήταν να διαπιστωθεί η εγκυρότητα ή μη των επίδικων συμφωνιών.
Στη βάση των συμπερασμάτων του, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι 2 δεν ήταν γνώστες, ούτε υπήρχε οτιδήποτε που να τους θέτει σε γνώση ύπαρξης οποιουδήποτε θέματος που να αφορά την εξουσία του εφεσίβλητου 1 να διεκπεραιώσει εκ μέρους των εφεσειόντων, ως διευθυντής τους, τις επίδικες πράξεις. Συνακόλουθα, κατέληξε ότι οι επίδικες συμφωνίες ήταν έγκυρες και δεσμευτικές για τους εφεσείοντες έναντι των εφεσιβλήτων 2.
Αναφορικά με τον εφεσίβλητο 1 έκρινε πως «το αντίτιμο της πώλησης έχει ουσιαστικά τύχει εκμετάλλευσης» από την εταιρεία του εφεσίβλητου 1, το χρέος της οποίας έναντι των εφεσιβλήτων 2, μειώθηκε ανάλογα. Στη βάση ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε αξίωση εναντίον της εν λόγω εταιρείας και της αντίληψης ότι οι θεραπείες που αξιώνονταν εναντίον του εφεσίβλητου 1 δεν θα μπορούσαν να έχουν επιτυχή κατάληξη για τον ίδιο και μη επιτυχή κατάληξη για τους εφεσίβλητους 2, απέρριψε την αγωγή εναντίον και του εφεσίβλητου 1.
Αναφορικά με την ανταξίωση έκρινε πως, με δεδομένο ότι οι εφεσίβλητοι 2 ουδέποτε αποτάθηκαν στους εφεσείοντες για μεταβίβαση του διαμερίσματος, ούτε τους κάλεσαν προς τούτο στο κτηματολόγιο, δεν δικαιολογούνταν οι αξιούμενες θεραπείες για παράδοση του διαμερίσματος και ειδική εκτέλεση. Έτσι, εξέδωσε απόφαση για το ποσό των €292.000 που αντιπροσωπεύει την αγοραία αξία του διαμερίσματος κατά την ημερομηνία που αυτό θα έπρεπε να είχε αποδοθεί στους εφεσίβλητους 2 για τη μη τήρηση της Συμφωνίας Πώλησης, πλέον σχετικούς τόκους.
Οι εφεσείοντες, με δέκα λόγους έφεσης, προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση.
Με τον πρώτο και τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι 2 «δεν ήταν γνώστες ούτε υπήρχε οτιδήποτε που να τους θέτει σε γνώση ύπαρξης οποιουδήποτε θέματος που να αφορά την εξουσία του εναγόμενου 1 να διεκπεραιώσει εκ μέρους των εναγόντων ως διευθυντής τις επίδικες πράξεις». Περαιτέρω, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε γεγονότα τα οποία θα έπρεπε να ωθήσουν τους εφεσίβλητους 2 σε έρευνα για τη διαπίστωση της γνησιότητας των ενεργειών του εφεσίβλητου 1 και κατά πόσο υπήρχε εξουσιοδότηση για τις ενέργειες αυτές. Με δεδομένο ότι δεν έγινε τέτοια έρευνα, εσφαλμένα κρίθηκε ότι οι εφεσίβλητοι 2 ήταν καλόπιστοι αγοραστές.
Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι τόσο η Συμφωνία Διευθέτησης, όσο και η Συμφωνία Πώλησης, δεν εμπίπτουν στους σκοπούς των εφεσειόντων και ούτε μπορούν να θεωρηθούν ως συναφείς σε σχέση με τους σκοπούς της εταιρείας. Το δε περιεχόμενο των δύο συμφωνιών θα έπρεπε να ωθούσε τους εφεσίβλητους 2 σε έρευνα για τη διαπίστωση της γνησιότητας των ενεργειών του εφεσίβλητου 1 και κατά πόσο υπήρχε εξουσιοδότηση για τις ενέργειές του. Περαιτέρω, εφόσον οι εφεσίβλητοι κατέθεσαν στο Δικαστήριο το Ιδρυτικό και Καταστατικό έγγραφο των εφεσειόντων, το οποίο εξασφάλισαν μέσω ενός υπαλλήλου τους, αυτοί ήταν γνώστες ή λογικά όφειλαν να ήταν γνώστες, τόσο για την ύπαρξη δεύτερου διευθυντή της εταιρείας, καθώς και των προνοιών του Καταστατικού για τη χρήση της σφραγίδας, ως προνοείται από τον Καν. 113 του Πίνακα Α που, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Καταστατικού, εφαρμόζετο.
Από την άλλη, οι εφεσίβλητοι στο περίγραμμα αγόρευσής τους, προβαίνουν σε εκτενή ανάλυση των νομικών αρχών που διέπουν τη φαινόμενη πληρεξουσιότητα (ostensible ή apparent authority), με αναφορά τόσο σε αγγλικές, όσο και κυπριακές αποφάσεις, καθώς και στις σχετικές πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Παρέπεμψαν στα γεγονότα της υπόθεσης, προβάλλοντας τη δική τους ανάλυση, προς υποστήριξη της θέσης τους ότι δεν υπάρχει περιθώριο αμφισβήτησης της εγκυρότητας και δεσμευτικότητας των επίδικων συμφωνιών. Αναφέρθηκαν, επίσης, στον Καν. 113 του Πίνακα Α του Πρώτου Παραρτήματος του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 και εισηγήθηκαν ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν αναμένετο από τους εφεσίβλητους 2 να μελετήσουν τις πρόνοιες του Καταστατικού Εγγράφου των εφεσειόντων και να εντοπίσουν τις πρόνοιες του Πίνακα Α που εφαρμόζονταν εν προκειμένω.
Με βάση τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, οι εφεσείοντες είναι εταιρεία η οποία ιδρύθηκε το 2004 και, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ασχολείτο με την ανάπτυξη γης, την ανέγερση κατοικιών και διαμερισμάτων, καθώς και την προώθηση πωλήσεων ακινήτων μετά την ανάπτυξή τους. Ο εφεσίβλητος 1, μαζί με τον Α.Σ., ήταν οι αρχικοί μέτοχοι και διευθύνοντες σύμβουλοι της εφεσείουσας εταιρείας. Ο εφεσίβλητος 1 είχε μεταβιβάσει τις μετοχές του στην εν λόγω εταιρεία πριν τη σύναψη των Συμφωνιών. Κατατέθηκε, επίσης, κατά την ακρόαση, από τους εφεσείοντες, η συμφωνία διαμοιρασμού κερδών ή ζημιάς μεταξύ των μετόχων και/ή δικαιούχων μετόχων των εφεσειόντων επί συγκεκριμένων έργων και επενδύσεων της εταιρείας η οποία, επίσης, έγινε πριν την υπογραφή των Συμφωνιών.
Από τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος 1 υπέγραψε τις επίδικες συμφωνίες ως διευθυντής των εφεσειόντων, χωρίς όμως, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, να έχει προς τούτο εξουσιοδότηση. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο υπήρχε φαινόμενη εξουσιοδότηση (ostensible ή apparent authority), ώστε η Συμφωνία να είναι δεσμευτική για τους εφεσείοντες και εκτελεστή έναντί τους. Σχετική ανάλυση της διαφοράς μεταξύ της πραγματικής πληρεξουσιότητας (actual authority) και της φαινόμενης γίνεται στην υπόθεση Freeman and Lockyer v. Buckhurst Park Properties (Mangal) Ltd [1964] 2 WLR 618.
Το Άρθρο 33Α του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 προνοεί τα ακόλουθα:
«33Α.-(1) Η εταιρεία δεσμεύεται έναντι τρίτων από πράξεις ή συναλλαγές των αξιωματούχων της, έστω και εάν τέτοιες πράξεις ή συναλλαγές δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της εταιρείας, εκτός εάν τέτοιες πράξεις ή συναλλαγές τελούνται καθ' υπέρβαση των εξουσιών, που ο νόμος παρέχει ή επιτρέπει να παρέχονται στους συγκεκριμένους αξιωματούχους:
Νοείται ότι, η εταιρεία δε δεσμεύεται έναντι τρίτων σε περίπτωση που τέτοιες πράξεις ή συναλλαγές δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της εταιρείας, εάν και εφόσον, η εταιρεία αποδείξει ότι το τρίτο πρόσωπο γνώριζε ότι οι πράξεις ή συναλλαγές δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της εταιρείας ή δεν ήταν δυνατό λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, να το αγνοεί:
Νοείται περαιτέρω, ότι η δημοσίευση του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού της εταιρείας δεν αποτελεί, από μόνη της, επαρκή απόδειξη γνώσης από μέρους τρίτου προσώπου.
(2) Οι εκ του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού ή οι εξ αποφάσεως των συμβούλων ή της γενικής συνελεύσεως της εταιρείας, περιορισμοί στις εξουσίες των αξιωματούχων της Εταιρείας, δε δύναται να αντιταχθούν έναντι τρίτων προσώπων, ακόμα και εάν έχουν δημοσιευτεί.».
Η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια αντικατοπτρίζει τη θέση της νομολογίας, όπως αναπτύχθηκε διαχρονικά.
Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση ΣΠΕ Παλλουριώτισσας ν. Nicosia Palace Hotel Co Ltd ν. Λώρη Ηρακλέους (2003) 1 ΑΑΔ 722, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«. όταν ένας διευθυντής ή αξιωματούχος μιας εταιρείας που διορίζεται νόμιμα ενεργεί καθ' υπέρβαση των εξουσιών που του παρέχονται, η εταιρεία δεσμεύεται από τις πράξεις του, σύμφωνα με την απόφαση Royal British Bank v. Turquand [1856] E and B 327 [1843-1860] All E.R. Rep. 435). Στην πιο πάνω υπόθεση μια εταιρεία υπέγραψε μια εγγύηση που έφερε τη σφραγίδα της εταιρείας και την υπογραφή δύο διευθυντών. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του καταχωρημένου εγγράφου (registered deed of settlement) που αντιστοιχούσε προς το περιεχόμενο του καταστατικού (articles of association), οι διευθυντές θα μπορούσαν να δανεισθούν με εγγύηση τέτοια ποσά που θα εγκρίνονταν σε συνεδρία με σύνηθες ψήφισμα (ordinary resolution). Ουδεμία συνεδρία συγκλήθηκε και ουδεμία απόφαση λήφθηκε για τη σύναψη οποιουδήποτε δανείου. Αποφασίστηκε ότι η εγγύηση ήταν δεσμευτική για την εταιρεία, αφού οι δανειστές είχαν το δικαίωμα να συμπεράνουν ότι είχε ληφθεί σχετική απόφαση για τη σύναψη του δανείου. Η απόφαση Turquand υιοθετήθηκε αργότερα σε μεγάλο άλλο αριθμό υποθέσεων όπως στην Morris v. Kanssen [1946] 1 All E.R. 586 και στην Rolled Steel Products (Holdings) Ltd. ν. British Steel Corporation and others [1985] 3 All E.R. 52 στην οποία εξετάστηκε η διαφορά μιας συμφωνίας που συνάπτεται καθ' υπέρβαση των σκοπών της εταιρείας (ultra vires) και της υπέρβαση των εσωτερικών κανονισμών από αξιωματούχους της εταιρείας.».
Στην υπόθεση Kreditbank Cassel [1952] 1 All ER 554 αναφέρθηκε πως, σε περίπτωση που ένα τρίτο πρόσωπο συναλλάσσεται με ένα διευθυντή της εταιρείας για ένα θέμα για το οποίο ο διευθυντής υπό κανονικές συνθήκες θα είχε την εξουσία να ενεργήσει εκ μέρους της εταιρείας, δεν έχει υποχρέωση να ερευνήσει κατά πόσο ακολουθήθηκαν τα διαδικαστικά θέματα (formalities), τα οποία απαιτούνται από το καταστατικό της εταιρείας.
Εν προκειμένω, οι εφεσείοντες ασχολούνταν με την ανάπτυξη και πώληση ακινήτων και ο εφεσίβλητος 1 ήταν ένας εκ των δύο διευθυνόντων συμβούλων. Το γεγονός ότι ήταν και διευθυντής και μέτοχος της εταιρείας Κυρατζής, η οποία όφειλε χρήματα στους εφεσίβλητους 2, δεν ήταν από μόνο του αρκετό για να δημιουργήσει υποψίες στους εφεσίβλητους 2, έτσι ώστε να απαιτείτο η περαιτέρω διερεύνηση της δυνατότητας του εφεσίβλητου 1 να προβεί στη συνομολόγηση των επιδίκων Συμφωνιών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, όταν ο εφεσίβλητος 1 εισηγήθηκε όπως δοθεί το επίδικο διαμέρισμα στους εφεσίβλητους 2 προς μείωση του χρέους της εταιρείας του και πριν την υπογραφή των Συμφωνιών, οι εφεσίβλητοι 2 ανέθεσαν σε υπάλληλό τους, να προβεί σε έρευνα στο αρχείο του Εφόρου Εταιρειών. Από την έρευνα προέκυψε ότι ο εφεσίβλητος 1 ήταν διευθυντής των εφεσειόντων.
Σε περίπτωση που ο διευθυντής μιας εταιρείας ενεργεί εντός του πεδίου δράσης που κανονικά αναμενόταν να έχει ένα πρόσωπο στην εν λόγω θέση και, επίσης, οι ενέργειες του εν λόγω προσώπου καλύπτονταν από το καταστατικό της εταιρείας, η συναλλαγή θεωρείται νόμιμη.
Στην A. D. Hotel & Catering Ltd v. Takis Pilava (1982) 1 CLR 81, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:
«(1) that an agent acting within the scope of his usual authority and transacting business with third parties is binding the principal; that directors of a company are merely agents of a company and whenever an agent is liable the directors would be liable; that since there was no allegation that Joseph Pavlou as a director of the appellant company was acting in excess of his authority or that his acts were ultra vires and not within the usual or implied authority of such director acting as agent of the company, he was binding the company for purchases made for the account of the company;
(2) That at common law unilateral revocation or termination of agency by the principal will not affect third parties as long as the agent is acting in an authorized or apparently authorized manner, unless and until the third party has notice of the fact that the agent's authority has been terminated, (see, also, section 168 of the Contract Law, Cap. 149); that since in this case the third party, the respondent, had no notice of the fact that the authority of the Director, Joseph Pavlou, has been terminated the Director could bind the Company; accordingly the appeal should fail.»
Εν προκειμένω, με βάση τη μαρτυρία, όπως έγινε αποδεκτή, η εταιρεία «Κυρατζής» όφειλε στους εφεσίβλητους 2 ένα ποσό και, για σκοπούς διακανονισμού του χρέους, αποδέχτηκαν την εισήγησή του για υπογραφή των δύο Συμφωνιών. Η υπογραφή των Συμφωνιών έγινε από τον εφεσίβλητο 1, ο οποίος ήταν διευθυντής και στις δύο εταιρείες, αφού τους διαβεβαίωσε ότι ο ίδιος ήταν διευθυντής των εφεσειόντων.
Τα όσα αναφέρονται από τους εφεσείοντες περί υποχρέωσης των εφεσιβλήτων 2 να ελέγξουν το Καταστατικό της Εταιρείας δεν ευσταθούν. Ένας τρίτος που συναλλάσσεται με την εταιρεία δεν έχει υποχρέωση να κοιτάξει και/ή να μελετήσει το καταστατικό της εταιρείας, ούτε αναμένετο να προβεί σε τέτοια ενέργεια. Ούτε προκύπτει από τη μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι 2 γνώριζαν το περιεχόμενο του Καταστατικού των εφεσειόντων.
Στη βάση λοιπόν του Άρθρου 33Α του Κεφ. 113 και της νομολογίας, ορθά κρίθηκε ότι οι εφεσίβλητοι ήταν καλόπιστοι αγοραστές.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται.
Οι λόγοι έφεσης 5, 6 και 7 άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Συγκεκριμένα, με τον 5ο λόγο προβάλλεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι οι μάρτυρες που κλήθηκαν από τους εφεσείοντες προσήλθαν για να βοηθήσουν τον Α.Σ., τον τότε άλλο και νυν διευθυντή της εταιρείας και δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία τους ορθά, με αποτέλεσμα να μην βασιστεί σ΄ αυτή τη μαρτυρία για την απόφασή του, ενώ με τον 6ο λόγο προβάλλεται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ιδίου του Α.Σ. ήταν λανθασμένη και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Με τον 7ο λόγο προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του γενικού διευθυντή και του διευθύνοντα συμβούλου των εφεσιβλήτων και πως εσφαλμένα το Δικαστήριο βασίστηκε στη μαρτυρία τους.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας, όπως είναι πάγια νομολογημένο, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα. Περαιτέρω, το Εφετείο επεμβαίνει εκεί όπου τα ευρήματα γεγονότων δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2, οι οποίοι, όπως ανέφερε, «χωρίς υπερβολές στις τοποθετήσεις τους, είπαν αυτά που είχαν να πουν με σαφήνεια και σταθερότητα στις θέσεις τους» και δεν εντόπισε «οποιοδήποτε σημείο στη μαρτυρία τους ή αντίφαση ικανή να κλονίσει την αξιοπιστία τους ως μάρτυρες». Ο κάθε ένας αναφέρθηκε στις δικές του ενέργειες με τους ισχυρισμούς τους να συνάδουν με άλλα στοιχεία της μαρτυρίας που τέθηκαν ενώπιον του. Αναφορικά με τη μαρτυρία των Μ.Ε.2, 3 και 4, το Δικαστήριο παρατήρησε, ως γενικό σχόλιο, ότι έδωσαν την εντύπωση ότι προσπάθειά τους ήταν να υποστηρίξουν την ουσία του παραπόνου του Μ.Ε. 1 και των εφεσειόντων, χωρίς να μπορούν να επεκταθούν σε ιδιαίτερες λεπτομέρειες. Ακόμη δε, διαφαινόταν ότι σε πολλά σημεία, πηγή της γνώσης τους ήταν ευρύτερη πληροφόρηση από το Μ.Ε.1.
Η εγκυρότητα της παύσης του διευθυντή των εφεσειόντων, εφεσίβλητου 1, όπως εξήγησε το Δικαστήριο, δεν απασχόλησε, καθότι η κοινοποίηση αλλαγής αξιωματούχων της εταιρείας έγινε στις 25.5.2006, με αναφορά ότι η ημερομηνία παραίτησης ήταν η 25.5.2006. Με αυτό ως δεδομένο, το Δικαστήριο απέρριψε κάθε αντίθετο ισχυρισμό. Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε από πλευράς εφεσειόντων στην ευχέρεια που είχε ο εφεσίβλητος 1 να υπογράφει συμφωνίες. Ούτε αυτό το σημείο κρίθηκε ότι είχε σημασία για την υπόθεση στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Ιδιαίτερη σημασία επίσης δόθηκε από την πλευρά των εναγόντων στην ευχέρεια που μπορούσε να έχει ο εναγόμενος 1 να υπογράφει συμφωνίες πώλησης ακινήτων μόνος του. Ο Μ.Ε.1 είπε ότι αποφάσισαν με τον εναγόμενο 1 ότι αποφάσεις και πωλήσεις θα γίνονταν στο γραφείο και ούτε αυτός ούτε εκείνος θα ενεργούσαν μόνοι τους. Ο Μ.Ε.2, όμως, ερωτηθείς αν τα πωλητήρια τα υπέγραφε αυτός, απάντησε αρνητικά υποδεικνύοντας το Μ.Ε.1 ως υπογράφων και αυτός υπόγραφε ως μάρτυρας. Είπε δε, ότι ο εναγόμενος 1 δεν υπέγραφε. Ούτε αυτό το σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία, ως αναλύεται κατωτέρω, δείχνει όμως την τάση που υπήρξε να υποστηριχθούν ισχυρισμοί (π.χ. ότι ο εναγόμενος 1 δεν δικαιούτο να υπογράφει μόνος) που οι ενάγοντες θεωρούν ότι υποστηρίζουν την υπόθεση τους.
Αναλόγως και ο Μ.Ε.1. Ενώ παρέθεσε το παράπονο του, υποστηρίζοντας θέσεις ως τις πιο πάνω ή και ότι οι εναγόμενοι 2 όφειλαν να απευθυνθούν σ'αυτόν και ότι συνεπεία όλων αυτών, οι συμφωνίες είναι άνευ αποτελέσματος, τοποθετήθηκε σε ερωτήματα ως ακολούθως:
- Έπρεπε οι εναγόμενοι 2 να ψάξουν το θέμα, όμως δεν ήταν σίγουρος αν θα έβλεπαν μέχρι τη 19.5.2006 την αποχώρηση του εναγόμενου 1 ως διευθυντή, ενώ αυτή μεταγενέστερα κοινοποιήθηκε (25.5.2006).
- Η εκ μέρους του εναγομένου 1 δυνατότητα υπογραφής πωλητηρίου ήταν εσωτερικό θέμα της εταιρείας.
- Στα πωλητήρια δεν συνυποβάλλεται και απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, ούτε δίδεται στον αγοραστή ή το κτηματολόγιο.
Προκύπτει συναφώς ότι ο Μ.Ε.1 προέβαινε σε απόλυτες θέσεις με βάση τη θεώρηση που έχει ότι οι εναγόμενοι 2 έπρεπε να ρωτήσουν τον ίδιο».
Εξετάσαμε όλες τις αιτιάσεις που ήγειραν οι εφεσείοντες ως προς την εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν θεωρούμε ότι δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας που αυτό είχε προβεί.
Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 5, 6 και 7 απορρίπτονται.
Με τον 2ο λόγο οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι οι εφεσίβλητοι 2 δεν αποπειράθηκαν καν να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους που προβάλλεται στην παράγραφο 4(β) της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης ότι η εταιρεία Κυρατζής, δυνάμει συμφωνίας με τους εφεσείοντες «κατέστη ιδιοκτήτης και/ή πρόσωπο το οποίο δικαιούτο να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης ενός διαμερίσματος συνολικής αξίας Λ.Κ.157.000 και/ή το ισόποσο σε Ευρώ 268.250,43.». Με την κατάρρευση του ισχυρισμού αυτού, κατά την εισήγηση, κατέρρευσε ολόκληρη η υπόθεση των εφεσιβλήτων 2.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν αποτελούσε τη βάση της υπεράσπισης των εφεσιβλήτων, ώστε η μη απόδειξη του να έχει καταλυτικές συνέπειες στην υπεράσπισή τους, που εδραζόταν στη βάση της εξουσίας του εφεσίβλητου 1 να δεσμεύει τους εφεσείοντες και όχι στη βάση ότι η εταιρεία δικαιούτο στην κυριότητα του διαμερίσματος και, επομένως, και στο χρηματικό αντάλλαγμα της πώλησής του.
Με τον 4ο λόγο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει στη συναλλαγή μεταξύ του εφεσίβλητου 1, της εταιρείας «Κυρατζής» και των εφεσιβλήτων 2, τη νομολογιακή αρχή που εφαρμοζόταν, κατά την εισήγηση, στην παρούσα περίπτωση. Ότι δηλαδή η εξουσιοδότηση για να ενεργεί κάποιος ως αντιπρόσωπος περιλαμβάνει μόνο εξουσιοδότηση για να ενεργεί προς όφελος του κυρίου και πως δεν υπάρχει εξουσιοδότηση όταν το τρίτο μέρος όφειλε να αντιληφθεί ότι ο αντιπρόσωπος ενεργούσε προς ίδιον όφελος.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν κατά την εξέταση των λόγων έφεσης 1 και 3, η εγκυρότητα της επίδικης συμφωνίας ήταν αποτέλεσμα της φαινόμενης εξουσιοδότησης που είχε ο εφεσίβλητος 1 και της εφαρμογής του Άρθρου 33Α του Κεφ. 113 στη συναλλαγή.
Με τον 8ο λόγο προσβάλλεται η επιδίκαση του ποσού των €292.000 στους εφεσίβλητους 2 κάτι, που κατά την εισήγηση, δεν ήταν δικογραφημένο. Οι εφεσίβλητοι 2 αξίωσαν με την ανταπαίτησή τους, πέραν των δηλωτικών αποφάσεων, των διαταγμάτων και γενικών αποζημιώσεων, εναλλακτικά το ποσό των €350.000 αξία του διαμερίσματος κατά την 30.1.2007, πλέον τόκους «υπό μορφή γενικών και/ή ειδικών αποζημιώσεων δια παραβάσεως του Πωλητηρίου Εγγράφου παρά των Εναγόντων».
Με βάση την εκτίμηση του εμπειρογνώμονα, τη μαρτυρία του οποίου αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθόρισε το ποσό των αποζημιώσεων στο ποσό των €292.000. Η αξιολόγηση του μάρτυρα έγινε εντός των ορθών πλαισίων. Το γεγονός ότι ο εκτιμητής δεν επιθεώρησε το συγκεκριμένο διαμέρισμα στο εσωτερικό του, δεν καθιστά τη μαρτυρία του απορριπτέα. Οι συγκριτικές πωλήσεις αφορούσαν διαμερίσματα στο ίδιο συγκρότημα και θεώρησε ότι ήταν και αυτό του ίδιου επιπέδου ποιότητας και πως αφορούσε μέσου επιπέδου εμπορικό έργο. Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε και το ποσό που επιδικάστηκε από το Δικαστήριο αντιπροσωπεύει την αγοραία αξία του διαμερίσματος κατά το χρόνο που αυτό θα έπρεπε να είχε παραδοθεί στους εφεσίβλητους 2.
Ο 8ος λόγος απορρίπτεται.
Με τον 9ο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι 2 είναι καλόπιστοι αγοραστές και ότι οι υπογραφείσες από αυτούς συμφωνίες είναι έγκυρες και δεσμευτικές, κάτι το οποίο έχει απαντηθεί με τους λόγους έφεσης 1 και 3.
Με το λόγο έφεσης 10 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα δεν επιδίκασε αποζημιώσεις εναντίον του εφεσίβλητου 1. Στην αιτιολογία του λόγου αναφέρεται πως αυτός χωρίς εξουσιοδότηση και δόλια, κάτι που όντως διαφάνηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, είχε ενεργήσει για την προσωπικών του συμφερόντων εταιρεία Κυρατζής ώστε να της παράσχει το τίμημα των €268.250,43, δηλαδή το προϊόν της πώλησης του διαμερίσματος.
Η ενώπιόν μας επιχειρηματολογία των εφεσειόντων περιορίστηκε στην επανάληψη της αιτιολογίας του λόγου έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε απορρίψει την αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου 1, αναφέροντας ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε αξίωση εναντίον της εταιρείας Κυρατζής, που δεν ήταν καν εναγόμενη, σημειώνοντας ότι οι θεραπείες που αναζητούνταν εναντίον του εφεσίβλητου 1 δεν μπορούσαν να έχουν επιτυχή κατάληξη εναντίον του και μη επιτυχή κατάληξη εναντίον των εφεσιβλήτων 2. Και εφόσον η αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 2 είχε απορριφθεί, αναπόφευκτα την ίδια κατάληξη θα έπρεπε να είχε η αγωγή και εναντίον του εφεσίβλητου 1.
Το γεγονός ότι, όπως διαφάνηκε, οι εφεσίβλητοι 2 ήταν καλόπιστοι αγοραστές, αμέτοχοι στους δόλιους σχεδιασμούς του εφεσίβλητου 1, δεν συνιστούσε κώλυμα ώστε ο τελευταίος να ήταν υπόλογος έναντι των εφεσειόντων.
Όμως, η απαίτηση είχε συγκεκριμένο προσανατολισμό, που περιοριζόταν στη βάση ότι οι εφεσίβλητοι 2 δεν ήταν καλόπιστοι αγοραστές και το διαμέρισμα, αντικείμενο της επίδικης συμφωνίας, θα έπρεπε να αποδεσμευτεί από την κατάθεση του σχετικού αγοραπωλητηρίου εγγράφου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Αυτό ουσιαστικά επιτεύχθηκε με την εκδοθείσα απόφαση και η ζημιά των εφεσείοντων ήταν το αποτέλεσμα της επιτυχίας της ανταπαίτησης των εφεσιβλήτων 2. Ό,τι λοιπόν είχε προκαλέσει η δόλια συμπεριφορά του εφεσίβλητου 1 στους εφεσείοντες, ήταν η αποζημίωση που κλήθηκαν με την απόφαση στην ανταπαίτηση να καταβάλουν προς τους εφεσίβλητους 2. Αξίωση για αποκατάσταση τέτοιας ζημιάς από τον εφεσίβλητο 1 δεν δικογραφήθηκε και δεν προωθήθηκε. Δεν προβλέφθηκε με την αξίωση, αλλά ούτε και μετά την καταχώριση της ανταπαίτησης επιδιώχθηκε να καλυφθεί το ενδεχόμενο.
Είναι γι΄ αυτό που το ποσό που οι εφεσείοντες κλήθηκαν να καταβάλουν στους εφεσίβλητους 2, δεν θα μπορούσε να επιδικαστεί και υπέρ τους και εναντίον του εφεσίβλητου 1. Κανένα συγκεκριμένο ποσό δεν είχε αξιωθεί, ούτε διεκδικήθηκε από τον εφεσίβλητο 1.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων 2.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΧΤΘ