ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2023:15
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 38/2022)
1 Ιουνίου 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
Γ.Ν.,
Εφεσείοντα,
ν.
Μ.Μ.Χ.,
Εφεσίβλητης.
____________________
Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Λ. Μούσουλος, για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ. : Με έξι λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει την Ενδιάμεση Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία έγινε απόλυτο προσωρινό διάταγμα ημερ.3.12.2020, με το οποίο διατασσόταν να συνεισφέρει ποσό €700 το μήνα για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου, που είχε αποκτήσει με την εν διαστάσει σύζυγο του, Εφεσίβλητη.
Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι δεν συνέτρεχε το στοιχείο του κατεπείγοντος, ώστε να είχε εκδοθεί διάταγμα μονομερώς (λόγος έφεσης 1). Περαιτέρω, η πρωτόδικη κρίση ότι η Εφεσίβλητη είχε προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και δεν είχε αποκρύψει ουσιώδη γεγονότα ήταν εσφαλμένη (λόγος έφεσης 4). Παρέλειψε το πρωτόδικο Δικαστήριο να εντοπίσει το εύλογο των κονδυλίων που απαιτούνται για την ικανοποίηση των αναγκών διατροφής και συντήρησης του ανήλικου (λόγος έφεσης 3). Περαιτέρω, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη είχε μηδενικά εισοδήματα ήταν εσφαλμένη, ενώ παρέλειψε να εξετάσει την εισοδηματική της ικανότητα (λόγος έφεσης 5). Εσφαλμένη ήταν και η κατάληξη του ότι ο Εφεσείων ήταν ο μόνος υπόχρεος να καλύπτει τα έξοδα διατροφής του ανήλικου (λόγος έφεσης 6). Πέραν όλων των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθυστέρησε αδικαιολόγητα να εκδικάσει την ενδιάμεση αίτηση, κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ε.Σ.Δ.Α. (λόγος έφεσης 2).
Θα αρχίσουμε από το τελευταίο. Καθυστέρηση πράγματι παρατηρήθηκε. Η απόφαση εκδόθηκε την 18.5.2022, 18 μήνες μετά την καταχώριση της σχετικής αίτησης και 14 μήνες μετά την καταχώριση της ένστασης του Εφεσείοντα. Καταγράφεται στην απόφαση ότι, μετά την ένσταση, ακολούθησε αίτηση από την Εφεσίβλητη για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ενώ για κάποιο χρονικό διάστημα το προσωρινό διάταγμα παρέμεινε σε ισχύ με τη συναίνεση των διαδίκων, ενόψει προσπαθειών για διευθέτηση της υπόθεσης. Δεν επιτεύχθηκε συμβιβασμός. Ο Εφεσείων αντικατέστησε δύο φορές τους δικηγόρους του και εν τέλει, η αίτηση για συμπληρωματική ένορκη δήλωση εκδικάστηκε και απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση ημερ.8.12.2021.
Οι υποδείξεις του Εφεσείοντα ότι πριν την εμφάνιση της 31.1.2021 δεν υπήρξε προσπάθεια για διευθέτηση και ότι η καθυστέρηση που είχε προκληθεί για να αλλάξει ο ίδιος δικηγόρους ήταν μόνο δύο μήνες, δεν διαφοροποιούν ουσιωδώς τα δεδομένα. Να προσθέσουμε ωστόσο, όπως ο ίδιος ο Εφεσείων σημειώνει, ότι τους πρώτους μήνες του 2021 η υπόθεση είχε αναβληθεί λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (covid-19).
Καταλήγουμε ότι η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, ήταν ως προς μέρος του χρόνου που διέρρευσε δικαιολογημένη και υπό τις περιστάσεις, όχι τέτοια ώστε να τεκμηριώνεται παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος ή του Άρθρου 6(1) της Ε.Σ.Δ.Α., έτσι που να πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση με τις όποιες συνέπειες στην ευημερία του ανήλικου. Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Σε σχέση με τα ζητήματα που ήγειρε ο Εφεσείων για να τεκμηριώσει τη θέση του για μη ειλικρινή αποκάλυψη εκ μέρους της Εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αποτελούσαν θέματα που θα έπρεπε να αφεθούν να εξεταστούν τελεσίδικα κατά την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης. Η αναφορά του ότι η ενώπιον του διαδικασία δεν προσφερόταν για εξαγωγή ευρημάτων, φανερώνει ότι αυτό που εννοούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι τα όσα αναφέρονταν επί του προκειμένου από τον Εφεσείοντα ήταν οι δικές του θέσεις και, εφόσον η Εφεσίβλητη δεν είχε υποβληθεί σε αντεξέταση, δεν θα ήταν δυνατό να διαπιστωθεί, έστω για σκοπούς κρίσης του ζητήματος της αποκάλυψης, ότι αυτή είχε αποκρύψει γεγονότα. Κατά την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης θα αποτελούσαν, κάποια από αυτά, ζητήματα σχετικά με τον καθορισμό του ποσού της διατροφής και όχι βέβαια για να κριθεί ζήτημα μη αποκάλυψης στη μονομερή αίτηση που ολοκληρώθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ουσιαστικά δεν θα μπορούσε να αποφανθεί ότι η Εφεσίβλητη είχε αποκρύψει γεγονότα κατά την υποβολή μονομερώς της αίτησης ημερ.1.12.2020 ήταν ορθή. Επομένως, και ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Η θέση του Εφεσείοντα ότι δεν συνέτρεχε το στοιχείο του κατεπείγοντος εδράζεται στη θέση του ότι, από τη διάσταση με την Εφεσίβλητη την 7.10.2020 μέχρι και την καταχώριση της αίτησης την 1.12.2020, είχε καταβάλει στην Εφεσίβλητη ως διατροφή €1050, που αντιστοιχεί σε €525 μηνιαία, ποσό που, κατά την εισήγηση του, ήταν απόλυτα ικανοποιητικό ως συνεισφορά του στη διατροφή και κάλυψη των αναγκών του ανήλικου. Οι πληρωμές, αναφέρει, εσφαλμένα κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εκ μέρους του παραδοχή ότι υπάρχει το στοιχείο του κατεπείγοντος. Η θέση της Εφεσίβλητης ήταν ότι σε αυτή την περίοδο της είχε καταβάλει ως διατροφή για τον ανήλικο το ποσό των €300 σε δύο περιπτώσεις, δηλαδή συνολικά €600.
Με δεδομένο ότι οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960, δηλαδή να υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας, κατά κανόνα ικανοποιούνται σε τέτοιες υποθέσεις, απότοκο της νομικής υποχρέωσης των γονέων να διατρέφουν τα παιδιά τους, το ζήτημα συνήθως επικεντρώνεται στην πλήρωση της τρίτης προϋπόθεσης, να είναι δηλαδή δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αν δεν εκδοθεί σχετικό διάταγμα διατροφής.
Αυτό θα συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία εάν δεν εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα, τα παιδιά θα έχουν υποστεί κάποια δυσχέρεια ή ταλαιπωρία, που εφόσον τη βιώσουν ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω για να επανορθωθεί. Οπόταν, θα είναι και επείγον να εκδοθεί το διάταγμα μονομερώς, ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες τους αμέσως. Περίπτωση κατά την οποία δεν θα πληρείται η τρίτη προϋπόθεση και δεν θα καθίσταται επείγον να εκδοθεί διάταγμα μονομερώς, μπορεί να είναι όταν ο γονιός που είναι υπόλογος να πληρώνει διατροφή καταβάλλει τακτικά, ανελλιπώς και έγκαιρα ικανοποιητικό ποσό που, ως η δική του συνεισφορά, καλύπτει ουσιωδώς τις ανάγκες των παιδιών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ανέφερε ότι το θέμα της διατροφής ανηλίκου είναι άμεσα συνυφασμένο με την ευημερία του και ότι η μη συνεισφορά από τον γονέα εύλογου ποσού επηρεάζει δυσμενώς τη διαβίωση και ευημερία του. Παρέπεμψε και στη Δημοσθένους ν. Δημοσθένους, Έφ. Αρ.21/2019, ημερ. 29.6.2020, όπου αναφέρθηκε ότι «η επιμονή των διαδίκων να λύνουν τις διαφορές τους δικαστικώς αντί φιλικώς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι "ανά πάσα στιγμή εν απουσία σχετικού διατάγματος, δυνατόν να οδηγήσει τον Καθ΄ ου η αίτηση, να σταματήσει να καταβάλλει τα έξοδα διατροφής των ανηλίκων" με τραγικές συνέπειες». Αναμφίβολα η ενώπιον του περίπτωση περιείχε το στοιχείο της εντονότατης αντιπαράθεσης και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι απαιτείτο η ρύθμιση του ζητήματος με δικαστικό διάταγμα.
Διαπιστώνουμε ακόμα ότι στη βάση των ισχυρισμών της Εφεσίβλητης, τα ποσά που ο Εφεσείων είχε καταβάλει την περίοδο από τη διάσταση την 7.10.2020 μέχρι και την καταχώριση της αίτησης την 1.12.2020 ήταν σε δύο περιπτώσεις από €300, δηλαδή €600, που εφόσον κρίθηκε ότι δεν ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του ανήλικου, για κάλυψη των οποίων εκδόθηκε διάταγμα για ποσό €700 τον μήνα, το στοιχείο του κατ' επείγοντος, εκ του αποτελέσματος, ικανοποιείτο. Όπως ακόμα και με την εκδοχή του Εφεσείοντα ως προς το ποσό που είχε καταβάλει. Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 3, 5 και 6, αφορούν στις τρείς παραμέτρους που καθορίζουν το ύψος της αναγκαίας διατροφής ανηλίκου και θα τους εξετάσουμε μαζί.
Σε σχέση με τις ανάγκες διατροφής και συντήρησης του ανήλικου, το παράπονο του Εφεσείοντα είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε σχετικό εύρημα, περιοριζόμενο στο να παραθέσει τις επί του προκειμένου θέσεις των διαδίκων. Περαιτέρω, ότι ήταν αναιτιολόγητο το εύρημα του ότι ο ίδιος προσπάθησε να συρρικνώσει τις ανάγκες του ανήλικου με το να υποστηρίξει ότι ικανοποιούνταν με €450 το μήνα.
Παγιωμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποδεικνύει ότι κατά την εξέταση αιτήσεων για προσωρινά διατάγματα το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί της απαίτησης του ενάγοντα και επιμελώς θα πρέπει να αποφεύγει την κρίση της ουσίας της αγωγής, και στην περίπτωση μας, κατ' αναλογία, της κύριας αίτησης. Περιορίζεται και προσεγγίζει το μαρτυρικό υλικό με μόνο σκοπό τη διακρίβωση της ύπαρξης ή όχι των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 και κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, 267-8). Ειδικά στα πλαίσια αιτήσεων για προσωρινό διάταγμα διατροφής, στη Ν.Γ.Χ. ν. Τ.L., Έφ. Αρ.32/2021, ημερ.23.6.2022, αναφέρθηκε ότι «Ούτε, ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο, στα πλαίσια της εκδίκασης προσωρινού διατάγματος, να υπεισέλθει στις εκατέρωθεν αντικρουόμενες εκδοχές των διαδίκων και να τις εξετάσει. Η διεργασία αυτή θα επιτελεστεί κατά την εκδίκαση της κυρίως Αίτησης όπου και θα σταθμιστούν τόσο οι ανάγκες των παιδιών όσο και οι οικονομικές δυνατότητες των γονέων και κατ' ακολουθίαν η συνεισφορά του καθενός».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε, όπως το ίδιο αναφέρει, το ενώπιον του υλικό και προέβηκε σε δικό του συλλογισμό για να επιβεβαιώσει ότι η κρίση του να εκδώσει μονομερώς διάταγμα για το ποσό των €700 ήταν δικαιολογημένη. Ότι δηλαδή, και μόνο με την προσθήκη της αναλογίας του ανήλικου (€275) για το ενοίκιο που πλήρωνε η Εφεσίβλητη για τη στέγαση τους, στο ποσό των €450 που ο Εφεσείων υποστήριζε ότι ήταν αρκετό για τις ανάγκες του ανηλίκου, και στις οποίες δεν περιλάμβανε την αναλογία ενοικίου, κατέληγε στο ποσό των €725, δηλαδή ποσό ήδη μεγαλύτερο του ποσού του διατάγματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καταλήξει ότι τα έξοδα του ανήλικου ήταν €725. Άλλωστε γι' αυτό και σχολίασε ότι ο Εφεσείων προσπάθησε να συρρικνώσει τις ανάγκες του ανήλικου, όπως και για την Εφεσίβλητη, ανέφερε ότι προσπάθησε να τις διογκώσει.
Ότι η Εφεσίβλητη δεν εργαζόταν ήταν κοινό έδαφος. Χαρακτηριστικό το σχόλιο του ίδιου του Εφεσείοντα ότι «δεν έχει εργαστεί ούτε μια μέρα στη ζωή της». Δηλαδή δεν εργαζόταν ούτε κατά τους χρόνους που οι διάδικοι συμβίωναν ως ανδρόγυνο. Ούτε και ισχυρίστηκε ο Εφεσείων ότι η Εφεσίβλητη έχει κάποιο άλλο εισόδημα.
Σε σχέση με τα εισοδήματα του Εφεσείοντα το χάσμα μεταξύ των εκατέρωθεν θέσεων ήταν μεγάλο, με την Εφεσίβλητη να υποστηρίζει ότι ο Εφεσείων κέρδιζε από τις επιχειρήσεις του €100.000 μηνιαία και τον ίδιο να διατείνεται ότι τα εισοδήματα του ανέρχονταν στο ύψος των €29.000 το χρόνο.
Κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας του ανήλικου που γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 2019 και χρειαζόταν τη συνεχή φροντίδα της Εφεσίβλητης μητέρας του, και για σκοπούς του προσωρινού διατάγματος και μόνο, η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Με δεδομένο ότι η [Εφεσίβλητη] δεν εργάζεται και δεν έχει εισοδήματα, κυρίαρχο στοιχείο στην υπόθεση αυτή αναδεικνύονται οι ανάγκες του ανήλικου» δεν ήταν αδικαιολόγητη. Ωστόσο, δεν ήταν δικαιολογημένη η εντύπωση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο ίδιος είναι ο μόνος υπόχρεος να καλύπτει τα έξοδα του ανήλικου.
Είναι γεγονός ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν αναφέρεται συγκεκριμένο ποσό ως αναγκαία έξοδα του ανήλικου, στη βάση του οποίου θα γινόταν ο καταμερισμός μεταξύ των γονέων. Όμως, απαιτείτο ποσό πέραν των €725, με τη συνεισφορά του Εφεσείοντα να καλύπτει το κύριο μέρος.
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ποσό της διατροφής ήταν εύλογη λαμβάνοντας υπόψη τις ενώπιον του περιστάσεις. Δεν βρίσκουμε κανένα έρεισμα για να επέμβουμε στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία απολήγει σε κατάλληλη προσωρινή λύση. Επομένως οι λόγοι έφεσης 3, 5 και 6 επίσης απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα,[1] όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Στ. Χατζηγιάννη, Δ.
[1] Άρθρο 9(2) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002, Ν.165(Ι)/2002, όπως έχει τροποποιηθεί.