ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A191
iJustice
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 2/2023)
2 Ιουνίου 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. POLYXENIA ISAAK RESTAURANT LIMITED,
2. ΜΑΡΚΟΥ ΙΣΑΑΚ ΠΥΡΙΛΛΗ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων
____________________
Π. Χατζηπέτρος για Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Το ερώτημα που εγείρεται με την έφεση είναι σε ποιους, πέραν του ενυπόθηκου οφειλέτη, πρέπει να επιδίδεται η προβλεπόμενη στο ’ρθρο 44Γ(2) των περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμων του 1965 έως 2018, οι Νόμοι, ειδοποίηση κατά τον Τύπο «IΑ».
Είναι η θέση των Εφεσίβλητων ότι η έφεση είναι άνευ αντικειμένου «δεδομένης της διεκπεραίωσης του πρώτου πλειστηριασμού, ο οποίος επιχειρείτο να σταματήσει με την αίτηση». Προκύπτει ότι αφότου την 28.12.2022 η Αίτηση-Έφεση του Εφεσείοντα απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, την επομένη 29.12.2022 έλαβε χώρα ο προγραμματισμένος πλειστηριασμός, χωρίς όμως να επιτευχθεί η πώληση της ενυπόθηκης περιουσίας του Εφεσείοντα. Η επίδοση ειδοποίησης κατά τον Τύπο «ΙΑ» και το δικαίωμα υποβολής αίτησης -έφεσης για τον παραμερισμό της, είναι μόνο μέρος της διαδικασίας που προνοείται από το Μέρος VIA των Νόμων. Εφόσον δεν επιτύχει ο παραμερισμός της ειδοποίησης κατά τον Τύπο «ΙΑ», ακόμα και αν ο προγραμματισμένος πλειστηριασμός δεν επιφέρει την πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου, προβλέπεται για τη συνέχεια συγκεκριμένη διαδικασία, όπως ορίζεται στο ’ρθρο 44Η(1) των Νόμων[1] που δεν θα μπορούσε να ακολουθηθεί στην περίπτωση που η ειδοποίηση κατά τον Τύπο «ΙΑ» είχε παραμεριστεί. Επομένως, το να παραμεριστεί η ειδοποίηση κατά τον Τύπο «ΙΑ», έστω και μετά την ανεπιτυχή διεκπεραίωση του προγραμματισμένου πλειστηριασμού, διατηρεί τη σημασία του και η παρούσα έφεση δεν είναι άνευ αντικειμένου.
Ούτε βέβαια η καταχώριση αγωγής από τον Εφεσείοντα την 15.12.2022 στα πλαίσια της οποίας ζητήθηκε διάταγμα που να εμποδίζει την εκποίηση, ζήτημα που θέτουν με το περίγραμμα της αγόρευσης τους οι δικηγόροι των Εφεσίβλητων, μπορεί να μας απασχολήσει. Πρόκειται για γεγονότα που δεν ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που είχε από 13.12.2022 επιφυλάξει την απόφαση του.
Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση του νομικού ζητήματος που εγείρεται, επιβάλλεται μια σύντομη αναδρομή στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, ώστε η επιχειρηματολογία των μερών να εκτιμηθεί στη βάση του πραγματικού υπόβαθρου που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η Εφεσίβλητη τράπεζα είχε παραχωρήσει πιστωτικές διευκολύνσεις στην Εφεσείουσα 1 και για την εξασφάλιση της αποπληρωμής, ο Εφεσείων 2 υποθήκευσε προς όφελος της το 1/5 μερίδιο του σε εννέα τεμάχια. Σημειώνεται ότι η έφεση εκ μέρους της Εφεσείουσας 1 έχει αποσυρθεί, συνεπώς θα αναφερόμαστε στον Εφεσείοντα 2 ως τον Εφεσείοντα. Ιδιοκτήτης των υπόλοιπων 4/5 μεριδίων των εννέα τεμαχίων ήταν η εταιρεία Soltera Developers and Construction Ltd. H Soltera είχε προβεί σε αναπτύξεις στα τεμάχια και είχε πωλήσει πέραν των 30 επαύλεων σε τρίτους.
Όταν η Εφεσίβλητη δρομολόγησε τη διαδικασία εκποίησης των ενυπόθηκων μεριδίων του Εφεσείοντα, όπως προνοείται από το Μέρος VIA των Νόμων (πρόκειται για τη διαδικασία που έχει εισαχθεί με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2014, Ν.142(Ι)/2014, που αφορά στην πώληση ενυπόθηκου ακινήτου από τον ενυπόθηκο δανειστή) στο στάδιο της υποχρέωσης ειδοποίησης ότι το ενυπόθηκο ακίνητο πρόκειται να πωληθεί με πλειστηριασμό, που γίνεται με την επίδοση ειδοποίησης κατά τον Τύπο «IΑ», επίδοση δεν έγινε, ούτε στη Soltera, ούτε στους αγοραστές των επαύλεων.
Το σχετικό ’ρθρο 44Γ(2) προνοεί ότι:
«Σε περίπτωση που ο ενυπόθηκος οφειλέτης ή οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της ειδοποίησης που του επιδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), ο ενυπόθηκος δανειστής δύναται να επιδώσει στον ενυπόθηκο οφειλέτη και σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δεύτερη έγγραφη ειδοποίηση, στην οποία να αναφέρεται ότι το ενυπόθηκο ακίνητο πρόκειται να πωληθεί με πλειστηριασμό˙ η ειδοποίηση επιδίδεται κατά τον Τύπο «IΑ» του Δευτέρου Παραρτήματος, εντός περιόδου όχι μικρότερης των τριάντα (30) ημερών από την καθορισμένη ημέρα και ώρα πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου».
Ούτε η Soltera, ούτε οι αγοραστές των επαύλεων ήταν ενυπόθηκοι οφειλέτες και ό,τι απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο ήταν ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην έννοια του ’ρθρου 44Γ(2). Προς τούτο, παρέπεμψε στο ’ρθρο 44ΙΕ των Νόμων και την ερμηνεία ότι:
« Για σκοπούς του παρόντος Μέρους -
"ενδιαφερόμενο πρόσωπο" σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο έχει δικαίωμα σε οποιοδήποτε μέρος του εκπλειστηριάσματος της πώλησης, όπως αυτό προκύπτει από έρευνα στα μητρώα του Κτηματολογίου και περιλαμβάνει οποιουσδήποτε εγγυητές σε σχέση με το ενυπόθηκο χρέος∙»
Το εκπλειστηρίασμα είναι το τίμημα, δηλαδή το ποσό των χρημάτων, έναντι του οποίου πωλήθηκε κάτι σε πλειστηριασμό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καμιά δυσκολία στο να καταλήξει ότι η Soltera δεν είχε δικαίωμα σε οποιοδήποτε μέρος του εκπλειστηριάσματος της πώλησης και επομένως δεν κατατασσόταν ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με τους λόγους έφεσης 1 και 2, τους οποίους θα εξετάσουμε μαζί.
Διαφωνούμε με την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι για να εξακριβώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά πόσο η Soltera είχε δικαίωμα σε οποιοδήποτε μέρος του εκπλειστηριάσματος ή επηρεαζόταν, όπως το θέτει ο Εφεσείων, θα έπρεπε να της είχε δοθεί πρώτα το δικαίωμα να ακουστεί. Αντίθετα, η Soltera ως συνιδιοκτήτρια θα δικαιούτο να της επιδοθεί η ειδοποίηση και να καταστεί μέρος στη διαδικασία και να ακουστεί μόνο εφόσον, κατά την ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Ως προς τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την κατάληξη του ότι η Soltera δεν είχε δικαίωμα σε οποιοδήποτε μέρος του εκπλειστηριάσματος της πώλησης, θα λέγαμε ότι η κατάληξη ήταν ότι η Soltera δεν ήταν ενδιαφερόμενο πρόσωπο και η αιτιολογία ότι δεν είχε δικαίωμα σε οποιοδήποτε μέρος του εκπλειστηριάσματος της πώλησης. Τόσο ξεκάθαρη που χωρίς άλλο επαρκής. Και αυτό γιατί όταν εκποιηθεί το ενυπόθηκο μερίδιο σε ακίνητο, ο συνιδιοκτήτης άλλου μεριδίου στο ακίνητο δεν δικαιούται να λάβει οιοδήποτε ποσό χρημάτων από το τίμημα πώλησης.
Οι δικηγόροι του Εφεσείοντα δεν εισηγήθηκαν κάτι το διαφορετικό. Η επιχειρηματολογία τους είχε άλλη κατεύθυνση, στη βάση του επηρεασμού των δικαιωμάτων του συνιδιοκτήτη, εκτός δηλαδή του πλαισίου και της ερμηνείας του ’ρθρου 44Γ(2).
Στην Αναφορικά με την Αίτηση της Bank of Cyprus Public Company Ltd, Πολ. Έφ. Αρ.68/2019, ημερ.8.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:A144, στην οποία παρέπεμψαν οι δικηγόροι του Εφεσείοντα, δόθηκε άδεια στην τράπεζα, ενυπόθηκο δανειστή, για να καταχωρίσει αίτηση certiorari για την ακύρωση της απόφασης του με την οποία διατάχθηκε ο Διευθυντής του Κτηματολογίου να αποδεχθεί την εκπρόθεσμη κατάθεση του αγοραπωλητηρίου με προγενέστερη της υποθήκης ημερομηνία που κατ΄ ισχυρισμό είχε συνάψει τρίτο πρόσωπο με την ενυπόθηκη οφειλέτιδα. Είναι κάτω από αυτές τις περιστάσεις και με αναφορά στο ’ρθρο 12 του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011, Ν.81(Ι)/2011, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 48(Ι)/2017,[2] που αναφέρθηκε ότι:
«Τούτο γιατί, ναι μεν το άρθρο 12 του Νόμου αποβλέπει στην προστασία αγοραστή ακινήτου και ναι μεν στις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου απουσιάζει ρητή πρόνοια για επίδοση της αίτησης για κατάθεση στο Κτηματολόγιο σύμβασης «σε οποιοδήποτε χρόνο» σε καθορισμένα πρόσωπα, αλλά δεν μπορεί κατά την άποψή μας να αγνοηθεί το γεγονός ότι η διαδικασία που προνοείται στο υπό αναφορά άρθρο έχει ως αντικείμενο ακίνητη περιουσία. Με αυτό ως δεδομένο θεωρούμε ότι θα έπρεπε να απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά πόσο η μη συνένωση στην αίτηση της Τράπεζας - η οποία είχε εγγράψει στα επίδικα κτήματα πρώτη υποθήκη σε χρόνο που αυτά ήταν ελεύθερα παντός εμπράγματου βάρους ή άλλης επιβάρυνσης - ενδεχομένως να καθιστούσε τη διαδικασία θνησιγενή και άκυρη λόγω του ότι η ίδια δεν είχε συνενωθεί ως διάδικος στη διαδικασία. Υπενθυμίζουμε επί του προκειμένου ότι κατά πάγια νομολογία (Hadjipetrouv. Petsoloukas (1965) 1 CLR 83, HjiSavva and Others v. Loizou (1982) 1 CLR 218, Tιτινίδου ν. Ρεσιάντ (1993) 1 Α.Α.Δ. 429, Γεωργιάδου ν. Γεωργιάδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1210 και Κωνσταντίνου κ.α. ν. Διευθυντή Κτηματολογίου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1990), σε διαδικασίες που έχουν ως αντικείμενο ακίνητη ιδιοκτησία επιβάλλεται να συνενώνονται ως διάδικοι όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, κάτι που στην υπό εξέταση περίπτωση δεν έγινε».
Οι δικηγόροι του Εφεσείοντα αναφέρθηκαν ακόμα στην Παλαιομυλίτου ν. Παναγιώτου κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 407, 411 και την εκεί αναφορά στο ’ρθρο 25(1) του Κεφ.224, που δίδει πρώτο δικαίωμα[3] σε συνιδιοκτήτη ακίνητης ιδιοκτησίας να αγοράσει και να εγγραφεί ο ίδιος ως ιδιοκτήτης ολόκληρου του κτήματος, ή άλλων ιδανικών μεριδίων της ιδιοκτησίας, εφόσον προσφέρει την τιμή που οι ιδιοκτήτες των άλλων μεριδίων συμφώνησαν να τα πωλήσουν σε τρίτους.
Παρέπεμψαν ακόμα στον Καν.5(2) του περί Ακινήτου ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμού του 1956 (622/1956) που αναφέρει ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη θα πρέπει να συνενώνονται ως διάδικοι στη διαδικασία, ωστόσο δεν βρίσκουμε ότι η παραπομπή αυτή ενισχύει την επιχειρηματολογία τους. Για τη διαδικασία που η έφεση αφορά, ο νομοθέτης επέλεξε να καθορίσει κατά τρόπο σαφή ποιος συγκαταλέγεται ως ενδιαφερόμενο μέρος, ώστε να μην παρέχεται περιθώριο να περιληφθεί άλλος εκτός του καθορισμένου πλαισίου.
Οι δικηγόροι του Εφεσείοντα επικαλέστηκαν και την αγγλική απόφαση Williams v. British Gas Corporation English Lands Tribunal in Reference 227/1979, 3.7.1980 (Journal of Planning and Environment Law, October 1980, p.686) στην οποία, αναφέρουν, ότι το Δικαστήριο κατέληξε ότι σε σχέση προς τρίτους, οι συνιδιοκτήτες θεωρούνται ωσάν να είναι ένας και μοναδικός ιδιοκτήτης. Σε κάθε περίπτωση η υπόθεση αφορούσε συνιδιοκτήτες, joint tenants, (ιδιοτυπία στο αγγλικό δίκαιο) και όχι συνιδιοκτήτες, tenants in common, όπως ο Εφεσείων και η Soltera.
Καταρχάς, στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για πώληση αλλά αναγκαστική εκποίηση. Εκποίηση μπορούσε και μπορεί να επιτευχθεί και με διαδικασία άλλη από αυτή που προνοείται στο Μέρος VIA των Νόμων και ο συνιδιοκτήτης, όπως κάθε άλλος, μπορούσε να συμμετάσχει στο δημόσιο πλειστηριασμό. Περαιτέρω, το ’ρθρο 44Γ(2) εμπεριέχει πρόνοια που εφαρμόζεται ειδικά για τη συγκεκριμένη διαδικασία, και καθορίζει ρητά και κατά τρόπο σαφή σε ποιους πρέπει να επιδίδεται η συγκεκριμένη ειδοποίηση. Στην περίπτωση του ’ρθρου 44Γ(2) των Νόμων δεν «απουσιάζει ρητή πρόνοια για επίδοση της αίτησης», όπως συμβαίνει στην περίπτωση του ’ρθρου 12 του Ν.81(Ι)/2011, γι' αυτό και υπήρχε η ευχέρεια στην Bank of Cyprus Public Company Ltd να κριθεί το ζήτημα στη βάση των γενικότερων αρχών που αφορούν διαδικασίες με αντικείμενο ακίνητη περιουσία.
Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Καθ' όσον αφορά τους αγοραστές των επαύλεων, προκύπτει ότι οι περισσότεροι είχαν αποταθεί στο Διευθυντή του Κτηματολογίου δυνάμει του Μέρους VIB των Νόμων, που αφορά στη προστασία των αγοραστών ζητώντας να τους μεταβιβαστεί η περιουσία που είχαν αγοράσει. Καταχώρησαν δηλαδή αιτήσεις ως «εγκλωβισμένοι αγοραστές», Α.Ε.Α..
Με το λόγο έφεσης 3, ο Εφεσείων καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αγνόησε ότι οι Α.Ε.Α. «επί των προς πώληση ακινήτων του Εφεσείοντα 2, ήτο η βάση και προέκυπταν από πωλητήρια έγγραφα τα οποία νομοθετικώς επιβαρύνουν ολόκληρη τη συνιδιόκτητη περιουσία».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά διαπίστωσε ότι οι Α.Ε.Α. δεν βρίσκονταν κάτω από τον τίτλο επιβαρύνσεις στο Πιστοποιητικό Έρευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας του Εφεσείοντα που είχε παρουσιαστεί. Και δεν υπήρχαν οιαδήποτε πωλητήρια έγγραφα που να επιβαρύνουν τα μερίδια του Εφεσείοντα. Όπως άλλωστε είχε παρατηρήσει, ο ίδιος ο Εφεσείων στην ένορκη του δήλωση είχε αναφέρει ότι τα πωλητήρια έγγραφα είχαν υπογραφτεί από τους αγοραστές και τη Soltera. Ο ίδιος ο Εφεσείων δεν είχε συνομολογήσει οιαδήποτε συμφωνία πώλησης. Έτσι τα αγοραπωλητήρια έγγραφα δεν επιβάρυναν τα ενυπόθηκα μερίδια του Εφεσείοντα και οι Α.Ε.Α. που είχαν καταχωριστεί δεν σχετίζονταν με αυτά.
Ο Εφεσείων επικαλείται τις διατάξεις του ’ρθρου 5(1) του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011, Ν.81(Ι)/2011 και υποστηρίζει ότι επειδή τα τεμάχια επί των οποίων αναγέρθηκαν οι επαύλεις κατέχονταν από τη Soltera και τον ίδιο ως συνιδιοκτήτες, τα πωλητήρια έγγραφα βάραιναν ολόκληρα τα τεμάχια, δηλαδή και τα δικά του μερίδια. Υποστηρίζει δηλαδή ότι η ακίνητη περιουσία προσώπου, έστω μερίδιο, θα μπορούσε να επιβαρυνθεί, από αγοραπωλητήριο έγγραφο το οποίο ο ιδιοκτήτης ουδέποτε συνομολόγησε και ουδέποτε προσυπόγραψε.
Το ’ρθρο 5(1) του Ν.81(Ι)/2011 προνοεί ότι:
«Τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων του παρόντος Νόμου, η κατάθεση σύμβασης συνιστά εμπράγματο βάρος επί της ακίνητης ιδιοκτησίας που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης και το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης ακολουθεί τη σειρά προτεραιότητας που λαμβάνει με την κατάθεσή της:
Νοείται ότι, όταν η ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης είναι τμήμα ακίνητης ιδιοκτησίας εγγεγραμμένης στο όνομα του πωλητή, το εμπράγματο βάρος βαρύνει ολόκληρη την ακίνητη ιδιοκτησία που περιλαμβάνεται στην εγγραφή που υπάρχει στο όνομα του πωλητή και, με τη διενέργεια χωριστής εγγραφής για το εν λόγω τμήμα, το εμπράγματο βάρος περιορίζεται μόνο επί του τμήματος της ακίνητης ιδιοκτησίας το οποίο αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης».
Ο Εφεσείων παραπέμπει και δίδει έμφαση στη φράση «βαρύνει ολόκληρη την ακίνητη ιδιοκτησία», την οποία όμως ακολουθεί η φράση «που περιλαμβάνεται στην εγγραφή που υπάρχει στο όνομα του πωλητή». Το ’ρθρο 5(1) καλύπτει διαφορετικές περιπτώσεις και αναμφίβολα δεν επενεργεί ώστε να καθιστά αγοραπωλητήριο έγγραφο εμπράγματο βάρος επί περιουσίας προσώπου αμέτοχου στην πώληση.
Ούτε το ’ρθρο 41ΙΘ του Μέρους VIB των Νόμων[4] που προνοεί για αναστολή εκκρεμούσας διαδικασίας δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIΑ, που επίσης επικαλέστηκε ο Εφεσείων, άπτεται του συγκεκριμένου ζητήματος που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο για να αποφασίσει.
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τις Α.Ε.Α. ήταν απόλυτα ορθή. Επομένως, ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 4 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι προέβηκε σε σχολιασμό και αξιολόγηση μαρτυρίας που δεν καλυπτόταν από τους λόγους ένστασης της Εφεσίβλητης. Αναφέρεται στη συμφωνία διανομής μεταξύ της Soltera και του Εφεσείοντα. Με το λόγο έφεσης 5, επιχειρηματολογείται περαιτέρω ότι η συμφωνία διανομής που δεν παρουσιάστηκε ολοκληρωμένη, αφού απουσίαζαν τα σχετικά παραρτήματα, αξιολογήθηκε εσφαλμένα.
Η συμφωνία διανομής είχε επισυναφθεί ως τεκμήριο στην ένσταση της Εφεσίβλητης και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε αυτή, καταγράφοντας μέρος της. Δεν σχολίασε το περιεχόμενο της, ούτε και βασίστηκε σε αυτή για να εξαγάγει κάποιο συμπέρασμα. Η απόφαση του βασίστηκε στην κατάληξη του ότι ούτε η Soltera, ούτε οι αγοραστές των επαύλεων ήταν ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην έννοια του ’ρθρου 44Γ(2). Επομένως, ο λόγος έφεσης 4 είναι σε κάθε περίπτωση αλυσιτελής και απορρίπτεται. Κατ' ακολουθία, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 5.
Τέλος, με το λόγο έφεσης 6 προβάλλεται ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διασφάλισε το δικαίωμα του Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη. Επαναλαμβάνονται ζητήματα που έχουν απορριφθεί στα πλαίσια των λόγων έφεσης η εξέταση των οποίων έχει προηγηθεί και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.
Η έφεση απορρίπτεται.
3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Κ. Σταματίου, Δ.
X. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
[1] «Σε περίπτωση που δεν πραγματοποιείται πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου κατά τον πρώτο πλειστηριασμό, ο ενυπόθηκος δανειστής δύναται να προβεί στην πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου είτε με πλειστηριασμό είτε απ' ευθείας με πώληση και προς το σκοπό αυτό επιδίδει ειδοποίηση κατά τον Τύπο «ΙΓ» του Δεύτερου Παραρτήματος στον ενυπόθηκο οφειλέτη και σε οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, εντός χρονικής περιόδου όχι μικρότερης των είκοσι (20) ημερών από την ημερομηνία πώλησης, περιλαμβανομένης της προτιθέμενης μεθόδου πώλησης».
[2] «Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νό΅ου, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν σχετικής αίτησης, να επιτρέψει την κατάθεση σύ΅βασης ή την έγερση αγωγής για ειδική εκτέλεση για συ΅βάσεις οι οποίες παρα΅ένουν σε ισχύ και συνο΅ολογήθηκαν σε οποιοδήποτε χρόνο, έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπό΅ενη για το σκοπό αυτό χρονική περίοδος, σύ΅φωνα ΅ε τις τις διατάξεις του παρόντος Νό΅ου ή η προθεσ΅ία κατάθεσής τους σύ΅φωνα ΅ε τις διατάξεις του καταργηθέντα ΅ε τον παρόντα Νό΅ο περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νό΅ου, ανάλογα ΅ε την περίπτωση, όταν κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή».
[3] Στην απόφαση περιγράφεται ως «προηγούμενο εκλεκτικό δικαίωμα».
[4] «(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), οποιαδήποτε εκκρεμούσα διαδικασία δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VI και VIA του Νόμου, του περί Πτώχευσης Νόμου και του περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου αναστέλλεται μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της εξέτασης της αίτησης που υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου».