ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ., Άντρη Ιωακείμ και Άλλη ν. (Αρ. 1) (2003) 1 ΑΑΔ 198
Latifundia Properties Ltd ν. Ανδρέα Μιχαήλ Ψακή και Άλλων (2003) 1 ΑΑΔ 670
Πιττάκα Χριστόδουλος ν. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ. (2004) 1 ΑΑΔ 1895
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:A158
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε151/2015)
9 Μαΐου 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑ ΓΙΑΝΝΙΤΣΑΡΟΣ,
2. ΑΙΜΙΛΗ ΣΩΤΗΡΗ ΓΙΑΝΝΙΤΣΑΡΟΥ,
Εφεσείοντες/Καθ΄ων η Αίτηση,
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
(ΠΡΩΗΝ CYPRUS POPULAR BANK CO LTD),
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια.
____________________
Α. Δημητρίου για Ανδρέα Α. Μαθηκολώνη, για τους
Εφεσείοντες.
Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ, για την
Εφεσίβλητη.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση στην Αίτηση που υπέβαλαν οι εφεσίβλητοι, με την οποία κρίθηκε ότι οι μεταβιβάσεις συγκεκριμένων ακινήτων, που έγιναν δια δωρεάς από τον εφεσείοντα 1 προς τη θυγατέρα του, εφεσείουσα 2, ήταν δόλιες και διατάχθηκε η επανεγγραφή τους επ΄ ονόματι του εφεσείοντα 1.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι, με επιστολή τους ημερ. 7.9.2009, πληροφόρησαν τον εφεσείοντα 1 ότι η πρωτοφειλέτρια εταιρεία, στην οποίαν είχαν παραχωρήσει δάνειο που εγγυήθηκε ο ίδιος, δεν ήταν συνεπής με τις υποχρεώσεις της και έδιδαν προειδοποίηση 31 ημερών από την ημερομηνία λήψης της επιστολής για συμμόρφωση με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, διαφορετικά θα προχωρούσαν με τη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον τους. Η επιστολή απεστάλη στη διεύθυνση της συζύγου του. Ένα μήνα περίπου μετά, στις 9.10.2009, ο εφεσείων 1 μεταβίβασε και ενέγραψε επ΄ ονόματι της θυγατέρας του, εφεσείουσας 2, ακίνητη περιουσία δια δωρεάς, κάτι που επανέλαβε και ένα μήνα αργότερα, στις 11.11.2009 σε σχέση με άλλη ακίνητη περιουσία.
Στις 6.6.2011 οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν την ισχύ της σύμβασης δανείου και στις 13.7.2011 καταχώρισαν αγωγή εναντίον της πρωτοφειλέτριας εταιρείας και των εγγυητών της, περιλαμβανομένου του εφεσείοντα 1. Η αγωγή επιδόθηκε στη σύζυγό του, με αναφορά του επιδότη ότι συζεί με τον εφεσείοντα 1. Στις 28.9.2011 εκδόθηκε απόφαση εναντίον της πρωτοφειλέτριας, του εφεσείοντα 1 και άλλων εγγυητών, λόγω παράλειψής τους να καταχωρίσουν σημείωμα εμφάνισης, για ποσό €911.986,25, πλέον τόκους και έξοδα.
Οι εφεσίβλητοι, στα πλαίσια έρευνας στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας, με σκοπό τη λήψη μέτρων εκτέλεσης εναντίον των εξ αποφάσεως οφειλετών τους, διαπίστωσαν τις προαναφερθείσες μεταβιβάσεις ακινήτων. Ακολούθησε αίτηση, δυνάμει των προνοιών του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62 (ο «Νόμος»), με την οποία οι εφεσίβλητοι προέβαλαν ότι η δια δωρεάς μεταβίβαση των ακινήτων από τον εφεσείοντα 1 στην εφεσείουσα 2 ήταν δόλια και έγινε με πρόθεση να τους εμποδίσει στην εκτέλεση της υπέρ τους δικαστικής απόφασης.
Ο εφεσείων 1 προέβαλε ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της επιστολής ημερ. 7.9.2009, ούτε της αγωγής αφού, από το 2006, βρισκόταν σε διάσταση με τη σύζυγό του και διέμενε με τη θυγατέρα του, εφεσείουσα 2, σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στην Αγία Νάπα. Ισχυρίστηκε δε ότι η μεταβίβαση των ακινήτων έγινε προς υλοποίηση συμφωνίας που είχε επιτευχθεί το 2006, μετά τη διάσταση με τη σύζυγό του, προς επίλυση των μεταξύ τους περιουσιακών διαφορών. Είχε τότε συμφωνηθεί να μεταβιβαστούν τα εν λόγω ακίνητα στη θυγατέρα τους, κάτι που έγινε το 2009. Η σύζυγός του είχε αντίστοιχα συμφωνήσει να μεταβιβάσει σε άλλη θυγατέρα το σπίτι τους στο συνοικισμό Κόκκινες και ένα ακίνητο στις Αγγλισίδες. Οι τελευταίες μεταβιβάσεις ποτέ δεν έγιναν, γιατί το σπίτι στον προσφυγικό συνοικισμό δεν είχε τίτλο ιδιοκτησίας, η δε θυγατέρα τους αυτή εξακολουθούσε να είναι ανήλικη.
Ο εφεσείων 1 ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι οι εφεσίβλητοι δεν ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο πιστωτές εν τη εννοία του νόμου, αλλά κατέστησαν τέτοιοι σε μεταγενέστερο χρόνο, μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης εναντίον του. Συνεπώς, κατά το χρόνο των μεταβιβάσεων, δεν γνώριζε ότι θα ακολουθούσε η δικαστική απόφαση εναντίον του, έτσι ώστε να είχε πρόθεση να καταδολιεύσει τους εφεσίβλητους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την προσαχθείσα μαρτυρία, δεν αποδέχθηκε τη θέση του εφεσείοντα 1 ότι η μεταβίβαση των ακινήτων είχε γίνει στα πλαίσια της διευθέτησης περιουσιακών διαφορών με τη σύζυγό του, ούτε τη θέση του ότι δεν είχε λάβει γνώση της διαδικασίας επίδοσης της επιστολής ημερ. 7.9.2009. Κατέληξε δε, ότι οι εφεσίβλητοι με την αποστολή της εν λόγω επιστολής κατέστησαν το χρέος πληρωτέο και απαιτητό, με αποτέλεσμα η μεταγενέστερη μεταβίβαση των ακινήτων διά δωρεάς να θεωρείται δόλια, με σκοπό την καθυστέρηση και παρεμπόδιση των εφεσιβλήτων από του να εισπράξουν το εξ αποφάσεως χρέος.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την πρωτόδικη κρίση με 12 λόγους έφεσης.
Με τους πρώτους δύο λόγους, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το Άρθρο 3(2) του Νόμου και λανθασμένα μετατόπισε το βάρος απόδειξης στους ώμους τους. Κατά την εισήγηση, πουθενά στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση δεν αναφερόταν ότι η μεταβίβαση των ακινήτων έγινε διά δωρεάς. Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε ήταν ότι με τα ακίνητα μεταβιβάστηκαν και κάποιες υποθήκες, καθιστώντας την εφεσείουσα 2 ενυπόθηκη οφειλέτρια. Κατά τον εφεσείοντα, τέτοια μεταβίβαση δεν θεωρείται δωρεά, ώστε το βάρος απόδειξης δεν θα έπρεπε να μετατοπιστεί.
Το Άρθρο 3(2) του Κεφ. 62 προνοεί ότι:
«(2) Σε oπoιαδήπoτε αίτηση, βάσει τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ για ακύρωση μεταβίβασης ή εκχώρησης oπoιασδήπoτε περιoυσίας πoυ έγιvε σε oπoιoδήπoτε γovιό, σύζυγo, παιδί, αδελφό ή αδελφή τoυ δικαιoπάρoχoυ ή εκχωρητή, όχι με χρηματικό αvτάλλαγμα ή με αvτάλλαγμα άλλη περιoυσία ισoδύvαμης αξίας ή με καλή αvτιπαρoχή, τo βάρoς απόδειξης ότι αυτή η μεταβίβαση ή εκχώρηση έγιvε καλή τη πίστει και δεv έγιvε με πρόθεση vα παρεμπoδίσει ή καθυστερήσει τoυς πιστωτές τoυ θα έχει o δικαιoπάρoχoς ή εκχωρητής και τo πρόσωπo στo oπoίo έγιvε η εv λόγω μεταβίβαση ή εκχώρηση.»
Η δήλωση μεταβίβασης ρητά ανέφερε ότι η μεταβίβαση της επίδικης περιουσίας είχε γίνει δυνάμει δωρεάς από τον εφεσείοντα 1 στην εφεσείουσα 2. Αυτό προκύπτει από την έρευνα του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτετο στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την Αίτηση, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε. Περαιτέρω, ότι η εφεσίβλητη 2 ήταν θυγατέρα του εφεσίβλητου 1 ήταν κοινό έδαφος.
Εφόσον η μεταβίβαση των ακινήτων έγινε διά δωρεάς, η μεταφορά κάποιων υποθηκών που τα βάραιναν στην εφεσείουσα 2, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί χρηματικό αντάλλαγμα ή αντιπαροχή για τη μεταβίβασή τους, έτσι ώστε να παραμένει το βάρος απόδειξης στους ώμους των εφεσιβλήτων. Η μεταβίβαση ακινήτου που βαρύνεται με υποθήκη σε τρίτο, δεν εναποθέτει προσωπική υποχρέωση στον τελευταίο για την πληρωμή του χρέους που η υποθήκη εξασφαλίζει. Απλά, το ακίνητο που αποκτά δεν είναι ελεύθερο, αλλά φέρει την υποθήκη ως επιβάρυνση. Αν έχει την όποια σημασία, ο ίδιος ο εφεσείων 1, κατά την αντεξέτασή του, ανέφερε: «Έβαλα τις υποθήκες γιατί είμαι σίγουρος ότι θα τις πληρώσω τις υποθήκες». Συνεπώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το βάρος απόδειξης το είχαν οι εφεσείοντες. Το Άρθρο 3(2) του Νόμου είναι σαφές ότι, σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων διά δωρεάς, το βάρος απόδειξης ότι οι μεταβιβάσεις έγιναν καλή τη πίστη και όχι με πρόθεση να παρεμποδιστούν ή να καθυστερήσουν τους πιστωτές, το έχει ο δικαιοπάροχος ή εκχωρητής και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η εν λόγω μεταβίβαση. Στη προκειμένη περίπτωση οι εφεσείοντες.
Στην Ιωακείμ ν. Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (αρ. 1) (2003) 1 ΑΑΔ 198 αποφασίστηκε ότι αίτηση κάτω από τις διατάξεις του Κεφ. 62 ανήκει στην κατηγορία αίτησης που έχει πρωτογενή χαρακτήρα. Πρόκειται για αυτόνομη διαδικασία, που στοχεύει σε άλλης μορφής θεραπεία και που κατατάσσεται, στην ευρύτερη κατηγορία των αγωγών. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση ο αιτητής έχει το βάρος απόδειξης. Εδώ, ο ίδιος ο Νόμος προνοεί για μετατόπιση του βάρους απόδειξης, εφόσον τηρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Συνεπώς, το ότι η αίτηση για δόλια μεταβίβαση κατατάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των αγωγών δεν σημαίνει ότι το βάρος απόδειξης δεν μπορεί να μετατεθεί. Οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων παρέπεμψαν σε υποθέσεις συναλλαγματικών όπου, κατ΄ αναλογία, σε περίπτωση που η υπογραφή κάποιου προσώπου εμφανίζεται στη συναλλαγματική, θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι έχει καταστεί μέρος σε αξία και το βάρος απόδειξης μετατίθεται σ΄ αυτόν να αποδείξει ότι υφίσταται μία από τις υπερασπίσεις που παρατίθενται στο σχετικό νόμο.
Υπό το φως των πιο πάνω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους των εφεσειόντων.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Με τους λόγους έφεσης 3, 5, 6, 8 και 10 οι εφεσείοντες προσβάλλουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι ήταν πιστωτές των εφεσειόντων κατά το χρόνο των μεταβιβάσεων, οι οποίες έγιναν πριν τον τερματισμό των πιστωτικών διευκολύνσεων και την καταχώριση της αγωγής. Ισχυρίζονται, συναφώς, λανθασμένη εφαρμογή της νομολογίας και της νομοθεσίας. Οι λόγοι έφεσης 4 και 9 άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από τους εφεσείοντες, με αποτέλεσμα να καταλήξει το Δικαστήριο σε λανθασμένα συμπεράσματα. Επίσης, ότι προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων. Με τον 7ο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες είχαν πρόθεση να καταδολιεύσουν τους εφεσίβλητους, ενώ με το 12ο λόγο προβάλλεται ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ουσιώδη γεγονότα που δεν δικαιολογούσαν την έκδοση των διαταγμάτων. Με τον 11ο λόγο προβάλλεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του μη δικογραφημένες θέσεις των εφεσιβλήτων.
Οι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί, λόγω της συνάφειάς τους.
Αποτελεί θέση των εφεσειόντων πως, εφόσον οι επίδικες μεταβιβάσεις έγιναν προγενέστερα της έκδοσης απόφασης εναντίον του εφεσείοντα 1, πριν ακόμη τερματιστεί η συμφωνία και καταχωρηθεί αγωγή εναντίον του, δεν μπορούσε να αποδοθεί στον εφεσείοντα 1 πρόθεση καθυστέρησης ή και παρεμπόδισης των εφεσιβλήτων να εισπράξουν ή να εκτελέσουν την απόφαση Δικαστηρίου που μεταγενέστερα εκδόθηκε.
Σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Νόμου, η ιδιότητα του εξ αποφάσεως πιστωτή πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης για ακύρωση δόλιας μεταβίβασης. Η μεταβίβαση όμως της περιουσίας, αντικείμενο αίτησης στη βάση του Νόμου αυτού, μπορεί να έχει γίνει πριν ακόμη εγερθεί αγωγή, όπως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω νομοθετικής διάταξης, την οποία παραθέτουμε:
«4. Οπoιαδήπoτε δωρεά, πώληση, εvέχυρo, υπoθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση oπoιασδήπoτε κιvητής ή ακίvητης περιoυσίας πoυ θεωρείται ως δόλια βάσει τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 3 τoυ Νόμoυ αυτoύ η oπoία έγιvε πριv από ή μετά τηv έvαρξη αγωγής ή άλλης διαδικασίας στηv oπoία τo δικαίωμα για αvάκτηση τoυ χρέoυς έχει απoδειχτεί, δύvαται vα ακυρωθεί με διάταγμα τoυ Δικαστηρίoυ πoυ εξασφαλίζεται με αίτηση oπoιoυδήπoτε εξ απoφάσεως πιστωτή πoυ γίvεται στηv εv λόγω αγωγή ή άλλη διαδικασία, και στo Δικαστήριo εvώπιov τoυ oπoίoυ η αγωγή ή άλλη διαδικασία έχει ακoυστεί ή εκκρεμεί.»
(Ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου)
Οι μεταβιβάσεις των ακινήτων από τον εφεσείοντα 1 έγιναν σε περίοδο δύο μηνών, μετά που έλαβε την επιστολή ημερ. 7.9.2009, που τον πληροφορούσε για την παράλειψη του πρωτοφειλέτη να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ότι θα λαμβάνονταν δικαστικά μέτρα εναντίον του.
Η θέση που προέβαλε ο εφεσείων 1 ήταν ότι δεν έλαβε γνώση της επιστολής αυτής και πως η μεταβίβαση έγινε προς υλοποίηση συμφωνίας που επιτεύχθηκε το 2006 με τη σύζυγό του για επίλυση των μεταξύ τους περιουσιακών διαφορών μετά τη διάσταση που επήλθε το 2006. Και οι δύο θέσεις του δεν έγιναν αποδεκτές από το Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι στη μεταγενέστερη επιστολή ημερ. 15.10.2009, η οποία είναι αποδεκτό ότι λήφθηκε, γίνεται αναφορά στην επιστολή της 7.9.2009. Περαιτέρω, επισήμανε ότι η μάρτυρας που κλήθηκε από τους εφεσείοντες, η οποία κατάθεσε ότι εκμίσθωσε τρία διαμερίσματα στον εφεσείοντα 1, δεν γνώριζε κατά πόσο τα χρησιμοποιούσαν οι υπάλληλοι του εφεσείοντα 1 ή και ο ίδιος. Ορθά κρίθηκε ότι η μαρτυρία της ήταν γενική, αόριστη και εξ ακοής, εφόσον η ίδια δεν διαπίστωσε οτιδήποτε για το οποίο κατέθεσε. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγησή της. Πέραν των πιο πάνω, όπως ορθά παρατήρησε η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων, η διεύθυνση που δήλωσε ο ίδιος, τόσο στους εφεσίβλητους στις 29.4.2013, όσο και στην ΑΗΚ, στις 14.10.2013, είναι η διεύθυνση στην οποία απεστάλη η επιστολή ημερ. 7.9.2009. Ως εκ τούτου, εφόσον η επιστολή, σύμφωνα με τη μαρτυρία, απεστάλη και δεν επεστράφη, υπάρχει τεκμήριο ότι έχει παραδοθεί στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν (Latifundia Properties Ltd v. Ψακή (2003) 1 ΑΑΔ 670 και Πιττάκας ν. Γ. και Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 ΑΑΔ 1895). Συνακόλουθα, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων 1 έλαβε γνώση της επιστολής των εφεσιβλήτων ημερ. 7.9.2009 είναι ορθό. Ούτε διαπιστώνουμε σφάλμα στην απόρριψη της θέσης του εφεσείοντα 1 ότι οι μεταβιβάσεις ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας με τη σύζυγό του με την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, ευρίσκετο σε διάσταση το έτος 2006, αλλά δεν είχε, κατά την ακρόαση της αίτησης, εκδοθεί ακόμη διαζύγιο. Η κατ΄ ισχυρισμόν συμφωνία ποτέ δεν υλοποιήθηκε στην ολότητά της, παρά μόνο έγιναν, κατά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα 1, οι επίδικες μεταβιβάσεις προς μερική υλοποίηση της συμφωνίας, κατά το χρόνο που έλαβε την επιστολή ημερ. 7.9.2009. Στη βάση των πιο πάνω γεγονότων, ορθά δεν έγινε αποδεκτή η θέση του εφεσείοντα 1 ως προς το σκοπό των επίδικων μεταβιβάσεων.
Με την εν λόγω επιστολή οι εφεσίβλητοι ενημέρωναν τον εφεσείοντα 1 ότι ο πρωτοφειλέτης, τον οποίο εγγυήθηκε, καθυστερούσε την αποπληρωμή των δόσεων και του διδόταν περιθώριο 31 ημερών για να διευθετηθούν οι υποχρεώσεις του, διαφορετικά θα λαμβάνονταν εναντίον του δικαστικά μέτρα. Η εν λόγω επιστολή είχε δικογραφηθεί, όπως και όλοι οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων, ως προς το ότι δόλια μεταβιβάστηκαν τα επίδικα ακίνητα στη θυγατέρα του εφεσείοντα 1.
Η αποστολή της επιστολής έθετε προ των ευθυνών του ως εγγυητή τον εφεσείοντα 1 για τις καθυστερήσεις που παρατηρούντο στην αποπληρωμή του δανείου της πρωτοφειλέτριας. Κατά το χρόνο αποστολής της επιστολής υπήρχαν οφειλόμενα ποσά τα οποία, εάν δεν εξοφλούντο, θα ακολουθούσε η λήψη των αναγκαίων μέτρων. Η συμφωνία δανείου δεν είχε τερματιστεί, όμως, εφόσον υπήρχαν οφειλόμενα ποσά, οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να τα αξιώσουν με αγωγή, έστω και εάν δεν προηγείτο τερματισμός της συμφωνίας.
Με δεδομένο ότι το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τους λόγους που προβλήθηκαν για τη διά δωρεάς μεταβίβαση των ακινήτων στην εφεσίβλητη 2, η μεταβίβαση αμέσως μετά την αποστολή της επιστολής, ορθά κρίθηκε ότι στόχο είχε να μην επιτρέψει στους εφεσίβλητους να εισπράξουν το χρέος. Η ροή των γεγονότων είναι τέτοια που, σε περίπτωση που δεν υπάρχει ή δε γίνεται αποδεκτή η δικαιολογία της διά δωρεάς μεταβίβασης, όπως συνέβη εδώ, ορθά οδήγησε το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες είχαν πρόθεση να καταδολιεύσουν. Σημειώνεται πως η εφεσείουσα 2 δεν έδωσε μαρτυρία, ούτε οποιαδήποτε άλλη δικαιολογία για τη μεταβίβαση. Θα λέγαμε ότι ακόμη και χωρίς τη βοήθεια του τεκμηρίου του νόμου, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ήταν τέτοια που ο δόλος θα μπορούσε ούτως ή άλλως να στοιχειοθετηθεί.
Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ουδείς από τους προβληθέντες λόγους έφεσης, ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον των εφεσειόντων.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΧΤΘ