ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κόμπου Αντώνης ν. Universal Bank Ltd (2009) 1 ΑΑΔ 194
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 479
Σενέκκης Πανίκος ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 417
Κόμπου Αντώνης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 1097, ECLI:CY:AD:2016:D225
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:A219
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 385/2014)
30 Mαΐου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΕΤΙΝΑ
Εφεσείων,
ν.
1. Β2KAPITAL CYPRUS LTD
2. ΛΑΙΚΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων.
......
Ολ. Λάμπρου για Α. Μαθηκολώνη & Co LLC, για τον εφεσείοντα
Λ. Φιλοθέου για Theodorides, Georgiou, Iacovou & Co. LLC, για τους εφεσίβλητους
.........
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης αποτελεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) στην αγωγή αρ. 8300/2007, με την οποία διατασσόταν ο εφεσείων να καταβάλει στην Marfin Popular Bank Public Co Ltd (την οποία υποκατέστησε η B2KAPIΤAL CYPRUS LTD, στο εξής η εφεσίβλητη 1) το ποσό των €727.895,50 πλέον τόκο 12.25% ετησίως από 30/9/2012 κεφαλαιοποιημένου δύο φορές ετησίως ήτοι την 1η Ιανουαρίου και 1η Ιουνίου εκάστου έτους μέχρι πλήρους εξοφλήσεως.
Εξεδόθη επίσης διάταγμα για πώληση των μετοχών τις οποίες ο εφεσείων ενεχυρίασε προς όφελος της εφεσίβλητης 1 και επίσης καταδικάστηκε στα έξοδα.
Με την ίδια απόφαση, η ανταπαίτηση του εφεσείοντα εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων απορρίφθηκε.
Ο εναγόμενος/εφεσείων μη ικανοποιηθείς από την εκδοθείσα απόφαση καταχώρησε την κρινόμενη έφεση και με εννέα λόγους έφεσης πλήττει την ορθότητα αυτής σε όλο της το εύρος.
Εσφαλμένη χαρακτηρίζεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η ενάγουσα είχε αποδείξει την υπόθεση της, ότι κατά επισφαλή τρόπο προέβη στην ερμηνεία της υπεράσπισης του, ότι κατά μη ορθό τρόπο έκρινε ότι ο εφεσείων αποδέχθηκε την υπέρβαση του ορίου του λογαριασμού του και ότι προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της προσφερθείσας μαρτυρίας.
Εσφαλμένη κρίνεται η απόφαση επιδίκασης «τόκου προς 12.25% ετησίως από 30/9/12» με κεφαλαιοποίηση του δύο φορές ετησίως καθώς επίσης το ίδιο εσφαλμένη ήταν η απόφαση για απόρριψη της ανταπαίτησης εναντίον της εφεσίβλητης 1, όσο και εναντίον της εφεσίβλητης 2, Εναντίον της δεύτερης επιζητούσε έκδοση απόφασης για οποιοδήποτε ποσό κληθεί ο ίδιος να καταβάλει προς την εφεσίβλητη 1.
Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης, θεωρούμε χρήσιμη την παράθεση ενός σύντομου, αποδεκτού, ιστορικού των γεγονότων, τα οποία ανάγονται στο χρόνο έξαρσης των χρηματιστηριακών αγορών και την περίοδο του Χρηματιστηρίου, όπου διάφορα πιστωτικά ιδρύματα παραχωρούσαν επενδυτικά δάνεια για αγορά μετοχών.
Η ενάγουσα Τράπεζα Λαϊκή Επενδυτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ, στο εξής η εφεσίβλητη, δυνάμει συμφωνίας ημερ. 14/5/1999 και αφού ο εφεσείων συμφώνησε να συμμετάσχει στο «Σχέδιο Επενδυτής» της εφεσίβλητης, παραχώρησε σε αυτόν πιστωτική διευκόλυνση σε τρεχούμενο λογαριασμό (investor account) προς το σκοπό αγοράς και πώλησης από τον δεύτερο, κινητών αξιών που ήταν εγγεγραμμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου μέσω της Λαϊκής Επενδυτικής Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (εφεσίβλητης 2) ως πληρεξουσίου αντιπροσώπου του εφεσείοντα. Δυνάμει των όρων του επενδυτικού δανείου, ο εφεσείων υποχρεούτο να προσφέρει εξασφαλίσεις και/ή να ενεχυριάσει προς όφελος της εφεσίβλητης 1, ισάξιες κινητές αξίες του ΧΑΚ σε ποσοστό πέραν του 40% του εγκεκριμένου ορίου που του παραχωρήθηκε. Η εφεσίβλητη 2 με την οποία ο εφεσείων συμφώνησε και παραχώρησε πληρεξούσιο έγγραφο ημερ. 27/5/99, προέβηκε σε διάφορες χρονικές περιόδους σε αγορά και πώληση Αξιών εγγεγραμμένων στο ΧΑΚ, χρεώνοντας και πιστώνοντας ανάλογα τον τρεχούμενο λογαριασμό του εφεσείοντα. Ο τελευταίος συνήψε με την εφεσίβλητη 1 και δεύτερη συμφωνία ημερ. 18/3/99 για τραπεζικές διευκολύνσεις με τη μορφή τρεχούμενου λογαριασμού, ο οποίος στις 2/8/2002 ημερομηνία τερματισμού της συμφωνίας, παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ΛΚ 395,13 πλέον έξοδα.
Αμφότεροι οι λογαριασμοί τερματίστηκαν με επιστολές της εφεσίβλητης 1 ημερ. 2/8/2002.
Θα ξεκινήσουμε με την εξέταση των λόγων έφεσης 1 μέχρι 6, οι οποίοι είναι επάλληλοι και μέμφονται το πρωτόδικο Δικαστήριο για τη λανθασμένη αποδοχή μαρτυρίας εκτός δικογράφων, η οποία οδήγησε στην έκδοση απόφασης εναντίον του εφεσείοντα και απόρριψη της Ανταπαίτησης του.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα με υπόμνημα, το οποίο μετά από άδεια του εφεσείοντα καταχώρησε, επικαλέστηκε την απόφαση Χαριλάου ν. Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd Πολ. Εφ. Αρ. 155/12, ημερ. 14/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:A468 (η οποία εξεδόθη μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης και μετά την καταχώριση των περιγραμμάτων αγόρευσης), η οποία σύμφωνα με τη θέση του, διαπίστωσε «μείζον δικογραφικό ζήτημα, παρόμοιο με το οποίο υφίσταται και στην παρούσα ..» και θα πρέπει κατ' ακολουθίαν το Εφετείο να αχθεί στο ίδιο αποτέλεσμα, απόρριψης της αγωγής. Σύμφωνα με την ίδια εισήγηση, η υπόθεση Χαριλάου (ανωτέρω) προβαίνει σε διαπιστώσεις, αναφορικά με την τριμερή σχέση μεταξυ του επενδυτή/δανειολήπτη, της Τράπεζας ως χρηματοδότη και της θυγατρικής της Τράπεζας Επενδυτικής Εταιρείας ως πληρεξουσίου και εντολοδόχου του επενδυτή/δανειολήπτη.
Αποτελεί την κυρίαρχη θέση των συγκεκριμένων λόγων έφεσης η απουσία δικογράφησης αναφορικά με το όριο του τρεχούμενου λογαριασμού και αναφορικά με την ύπαρξη οιασδήποτε συμφωνίας αύξησης του, με αποτέλεσμα η δοθείσα μαρτυρία προς απόδειξη του ύψους του τρεχούμενου λογαριασμού, της κίνησης του και της υπέρβασης του, να είναι εκτός δικογράφων και συνεπώς μη αποδεκτή. Εντός των ιδίων πλαισίων χαρακτηρίζεται αντινομικό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «.η βασική πτυχή της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του Εφεσείοντος είναι ότι η Εφεσίβλητη Τράπεζα αντισυμβατικά και αυθαίρετα και χωρίς την έγκριση του, αύξησε το όριο του επενδυτικού δανείου» καθώς σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξε τέτοια εισήγηση. Ο προταθείς, σύμφωνα με την εισήγηση του, δικογραφημένος ισχυρισμός του ήταν ότι «.το όριο του επίδικου επενδυτικού λογαριασμού είχε συμφωνηθεί εξ΄ αρχής και παρέμεινε μέχρι το τέλος στο ύψος των Λ.Κ.15.000,00. Ήταν περαιτέρω η εισήγηση και θέση του Εφεσείοντος ότι ουδέποτε υπήρξε συμφωνία μεταξύ της Εφεσίβλητης και του Εφεσείοντα για αύξηση ή μεταβολή του ύψους του ορίου του επίδικου επενδυτικού λογαριασμού.»
Οι εφεσίβλητοι απαντούν στις ανωτέρω εισηγήσεις του εφεσείοντα πως η Χαριλάου (ανωτέρω) φαίνεται να διαφοροποιείται από τις αποφάσεις στις Πανίκος Σενέκης ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 417 και Κόμπου ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 1097, ECLI:CY:AD:2016:D225, τις οποίες οι εφεσίβλητοι επικαλούνται στο περίγραμμα αγόρευσης τους. Εισηγούνται πως η Χαριλάου «.αφορά αύξηση ορίου χωρίς προηγούμενη συναίνεση των μερών, ενώ οι υποθέσεις Σενέκης και Κόμπος ανέφεραν ότι εφόσον ο Εφεσείοντας αποδέχτηκε την αύξηση του ορίου με συνέχιση συναλλαγών από τον λογαριασμό, η συναίνεση και από τα δύο μέρη υπάρχει ήδη.»
Υποδεικνύουν περαιτέρω οι εφεσίβλητοι πως η Χαριλάου δεν έχει άμεση εφαρμογή και διαφοροποιείται από τα περιστατικά της παρούσας αφού ο εφεσείων είναι επαγγελματίας επενδυτής ο οποίος όχι μόνο συνέχιζε τις αγοραπωλησίες μετοχών μετά την υπέρβαση του ορίου, αλλά προχώρησε και σε ανάληψη μετρητών-κερδών. Συνεπώς, καταλήγει η εισήγηση, γνώριζε και αποδέχθηκε την αύξηση του ορίου, τις συνέπειες και τους κινδύνους της αύξησης του ως επαγγελματίας επενδυτής.
Έχουμε ενδιατρίψει με ιδιαίτερη προσοχή στις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων όπως αναπτύχθηκαν ενώπιον μας. Δεδομένου πως το θέμα είναι συνυφασμένο με την ορθή δικογράφηση των γεγονότων για τα οποία ο προβληθείς σχετικός ισχυρισμός, απαραίτητο καθίσταται να ανατρέξουμε στα δικόγραφα.
Οι παρ. 2-9 περιγράφουν τη συμφωνία ημερ. 14/5/1999 (Τεκμ.1) του «Σχεδίου Επενδυτή», δια της οποίας ανοίχθηκε τρεχούμενος λογαριασμός, με σημαντικότερες αυτές τις παρ. 2, 3, 8 και 9, οι οποίες περιγράφουν και περιλαμβάνουν διάφορους «ουσιώδεις» όρους από τους οποίους διέπετο η συμφωνία. Σε καμιά από αυτές δεν δικογραφείται το συμφωνηθέν όριο λογαριασμού, αν και στην παρ. 3(β) η οποία περιγράφει την υποχρέωση παροχής εξασφαλίσεων σε ποσοστό πέραν του 40% του εγκεκριμένου ορίου που του παραχωρήθηκε δυνάμει της συμφωνίας, γίνεται ουσιαστική παραπομπή σε συμφωνηθέν όριο.
Στην παρ.8 γίνεται λόγος για πληροφόρηση του εφεσείοντα ότι οι παραχωρηθείσες εξασφαλίσεις μειώθηκαν κάτω από το ποσοστό κάλυψης του ορίου του λογαριασμού του και ότι αυτός βρισκόταν σε υπέρβαση, ενώ παρόμοια αναφορά γίνεται στην παρ.9.
Με την υπεράσπιση του ο εφεσείων αναφορικά με το όριο του δανείου επένδυσης προβάλλει πως η εφεσίβλητη 1 «.κατά παράβαση της εν λόγω συμφωνίας και/ή χωρίς να παρέχεται σ' αυτήν δικαίωμα μονομερούς αύξησης του συμφωνηθέντος ορίου προέβαινε σε πληρωμές προς την Εξ' Ανταπαιτήσεως Εναγόμενη πέραν του εγκεκριμένου ορίου με αποτέλεσμα η Ενάγουσα να εμποδίζεται να αναζητήσει ότι έχει πληρωθεί προς την Εξ΄ ανταπαιτήσεως Εναγόμενη καθ' υπέρβαση του εγκεκριμένου ορίου και/ή κατά παράβαση της συμφωνίας.»
Όλο δε το περιεχόμενο της διαπνέεται από ισχυρισμούς για πληρωμές πέραν του ορίου οι οποίες έγιναν αντισυμβατικά και πως οι πληρωμές αυτές του επέφεραν ζημιές. Προβάλλει σωρεία άλλων διαζευκτικών ισχυρισμών και υπερασπίσεων, ήτοι πως η υπογραφή της συμφωνίας έγινε υπό κράτος ψυχικής πίεσης, υπό καθεστώς υπεροχής της Εφεσίβλητης 1 έναντι του και πως αμελώς ενεργήσασα η ανωτέρω δεν παγοποίησε τον λογαριασμό του όταν το υπόλοιπο του δεν καλυπτόταν από το χαρτοφυλάκιο του, κατά παράβαση σχετικών Εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας. Από όλη αυτή την πλειάδα των ισχυρισμών δεν προκύπτει η προταθείσα θέση ότι το όριο του λογαριασμού είχε συμφωνηθεί εξ αρχής και παρέμεινε μέχρι το τέλος στο ύψος των Λ.Κ. 15.000, αλλά ότι αντισυμβατικά πράξασα η εφεσίβλητη προέβη σε πληρωμές πέραν του ορίου, χωρίς να παρέχεται σε αυτήν δικαίωμα μονομερούς αύξησης του συμφωνηθέντος ορίου. Εξ άλλου πουθενά στην υπεράσπιση καταγράφεται το ανωτέρω ποσό.
Η συμφωνία, όροι της οποίας περιλαμβάνονται στην έκθεση απαίτησης καθορίζει στην πρώτη σελίδα αυτής πως το όριο θα είναι Λ.Κ.15.000 και προνοεί στο άρθρο 2, υπό τον τίτλο «Λογαριασμός Επενδυτή» το εξής:
«2. Το ποσό των πιστωτικών διευκολύνσεων σε τρεχούμενο ή σ' οποιοδήποτε άλλο λογαριασμό και/ή δανείων και/ή οποιωνδήποτε άλλων τραπεζικών διευκολύνσεων που θα παραχωρηθούν από την Τράπεζα στον Επενδυτή από καιρού εις καιρό σε σχέση με το Σχέδιο θα υπόκεινται στην απόλυτη κρίση της Τράπεζας.»
Το ότι «οι πιστωτικές διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν στον εναγόμενο θα υπόκεινται στην απόλυτη κρίση των Εναγόντων» δικογραφείται στην παρ. 3(γ) της έκθεσης απαίτησης, κατά τρόπον ώστε οι αιτιάσεις του εφεσείοντα περί μη δικογράφησης ή περί μη δικαιώματος της εφεσίβλητης να διαφοροποιήσει το όριο, να στερούνται ερείσματος.
Κρίνουμε, συνεπώς, πως παρά το ότι η δικογράφηση θα μπορούσε να ήταν καλύτερη και λεπτομερέστερη, τα απαραίτητα στοιχεία και πληροφορίες εδίδοντο καθώς και ο ισχυρισμός περί ποσού πέραν του συμφωνηθέντος ορίου. Σχετική κρίνεται η απόφαση Σενέκης (ανωτέρω) η οποία υιοθετήθηκε από την Κόμπου (ανωτέρω), στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«.Σύμφωνα με τη δοθείσα αιτιολογία ο κ. Μαθηκολώνης προβάλλει τη θέση ότι ενώ με βάση την έκθεση απαίτησης τους οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι ο λογαριασμός είχε όριο μέχρι ΛΚ20.000 και ότι ο λογαριασμός έπρεπε να λειτουργεί μέσα στα συμφωνηθέντα όρια, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία των ίδιων των εφεσιβλήτων ότι ο λογαριασμός λειτούργησε πέραν των συμφωνηθέντων ορίων. Αυτό κατά την κρίση του κ. Μαθηκολώνη θα έπρεπε να θεωρηθεί ως, εκτός δικογράφων, θέση.
Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά εις απάντηση αυτού του λόγου έφεσης. Όπως ετέθη και στην υπόθεση Σενέκκης v. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 417 η συμπερίληψη στην έκθεση απαίτησης ισχυρισμού υπέρβασης συμφωνηθέντος ορίου υπήρξε ικανοποιητική για να κριθεί ότι υπάρχει δικογραφική θέση, όπως εν προκειμένω στην παραγρ.9 της έκθεσης απαίτησης η θέση ότι ανοίχθη αφενός λογαριασμός στο όνομα του εφεσείοντα που παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο πέραν του αρχικώς συμφωνηθέντος ορίου. Εμμέσως αυτός ο λόγος θα μας απασχολήσει και στην εξέταση άλλων λόγων έφεσης. Σε συνάρτηση με την εξέταση του 1ου λόγου η σχετική αναφορά στην έκθεση απαίτησης είναι επαρκές δικογραφικό βάθρο για την πιο πάνω θέση. Έπεται ότι ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.»
Η Χαριλάου (ανωτέρω) κρίνουμε πως διαφοροποιείται από την εκκαλούμενη απόφαση και τα περιστατικά της, καθώς στην πρώτη, εκτός της έλλειψης οιασδήποτε αναφοράς σε υπέρβαση και πληρωμές πέραν του ορίου του λογαριασμού, ο εναγόμενος δεν είχε αποδεχθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο την τοιαύτην υπέρβαση. Ενώ, αντίθετα, στην κρινόμενη, ο εφεσείων όντας επαγγελματίας επενδυτής συνέχιζε τις συναλλαγές με αγορά και πώληση μετοχών και προχώρησε σε ανάληψη μετρητών, τα οποία ήσαν κέρδη από τις εκτός ορίου συναλλαγές. Τα ανωτέρω γεγονότα αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου από την αξιολόγηση των μαρτύρων της εφεσίβλητης, των οποίων η μαρτυρία δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα ως αναξιόπιστη ή διότι στερείτο ειλικρίνειας, αλλά ως μη αποδεκτή επειδή εκινήθη εκτός δικογράφων, θέση η οποία δεν έγινε αποδεκτή από το Εφετείο.
Δεύτερος πυλώνας στον οποίο στηρίζεται η εισήγηση του εφεσείοντα περί μη απόδειξης του οφειλόμενου ποσού είναι η κατ' ισχυρισμόν μη τήρηση των Άρθρων 22 και 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αναφορικά με τις καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμ. 6. Η δοθείσα εκ μέρους της εφεσίβλητης μαρτυρία του ΜΕ1 φαίνεται να καλύπτει τις απαιτήσεις των ανωτέρω άρθρων, όπως λεπτομερώς περιγράφει τη διαδικασία τήρησης, φύλαξης και καταχώρισης των συναλλαγών στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της τράπεζας. Η δοθείσα, μη αμφισβητηθείσα, μαρτυρία του ΜΕ1, δημιούργησε τις προϋποθέσεις δημιουργίας μαχητού τεκμηρίου ορθής τήρησης των συναλλαγών και το βάρος αποδείξεως εβάρυνε τον εφεσείοντα. Ο οποίος δεν το απέσεισε, αφού κρίθηκε αναξιόπιστος. Εξ άλλου όπως προκύπτει από τους λόγους έφεσης και τις παραπομπές από το συνήγορο του στην υπεράσπιση του, δεν προεβλήθη θέση ότι δεν έγιναν συναλλαγές. Αλλά ότι οι συναλλαγές θα έπρεπε να μην είχαν επιτραπεί να γίνουν και να κρατηθεί ο λογαριασμός του στο συμφωνηθέν όριο (δέστε σχετικά Α. Αργυρού κ.α. ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας-Λάρνακας-Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 325/14, ημερ. 7.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A135).
Συνεπώς, οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται, συμπαρασύροντας και τον όγδοο, με τον οποίο εγείρεται η ίδια θέση περί μη απόδειξης του υπολοίπου του δεύτερου τρεχούμενου λογαριασμού.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει τόκο προς 12,25% από 30/9/2012, κεφαλαιοποιούμενου δύο φορές ετησίως καθώς, ως η σχετική αιτιολογία, δεν ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να αχθεί σε αυτό το συμπέρασμα και να επιδικάσει τόκο του ύψους που επεδίκασε, πέραν του συμφωνηθέντος.
Κρίνουμε και αυτό το λόγο απορριπτέο.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης και τη δοθείσα μαρτυρία της εφεσίβλητης 1, με επιστολές που απέστειλε προς τον εφεσείοντα, τεκμήρια 11, 12, 13, και 14, τον ενημέρωνε για την κατάσταση των λογαριασμών του, ότι αυτοί δεν καλύπτονταν από τις χορηγηθείσες εξασφαλίσεις, οι οποίες ήταν χαμηλότερες του ποσοστού που συμφωνήθηκε. Ακολούθησε, αφού ο εφεσείων ουδέν έπραξε, οι επιστολές τερματισμού ημερ. 2/8/2002, με τις οποίες ενημερωνόταν ότι το επιτόκιο με το οποίο θα χρεωνόταν ο λογαριασμός του ήταν αυτό του 12,25%.
Οι συμφωνίες, Τεκμ. 1 και Τεκμ. 3, περιείχαν όρο (άρθρο 3 αυτών) σύμφωνα με τον οποίο όλες οι παραχωρηθείσες διευκολύνσεις θα επιβαρύνονταν με τόκο προς 8% πάνω στα ημερήσια χρεωστικά υπόλοιπα με δικαίωμα της Τράπεζας όμως να χρεώνει με το ανώτατο ποσοστό επιτοκίου που θα επιτρεπόταν βάσει των εκάστοτε σε ισχύ νομοθετικών και/ή κανονιστικών ρυθμίσεων.
Η ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση δεν έθετε περιορισμό στο επιτόκιο αλλά αυτό εξαρτάτο από τη συμφωνία των μερών και επέτρεπε στα Τραπεζικά Ιδρύματα να ανατοκίζουν μέχρι δύο φορές τον χρόνο (δέστε σχετικά Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ 479, Α. Κόμπου ν. Universal Bank Ltd (2009) 1 ΑΑΔ 194).
Συνεπώς, η εφεσίβλητη εκινήθη εντός των επιτρεπτών και νομίμων κατ' εκείνο το χρονικό διάστημα ορίων, με αποτέλεσμα ο σχετικός λόγος έφεσης να απορρίπτεται.
Με τον ένατο λόγο έφεσης ο εφεσείων μέμφεται ως εσφαλμένη, αδικαιολόγητη και αντινομική την απόφαση απόρριψης της ανταπαίτησης.
Δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά για τούτο το λόγο. Με δεδομένη την αποδοχή της απαίτησης της εφεσίβλητης 1 και την απόρριψη των θέσεων του εφεσείοντα ως στερούμενων πειστικότητας, τόσο για το όριο του λογαριασμού του, όσο και τις οδηγίες προς την εφεσίβλητη 2 για αγοραπωλησία μετοχών, αποδεχόμενο πως η δεύτερη ενεργούσε υπό τις οδηγίες του εφεσείοντα, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε σε αυτή την κρίση. Έπεται πως και αυτός ο λόγος είναι έκθετος σε απόρριψη.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα έξοδα €3.500, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
/κας