ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Φυλακτού Xρίστος (2008) 1 ΑΑΔ 1063
Οικονομίδης Πέτρος ν. Alliance International Reinsurance Co. Ltd και Άλλων (2010) 1 ΑΑΔ 2053
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 216/1990 - Ο περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος του 1990
Ν. 216/1990 - Ο περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος του 1990
Ν. 232/1991 - Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:DOD:2023:14
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 1/2023)
6 Aπριλίου, 2023
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
I. Γ. Σ.
Εφεσείων,
ν.
Κ. Π.
Εφεσίβλητης.
---------
Ν. Κληρίδου (κα), για Νίκη Κληρίδου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα
Τ. Τζίρτη (κα), για την εφεσίβλητη
-------------------
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Δ. Σωκράτους, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) ημερομηνίας 22/12/22 με την οποία ικανοποίησε αίτημα της εφεσίβλητης για φυλάκιση του εφεσείοντα λόγω παράλειψης του να συμμορφωθεί με διάταγμα διατροφής και συγκεκριμένα την παράλειψη του να καταβάλλει τις αυτόματες εκ του νόμου αυξήσεις από τον Ιούλιο 2010 μέχρι Ιούνιο 2022, ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των €17.016,68. Πρόκειται για τις αυτόματες αυξήσεις στο ποσό της διατροφής που διατάσσεται, 10% ανά διετία, δυνάμει του Άρθρου 38(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/1990, όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 68(I)/2008.
Με την έκδοση του διατάγματος φυλάκισης το πρωτόδικο Δικαστήριο παραχώρησε αναστολή εκτελέσεως του, εφόσον ο εφεσείων θα κατέβαλλε το ανωτέρω ποσό δια μηνιαίων δόσεων €300 από 1/1/2023 με πέντε ημέρες χάριν.
Ο εφεσείων στα πλαίσια της ένστασης που καταχώρησε προέβαλε πέραν της οικονομικής αδυναμίας που επικαλέστηκε, ως κύριο επιχείρημα το οποίο δικαιολογούσε, κατά τη θέση του, την απόρριψη της αίτησης, ότι η εφεσίβλητη κωλυόταν να ζητά αναδρομικά τα αξιούμενα ποσά, εφόσον πάντοτε εισέπραττε αδιαμαρτύρητα το ποσό της διατροφής. Με τον πρώτο και το μόνο εναπομείναντα λόγο έφεσης (ο δεύτερος εγκαταλείφθηκε με την καταχώρηση του περιγράμματος του) ο εφεσείων προβάλλει αυτήν ακριβώς τη θέση, της εσφαλμένης εκτίμησης των γεγονότων και της μη αποδοχής του προβληθέντος επιχειρήματος του «ότι η αιτήτρια-εφεσίβλητη κωλύεται να διεκδικεί αναδρομικά ποσά που αφορούν την εκ του Νόμου αύξηση από τον Ιούλιο του 2010 μέχρι και τον Ιούνιο του 2022».
Ως αιτιολογία του λόγου τούτου προβλήθηκε το γεγονός και ο ισχυρισμός, ο οποίος αποτέλεσε και τον άξονα γύρω από τον οποίον περιεστράφη η επιχειρηματολογία της συνηγόρου του εφεσείοντα πως η εφεσίβλητη αποδεχόταν για 12 ολόκληρα χρόνια χωρίς διαμαρτυρία, την καταβολή της μηνιαίας διατροφής και ότι ουσιαστικά επιφορτιζόταν η εφεσίβλητη όλα αυτά τα χρόνια την οποιαδήποτε αύξηση εξόδων, χωρίς να ενεργοποιήσει οποιαδήποτε διαδικασία για να απαιτήσει το ποσοστό της αύξησης του 10% ανά διετία, παράγοντα τον οποίον το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να εκτιμήσει στη σωστή του διάσταση.
Με την αντίθετη άποψη της εφεσίβλητης υποδεικνύεται πως ο Ν. 216/90 που ρυθμίζει τη διατροφή ανηλίκων, δεν θέτει οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό για απαίτηση παρελθουσών οφειλών διατροφών ανηλίκων, όπως συμβαίνει με τη διατροφή συζύγων, ούτε και τάσσεται κάποια παραγραφή.
Τονίζεται περαιτέρω πως ενώ το Άρθρο 38(2) του Ν. 216/90 «τροποποιήθηκε με το Νόμο που έγινε το 2008 - μεταγενέστερα δηλαδή - άρα ο Νομοθέτης γνώριζε σχετικά με την πρόβλεψη της παραγραφής στο Ν. 232/91 και εάν ήταν αυτός ο σκοπός του θα το έθετε και στο Ν. 216/90. Για να μην περιληφθεί είναι εμφανές ότι δεν ήταν επιθυμητό και η οποιαδήποτε επιβολή παραγραφής στη διεκδίκηση της αύξησης στη διατροφή ανηλίκων θα συνιστούσε ξεκάθαρο εκτροχιασμό από το πνεύμα της Νομοθεσίας.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τους ισχυρισμούς που προβάλλονταν στην αίτηση και ένσταση και αφού αναφέρθηκε στην απόφαση Χριστόφορου ν. Χριστόφορου, Νομικό Ερώτημα αρ. 373 ημερ. 2/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:C155, επεσήμανε τα ακόλουθα:
«Όπως επεξηγείται στην πιο πάνω απόφαση, το άρθρο 38(2)του Ν. 216/90 σκοπεί στην υποβοήθηση της διαδικασίας καταβολής διατροφής προς αποφυγήν καταχώρισης συνεχόμενων αιτήσεων για τον επανακαθορισμό του ποσού της διατροφής εκ μέρους των ατόμων που δικαιούνται διατροφή, ώστε να διασώζεται πολύτιμος δικαστικός χρόνος με αχρείαστες αιτήσεις, ενστάσεις, ακροαματικές διαδικασίες και εφέσεις. Φαίνεται δε ότι με την εισαγωγή της διάταξης αυτής στον Νόμο, ο νομοθέτης αναγνωρίζει ότι, κατά κανόνα, όσο μεγαλώνουν τα παιδιά αυξάνονται και οι ανάγκες τους.
Σημειώνω επιπλέον ότι στον περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο, Ν. 216/90, που ρυθμίζει την διατροφή ανηλίκων, δεν τίθεται οποιοσδήποτε χρονικός περιορισμός για την απαίτηση παρελθουσών διατροφών ανηλίκων. Ο νομοθέτης δεν θέλησε όπως η αξίωση αυτή υπόκειται σε παραγραφή, σε αντίθεση με την διατροφή συζύγων, όπου στο άρθρο 9(3) του Ν.232/91 προνοείται ότι:
«Ποσό που οφείλεται δυνάμει διατάγματος διατροφής για περίοδο μεγαλύτερη από δύο χρόνια δεν μπορεί να εισπραχθεί, αλλά οποιαδήποτε περίοδος απουσίας του οφειλέτη από τη Δημοκρατία δεν υπολογίζεται για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.»
Συνακόλουθα, το ότι η αξίωση της αιτήτριας αφορά παρελθούσες οφειλές αύξησης, δεν συνιστά κώλυμα για την ίδια, ούτε ο χρόνος καταχώρισης της παρούσας κλήσης εκ μέρους της συνιστά παραίτηση ή κατάχρηση του δικαιώματος της να αξιώσει παρελθούσες αυξήσεις διατροφής, ως ο καθ' ου η αίτηση ισχυρίζεται.»
Έχοντας εξετάσει και συνεκτιμήσει όλα όσα ανέπτυξαν με τις αγορεύσεις και διευκρινίσεις τους οι συνήγοροι των διαδίκων, στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, προβαίνουμε σε εξέταση του λόγου έφεσης, ήτοι την ύπαρξη ή μη κωλύματος για διεκδίκηση του ποσού της εκ του Νόμου αύξησης, η οποία αξιώνεται μετά πάροδο χρονικού διαστήματος, ζήτημα το οποίο, όπως μας πληροφορούν οι συνήγοροι, δεν προσεγγίζεται ομοιόμορφα από τα πρωτόδικα Οικογενειακά Δικαστήριο.
Το ζήτημα της διατροφής ανηλίκου ρυθμίζεται από τον περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990 (Ν. 216/90) όπου σύμφωνα με το Άρθρο 33(1) οι γονείς υπέχουν την υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Το Δικαστήριο κατά το Άρθρο 36 ρυθμίζει το θέμα της διατροφής σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου με αίτηση του γονέα ή του δικαιούχου, το δε μέτρο και περιεχόμενο της διατροφής προνοείται από Άρθρο 37, προσδιοριζόμενη η διατροφή με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, τις οικονομικές του δυνατότητες και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του και, επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, και την εν γένει εκπαίδευση του.
Το σχετικό με την εξεταζόμενη υπόθεση Άρθρο 38 (2) του Ν. 216/90, προβλέπει πως:
«(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών:
Νοείται ότι, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης του υπόχρεου διατροφής, να διατάξει όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση και/ή το ύψος αυτής περιοριστεί. Σε περίπτωση υποβολής τέτοιας αίτησης, αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης:
Νοείται περαιτέρω ότι, η απόφαση του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος εδαφίου εκδίδεται εντός τριών μηνών από την καταχώρηση της αίτησης και δυνατόν να έχει αναδρομική εφαρμογή από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα είχε εφαρμογή δυνάμει του παρόντος εδαφίου.»
Η ένθεση του άρθρου αυτού έγινε με την τροποποίηση που επήλθε στον εν λόγω Νόμο, με τον Τροποποιητικό Νόμο αρ. 68(Ι)/2008 και ακολουθεί το εδάφιο 1 του Άρθρου 38, το οποίο επίσης τροποποιήθηκε, και το οποίο προνοεί ότι το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του με την οποία προσδιορίστηκε η διατροφή ή ακόμη και να την τερματίσει, αν, αφόρου εκδόθηκε η απόφαση, μεταβλήθηκαν οι όροι της.
Ενέχει ιδιαίτερη σημασία για το θέμα που συζητούμε, το γεγονός πως παρά τη γενομένη το έτος 2008 ως άνω τροποποίηση, δεν εισήχθηκε ανάλογη ρύθμιση με εκείνη που υπάρχει, στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο (Ν. 232/91), όπου με το Άρθρο 9(3) αυτού προνοείται πως «ποσό που οφείλεται δυνάμει διατάγματος διατροφής για περίοδο μεγαλύτερη από δύο χρόνια δεν μπορεί να εισπραχθεί.» Συνεπώς ενώ για διατροφή συζύγων τίθεται χρονικός περιορισμός για την επιδίωξη είσπραξης της, τέτοιος ανάλογος περιορισμός δεν τίθεται στην περίπτωση διατροφής ανηλίκου. Ακριβώς επειδή ο δικαιούχος είναι ένα ανήλικο παιδί και όχι ενήλικας σύζυγος.
Το επίμαχο Άρθρο 38(2), όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο το σημειώνει, εκρίθη συνταγματικό από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (πλειοψηφία) στην απόφαση Χριστοφόρου (ανωτέρω) με την επισήμανση πως «το άρθρο 38(2) δεν έχει δημιουργήσει κάποιο μαχητό ή αμάχητο τεκμήριο. Δεν υπάρχει εδώ, η διά νόμου πρόβλεψη περί αναγωγής ορισμένων εννόμων συνεπειών από ορισμένα υποθετικά πραγματικά στοιχεία. Απλώς έχει μεταθέσει το βάρος στον υπόχρεο διατροφής να αποτείνεται εκείνος σε περίπτωση που δεν επιθυμεί την αύξηση αυτή, αύξηση που είναι εν πάση περιπτώσει προς όφελος του δικαιούχου και κυρίως των ανηλίκων τέκνων. Τέτοια μετάθεση βάρους δεν αντίκειται ούτε στο Σύνταγμα, ούτε σε οποιοδήποτε Νόμο. Ούτε και απαγορεύεται η δικαστική προσβολή της ρυθμίσεως που έχει γίνει, ώστε να είναι αδύνατη η δικαστική προστασία, (Π.Δ. Δαγτόγλου: Συνταγματικό Δίκαιο: Ατομικά Δικαιώματα Τόμος Β΄ σελ. 1210-1211, παρ. 1526).
Πρόσθετα επεξηγήθηκε πως η «αυτόματη αύξηση του 10% υπεισέρχεται στην εικόνα μόνο εφόσον έχει προηγηθεί η έκδοση διατάγματος διατροφής κατά το άρθρο 36 του Νόμου, υπό το φως και των προνοιών του άρθρου 37 και τελεί πάντοτε υπό την αίρεση του εδαφίου (1) του άρθρου 38, ότι το Δικαστήριο με σχετική αίτηση μπορεί να τροποποιήσει το διάταγμα διατροφής ή και να τερματίσει τη διατροφή, αν έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες έκδοσης του σχετικού διατάγματος. Έπεται ότι το ίδιο το διάταγμα διατροφής μπορεί να τύχει ανά πάσα στιγμή επανεξέτασης, ενώ ακόμη και η ρύθμιση της αυτόματης αύξησης του 10% ανά περίοδο 24 μηνών, υπόκειται σε διαφοροποίηση είτε εξ ολοκλήρου, είτε με περιορισμό του ύψους της, εφόσον αιτηθεί προς τούτο ο υπόχρεος διατροφής. Ο νομοθέτης έχει επίσης προνοήσει ότι όταν υποβληθεί τέτοια αίτηση, αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης για την περίοδο των 3 μηνών εντός της οποίας το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την απόφαση του. Η απόφαση δυνατό να έχει και αναδρομική εφαρμογή από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα είχε εφαρμογή δυνάμει του εδαφίου».
Επισημάνθηκε περαιτέρω στην ίδιαν απόφαση πως «...είναι φανερό ότι η ρύθμιση του άρθρου 38(2) έγινε απλώς για σκοπούς υποβοήθησης της καταβολής της διατροφής χωρίς να παρίσταται ανάγκη συνεχόμενων αιτήσεων για επανακαθορισμό αυτής και ουδαμώς αποστερεί τον υπόχρεο διατροφής από του να αιτηθεί στο Δικαστήριο οποτεδήποτε για να μην ισχύει η αύξηση αυτή, ή, να περιοριστεί το ύψος της. Όλα αυτά εν πάση περιπτώσει πρέπει να ιδωθούν και υπό το φως της εν γένει εξουσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου να επανεξετάζει, να διαφοροποιεί και, ακόμη, να τερματίζει την ίδια την υποχρέωση διατροφής.»
Στην κρινόμενη περίπτωση, είχε εκ συμφώνου, εκδοθεί στις 27/4/2009 διάταγμα, στα πλαίσια της αίτησης αρ. 57/2008 με το οποίο ο εφεσείων διατάχθηκε να καταβάλλει στην εφεσίβλητη από 1/7/2008 και την πρώτην ημέρα κάθε επόμενου μήνα το ποσό των €285 ως συνεισφορά του για τη διατροφή και συντήρηση της ανήλικης θυγατέρας του. Στο διάταγμα δεν διαλαμβανόταν, οτιδήποτε για την αυτόματη αύξηση του ποσοστού του 10% κάθε 24 μήνες. Εξεδόθη όμως, στην παρουσία του εφεσείοντα και του δικηγόρου του.
Ο εφεσείων κατέβαλλε, ανελλιπώς, όπως έγινε αποδεκτό την καθορισθείσα συνεισφορά σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η εφεσίβλητη. Δεν εκδίδοντο αποδείξεις και δεν υπήρξε ποτέ διαμαρτυρία ή ένσταση κατά την είσπραξη του ποσού. Κατά το χρόνο υποβολής της επίδικης ένορκης δήλωσης της εφεσίβλητης για έκδοση εντάλματος φυλάκισης του εφεσείοντα, το ανήλικο τέκνο τους φοιτούσε στην τελευταία τάξη του Λυκείου, και ως τελειόφοιτο, είχε ανάγκη περαιτέρω φροντιστηριακών μαθημάτων και εξόδων, τα οποία υπολογίζοντο, χωρίς αμφισβήτηση, στο ποσό των €700 μηνιαίως.
Η διαδικασία, η οποία, αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έφεσης, δεν ήταν η μόνη ούτε η πρώτη που καταχωρήθηκε εναντίον του εφεσείοντα, ώστε δικαιολογημένα να παραπονείται πως η εφεσίβλητη ήγειρε το θέμα μετά από δώδεκα χρόνια σιωπής και ανοχής.
Η εφεσίβλητη είχε προβεί στο ίδιο μέτρο, το έτος 2018, όταν απέστειλε επιστολή διά του δικηγόρου της (τεκμ. 1 της αίτησης) με την οποίαν διεκδικούσε να της καταβάλει το ποσό των €8,254,46 που αφορούσε την αύξηση του 10%, στην οποίαν ο εφεσείων απάντησε, αντιπροτείνοντας να καταβάλει έναντι του ποσού των αυξήσεων ποσό €600, πρόταση την οποίαν η εφεσίβλητη απέρριψε.
Ακολούθησε η εκ μέρους της εφεσίβλητης καταχώρηση αίτησης ημερ. 25/10/2018 για φυλάκιση του εφεσείοντα την οποία όμως, μετά από υπόδειξη του Δικαστηρίου (υπό άλλη σύνθεση από αυτήν που εκδίκασε την επίδικη αίτηση) και λανθασμένης, όπως τώρα αντιλαμβάνεται, νομικής συμβουλής όπου έλαβε, απέσυρε άνευ βλάβης.
Ακολούθησε, στις 7/12/2018, η εκ μέρους του εφεσείοντα καταχώρηση Γενικής Αίτησης (τεκμ. 3) με την οποία ζητούσε μείωση του ποσού της διατροφής και έκδοση διατάγματος, το οποίο να «αναστέλλει και καταργεί την αυτόματη αύξηση του ποσού της συνεισφοράς του κατά 10% επί του ποσού των €285, το οποίο καθορίστηκε με το Διάταγμα ημερ. 27/4/2009» την οποίαν όμως απέσυρε.
Είναι άγνωστο αλλά και αδιάφορο για την τύχη της παρούσας έφεσης ο λόγος της τέτοιας απόσυρσης. Εκείνο που αναδεικνύεται από το γεγονός και μόνον της καταχώρησης της, είναι η γνώση του εφεσείοντα για την εκ του Νόμου αυτόματη αύξηση της διατροφής του 10%, την υποχρέωση καταβολής της, και το δικαίωμα του για προσφυγή στο Δικαστήριο για μείωση της διατροφής και αναστολής της αυτόματης αύξησης, το οποίο και απεμπόλησε, αποδεχόμενος ουσιαστικά με την απόσυρση της αίτησης του, την υποχρέωση του για καταβολή τόσο του ύψους του ποσού της διατροφής όσο και της αύξησης του.
Η διατύπωση της δεύτερης επιφύλαξης του Άρθρου 38 για τη δυνατότητα αναδρομικής εφαρμογής του Νόμου, δεν αφήνει αμφιβολία για το δικαίωμα αναζήτησης παρελθουσών οφειλών. Το θέμα της διεκδίκησης παρελθουσών οφειλών πραγματεύεται ο καθηγητής Α.Σ. Γεωργιάδης στο σύγγραμμα του «Οικογενειακό Δίκαιο», Β΄έκδοση όπου στη σελ. 639 καταγράφει τα εξής:
«III. Διατάξεις αναγκαστικού δικαίου
Οι διατάξεις για τη διατροφή είναι κατά μεγάλο ποσοστό διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς οι αντίθετες συμφωνίες των μερών, που διαταράσσουν την ισορροπία της υποχρέωσης και του δικαιώματος διατροφής σε βάρος του δικαιούχου, είναι άκυρες. Κανόνας ενδοτικού δικαίου είναι π.χ. ο κανόνας για καταβολή της διατροφής σε χρήμα (ΑΚ 1496, 1497) ή ο κανόνας ότι διατροφή οφείλεται από την υπερημερία (ΑΚ1498). Από την άλλη, κανόνας αναγκαστικού δικαίου είναι π.χ. η απαγόρευση παραίτησης από τη διατροφή για το μέλλον, όχι όμως για παρελθόν (ΑΚ 1499 εδ.α'), ακόμη και αν γίνεται με αντάλλαγμα.»
Στην κρινόμενη περίπτωση δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων μερών για απαλλαγή του εφεσείοντα από την καταβολή της εκ του Νόμου αύξησης του ποσοστού 10%.
Επιπροσθέτως των ανωτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε - και γι' αυτό ενίστανται ο εφεσείων - πως «η αξίωση διατροφής ανηλίκου πηγάζει από τον Νόμο και έχει ως βάση τις οικογενειακές σχέσεις. Δεν αποτελεί συμβατική υποχρέωση, όπου θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνεται λόγος για παραίτηση δικαιώματος ή εφαρμογή των αρχών του κωλύματος λόγω συμπεριφοράς.»
Θα θέλαμε να τονίσουμε πως για το επικαλούμενο από τον εφεσείοντα εξ υποσχέσεως κώλυμα (promissory estoppel) το οποίο βασίζεται στην διά της συμπεριφοράς παραίτηση (waiver), δεν υπάρχει άκαμπτος και απόλυτος κανόνας κατά πόσο μπορεί να γίνει επίκληση του, για την εξουδετέρωση δικαιώματος που απορρέει από νομοθετική πρόνοια (Π Οικονομίδης ν. Alliance International Reinsurance Co. Ltd κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 2053). Στην εν λόγω απόφαση σημειώθηκε πως «σε αγγλική νομολογία, όμως, έχει γίνει αναφορά στο ότι ένας διάδικος δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχή του κωλύματος για να παρακάμψει δικαίωμα του άλλου διαδίκου το οποίον απορρέει από νομοθετική πρόνοια. Αν μια νομοθετική πρόνοια βασίζεται σε σαφή δημόσια πολιτική τότε το δικαίωμα που απορρέει από τη νομοθετική πρόνοια μπορεί να παρακαμφθεί με τη λειτουργία της αρχής του κωλύματος.»
Η επίκληση και εφαρμογή της αρχής της αποποίησης δικαιώματος, όταν αυτό απορρέει από Νόμο, παρουσιάζεται να είναι πιο άκαμπτη σε περιπτώσεις διαδικασιών που αφορούν υποχρεώσεις σχετικά με τα παιδιά καθώς όπως υποδεικνύεται στο Halsbury's Laws of England, 4th ed. Reissue, Τόμος 16(2) par. 960: «Τhis form of estoppel does not operate according to the ordinary principles in matrimonial and family proceedings.»
Σημειώθηκε περαιτέρω πως όταν το Δικαστήριο εξετάζει υποθέσεις ανηλίκου μεταξύ των οποίων διαχείριση της περιουσίας του ή εισόδημα προερχόμενο από αυτήν, το συμφέρον και ευημερία του ανηλίκου πρέπει να αποτελεί για το Δικαστήριο το πρώτιστο κριτήριο (paramount consideration) (Thomson v. Thompson (1957) 1 All E.R. 161 στη σελ. 165.)
Στην υπό κρίση περίπτωση αν και παρατηρήθηκε κάποια αδράνεια της εφεσίβλητης, δεν ήταν τέτοια η οποία να υποδηλοί, έλλειψη πρόθεσης για αναζήτηση του ποσού της αύξησης, το οποίο επίσης αποτελεί μέρος της διατροφής, ούτε και ανέλαβε η ίδια το μέρος αυτό της συνεισφοράς του εφεσείοντα, ούτε δήλωσε ότι μειώθηκαν οι ανάγκες του ανήλικου τέκνου τους. Όπως λέχθηκε στην Πελεκάνου ν. Πελεκάνου (2001) 1 (Γ) ΑΑΔ 1768, «το μήνυμα της παραίτησης, με την παράσταση, εν προκειμένω διά της συμπεριφοράς πως δεν θα επιμένει κάποιος στα δικαιώματα του, θα πρέπει να είναι σαφές και ανεπιφύλακτο».
Η τοιαύτη υποχρέωση όπως ανωτέρω λέχθηκε αφορά τη διατροφή του ανηλίκου, ο οποίος είναι και ο δικαιούχος, ενώ η υποχρέωση για προσφυγή στο Δικαστήριο για μείωση ή τροποποίηση των όρων της, βαρύνει τον υπόχρεον αυτής, εδώ τον εφεσείοντα και όχι τον δικαιούχο.
Η παρατηρηθείσα, ομολογουμένως, αδράνεια της εφεσίβλητης, δεν απαλλάσσει τον εφεσείοντα από τις δικές του υποχρεώσεις, αλλά ούτε και απεμπολεί δικαιώματα του δικαιούχου ανηλίκου.
Τονίζουμε πως οι έχοντες την φύλαξη των τέκνων γονείς, οι οποίοι και αναζητούν τη συνεισφορά του ετέρου των γονέων, έχουν την υποχρέωση έγκαιρα και χωρίς καθυστέρηση να σπεύδουν στη λήψη των ενδεικνυόμενων μέτρων - ως του ληφθέντος στην κρινόμενη έφεση - ώστε να αποφεύγονται δυσάρεστες καταστάσεις με την αναζήτηση οφειλόμενων για δεκαετία, ποσά.
Συνεπώς, ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η έφεση απορρίπτεται.
Δεδομένου του γεγονότος πως υπήρχαν διϊστάμενες αποφάσεις πρωτόδικων Οικογενειακών Δικαστηρίων και ο λόγος αυτός οδήγησε τους διαδίκους στην καταχώρηση και προώθηση της έφεσης, κάθε διάδικος να επιβαρυνθεί τα έξοδα του.
T. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/Κας