ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σωκράτους, Δώρα Σάντης, Νικόλας Ρ. Παπαδοπούλου (κα) μαζί με Γ. Αγγελίδη, για Π. Αγγελίδης amp;amp;amp; Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα. Ι. Τυπογράφος, για Ίκαρος Κ. Τυπογράφος amp;amp;amp; Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-04-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΒΑΣΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑ ΜΑΡΙΑΣ ΝΙΚΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ, ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΙΑΚΩΒΙΔΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. 388/2014, 3/4/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:A126

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Πολιτική Έφεση Αρ. 388/2014)

 

3 Απριλίου, 2023

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

                                                                                                                        Εφεσείων,

ν.

 

ΒΑΣΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑ ΜΑΡΙΑΣ ΝΙΚΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ, ΤΟ

ΓΕΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΙΑΚΩΒΙΔΗ

 

Εφεσίβλητου.

........

 

 

Ρ. Παπαδοπούλου (κα) μαζί με Γ. Αγγελίδη, για Π. Αγγελίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Ι. Τυπογράφος, για Ίκαρος Κ. Τυπογράφος & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Ο Εναγόμενος 1/Εφεσείων («ο Εφεσείων») αντιτίθεται στην απόφαση ημερομηνίας 29.10.14 («η Πρωτόδικη Απόφαση») που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») στην Αγωγή 3262/09 («η Αγωγή»), διά της οποίας έγινε εν μέρει αποδεκτή η εναντίον του αξίωση από τον Ενάγοντα/Εφεσίβλητο («ο Εφεσίβλητος»), ο οποίος ήγειρε την Αγωγή υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας της Μαρίας Λάμπρου με δικαστικό διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 25.8.09 στην Αίτηση Διαχείρισης 453/09 - με τον Εναγόμενο 2 να δέχεται «. εκ συμφώνου απόφαση εναντίον του .» (και κατ' επέκταση να μην συγκροτεί διάδικο μέρος στην έφεση) - για ακύρωση της μεταβίβασης και εγγραφής στο όνομα του Εφεσείοντα (την 15.1.09), κτηρίου αποτελούμενου από ένα κατάστημα με γκαράζ στο ισόγειο, ένα διαμέρισμα στον πρώτο όροφο και ένα διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο, με αριθμό εγγραφής [ ], Φ/Σχ. ΧL/[ ], Tεμάχιο [ ], εκτάσεως 1350 τ.π. στην οδό [ ], Ενορία Σωτήρος, Λάρνακα («το Ακίνητο»), και με το Πρωτόδικο Δικαστήριο να εκδίδει διάταγμα ακύρωσης της μεταβίβασης τού Ακινήτου στο όνομα του Εφεσείοντα και διάταγμα επανεγγραφής του στο όνομα του Εφεσίβλητου.

        Ως κατά σύνοψη παρέθεσε τις θέσεις τού Εφεσίβλητου (Ενάγοντα) το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Εφεσείων (Εναγόμενος), ηλικίας τότε 40 ετών περίπου (γεννηθείς την [ ]/Τεκμήριο 25), γνώρισε (το 1990) την Μαρία Λάμπρου, ηλικίας τότε 60 ετών περίπου (γεννηθείσα την 8.3.30/Τεκμήριο 25) και αποβιώσασα την 3.7.09 σε ηλικία 79 ετών («η Λάμπρου» ή «η αποβιώσασα»). Η Λάμπρου έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη Τύπου ΙΙ, παρεπόμενο του οποίου ήταν να είναι πρακτικώς τυφλή και η επικοινωνία μαζί της δύσκολη, πέραν του ότι, κατά τον Οκτώβριο 2008, υπέστη και καρδιακό επεισόδιο και νοσηλεύθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Ο Εφεσείων, προσπάθησε, και κατάφερε, να δημιουργήσει φιλικές σχέσεις με την Λάμπρου, προϊόν των οποίων ήταν η Λάμπρου, εξαιτίας και των προβλημάτων υγείας που είχε, να βασίζεται στον Εφεσείοντα, με αυτόν να αποσπά την εμπιστοσύνη της και να κυριαρχεί επί της θέλησης της, θέτοντας την, ουσιαστικά και απόλυτα, υπό την εξουσία του. Ως εκ τούτου, την 22.11.08 ο Εφεσείων «. πέτυχε να εξασφαλίσει .» γενικό πληρεξούσιο έγγραφο, ως το Τεκμήριο 28, με βάση το οποίο διαχειριζόταν όλες τις υποθέσεις της Λάμπρου το Πληρεξούσιο»). Ήταν με αυτό το Πληρεξούσιο, που ο Εφεσείων μεταβίβασε το Ακίνητο στο όνομα του. Σε σχέση προς τούτο, ο Εφεσίβλητος χρέωσε στον Εφεσείοντα δόλο, υπό την έννοια ότι παρέστησε στην (ή και διαβεβαίωσε την) Λάμπρου πως το έγγραφο που υπέγραφε θα του επέτρεπε απλώς να διαχειρίζεται τα θέματα που αφορούσαν στην περίθαλψη και συντήρηση της, ως και άλλα τρέχουσας φύσεως θέματα, ενώ ήξευρε ότι τούτο ήταν αναληθές και στην πραγματικότητα έδινε σε αυτόν την ευχέρεια να πράττει ό,τι ήθελε με την περιουσία της. Κατάγνωσε προσέτι στον Εφεσείοντα επιφορά ψυχικής πίεσης επί της Λάμπρου επειδή «. με τις ενέργειες βοήθειας της αποβιώσασας στην καθημερινότητα της όπως η παροχή φαρμάκων, η μεταφορά της στους ιατρούς και η μεταφορά της για φαγητό, απέκτησε την εμπιστοσύνη της και βασιζόταν σε αυτόν, που μαζί με τα προβλήματα υγείας που είχε, ως αναφέρθηκαν ανωτέρω και τις σχέσεις που δημιούργησε ο Εναγόμενος 1 με αυτή και αποκλείοντας το σύζυγο και τους λοιπούς συγγενείς της, κυριάρχησε επί της θέλησης της και επωφελούμενος της θέσης αυτής εξασφάλισε αθέμιτο όφελος μεταβιβάζοντας το επίδικο ακίνητο στο όνομα του .» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όλες οι άλλες στο ανά χείρας κείμενο).

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ακολουθώντας όμοια μεθοδολογία, παρέθεσε και την εκδοχή του Εφεσείοντα, καταγράφοντας πως διατηρούσε κατάστημα παλαιών αντικειμένων και πώλησης ειδών υγιεινής διατροφής στην Λεμεσό. Γνώρισε την Λάμπρου όταν επισκέφθηκε το κατάστημα του περί το 1992. Σε μεταγενέστερο χρόνο συνήψαν ερωτικό δεσμό ο οποίος διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατο της. Η Λάμπρου κατά τους κρίσιμους χρόνους δεν αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, με τα όποια αυτά προβλήματα να μην αντικόβουν την ικανότητα της να διαχειρίζεται τις υποθέσεις και την περιουσία της αφού είχε πλήρη αίσθηση και επίγνωση των πράξεων της. Ουδέποτε ο Εφεσείων κυριάρχησε στη θέληση της, θέτοντας την υπό την εξουσία του, μήτε και άσκησε ψυχική πίεση σε αυτήν. Απεναντίας, με ελεύθερη βούληση, η Λάμπρου κατάρτισε διαθήκη ημερομηνίας 12.10.06 (Τεκμήριο 22) «. με την οποία κληροδοτούσε ολόκληρη την περιουσία της σε αυτό διορίζοντας ως εκτελεστή της διαθήκης της τον Μάριο Κυριακίδη καθώς και το επίδικο πληρεξούσιο ημερομηνίας 22/11/08, με βάση το οποίο η αποβιώσασα πώλησε και μεταβίβασε σε αυτόν, δι' αυτού, το επίδικο ακίνητο, αντί του ποσού των €150.000.» («η Διαθήκη»).

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη δοθείσα μαρτυρία, δέχθηκε την εκ πλευράς Εφεσίβλητου εκδοχή, απορρίπτοντας εκείνη του Εφεσείοντα (με αυτόν να μην εφεσιβάλλει την κατάληξη για αναξιοπιστία του). Αντλώντας από την εκτίμηση αυτή (αλλά και τις νομολογιακές αρχές επί των οποίων εντρύφησε), το Πρωτόδικο Δικαστήριο έφθασε στα τελικά του ευρήματα που επιλέγουμε να παραθέσουμε σε έκταση ώστε να εξεικονισθεί με πρωτογενή πιστότητα η πρωτόδικη συλλογιστική, την οποία εξάλλου ψέγει ο Εφεσείων.

        Έγραψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο (σε πρώτο στάδιο και υπό μια πλατύτερη θεώρηση), για τη σχέση Λάμπρου και Εφεσείοντα, για τα προβλήματα υγείας που την ταλάνιζαν για την υπογραφή του Πληρεξουσίου και μεταβίβαση (αποξένωση) τού Ακινήτου:

«...........................................

Η Μαρία Ν. Λάμπρου γεννήθηκε στις 8/3/1930, σύμφωνα με το Τεκμήριο 10 και απεβίωσε στις 3/7/09, Τεκμήριο 3, σε ηλικία 79 ετών, στη Λευκωσία όπου διέμενε αφήνοντας σύζυγο και αδέλφια. Τα έξοδα της κηδείας στην Ιερά Μητρόπολη Κιτίου, Τεκμήριο 20, καθώς και την αγγελία θανάτου της στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», Τεκμήριο 21, πλήρωσε ο Εναγόμενος 1. Οι κληρονόμοι της όρισαν ως διαχειριστή το Δικηγόρο Βάσο Θεοδώρου, Ενάγοντα, στον οποίο χορηγήθηκαν έγγραφα διαχείρισης στις 25/8/09 στη διαχείριση αρ. 453/09, Τεκμήριο 1. 

 

Ο Ενάγοντας αφού πληροφορήθηκε από τους κληρονόμους της ότι η αποβιώσασα είχε ακίνητη περιουσία εκτός αλλού και στη Λάρνακα, υπέβαλε αίτηση έρευνας στο Κτηματολόγιο, Τεκμήριο 5, καταβάλλοντας τα νενομισμένα τέλη, Τεκμήριο 5Α. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό έρευνας του Κτηματολογίου, Τεκμήριο 6, η αποβιώσασα ήταν ιδιοκτήτρια του ακινήτου με αρ. εγγραφής [ ], Τεμάχιο [ ] στην ενορία Σωτήρος Λάρνακας, Τεκμήριο 4, το οποίο πώλησε στον Εναγόμενο 1 στις 23/12/08 αντί του ποσού των €150000, Τεκμήριο 15 και αποξενώθηκε και ενεγράφη σε αυτό στις 15/1/09, Τεκμήριο 14, δια πληρεξουσίου εγγράφου ημερομηνίας 22/11/08 προς τον Εναγόμενο 1, Τεκμήριο 28, (το οποίο κατατέθηκε και ως Τεκμήριο 7 και 16). Αποξένωση έγινε με το ίδιο πληρεξούσιο έγγραφο και ενός ακινήτου στη Λευκωσία. Η ανακάλυψη αυτή οδήγησε στην καταχώρηση της υπό κρίση αγωγής και έφερε στην επιφάνεια τα γεγονότα που ακολουθούν. 

 

Να σημειωθεί ότι ο Εναγόμενος 2 δέχθηκε απόφαση εναντίον του όπως και στην αγωγή αρ. 6615/09 Ε. Δ. Λευκωσίας, Τεκμήρια 2 και 11.

 

Ο Εναγόμενος 1, το έτος 1990, ηλικίας, τότε, σαράντα ετών, διατηρούσε κατάστημα πώλησης ειδών υγιεινής διατροφής στη Λεμεσό, όταν τον επισκέφθηκε η αποβιώσασα, ηλικίας, τότε, περίπου εξήντα ετών, για να αγοράσει σχετικά προϊόντα. 

 

Αυτή η συνάντηση, η οποία δεν ήταν η μοναδική αλλά ακολούθησαν και άλλες, τακτικές, έμελλε να σφραγίσει στη συνέχεια την πορεία τους αφού η γνωριμία τους εξελίχθηκε μετά από δύο-τρεις μήνες σε δεσμό.

 

Μερικά χρόνια αργότερα, ήτοι το 1994, και αφού συνέχιζαν να είναι μαζί, η αποβιώσασα πώλησε ένα ακίνητο στην περιοχή Governor's Beach στον Εναγόμενο 1 για το ποσό των ΛΚ2.000 το οποίο ξοδεύτηκε στη διασκέδαση και στην καλοπέραση τους.

 

Το 2003, μετά από προτροπή της αποβιώσασας, ο Εναγόμενος 1 μετακόμισε, εγκαταστάθηκε και μετέφερε το κατάστημα του κοντά στην κατοικία της αποβιώσασας και έκτοτε ουσιαστικά ήταν μαζί.

 

Η αποβιώσασα το 2005 προέβη σε πώληση στον Εναγόμενο 1 ενός άλλου ακινήτου της ενώ στις 12/10/2006 κατάρτισε διαθήκη με την οποία έδιδε όλη την περιουσία της στον Εναγόμενο 1, Τεκμήριο 22. Ταυτόσημη διαθήκη, κατάρτισε και ο Εναγόμενος 1 προς όφελος της αποβιώσασας, Τεκμήριο 23.

 

Ακόμη ένα ακίνητο της αποβιώσασας το οποίο είχε επιβαρυνθεί με «ΜΕΜΟ», μετά την έκδοση απόφασης εναντίον της ως εγγυήτριας του Εναγομένου 1 στην αγωγή αρ. 1877/05 Ε. Δ. Λεμεσού φαίνεται να ακυρώθηκε στις 29/1/09 σύμφωνα με το Τεκμήριο 19. 

 

Η αποβιώσασα παρακολουθείτο από τον Φεβρουάριο του 1999 μέχρι και τον Ιούνιο του 2009, από τον ιατρό Θεόδωρο Λοϊζου, παθολόγο - διαβητολόγο, γιατί έπασχε από διαβήτη (βλ. και Τεκμήριο 10), και την είχε δει δύο φορές, μία το 2005 (βλ. και Τεκμήριο 9) και μία το 2007 ο ιατρός Φώτος Αλεξάνδρου, οφθαλμίατρος, γιατί έπασχε με τα μάτια της. Επιπλέον υπέφερε από την ασθένεια Parkinson

 

Σύμφωνα με τον ιατρό Αλεξάνδρου (βλ. και Τεκμήρια 8 και 9), από το ιστορικό της και την εξέταση που της έκανε, διεφάνη ότι είχε υποβληθεί σε θεραπεία διαβητικής αμφιβληστοειδοπάθειας με λέιζερ στη Λεμεσό όπου και παρακολουθείτο μέχρι τη στιγμή που τον επισκέφθηκε. Κατά την πρώτη εξέταση διαπιστώθηκε ότι η πιο πάνω πάθηση ήταν σε προχωρημένη μορφή και υπήρχε οίδημα στην ώχρα κηλίδα. Ως συνέπεια τούτου είχε πολύ χαμηλή όραση. Στο δεξί μάτι η μέτρηση δαχτύλων ήταν στα 3 μέτρα και στο αριστερό στα 2 μέτρα. Δηλαδή με βάση τη νομοθεσία που θεωρείται τυφλό ένα άτομο αυτό που έχει έλλειψη όρασης στα 6,60, αυτή να έχει χειρότερη όραση από το 6,60.

 

Όταν τον ξαναεπισκέφθηκε το 2007 με τη συνοδεία των αδελφών της, διαπίστωσε επιδείνωση της πάθησης της υπό την έννοια της νεοαγγείωσης και κάποιων ινωδών ιστών που παρουσιάζει το τελικό στάδιο της πάθησης αυτής. Η μέτρηση δαχτύλων ήταν στο ένα μέτρο και στα δύο μάτια. Δεν υπήρχε περίπτωση βελτίωσης της όρασης της με τη λήψη οποιουδήποτε φαρμάκου καθότι η συγκεκριμένη πάθηση βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο. Η πορεία ήταν φθίνουσα όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ιδίως στο μη ρυθμιζόμενο διαβήτη όπως είχε η αποβιώσασα. Συνήθως δε ένας μη ρυθμιζόμενος διαβήτης οδηγεί στην τύφλωση χωρίς περιθώρια βελτίωσης με οποιαδήποτε θεραπεία. Η αποβιώσασα δεν μπορούσε να διαβάσει κείμενο διότι παρουσίαζε διαβητική ωχροπάθεια και δεν μπορούσε να συνεννοηθεί εύκολα μαζί της, αφού, όπως είπε και ο ιατρός Λοϊζου, όταν ο διαβήτης είναι σε ψηλά επίπεδα το πρόσωπο που πάσχει από διαβήτη κάποτε αντιλαμβάνεται και κάποτε δεν αντιλαμβάνεται.

Στις 16 Οκτωβρίου του 2008 υπέστη καρδιακό επεισόδιο ένεκα του οποίου χρειάστηκε να παραμείνει στο νοσοκομείο για μερικές ημέρες και ακολούθως να πάρει εξιτήριο.

 

Μετά από αυτό το επεισόδιο, η επικοινωνία με τα αδέλφια της ήταν περιορισμένη ενώ λίγους μήνες αργότερα, έπαυσε να υπάρχει εντελώς κάθε επικοινωνία μεταξύ τους.

 

Στις 20/11/08 η αποβιώσασα υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο, Τεκμήριο 28, με το οποίο πληρεξουσιοδοτούσε τον Εναγόμενο να προβαίνει αντ' αυτής σε όλες τις πράξεις που θα προέβαινε αυτή. Με αυτό το πληρεξούσιο προέβη στη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου στις 23/12/08 με τη διπλή ιδιότητα του δικαιοπάροχου και του δικαιοδόχου, Τεκμήριο 15.

 

Στις 21/1/09, η αποβιώσασα συνοδεία του Εναγομένου 1, επισκέφθηκε τον ιατρό Λοϊζου ο οποίος διαπίστωσε ότι ήταν καταπονημένη, είχε χάσει βάρος περίπου οκτώ κιλών από την τελευταία φορά που την είχε δει, η ρύθμιση του ζαχάρου της δεν ήταν καλή και η επικοινωνία μαζί της δεν ήταν η καλύτερη αφού ένεκα του ζαχάρου είχε κάποια διανοητική σύγχυση. Από τη μέτρηση της γλυκοζηλιωμένης αιμοσφαιρίνης στην οποία προέβη ο γιατρός, η οποία αποτελεί μια εξέταση που δείχνει τον μέσο όρο του ζαχάρου τους τελευταίους τρεις μήνες, διαπιστώνεται ότι το ζάχαρο της αποβιώσασας από τις 21/10/2008 περίπου μέχρι και την ημέρα που έγινε η εξέταση, ήταν ψηλό. Συνέστησε σ' αυτή και στον Εναγόμενο 1 που την συνόδευε, όπως σταματήσει τα χάπια και αρχίσει ινσουλίνη. Αυτοί του απάντησαν ότι θα το σκεφτούν.

 

Αφού πέρασαν πέντε περίπου μήνες, την 1/6/2009 η αποβιώσασα μεταφέρθηκε σε αυτόν υποβασταζόμενη σε κατάσταση διαβητικού κώματος με υπερβολικά ψηλό ζάχαρο. Σε αυτή την κατάσταση ο οργανισμός αφυδατώνεται και επηρεάζονται όλες οι λειτουργίες του γι' αυτό και ο ασθενής πρέπει να λάβει αμέσως ινσουλίνη, υγρά και ορρούς. Ως εκ τούτου νοσηλεύτηκε στην πολυκλινική Αγγελή από την 1/6/09 μέχρι τις 5/6/09, Τεκμήριο 17, όπου αφού έτυχε φροντίδας επανήλθε η κατάσταση του οργανισμού της σε πολύ καλά επίπεδα και επήλθε ρύθμιση του ζαχάρου της με μια δόση ινσουλίνης lantus την ημέρα. Εξήλθε από την κλινική, τα έξοδα της οποίας κατέβαλε ο αδελφός της Νίκος Ιακωβίδης, σε καλή κατάσταση, ως αναφέρεται και ανωτέρω, στις 5/6/09. Έζησε για περίπου ένα (1) μήνα και απεβίωσε όπως αναφέρεται ανωτέρω στις 3/7/09 σε ηλικία 79 ετών, Τεκμήριο 3.

........................................».

 

 

        Για όσα άπτονται ειδικότερα (και λεπτομερέστερα) των ψυχικών πιέσεων, συναίνεσης, υπογραφής τού Πληρεξουσίου και άλλων συναφών, το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταστάλαξε ως εξής: 

«........................................

Στην υπό κρίση υπόθεση διαπιστώνεται σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ότι η αποβιώσασα υπέφερε από διαβήτη ο οποίος κατά καιρούς δεν ήταν ρυθμιζόμενος και της προκάλεσε τουλάχιστο από το 2005 προβλήματα στην όραση της έτσι ώστε να θεωρείται πρακτικά τυφλή και το 2007 να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο η όραση της. Επιπρόσθετα επιβαρυντικός παράγοντας στην υγεία της ήταν η ασθένεια Parkinson. Δεν έφταναν όλα αυτά στις 16/10/08 υπέστη καρδιακό επεισόδιο εξ' αιτίας του οποίου παρέμεινε για κάποιο διάστημα στο νοσοκομείο. Όλη αυτή η κατάσταση της υγείας της καταδεικνύει ένα πρόσωπο με πολύ βεβαρημένη υγεία η οποία χρειαζόταν ιδιαίτερη φροντίδα και περίθαλψη. Όμως αντί να βελτιωθεί η κατάσταση της, αυτή στις 21/1/09 μεταφέρθηκε στο ιατρείο του ΜΕ7 ο οποίος διαπίστωσε ότι ήταν καταπονημένη και είχε χάσει οκτώ (8) κιλά βάρος από την τελευταία φορά που την είδε, η ρύθμιση του ζαχάρου της δεν ήταν καλή, και σύμφωνα με το τεστ, που αναφέρεται πιο πάνω, το ζάχαρο της ήταν ψηλό εδώ και τρεις (3) μήνες και η επικοινωνία μαζί της δεν ήταν η καλύτερη και είχε διανοητική σύγχυση ένεκα του ψηλού ζαχάρου και της μεγάλης ηλικίας της.

 

Ποια λοιπόν ήταν η φροντίδα της που διατείνεται ο Εναγόμενος 1 ότι της παρέσχε όταν υπέστη τα πιο πάνω; Η απάντηση είναι από πλημμελής ως καμία. Απεναντίας μάλιστα, αφέθηκε απεριποίητη και ουσιαστικά αβοήθητη.

 

Ενώ βρισκόταν υπό ψηλό ζάχαρο τον Νοέμβριο του 2008 και είχε κάποια διανοητική σύγχυση ένεκα του ζαχάρου και της μεγάλης ηλικίας της, σύμφωνα με την μαρτυρία του ΜΕ7 και δεν είχε ουσιαστικά επικοινωνία και επαφή με τα αδέλφια της και χωρίς να πάρει νομική συμβουλή υπέγραψε το επίδικο πληρεξούσιο έγγραφο, Τεκμήριο 28, με το οποίο εξουσιοδότησε τον Εναγόμενο 1 να κάνει ότι θέλει με την περιουσία της.

 

Στην πραγματικότητα και αν ακόμη δεν ήταν υπό διανοητική σύγχυση όταν υπέγραφε το πληρεξούσιο, που τεκμαίρεται ότι ήταν σε διανοητική σύγχυση από την μαρτυρία του ΜΕ7, η αποβιώσασα βρισκόταν υπό την κυριαρχία του Εναγομένου 1 στον οποίο έτρεφε εμπιστοσύνη και ο οποίος φρόντισε, μετά το καρδιακό επεισόδιο στις 16/10/08, να μην έχει επαφή με κανένα συγγενικό της πρόσωπο έτσι ώστε να εξαρτάται από αυτόν.

 

Η αποβιώσασα, δασκάλα όπως αναφέρεται πιο πάνω, εξέφρασε την επιθυμία και θέληση της για τη διάθεση της περιουσία της, πριν βεβαρηθεί η κατάσταση της υγείας της, με την διαθήκη που έκανε τον Οκτώβριο του 2006, χωρίς να υπεισέρχομαι στις ιδιαίτερες συνθήκες κατάρτισης της ή και άλλως πως υπογραφής της, αφού αποτελεί αντικείμενο άλλης αγωγής, και κατέστησε δικαιούχο της περιουσίας της τον Εναγόμενο 1 γνωρίζοντας βέβαια, αφού έγινε σε δικηγόρο, το ποσοστό που θα λάμβανε σε περίπτωση θανάτου της ο Εναγόμενος 1.

 

Εάν ήθελε να τον καταστήσει δικαιούχο σε ολόκληρη την περιουσία της θα το έπραττε τούτο εν ζωή με σύμβαση μεταβίβασης δυνάμει δωρεάς βάζοντας όρους προστασίας της σε αυτή. Η παρέλευση δύο ετών από την ημέρα κατάρτισης της διαθήκης της με δικαιούχο τον Εναγόμενο 1 μέχρι την ημέρα που υπέστη το καρδιακό επεισόδιο τον Οκτώβριο του 2008, χρόνο κατά τον οποίο προφανώς ήλεγχε ακόμη την κατάσταση, χωρίς να διαφοροποιήσει την κατάσταση που δημιούργησε με τη διαθήκη της δείχνει ότι ήθελε τα πράγματα να παραμείνουν ως είχαν.

 

Οι συνθήκες υπογραφής του πληρεξούσιου εγγράφου, Τεκμήριο 28, και δη η βεβαρημένη υγεία της, όπως αναφέρεται ανωτέρω και ο αποκλεισμός επικοινωνίας της από τα αδέλφια της εκ μέρους του Εναγομένου 1 και ο κλοιός που υπέβαλε την αποβιώσασα υπό αυτόν, και η εμπιστοσύνη που έτρεφε σε αυτόν η αποβιώσασα και η ειδική σχέση τους, όπως ήταν και η θέση του, όπως και ότι κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα προχωρούσε να πετάξει €75.000, που θα λάμβανε ως το ½ που δικαιούταν από την διαθήκη δυνάμει του άρθρου 41(1)(β) του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, ΚΕΦ. 195, που είναι τα μισά της αξίας του επίδικου ακινήτου, αφού κατά τον ισχυρισμό του το αγόρασε για €150.000, ο οποίος δεν γίνεται αποδεκτός, και η μη ανεύρεση του ποσού των €150.000, που δήθεν πλήρωσε στην αποβιώσασα σε μετρητά και που θα ήταν αδύνατο να ξοδέψει η αποβιώσασα σε τόσο σύντομο χρόνο μέχρι το θάνατο της, όταν ο Εναγόμενος 1 ήταν το μοναδικό πρόσωπο που βρισκόταν γύρω από αυτή, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το πληρεξούσιο έγγραφο υπεγράφη από την αποβιώσασα χωρίς την ελεύθερη βούληση της και υπό συνθήκες ψυχικής πίεσης όπως αυτή αναλύεται στις αποφάσεις που αναφέρονται ανωτέρω και ως εκ τούτου το πληρεξούσιο έγγραφο και συνακόλουθα η αγοραπωλησία που έγινε από τον Εναγόμενο 1 με τις δύο ιδιότητες του, είναι άκυρα.

 

Να λεχθεί και κάτι ακόμη. Αφού σύμφωνα με τον ισχυρισμό του η επιθυμία της αποβιώσασας ήταν να δώσει σε αυτόν όλη την περιουσία της, και όταν αντιλήφθηκαν, πάντα κατά τον ισχυρισμό του Εναγομένου 1 που δεν έγινε αποδεκτός, μετά το καρδιακό επεισόδιο στις 16/10/08, ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει με την διαθήκη, η οποία βέβαια δεν συνεπάγετο κανένα κόστος για την λήψη της περιουσίας της, γιατί δεν μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο στον εαυτό του δυνάμει δωρεάς, όπως διατείνεται ότι ήταν η επιθυμία της να του δώσει ολόκληρη την περιουσία της, και δύνατο να το κάνει με το πληρεξούσιο έγγραφο, Τεκμήριο 28, και προχώρησε στην δήθεν αγορά του για το ποσό των €150.000; Η απάντηση είναι γιατί πίστευε ότι με τον τρόπο αυτό προστατευόταν και θα απέφευγε την ακύρωση του πληρεξουσίου εγγράφου και της συμφωνίας αγοραπωλησίας και μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου.

.......................................».

 

        Ο Εφεσείων, διά δύο λόγων έφεσης (και με μακρά πάντως αιτιολογία), υποστηρίζει πως η Πρωτόδικη Απόφαση θα πρέπει να ανατραπεί, και αυτό, διότι, το εύρημα «. περί υπάρξεως ψυχικής πίεσης κατά την μεταβίβαση του επίδικου κτήματος .» είναι λανθασμένο (λόγος έφεσης 1[αιτιολογικά (α)-(κ)]), όπως και η απόφανση του «. ότι το αποτέλεσμα σύμβασης ή συναλλαγής με άσκηση ψυχικής πίεσης είναι η σύμβασης να είναι ακυρώσιμη και όχι άκυρη .» (λόγος έφεσης 2).

        Συνεκτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.

        Σε αυτά, εντάσσουμε και τα επιμελή περιγράμματα των ευπαίδευτων δικηγόρων τα οποία είχαν ως επίκεντρο, με διαφορετική αναμενόμενα στόχευση, την αιτιολογία που επικουρεί τους λόγους έφεσης.

        Θα αναλύσουμε τους λόγους έφεσης ξέχωρα, αν και σε κάποια σημεία είναι διασυνδεδεμένοι.

        Σε ό,τι αφορά στον λόγο έφεσης 1 και στην αμφισβήτηση της πρωτόδικης αξιολογικής διεργασίας παρατηρούμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τους μάρτυρες με υπόψιν το σύνολο της μαρτυρίας τους και όχι αποσπασματικώς, αντιπαραβάλλοντας την, και ορθώς, προς το περιεχόμενο άλλης προφορικής ή και γραπτής μαρτυρίας στη δίκη (Στεφάνου ν. Agrowise Ltd και Άλλης, Π.Ε. 368/14, ημ. 28.3.23, ECLI:CY:AD:2023:A113, Κόκκινου και Άλλης ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Π.Ε. 386/14, ημ. 20.3.23, ECLI:CY:AD:2023:A124, Γεωργιάδης και Άλλων ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Π.Ε. 376/14, ημ. 16.3.23, ECLI:CY:AD:2023:A90, U.I.B. Insurance Reinsurance & Consultants Brokers Ltd v. Επιχειρήσεις Κ & Α Ίνιος Λτδ και Άλλων, Π.Ε. 53/14, ημ. 8.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D230, Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυρίδου, Π.Ε. 32/14, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A430).

        Ειδικότερα για τον οφθαλμίατρο Φώτο Αλεξάνδρου/ΜΕ5 («ο ιατρός Αλεξάνδρου»), το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεχόμενο τη μαρτυρία του, κατέγραψε τα ακόλουθα:

«...........................................

Άλλος μάρτυρας για τον Ενάγοντα ήταν ο Φώτος Αλεξάνδρου, ΜΕ5, οφθαλμίατρος στο επάγγελμα, ο οποίος εξέδωσε δύο ιατρικές βεβαιώσεις, Τεκμήρια 8 και 9, και ο οποίος ανάφερε ότι είδε την αποβιώσασα το 2005 και το 2007. Από το ιστορικό της διεφάνη ότι είχε υποβληθεί σε θεραπεία διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας με λέιζερ στη Λεμεσό όπου και παρακολουθείτο μέχρι τη στιγμή που τον επισκέφθηκε. Κατά την πρώτη εξέταση, το 2005, διαπιστώθηκε η πιο πάνω πάθηση η οποία ήταν σε προχωρημένη μορφή και υπήρχε οίδημα στην ώχρα κηλίδα. Ως συνέπεια τούτου είχε πολύ χαμηλή όραση. Στο δεξί μάτι η μέτρηση δαχτύλων ήταν στα τρία (3) μέτρα και στο αριστερό, στα δύο (2) μέτρα. Δηλαδή, με βάση τη νομοθεσία που θεωρείται τυφλό άτομο αυτό που έχει έλλειψη όρασης στα 6/60, αυτή να έχει χειρότερη όραση από τα 6/60. 

 

Το 2007 όταν τον ξαναεπισκέφθηκε, με τη συνοδεία των αδελφών της, όπως πάντα, αφού δεν μπορούσε να κινηθεί από μόνη της, η αποβιώσασα, διαπίστωσε επιδείνωση της πιο πάνω πάθησης της, υπό την έννοια της νεοαγγείωσης και κάποιων ινωδών ιστών που παρουσιάζει το τελικό στάδιο της πάθησης αυτής. Η όραση δηλαδή ήταν πολύ χαμηλή. Η μέτρηση δαχτύλων ήταν στο ένα (1) μέτρο και στα δύο μάτια. Δεν υπάρχει περίπτωση βελτίωσης της όρασης με τη λήψη οιουδήποτε φαρμάκου όταν η συγκεκριμένη πάθηση βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο. Η πορεία ήταν φθίνουσα όπως συμβαίνει, ιδίως, στο μη ρυθμιζόμενο διαβήτη όπως είχε η αποβιώσασα, αφού όταν την ρωτούσε πόσο ήταν το ζάχαρο της του έλεγε 500 και 600. Συνήθως ένας μη ρυθμιζόμενος διαβήτης οδηγεί στην τύφλωση χωρίς περιθώρια βελτίωσης με οποιαδήποτε θεραπεία. Δεν μπορούσε, κατά την άποψη του, να διαβάσει κείμενο διότι παρουσίαζε διαβητική ωχροπάθεια και παρατήρησε ότι δεν μπορούσε να συνεννοηθεί εύκολα μαζί της. Εξέφρασε την άποψη ότι υπήρχε μια εγκεφαλοπάθεια λόγω υποξίας η οποία επηρέασε τις εγκεφαλικές της λειτουργίες.

 

Κατά την αντεξέταση σε σχετική ερώτηση είπε ότι όταν την είδε το 2007 ήταν σε κακό χάλι και υποβασταζόμενη. Σε υποβολή ότι το 2009 ρυθμίστηκε η υγεία της και τούτο φαίνεται από το Τεκμήριο 10, το οποίο του υποδείχθηκε, απάντησε ότι δεν αναφέρεται τούτο για τα μάτια και ότι το 2007 δεν ήταν ρυθμισμένη και ήταν σε μαύρα χάλια η αποβιώσασα, συμπληρώνοντας ότι μπορεί λίγες ημέρες μετά που ρυθμίστηκε να απορρυθμιστεί και πάλι αν δεν έπαιρνε ινσουλίνη. Εξέφρασε την άποψη ότι ο θάνατος της οφείλετο στο ζαχαρώδη διαβήτη που επέφερε και το έμφραγμα που υπέστη. Επανέλαβε ότι όσον αφορά την όραση της αυτή δεν μπορούσε να βελτιωθεί και επιπρόσθετα είπε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί υγιέστατη κάποια που είναι τυφλή ένεκα του διαβήτη και ούτε μπορούσε να βελτιωθεί η υγεία της σε τέτοιο βαθμό που να βρίσκεται σε φυσιολογική και φυσική κατάσταση.

 

Ο μάρτυρας αυτός μου προξένησε πολύ καλή εντύπωση. Ήταν σαφής, ευθύς, ειλικρινής και μάρτυρας της αλήθειας [.]. 

........................................».

 

 

          Το Πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν απέδωσε «. υπερβολική σημασία .» στη μαρτυρία του μάρτυρα, αλλά ούτε και απέγραψε πως τούτος παραδέχθηκε ότι δεν ήταν αρμόδιο πρόσωπο να δώσει μαρτυρία για τη νοητική λειτουργία της Λάμπρου. Εκείνο που είπε ο μάρτυς απαντώντας σε αντεξεταστική ερώτηση τού δικηγόρου του Εφεσείοντα, ήταν πως δεν ήταν σε θέση να εκφέρει άποψη για τη διανοητική κατάσταση της Λάμπρου μετά που ρυθμίστηκε «. το ζάχαρο της .», και όχι πως τούτος δεν είχε την ιατρική ικανότητα να τοποθετηθεί γενικότερα (μολαταύτα στοχευμένα) για τη νοητική λειτουργία της Λάμπρου.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, σε αντίθεση, και πάλι, με όσα ισχυρίζεται ο Εφεσείων, αξιολόγησε προσεκτικά τη μαρτυρία του παθολόγου-διαβητολόγου ιατρού Θεόδωρου Λοΐζου/ΜΕ7 («ο ιατρός Λοΐζου»), καταλήγοντας και σε τούτα:

«............................................

Τελευταίος μάρτυρας ήταν ο Θεόδωρος Λοΐζου, ΜΕ7, ιατρός στο επάγγελμα με ειδικότητα παθολογία - διαβήτη. Όπως ανάφερε, την αποβιώσασα την είδε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1999 και στη συνέχεια σε τακτά χρονικά διαστήματα μέχρι και λίγο χρονικό διάστημα πριν από την προγραμματισμένη επίσκεψη τον Οκτώβριο του 2008 που δεν παρουσιάστηκε, για τον λόγο, όπως έμαθε αργότερα, ότι υπέστη καρδιακό επεισόδιο και νοσηλεύθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

 

Πάντοτε τον επισκεπτόταν με τη συνοδεία του συζύγου της. Στις 21/1/09 που τον επισκέφθηκε, συνοδευόταν από κάποιον άλλο άτομο, το πρόσωπο του οποίου δεν μπορούσε να ενθυμηθεί, ήταν καταπονημένη και είχε χάσει βάρος από την προηγούμενη φορά που την είχε δει, γύρω στα οκτώ (8) κιλά. Η ρύθμιση του ζαχάρου της δεν ήταν καλή ενώ η επικοινωνία μαζί της δεν ήταν η καλύτερη. Συνήθως, σε μεγάλες ηλικίες, όταν είναι πολύ ψηλό το ζάχαρο και δεν είναι ρυθμισμένο, υπάρχει μια διανοητική σύγχυση. Προέβηκε σε μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης η οποία αποτελεί μία εξέταση που δείχνει το μέσο όρο του ζαχάρου τους τελευταίους τρεις μήνες. Συνέστησε στην αποβιώσασα και στον συνοδό της ότι ήταν η ώρα να σταματήσει τα χάπια και να αρχίσει ινσουλίνη. Η αποβιώσασα και ο συνοδός της αποχώρησαν λέγοντας του ότι θα το σκεφτούν. 

 

Αφού πέρασαν άλλοι πέντε περίπου μήνες, την 1/6/09 η αποβιώσασα μεταφέρθηκε υποβασταζόμενη σε κατάσταση διαβητικού κώματος με υπερβολικά ψηλό ζάχαρη. Σε αυτή την κατάσταση ο οργανισμός αφυδατώνεται και επηρεάζονται όλες οι λειτουργίες του, όπως νεφρική και υπατική και ο ασθενής πρέπει να λάβει αμέσως ινσουλίνη, υγρά, ορούς κλπ. Γι' αυτό το λόγο νοσηλεύτηκε για πέντε μέρες στην πολυκλινική Αγγελή στη Λευκωσία όπου έτυχε φροντίδας, επανερχόμενη η κατάσταση του οργανισμού της σε πολύ καλά επίπεδα και επήλθε ρύθμιση του ζαχάρου της με μία δόση ινσουλίνης lantus την ημέρα. Εξήλθε δε από τη κλινική σε καλή κατάσταση. Από τότε δεν την ξαναείδε και πληροφορήθηκε από τους συγγενείς της, που τον επισκέφθηκαν και του ζήτησαν ιατρική αναφορά, ότι απεβίωσε.

 

Όπως, παραστατικά και χαρακτηριστικά, εξήγησε, ο διαβήτης επηρεάζει από τις τρίχες της κεφαλής μέχρι τα νύχια των ποδιών, θέλοντας να καταδείξει ότι επηρεάζει όλα τα ζωτικά όργανα και λειτουργίες του οργανισμού του ανθρώπου.

 

Όπως περαιτέρω διευκρίνισε και επεξήγησε, αν βρίσκεται, ένεκα του πολύ ψηλού ζαχάρου, σε κώμα, τότε δεν ξέρει τι κάνει, αν βρίσκεται σε προκωματική κατάσταση τότε εν μέρει έχει αντίληψη και εν μέρει δεν έχει αντίληψη. Ακόμα ανάφερε ότι με την ορολογία «γνωσιακή λειτουργία εξασθενημένη» εννοεί ότι ίσως η αποβιώσασα δεν αντιλαμβανόταν ακριβώς τη σημασία ότι έπρεπε να λάβει ινσουλίνη για να μπορέσει να κρατηθεί στη ζωή, αφού αν δεν επέλθει ισορροπία του ζαχάρου τότε υπάρχει άμεσος κίνδυνος εγκεφαλικού ή καρδιακού επεισοδίου.

 

Κατά την αντεξέταση ανάφερε ότι γενικά, μέχρι και την τελευταία φορά που την είδε, τον Ιούνιο του 2008, πριν από το ραντεβού του Οκτωβρίου του 2008, που δεν πραγματοποιήθηκε λόγω του ότι η αποβιώσασα υπέστη καρδιακό επεισόδιο, ήταν σε καλή ρύθμιση το ζάχαρο της αφού η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη ήταν 7.3 και θεωρείται κάποιος ότι έχει πολύ καλή ρύθμιση όταν είναι κάτω από το 7. Δεν μπορούσε να γνωρίζει για την οπτική οξύτητα της αποβιώσασας και σύμφωνα με τις σημειώσεις του είχε μικρή διάταση των αγγείων την τελευταία φορά που την είδε και κατ' εκείνη την στιγμή τουλάχιστον, δεν παρουσίαζε αιμορραγία στο μάτι που μπορεί να επέλθει σε κάποιο διαβητικό.

 

 Όπως ανάφερε, μετά την εισαγωγή της στην κλινική και αφού έλαβε ινσουλίνη, υγρά και ορρούς έγινε ρύθμισης των ηλεκτρολυτών του οργανισμού, κάλλιο, νάτριο και χλώριο, αποκτώντας έτσι τις βασικές λειτουργίες και μπορούσε να κινείται χωρίς να χρειαζόταν να υποβασταζόταν, όμως δεν την είδε στη συνέχεια για να γνωρίζει σε ποια κατάσταση βρισκόταν. Με άλλα λόγια, όπως είπε, ήρθε σε φορείο και βγήκε με τα πόδια και χαρακτήρισε το επεισόδιο της από τα χειρότερα αναφέροντας ότι ήταν πάρα πολύ παραμελημένη περίπτωση. Όμως όταν γίνεται διάγνωση του διαβήτη το 70% των πασχόντων έχουν ήδη μια επιπλοκή, σύμφωνα με μεγάλη Αμερικανική έρευνα, και συνεπώς υπάρχουν επιπλοκές οι οποίες καμιά φορά δεν μπορούν να τις δουν. Δεν γνώριζε, ανάφερε, τι άλλα προβλήματα πιθανόν να είχε εξερχόμενη από την κλινική τη δεδομένη στιγμή.

 

Ο μάρτυρας αυτός με περισσή σαφήνεια ανάφερε όλη τη διαδρομή της υγείας της για όλα τα χρόνια που την παρακολουθούσε όπως και με κάθε ειλικρίνεια και ευθύτητα αναφέρθηκε στα διάφορα περιστατικά και προβλήματα που αντιμετώπισε η αποβιώσασα. Αποδέχομαι την μαρτυρία του. [.].

........................................».

 

 

        Εξάγεται από την πρωτόδικη ανάλυση τής μαρτυρίας τού ιατρού Λοΐζου ότι δόθηκε, και σε αυτή την περίπτωση, από το Πρωτόδικο Δικαστήριο το κατάλληλο αξιολογικό και αποδεικτικό βάρος, όπως έγινε και με τη μαρτυρία του ιατρού Αλεξάνδρου, με τη μαρτυρία αμφοτέρων να παραμένει κατά βάσιν χωρίς αντίκρουση από άλλη μαρτυρία πραγματογνώμονα, ή ακόμη - σε απόκλιση παρεμπιπτόντως από την περί του αντιθέτου εισήγηση των δικηγόρων του Εφεσείοντα στο περίγραμμα τους, πως «. χωρίς ιατρική μαρτυρία . δεν μπορεί να αποδεικτή τέτοια ανικανότητα .» - και από τη μαρτυρία άλλου/άλλης μάρτυρα χωρίς ιατρική ή εξειδικευμένη κατάρτιση ως προς το υπό συζήτηση επιδιωκόμενο, ήτοι τη δυνητική, κατά τον ουσιώδη χρόνο (επίδικη), διανοητική ικανότητα της Λάμπρου, με δοσμένο ότι η κάθε περίπτωση να κρίνεται, όπως και η κείμενη, κατ' αρχήν, και στοιχειωδώς, με αναφορά στα δικά της γεγονότα και καταστάσεις (Δ.Π. το Γένος Ε.Χ. ν. Α.Π., Π.Ε. 241/14, ημ. 5.12.22, ECLI:CY:AD:2022:A474, Μουσούπετρου ν. Σκορδή, Π.Ε. 335/13, ημ. 16.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A256, Universal Life Insurance Co Ltd και Άλλου, Π.Ε. 144/13, ημ. 16.4.19, ECLI:CY:AD:2019:A145, Πατάτσου ν. Χιλμί και Άλλης, Π.Ε. 300/11, ημ. 31.5.17, ECLI:CY:AD:2017:A201, Σεργίδη ν Χατζηπαύλου (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1192, ECLI:CY:AD:2016:A240, 1205-1207, Κοροπούλης ν Πηλίδη και Άλλης (2014) 1(Γ) ΑΑΔ 2483, ECLI:CY:AD:2014:A868, 2494, Antoniades and Another v Solomonidou (1980) 1 C.L.R. 441, 462, Moumdjis v Michaelidou and Others (1974) 1 C.L.R. 226, 236-237, Karaolis v Karaolis (1965) 1 C.L.R. 24, 33-34).

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποτίμησε και στάθμισε τη μαρτυρία των δύο ιατρών/μαρτύρων, έχοντας στο μυαλό (κάτι που απέγραψε στην απόφαση), τις αρχές που περιστοιχίζουν τη διεργασία ένεκεν της πραγματογνωμικής ιδιότητας των μαρτύρων, και δεχόμενο τα λεχθέντα τους, μετερχόμενο των επιστημονικών κριτήριων με τα οποία το εφοδίασαν, κατά τρόπο που του επέτρεψε να μορφώσει ανεξάρτητη κρίση επί των επίδικων (Χρίστου ν. Γεωργίου, Π.Ε. 158/13, ημ. 26.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A403, Χαραλαμπίδη ν. Μιχαήλ, Π.Ε. 304/13, ημ. 16.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A316).

        Παρεμβάλλουμε - για να καταδείξουμε έτι περισσότερον τον αξιολογικό μόχθο του Πρωτόδικου (με τούτα να απαντούν και σε ποικίλες πτυχές των αιτιολογικών (β), (γ), (ε), (ζ), (θ) και (ι) τού λόγου έφεσης 1) - πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο συσχετίζοντας θεμιτώς τη μαρτυρία του Εφεσείοντα (ΜΥ1) με εκείνη των ιατρών Αλεξάνδρου και Λοΐζου, υπογράμμισε (εν σχέσει προς τα ειπωθέντα του Εφεσείοντα):

«....................................

Η μαρτυρία του όσον αφορά την υγεία της αποβιώσασας και σε πια κατάσταση βρισκόταν η αποβιώσασα όταν υπέγραψε το πληρεξούσιο έγγραφο Τεκμήριο 28 δεν γίνεται αποδεκτή καθ' ότι δεν ήταν ειλικρινής, ευθύς και μάρτυρας της αλήθειας. Ενώ και οι δύο ιατροί ανάφεραν τη σοβαρότητα της υγείας της και πως επηρέαζε τις δραστηριότητες και την αντίληψη της, τόσο εξ αιτίας της όραση της, που πρακτικά θεωρείτο τυφλή, κατά τον ΜΕ5 όσο και σε σχέση με τη διαύγεια του πνεύματος της, όταν το ζάχαρο της ήταν ψηλό, κατά τον ΜΕ7, ο οποίος αναφέρθηκε στο ειδικό τεστ που υπέβαλε την αποβιώσασα στις 21/1/09, εντούτοις προσπάθησε να πείσει το Δικαστήριο ότι η κατάσταση της υγείας της ήταν καλή, δηλαδή ότι ο οργανισμός και αντίληψη της λειτουργούσαν κανονικά και μόνο λίγο κακόκεφη ήταν κατά την περίοδο εκείνη που υπέγραψε το πληρεξούσιο έγγραφο.

 

Ενώ του είχε αναφερθεί από τον ιατρό Λοϊζου στις 21/1/2009 ότι θα έπρεπε να λαμβάνει ινσουλίνη η αποβιώσασα, σε μεταγενέστερο στάδιο που αρρώστησε, ως πιο πάνω αναφέρεται, είπε ότι δεν του είχε αναφέρει κανένας τη σημασία που είχε για την αποβιώσασα να παίρνει ινσουλίνη έτσι ώστε να έχει έγνοια για τούτο.

 

Επίσης, ενώ όπως ανέφερε δεν γνώριζε τι ποσοστό θα έπαιρνε από τη διαθήκη της αποβιώσασας όταν καταρτίζετο σε περίπτωση που αυτή πέθαινε και ζούσε ο σύζυγος της και αν το γνώριζαν θα εύρισκαν άλλο τρόπο για να έπαιρνε μόνο αυτός ολόκληρη την περιουσία και να αποκλείετο ο σύζυγος της, κατά την αντεξέταση είπε ότι όταν το έμαθε η αποβιώσασα ότι θα έπαιρνε και ο σύζυγος της από την περιουσία της, όπως της είπε και ο ίδιος που τον έβαλε να μάθει, η ίδια αποφάσισε να του το πωλήσει για να αποκλείσει τον σύζυγο της και να διαθέσει τα χρήματα της όπως ήθελε.

 

Τα πιο πάνω όμως, καταδεικνύουν, σύμφωνα με τη λογική του πράγματος, ότι δεν θα ήταν δυνατό ο δικηγόρος που τους έκανε τη διαθήκη να μην τους εξήγησε το ποσοστό που η αποβιώσασα μπορούσε να διαθέσει με τη διαθήκη όταν καταρτίστηκε αυτή το 2006 και να το έμαθε μετά που υπέστη το καρδιακό επεισόδιο στις 16/10/08, που ας σημειωθεί δεν ανέφερε από ποιον, που αντιλαμβανόμενος το ψέμα του αυτό προσπάθησε να το καλύψει λέγοντας ότι της το είπε ο ίδιος αφού τον είχε βάλει να μάθει περί τούτου.

 

Ακόμη, πως ήταν δυνατό να μην γνώριζε τι έγιναν τα χρήματα που υποτίθεται ότι της έδωσε για την αγορά τόσο του επίδικου ακινήτου όσο και του άλλου στη Λευκωσία όταν σχεδόν ήταν το μοναδικό πρόσωπο με το οποίο ήταν σε συνεχή επαφή και με βάση τόσο αυτό το πληρεξούσιο όσο και το άλλο της τράπεζας ήταν αυτός που διαχειρίζετο τα οικονομικά και γενικότερα τα περιουσιακά της στοιχεία.

........................................».

 

        Το μόνο που θα μπορούσαμε επιτρεπτώς να εισφέρουμε στα πιο πάνω (και που αφορά, και τούτο, παράπονα του Εφεσείοντα στα αιτιολογικά (γ), (θ) και (ι) τού λόγου έφεσης 1) - το οποίο φανερά βρισκόταν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και αξιολογήθηκε, ως συνάγεται, προσηκόντως από αυτό - είναι ότι ο ιατρός Λοΐζου κατά την αντεξέταση (δίχως να αμφισβητηθεί σε επόμενες ερωτήσεις), περιέγραψε την περίπτωση της Λάμπρου (ως ιατρικό επεισόδιο), όταν ο Εφεσείων την μετέφερε στο ιατρείο του γύρω στις 21.1.09, ως ένα «. από τα χειρότερα. Ήταν πάρα πολύ παραμελημένη περίπτωση .».

        Παρομοίως - για τα περί της μαρτυρίας του Στέφανου Ιακωβίδη/ΜΕ6 («ο Ιακωβίδης») - θεωρούμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπολόγισε, στο πλαίσιο των εξουσιών του, και σωστά, τη μαρτυρία του, κατά αυτά:

«........................................................Ακολούθως έδωσε μαρτυρία ο Αντρέας Ιακωβίδης, ΜΕ6, αδελφός και κληρονόμος της αποβιώσασας ο οποίος ανάφερε ότι η αποβιώσασα ήταν δασκάλα στο επάγγελμα πριν συνταξιοδοτηθεί με την οποία είχαν άριστες σχέσεις μέχρι που εισήλθε στη ζωή της ο Εναγόμενος 1 και της υπέβαλε τέτοιες ιδέες που της άλλαξε τον τρόπο σκέψης και τη συμπεριφορά της. Ιδιαίτερα μετά το καρδιακό επεισόδιο που υπέστη η αποβιώσασα στις 16/10/08 απομακρύνθηκε από τα αδέλφια της και λίγους μήνες μετά έκοψε κάθε σχέση μαζί του όπως και με τους υπόλοιπους και δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί της.

 

Δεν γνώριζε για το δεσμό που είχε η αποβιώσασα με τον Εναγόμενο 1 μέχρι που το 2008 διανυχτέρευσαν και κοιμήθηκαν μαζί στο σπίτι στη Λάρνακα. 

 

Εξέφρασε αμφιβολίες για την υπογραφή της Ενάγουσας στο πληρεξούσιο, Τεκμήριο 28, υπό την έννοια ότι έστω και αν από την κακή της υγεία συμπεριλαμβανομένης και της ασθένειας πάρκινσον μπορούσε να υπογράψει, σίγουρα δεν μπορούσε να διαβάσει και να γνωρίζει το περιεχόμενο του πληρεξουσίου εγγράφου. 

 

Επίσης είπε ότι ο λόγος που ήταν μαζί της ο Εναγόμενος 1 ήταν γιατί είχε στο μάτι την περιουσία της και όχι γιατί την αγαπούσε αφού ούτε μια φορά δεν έκλαψε στον τάφο της, ούτε και πλήρωσε την κλινική ή τον τάφο.

 

Ο μάρτυρας αυτός μου προκάλεσε σε γενικές γραμμές καλή εντύπωση. Αποδέχομαι την μαρτυρία του ότι μετά το καρδιακό επεισόδιο που υπέστη η αποβιώσασα στις 16/10/08 απομακρύνθηκε από τα αδέλφια της και λίγους μήνες μετά έκοψε κάθε σχέση μαζί τους και δεν είχαν επικοινωνία.

.........................................».  

 

 

          Ο Εφεσείων παραπονείται και για το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πραγματεύθηκε τη στάση και συμπεριφορά τού Ιακωβίδη έναντι τής Λάμπρου (αδελφής του) υπό την έννοια πως τούτος διαφωνούσε με τη σχέση της με τον Εφεσείοντα και πως ο εψεύσθη ο Ιακωβίδης λέγοντας πως η Λάμπρου μπορούσε να υπογράψει το Πληρεξούσιο χωρίς να κατανοεί το περιεχόμενο του.

        Δεν συμφωνούμε με τον Εφεσείοντα.

 

        Το γεγονός ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε ρητή αναφορά στα περί καταγγελιών του Ιακωβίδη προς την Αστυνομία όπως και για κάποια άλλα που παρατίθενται στα αιτιολογικά (δ) και (κ) τού λόγου έφεσης 1, διόλου δεν αμβλύνει την περί ης ο λόγος αξιολόγηση, που στον πυρήνα της, ήταν συμπαγής και ουσιαστικώς άτρωτη.

        Δύο ακόμη επισημάνσεις για τη μαρτυρία Ιακωβίδη.

        Η πρώτη επισήμανση, αφορά στον καταλογισμό ψεύδους στον μάρτυρα από τον Εφεσείοντα στο αιτιολογικό (κ) τού λόγου έφεσης 1 πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει το ψέμα του Ιακωβίδη για το ότι η Λάμπρου «... μπορούσε να υπογράψει πληρεξούσιο χωρίς όμως να καταλαμβαίνει το περιεχόμενο του ...».

        Στον βαθμό που είναι επιτρεπτό να αναφερθεί εφετειακώς κάτι περί του παραπόνου αυτού, είναι ότι από τα πρακτικά της δίκης δεν φαίνεται να προκύπτει ψεύδος αλλά μονάχα τοποθέτηση του μάρτυρα, με μια γενικότερη ερμηνευτική διάθεση (και εξ αφορμής όσων ρωτούνταν αντεξεταστικώς), ως προς το γιατί υπέγραψε την Διαθήκη η Λάμπρου ή ακόμη και το Πληρεξούσιο.

        Αντί άλλων σχολίων, μεταφέρουμε την αντεξέταση που απασχολεί:

«...........................................

Ε. [.] Συγκρίνετε υπογραφές; Πήγατε στην αστυνομία να πείτε μα υπάρχει η υπογραφή στην διαθήκη, υπάρχει εδώ. Θέλετε να τα ερευνήσετε αυτά;

Α. Αυτή υπέγραφε χωρίς να βλέπει το κείμενο που είχε μπροστά της γιατί είχε, ήταν τόσο τυφλή που τρία χρόνια πριν πεθάνει μου είπε Αντρέα φέρε μου μεγεθυντικό φακό να διαβάσω γιατί δεν έβλεπε και μου τον επέστρεψε.

Ε. Μας είπες όμως προηγουμένως ότι ένα πρόσωπο τυφλό μπορεί να βάλει την υπογραφή του.

Α. Βάζει υπογραφή αλλά δεν ξέρει το κείμενο τι λέει.

Ε. Συμφωνούμε, αλλά την υπογραφή την βάζει.

Α. Μπορεί να έβαζε κάποια υπογραφή αλλά το περιεχόμενο άλλα έλεγε.

Ε. Εγώ σου λέω ότι η υπογραφή που είναι πάνω στο πληρεξούσιο και στη διαθήκη είναι δική της.

Α. Μπορεί αλλά της έλεγε ο κύριος Κωνσταντίνου αν είναι η διαθήκη θα δώσεις το % στους δικούς σου και % στον άντρα σου. Δεν μπορούσε να διαβάσει.

Ε. Αυτά δεν τα ξέρεις. Τα υποθέτεις.

Α. Ναι. Υπέγραφε χωρίς να βλέπει το περιεχόμενο του κειμένου που είχε μπροστά της και να πω για το πληρεξούσιο. Δίδει στον Σταύρο Κωνσταντίνου το δικαίωμα μόνος του να διαχειρίζεται τα πάντα αλλά να πληρώσει οτιδήποτε δεν πλήρωσε ο εν λόγω Σταύρος Κωνσταντίνου.

........................................».

 

        Δεν είναι ανάγκη να προσθέσουμε κάτι άλλο.

        Ο Ιακωβίδης πιθανολογούσε.

        Δεν ψευδολογούσε.

        Η δεύτερη επισήμανση, συνδέεται με την εντύπωση του Εφεσείοντα (στο αιτιολογικό (στ) τού λόγου έφεσης 1), ότι το πρωτόδικο εύρημα πως ο Εφεσείων «. υπέβαλε αποκλεισμό επικοινωνίας στην αποβιώσασα, είναι εντελώς φανταστικό και δεν δικαιολογείται από την προσαχθείσα μαρτυρία .».

        Διαφωνούμε ξανά με τον Εφεσείοντα.

        Υπήρχε σχετική μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, διά της Δήλωσης/Κατάθεσης του Ιακωβίδη ημερομηνίας 8.1.14, όπου στην παράγραφο 15 γράφεται πως η Λάμπρου πίστευε «. στις ιδέες που της έλεγε ο Σταύρος [ο Εφεσείων] .», και ότι τούτη ήταν «. κάτω από την κυριαρχία του εν λόγω κυρίου. Τον εμπιστευόταν και βασιζόταν σ αυτόν. Αυτό το συμπέρασμα το έβγαλα από τις τηλεφωνικές συνομιλίες που είχα μαζί της και μου το επιβεβαίωσε και η ίδια .».

        Επιπροσθέτως, χωρίς να αμφισβητηθεί ευθέως, ο Ιακωβίδης δήλωσε στην αντεξέταση πως η σκέψη της Λάμπρου άρχισε να «. αλλάζει από τότε που την πλεύρισε ο Σταύρος Κωνσταντίνου [ο Εφεσείων]. Τις υπέβαλε τέτοιες ιδέες που της άλλαξε τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς .» και ότι «. μετά το καρδιακό επεισόδιο απομακρυνόταν από εμάς .», αλλά και πως «. μερικούς μήνες μετά από αυτό το περιστατικό έκοψε κάθε σχέση και μαζί μου και με τους άλλους όλους και δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε .».

        Επομένως, και τούτη η εισήγηση του Εφεσείοντα είναι αθεμελίωτη.

        Υπάρχει και κάτι άλλο, που συναρτάται προς το αιτιολογικό (η) τού λόγου έφεσης 1 και την εκεί μνεία πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διερεύνησε ότι επί του Ακινήτου υπήρχαν βάρη υπέρ τρίτων, ως το Τεκμήριο 14.

        Η θέση του Εφεσείοντα δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα.

        Κατ' αρχάς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο σαφώς και συνυπολόγισε το υπό συζήτηση γεγονός, γράφοντας στο σκεπτικό πως απάρτισε σημείο αναφοράς τής Βασιλικής Πάλμα/ΜΕ4 («η Πάλμα») το ότι το Ακίνητο «. επιβαρύνεται με τρία memo .».

        Πέραν τούτου, δεν διαφεύγει την προσοχή πως η Πάλμα ανέφερε - κάτι που προφανώς το Δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαίο να αναπτύξει έχοντας κατά νουν τα επίδικα γεγονότα - ότι τα «. τρία memo .» καταχωρίστηκαν μετά από τη μεταβίβαση του Ακινήτου στον Εφεσείοντα και τούτο, προς όφελος δύο τραπεζών και του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας αναφορικώς προς ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα που εκδόθηκε στην Αγωγή.

        Δεν διακρίνουμε πώς η επιλογή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην ερευνήσει το αναλυόμενο, μπορούσε να αποδομήσει τα αξιολογικώς εξαχθέντα.

        Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να ασχοληθεί με κάθε πτυχή της μαρτυρίας κατά την αξιολόγηση, τοσούτω μάλλον όταν η πιθανή επίδραση δεν θα μπορούσε παρά να είναι ασήμαντη ή ακόμη και μηδενική (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 327/18, ημ. 29.9.20, ECLI:CY:AD:2020:B325).

        Κάτι τελευταίο.

        Που αφορά στο αιτιολογικό (α) τού λόγου έφεσης 1 και στην υποτιθέμενα λειψή δικογράφηση ισχυρισμών περί ψυχικής πίεσης στην Έκθεση Απαίτησης.

        Το παράπονο είναι αβάσιμο.

         Στις παραγράφους 14(α)-(ε), 15, 16 της Έκθεσης Απαίτησης παρατίθενται πρεπόντως οι αφορώσες λεπτομέρειες (Μαρκίδου ν. Hellenic Bank Ltd (2001) 1(Γ) A.A.Δ. 2069, 2073).

        Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο.

        Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

        Εισερχόμαστε στον λόγο έφεσης 2 και στα περί σφάλματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφασίσει ότι το συνακόλουθο συνομολόγησης μιας σύμβασης ή συναλλαγής με άσκηση ψυχικής πίεσης επί συμβαλλόμενου μέρους είναι η σύμβαση αυτή να καταστεί ακυρώσιμη και όχι άκυρη κατ' επιλογή του μέρους τού οποίου η συναίνεση δόθηκε με τον τρόπο αυτό, και πως ακριβώς γιατί η Λάμπρου δεν ακύρωσε την επίδικη συναλλαγή μέχρι και τον θάνατο της, το «. νομικό καθεστώς που είχε δημιουργηθεί δεν ήταν δυνατό να αλλάξει .».

        Δεν έχουν έτσι τα πράγματα.

        Η Λάμπρου, εκ των πραγμάτων και ευρημάτων, δεν μπορούσε και δεν ήταν σε θέση να επιλέξει ακύρωση της μεταβίβασης του Ακινήτου ενώ ζούσε.

        Αυτό, όμως, δεν εννοεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να ακυρώσει τη μεταβίβαση διά της Αγωγής που καταχώρισε ο διαχειριστής της περιουσίας της Λάμπρου, για όλους τους (καλούς) λόγους που έγιναν εν τέλει αποδεκτοί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

        Άλλη προσέγγιση - του είδους που προτείνει ο Εφεσείων - θα οδηγούσε, με κάθε σεβασμό, σε παράλογα αποτελέσματα και, υπό τις περιστάσεις τουλάχιστον, σε εξ ορισμού καταστρατήγηση, μεταξύ άλλων, των Άρθρων 14(β) [1] και 16, [2] του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 το Κεφ. 149»), αλλά προπαντός τού Άρθρου 20, Κεφ.149, [3] και τις εξουσίες που τούτο παραχωρεί στο Δικαστήριο για να ακυρώσει μια τέτοια ακυρώσιμη σύμβαση (σε αξίωση του διαχειριστή της αφορώσας περιουσίας), υπό τέτοιους όρους ως ήθελεν κριθεί δίκαιο να επιβληθούν.

        Αν θα χρησίμευε η παραπομπή σε αυθεντίες - πέραν της δικαιικής λογικής του πράγματος και της εφαρμοζόμενης τελολογικής νομοθετικής ερμηνείας ως και εκείνης της ερμηνευτικής μεθοδολογίας που ορίζει πως πρέπει να δίνεται στα νομοθετήματα τέτοια ερμηνεία ώστε να συνάδει με τη λογική τάξη πραγμάτων για να αποφεύγονται τα ανορθόδοξα ή και τα άτοπα αποτελέσματα (βλ. Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού ν. Σουρουλά, Π.Ε. 310/14, ημ. 25.10.21, ECLI:CY:AD:2021:A476, Μιχαήλ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 1/13 ημ. 18.9.19, Ιερόπουλου ν. The Societe (Generale) Cyprus Ltd Employees Provident Fund, Π.Ε. 279/12, ημ. 15.3.18, ECLI:CY:AD:2018:A117, Exxon Mobil Cyprus Ltd και Άλλων ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού(2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 449, 459-460 ­- θα κατευθύναμε την προσοχή στον τρόπο με τον οποίο επίλυσε παρόμοια θέματα το Ινδικό δίκαιο, δοσμένου κιόλας πως οι προβλέψεις των Άρθρων 19 [4] και 19Α [5] του Indian Contract Act (1872), ως τροποποιήθηκαν, είναι ομοιότυπα με τα Άρθρα 19 και 20, Κεφ.149 (βλ. Pollock & Mulla, The Indian Contract & Specific Relief Acts, 16η Έκδ., Τόμος 1 (2019), σελ. 457, 475-479).    

        Στην Naskar and Others v. Naskar and Others, AIR 1934 Cal 762, το Εφετείο της Καλκούτα είπε:

        «............................................

3. As regards the fact that Harananda did not appear in the suit it may be noted that the contract made under undue influence naturally could not be cancelled until the undue influence was removed. According to the finding of the lower appellate Court in this case Harananda was living up to the end of his life in the house of Pyari who was exercising undue influence upon him. He had therefore no opportunity to cancel the contract after the removal of the undue influence. The only time when it could be done was after his death and by his representatives defendants 2 and 3. It is therefore open to them to raise this defence of undue influence within three years after the contract and they were quite in time in raising their defence in 1929.

...........................................».

       

        Σε ελεύθερη μετάφραση:

        «..........................................................................................................................................

Όσον αφορά στο γεγονός ότι ο Harananda δεν εμφανίστηκε στην αγωγή, μπορεί να σημειωθεί ότι η σύμβαση που συνάφθηκε υπό ψυχική πίεση δεν θα μπορούσε βεβαίως να ακυρωθεί μέχρι να αρθεί η ψυχική πίεση. Σύμφωνα με την απόφαση του κατώτερου εφετείου, σε αυτή την υπόθεση, ο Harananda ζούσε μέχρι τον θάνατο του στο σπίτι του Pyari, ο οποίος ασκούσε σε αυτόν ψυχική πίεση. Επομένως, δεν είχε καμία ευκαιρία να ακυρώσει τη σύμβαση μετά από την άρση της ψυχικής πίεσης. Η μόνη στιγμή που θα μπορούσε να γίνει αυτό ήταν μετά από τον θάνατό του, από τους διαχειριστές του, εναγόμενους 2 και 3. Επομένως, είναι ανοιχτό για αυτούς να εγείρουν την υπεράσπιση της ψυχικής πίεσης εντός τριών ετών από τη σύναψη της σύμβασης, και ήταν εγκαίρως που το έπραξαν αυτό το 1929.

.........................................................................................................................................».

 

        Στην Μanbhari v. Ram, AIR 1936 All 672, το Εφετείο του Αλλαχαμπάντ (Ινδία), έκρινε και αυτά:

 

        «............................................

When consent to an agreement is caused by undue influence, the agreement is a contract voidable at the option of the party whose consent was so caused. Any such contract may be set aside either absolutely or, if the party who was entitled to avoid it has received any benefit thereunder, upon such terms and conditions as the Court may deem just.

 

6. To hold that Section 19-A, Contract Act [6] is confined solely to the parties to the contract might lead to some extraordinary results. Persons on their deathbeds are frequently induced to enter into contracts by means of undue influence, yet if the respondents' contention was sound such contracts could but rarely be set aside. However, the matter is concluded by authority if any authority is needed, because it was decided in Shravan Goba v. Kashiram Deviji 1927 51 Bom 133 that the option of avoiding a contract procured in any of the ways mentioned in Section 19 and Section 19-A is exercisable by the party's representatives unless at the date of his death he has lost such rights by acquiescence or otherwise. There is no suggestion in this case that Bauli Chand had lost the rights by acquiescence or otherwise and the true facts tend strongly to show that Bauli Chand was never in a position after this contract to exercise his will at all. In my view the present appellant could resist this claim as a representative of the vendor by pleading undue influence. The result, therefore, is that I am satisfied that this contract was induced by undue-influence if not by something worse and therefore that it was voidable at the option of Bauli Chand and now voidable at the option of his widow.

..........................................».

       

        Σε ελεύθερη μετάφραση:

        «..........................................................................................................................................

Όταν η συναίνεση σε μια συμφωνία προέρχεται από ψυχική πίεση, η συμφωνία αποτελεί σύμβαση ακυρώσιμη κατ' επιλογή του μέρους του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό. Η σύμβαση αυτή δύναται να ακυρωθεί είτε απόλυτα είτε, αν το μέρος που δικαιούται σε ακύρωση αποκόμισε δυνάμει αυτής οποιοδήποτε όφελος, με τέτοιους όρους ως το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο να επιβάλει.

 

6. Το να επιμένει κανείς ότι το άρθρο 19-A του [Indian Contract Act (1872)] περιορίζεται αποκλειστικά στα συμβαλλόμενα μέρη θα μπορούσε να οδηγήσει σε παράλογα αποτελέσματα. Συχνά, άνθρωποι που βρίσκονται κυριολεκτικώς στα πρόθυρα του θανάτου, παρακινούνται στο να συνάψουν συμβάσεις διά ψυχικών πιέσεων, και όμως αν η θέση αυτή των εφεσίβλητων ευσταθεί, τότε τέτοιες συμβάσεις σπανίως θα μπορούσαν να παραμεριστούν. Ωστόσο, το θέμα διέπεται από νομολογιακό προηγούμενο, αν τέτοιο προηγούμενο πράγματι χρειάζεται, αφού αποφασίστηκε στην υπόθεση Shr van Goba v. Kashiram Deviji 1927 51 Bom 133 πως η επιλογή αποφυγής σύμβασης που προέκυψε από οποιονδήποτε από τους τρόπους που αναφέρονται στα άρθρα 19 και 19-A μπορεί να ενασκηθεί από τους διαχειριστές του μέρους που συναίνεσε, εκτός αν μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του απώλεσε το συναφές του δικαίωμα λόγω συγκατάνευσης ή άλλως πως. Δεν έχει υπάρξει εισήγηση στην παρούσα υπόθεση ότι ο Bauli Chand απώλεσε τα δικαιώματά του διά συγκατάνευσης ή άλλως, με τα πραγματικά γεγονότα να δείχνουν εντόνως ότι δεν ήταν ποτέ σε θέση μετά από αυτή τη σύμβαση να ενασκήσει ο ίδιος κρίση σε οποιοδήποτε βαθμό. Κατά την άποψη μου, ο εφεσείων θα μπορούσε να υπερασπιστεί την αξίωση ως διαχειριστής δικογραφώντας ισχυρισμό περί ψυχικής πίεσης. Το αποτέλεσμα επομένως είναι πως είμαι ικανοποιημένος ότι η επίδικη σύμβαση δημιουργήθηκε εξαιτίας ψυχικής πίεσης, αν όχι από κάτι χειρότερο και κατ' ακολουθίαν ήταν ακυρώσιμη κατ' εκλογή του Bauli Chand και τώρα ακυρώσιμη κατ' εκλογή της χήρας του.

.........................................................................................................................................».

        Στην παρούσα περίπτωση (και κατά συμπερασμό εκ των πρωτόδικων ευρημάτων), δε υπήρξε συγκατάνευση (acquiescence) από την Λάμπρου στα της μεταβίβασης του Ακινήτου (Κεφάλας και Άλλης ν. Νικόλα (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1226, 1242).

        Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ως ακυρώσιμη τη μεταβίβαση του Ακινήτου, και τελικώς να την ακυρώσει (δεχόμενο την Αγωγή του διαχειριστή), ήταν λοιπόν ορθή και απέρρευσε από δέουσα αυτοκαθοδήγηση κατά τις εφαρμοζόμενες πάγιες νομολογιακές αρχές και τις πρόνοιες του Άρθρου 20, Κεφ.149, δοσμένων, εννοείται, των ευρημάτων περί έλλειψης συναίνεσης της Λάμπρου στην υπογραφή τού Πληρεξουσίου (και μεταβίβαση του Ακινήτου) συνεπεία της ενασκηθείσας σε αυτήν ψυχικής πίεσης από τον Εφεσείοντα, με όλες τις επιπτώσεις (Bloom Day Developments Ltd και Άλλων ν. Επιφανείου, Π.Ε. 171/12, ημ. 29.11.19, ECLI:CY:AD:2019:A500, Κάρμιος και Άλλων ν. Γενικού Εισαγγελέα της Αγγλίας και Άλλων (2006) 1 (Β) Α.Α.Δ 768, 778, Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Φυλάξεως ν. Πούλλα και Άλλων (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 961, 968-973, Eurohouse Finance Ltd v. Μιχαηλίδη (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 721, 727-729, Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1602, 1609-1613, Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 555, 578).  

        Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

        Εν κατακλείδι.

        Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.

        Η έφεση απορρίπτεται.

        Η Πρωτόδικη Απόφαση επικυρώνεται.

        Επιδικάζουμε έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και κατά του Εφεσείοντα, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει), ως τούτα θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

                                                          Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                          Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

                                                          Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

/κβπ                                                                                                                                                                                           



[1] «14. Η συναίνεση θεωρείται ελεύθερη, όταν δεν προκαλείται με- [...]

(β) ψυχική πίεση, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 [...]

Συναίνεση θεωρείται ότι προκλήθηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, εφόσον αυτή δεν θα παρεχόταν ελλείψει του εν λόγω εξαναγκασμού, ψυχικής πίεσης, απάτης, ψευδούς παράστασης ή πλάνης». 

 

[2] «16.-(1) Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία "ψυχικής πίεσης" όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.

 

(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο-

 

(α) έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου. ή

 

(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

 

(3) Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου».

[3] «20.-(1) Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ' εκλογή του μέρους του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.

(2) Η σύμβαση αυτή δύναται να ακυρωθεί είτε απόλυτα είτε, αν το μέρος που δικαιούται σε ακύρωση αποκόμισε δυνάμει αυτής οποιοδήποτε όφελος, με τέτοιους όρους ως το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο να επιβάλει».

 

[4] «[s19] Voidability of agreements without free consent. - When consent to an agreement is caused by coercion . fraud or misrepresentation, the agreement is a contract voidable at the option of the party whose consent was so caused».

 

[5] «[s19A] Power to set aside contract induced by undue influence. - When consent to an agreement is caused by undue influence, the agreement is a contract voidable at the option of the party whose consent was so caused.

               

Any such contract may be set aside either absolutely or, if the party who was entitled to avoid it has received any benefit thereunder, upon such terms and conditions as to the Court may seem just».

 

[6] Εννοεί το Indian Contract Act (1872).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο