ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:D171
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ iJustice
(Αρ. Αίτησης 34/2023)
5 Απριλίου, 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤA ΑΡΘΡA 3 KAI 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 14/2/2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 289/16 ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΗΣ Δ.25, Δ.30 ΚΑΙ Δ.57 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ (ΕΙΔΙΚΟΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ) ΤΟΥ 2022 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΤΗΝ 23/12/2022.
____________________
Χρ. Μ. Παναγιώτου για Τορναρίτης & Σία ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ζητείται άδεια για καταχώρηση αίτησης με κλήση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με στόχο την ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης, που εκδόθηκε στις 14.2.2023, στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 289/2016 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου. Περαιτέρω, αξιώνεται η αναστολή της ισχύς της εν λόγω απόφασης, καθώς και όλων των διαβημάτων, οδηγιών και διαδικασιών σε σχέση και σε συνέχειά της.
Η αιτήτρια είναι ενάγουσα στην εν λόγω αγωγή, η οποία καταχωρίστηκε στις 6.4.2016. Καταχωρίστηκαν δεόντως τα δικόγραφα και στις 17.2.2020 Αίτηση για Οδηγίες, δυνάμει της Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η αιτήτρια προέβη σε αλλαγή των δικηγόρων που την εκπροσωπούσαν στις 12.2.2021, 8.3.2021 και 19.1.2022. Ενόψει τούτου, καθώς και λόγω του ότι η υπόθεση τέθηκε ενώπιον διαφόρων δικαστών και της μεταφοράς της υπόθεσης από το Δικαστήριο Λάρνακας - Αμμοχώστου στο Δικαστήριο Αμμοχώστου, και ως αποτέλεσμα λάθους, καμία πλευρά δεν καταχώρησε ένορκη αποκάλυψη εγγράφων, ονομαστικό κατάλογο μαρτύρων και σύνοψη μαρτυρίας και κανένα Δικαστήριο δεν έδωσε οδηγίες για καταχώρηση τέτοιων εγγράφων εντός ρητής προθεσμίας. Προέκυψε δε στην πορεία της Αγωγής, το έτος 2019, ο θάνατος του εναγόμενου 3, που καθιστούσε αναγκαία την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής. Για διάφορους λόγους δεν καταχωρίστηκε έγκαιρα αίτηση για τροποποίηση του τίτλου.
Στις 16.11.2022 η αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση και, μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, έγινε επικοινωνία των δικηγόρων της αιτήτριας με το Δικαστήριο στις 14.11.2022, με στόχο να το ενημερώσουν για την πρόθεση της ενάγουσας να καταχωρήσει αίτηση τροποποίησης του τίτλου της αγωγής. Στο αίτημα δεν έφεραν ένσταση οι δικηγόροι των εναγομένων. Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 23.1.2023, δίδοντας χρόνο στην αιτήτρια να καταχωρήσει αίτηση για τροποποίηση του τίτλου της Αγωγής. Για διάφορους λόγους που επικαλείται η πλευρά της αιτήτριας και δεν χρειάζεται να παρατεθούν, η αίτηση για τροποποίηση δεν καταχωρήθηκε, παρά μόνο στις 20.1.2023, οπόταν οι δικηγόροι της αιτήτριας απέστειλαν ηλεκτρονικό μήνυμα στο Δικαστήριο για να το ενημερώσουν ότι σκοπός τους ήταν να καταχωρήσουν την αίτηση τροποποίησης στις 23.1.2023, που ήταν ορισμένη η Αγωγή για ακρόαση. Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 14.2.2023, χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε για την αίτηση. Στις 23.1.2023, όταν οι δικηγόροι της αιτήτριας μετέβηκαν στο Πρωτοκολλητείο για να καταχωρήσουν την αίτηση, πληροφορήθηκαν ότι, στη βάση των περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικών) Διαδικαστικών Κανονισμών του 2022, δεν μπορούσαν να καταχωρήσουν την αίτηση. Στις 30.1.2023, με ηλεκτρονικό μήνυμα, ζητήθηκε από το Δικαστήριο άδεια για καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης, χωρίς να ληφθεί απάντηση. Εστάλη εκ νέου μήνυμα στις 3.2.2023, χωρίς και πάλι να ληφθεί απάντηση. Και στις δύο περιπτώσεις οι δικηγόροι των εναγομένων δεν έφεραν ένσταση.
Στις 4.2.2023 μετέβη στο Δικαστήριο δικηγόρος εκ μέρους της αιτήτριας για να ζητήσει άδεια για τροποποίηση του τίτλου. Το Δικαστήριο διέκοψε το δικηγόρο και του ανέφερε ότι η ακρόαση της υπόθεσης θα έπρεπε να ξεκινήσει και θα έπρεπε να ήταν παρών ο δικηγόρος που τη χειριζόταν με τους μάρτυρές του. Ειδοποιήθηκε ο δικηγόρος που τη χειριζόταν, όμως, ο κύριος μάρτυρας της υπόθεσης, ο οποίος ήταν προχωρημένης ηλικίας, δεν μπορούσε να μεταβεί στο Δικαστήριο, λόγω σοβαρού κατάγματος που είχε υποστεί στο γόνατο.
Το Δικαστήριο ανέφερε στους δικηγόρους που εμφανίστηκαν εκ νέου ενώπιόν του ότι διαπίστωσε από το φάκελο της υπόθεσης ότι δεν καταχωρίστηκε από καμία πλευρά ένορκη αποκάλυψη εγγράφων, καθώς και ονομαστικός κατάλογος μαρτύρων και σύνοψη της μαρτυρίας, παρά το ότι δόθηκαν οδηγίες από δύο δικαστές, ενώπιον των οποίων είχε τεθεί η υπόθεση προηγουμένως, με το δεύτερο να έχει ορίσει την υπόθεση για ακρόαση, «προφανώς επειδή έτρεχαν οι προθεσμίες». Τα όσα λέχθηκαν στο Δικαστήριο μεταξύ των δικηγόρων και του Δικαστηρίου εμφαίνονται στο σχετικό πρακτικό που επισυνάπτεται. Από αυτό προκύπτει ότι το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη το όλο ιστορικό της υπόθεσης, κατέληξε ως ακολούθως:
«. Όμως, κατά τη μελέτη του φακέλου, διαπιστώθηκε ότι δεν έχουν ακολουθηθεί οι Θεσμοί σε σχέση με την καταχώριση ΟΚΜ [Ονομαστικός Κατάλογος Μαρτύρων] και ΣΜ [Σύνοψη Μαρτυρίας]. Η πλευρά της Ενάγουσας επικαλέστηκε αδικία προς την Ενάγουσα. Η Ενάγουσα, όμως, εκπροσωπείτο πάντοτε από δικηγόρο ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν υπήρξε δικάσιμος, από όσα το Δικαστήριο μπορεί να διαπιστώσει από το περιεχόμενο του φακέλου, που η Ενάγουσα να μην έχει δικηγόρο. Οπόταν, με βάση αυτά τα δεδομένα, ότι εκπροσωπείτο και ο δικηγόρος λάμβανε τις οδηγίες του Δικαστηρίου, δεν τίθεται θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε βάρος των Θεσμών. Οπότε, η μόνη λύση και η μόνη δίκαια λύση που μπορεί να εφαρμόσει το Δικαστήριο, με βάση το περιεχόμενο του φακέλου όπως αυτό είναι ενώπιόν του, είναι να προωθηθούν γραπτές αγορεύσεις προς το Δικαστήριο. Δεν δικαιολογείται να εξασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για καταχώριση ΟΚΜ και ΣΜ σήμερα, τα οποία έπρεπε να είχαν καταχωριστεί από το 2020, ούτε και δικαιολογείται, σ΄ αυτό το στάδιο το καθυστερημένο, να δώσει οδηγίες για προφορική προσκόμιση μαρτυρίας. Η Ενάγουσα γνώριζε καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής της αγωγής τις οδηγίες του Δικαστηρίου. Δεν υπήρξε ούτε μια δικάσιμος που να μη γνωρίζει τα τεκταινόμενα η Ενάγουσα και αυτό προκύπτει και από το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που διαβιβάστηκαν στο Δικαστήριο, τόσο από τον πρώτο δικηγόρο καθώς και από τον δεύτερο δικηγόρο και τον τρίτο, τον οποίο η ίδια εργοδότησε προς διεκπεραίωση της παρούσας ακρόασης. Ως εκ τούτου, το αίτημα προσκόμισης προφορικής μαρτυρίας χωρίς την ύπαρξη του ΟΚΜ και της ΣΜ δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό και απορρίπτεται.».
Η αιτήτρια προβάλλει ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης, αποστερώντας της το δικαίωμα να ακουστεί και να καλέσει μάρτυρες στη διαδικασία. Επικαλείται, επίσης, νομικό σφάλμα στο πρακτικό, καθότι το Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τους περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικοί) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2022 και δεν τήρησε τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Προς τούτο, παραπέμπει στον Καν. 3 των Κανονισμών του 2022 (προφανώς πρόκειται περί λάθους με την ορθή αναφορά να ήταν παραπομπή στον Καν. 6), ο οποίος επέτρεπε, κατά την εισήγηση, στο Δικαστήριο να δώσει οδηγίες για κατάρτιση καταλόγου μαρτύρων εκ μέρους των διαδίκων, ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, με προφορική αγόρευση, υποστήριξε την αίτηση.
Ένταλμα Certiorari εκδίδεται είτε εκεί όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας ή την υπερέβη είτε όπου εντοπίζεται προφανές νομικό σφάλμα στο πρακτικό της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου (Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692). Περαιτέρω, ένταλμα Certiorari εκδίδεται και εκεί όπου εντοπίζεται έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης ως εκφάνσεις έλλειψης ή υπέρβασης εξουσίας (Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1010).
Με βάση τη σχετική επί του θέματος νομολογία, η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όργανο εποπτείας της διαδικασίας ή της πρακτικής που ακολουθείται από το Επαρχιακό Δικαστήριο (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 ΑΑΔ 442), ούτε αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω διαδικασίας ο έλεγχος της ορθότητας μίας απόφασης, αλλά της νομιμότητάς της (Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116). Εκεί όπου το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα ή ακόμα αποδέχθηκε παράνομη μαρτυρία (Αναφορικά με το Μάριο Χρίστου (1996) 1 ΑΑΔ 398), ή τέλος αν παραπλανήθηκε ως προς τα γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση το ένταλμα τύπου Certiorari δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της κρίσης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην ύπαρξη δε άλλου διαθέσιμου ένδικου μέσου δεν εκδίδεται ένταλμα Certiorari εκτός αν υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις (Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All ER 257, Αρτέμη - Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 166-167).
Εξέτασα την αίτηση και το πρακτικό του Δικαστηρίου, καθώς και τα όσα αναφέρθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο.
Τα παράπονα της αιτήτριας επικεντρώνονται ουσιαστικά στον τρόπο που ερμήνευσε το Δικαστήριο τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς και στον τρόπο που τους εφάρμοσε, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια να ρυθμίζει την ενώπιόν του διαδικασία. Η ερμηνεία που δίδει ένα δικαστήριο στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας ή σε άλλους Κανονισμούς, ακόμα και σε περίπτωση όπου είναι λανθασμένη, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για επίκληση της προνομιακής δικαιοδοσίας. Το κατά πόσο στη βάση, είτε των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, είτε των πιο πάνω Ειδικών Κανονισμών, το Δικαστήριο θα μπορούσε, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να δώσει οδηγίες για τον καταρτισμό καταλόγου μαρτύρων και να επιτρέψει στην αιτήτρια να καλέσει μάρτυρες, αποτελεί ζήτημα που άπτεται της ορθότητας της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, κάτι βεβαίως που δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε πως η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου να μην δώσει δικαίωμα στην αιτήτρια να καλέσει μάρτυρες, παραβιάζει τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και δίδει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να εκδώσει προνομιακό διάταγμα. Είναι γεγονός ότι, σε περίπτωση όπου δεν δίδεται το δικαίωμα σε ένα διάδικο να ακουστεί, εάν αυτός έχει τέτοιο δικαίωμα, υπάρχει παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει προνομιακό διάταγμα.
Παρά το ότι ο χειρισμός της υπόθεσης από το κατώτερο Δικαστήριο θα μπορούσε να ήταν διαφορετικός, το ερώτημα που τίθεται στα πλαίσια της παρούσας αίτησης, είναι κατά πόσο υπήρξε παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ως επικαλείται η αιτήτρια.
Η απόφαση του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει στους διαδίκους να παρουσιάσουν μαρτυρία στην υπόθεση, ήταν αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας και ερμηνείας των σχετικών Διαδικαστικών Κανονισμών και αφού λήφθηκε υπόψη η πορεία της υπόθεσης. Δεν πρόκειται για παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, αλλά, ενδεχόμενα, περί λανθασμένης άσκησης διακριτικής ευχέρειας ή ακόμα και λανθασμένης ερμηνείας των Κανονισμών, κάτι που δεν εξετάζεται στα πλαίσια της παρούσας.
Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι δεν έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, έτσι ώστε να δοθεί η αιτούμενη άδεια.
Ακόμα, όμως, και εάν κρίνετο ότι συντρέχουν περιστάσεις συζητήσιμης υπόθεσης, η αίτηση δεν θα μπορούσε να έχει επιτυχή κατάληξη, λόγω της ύπαρξης εναλλακτικής θεραπείας, ήτοι της δυνατότητας καταχώρησης έφεσης στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής. Περαιτέρω, δεν προβάλλονται λόγοι περί του αντιθέτου, οι οποίοι θα αποτελούσαν εξαιρετικές περιστάσεις, δυνάμει της νομολογίας, και θα συνηγορούσαν υπέρ της παροχής σχετικής άδειας.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ