ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-03-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο GRANDEST SHIPPING COMPANY LTD v. TOY ΠΛΟΙΟΥ «MARVIN INDEPENDENCE" ΠΡΩΗΝ «NASIR" ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΤΩΡΑ ΦΕΡΕΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ "AGIOS NIKOLAOS" , Αγωγή Ναυτοδικείου αρ.9/21, 7/3/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:D82

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

 

Αγωγή Ναυτοδικείου αρ.9/21

 

7 Μαρτίου, 2023

 

[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]

 

GRANDEST SHIPPING COMPANY LTD

Ενάγοντες

Kαι

TOY ΠΛΟΙΟΥ «MARVIN INDEPENDENCE" ΠΡΩΗΝ «NASIR" ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΤΩΡΑ ΦΕΡΕΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ "AGIOS NIKOLAOS" (IMO.9820283)

Εναγόμενοι

---------------------

Αίτηση Εναγόντων/Αιτητών, ημερ. 24.11.22 για αναστολή της διαδικασίας εναντίον του εναγόμενου πλοίου και της εταιρείας Rexel.

-------------------

Κ.Μέσσιος για  C.D.Messios LLC, για Ενάγοντες/Αιτητές

Μ.Κυπριανού για Μichael Kyprianou LLC  για Εναγόμενους/Καθ΄ων η αίτηση

--------- ---------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την αίτηση τους οι Ενάγοντες/Αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο:

A.         Διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται (be stayed) η αγωγή με τον ως άνω τίτλο και αριθμό και πάσα περαιτέρω διαδικασία στην αίτηση ημερομηνίας 08/02/2022 για την καταβολή αποζημιώσεων και/ή όπως η αγωγή τεθεί εκτός πινακίου μέχρι την τελική εκδίκαση και/ή την έκδοση απόφασης στην Ελλαδική Αγωγή ημερομηνίας 21/09/2021 εναντίον της εταιρείας REXEL CORP. με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 7275/2021 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 3262/2021 που έχουν προωθήσει οι Αιτητές ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

Β.         Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται ο επαναορισμός της ως άνω Αγωγής δια αιτήσεως υπό και/ή εκ μέρους οιουδήποτε των διαδίκων.

 

Η αίτηση έχει ως νομική βάση τον Κανονισμό (ΕΕ) αρ.1215/12 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία την Αναγνώριση και την Εκτέλεση Αποφάσεων σε Αστικές και Εμπορικές υποθέσεις, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά στα ΄Αρθρα 1-9 και 24-35, στον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1983 Κανονισμοί 50-59, 157-159, 183, 203, 204, 205, 207, 208, 211, 212 και 237, στα άρθρα 19(α), 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, όπως τροποποιήθηκε κ.ά.

 

Η αίτηση στηρίζεται από ένορκη δήλωση δικηγόρου από Αθήνα με εμπειρία στον τομέα του ναυτικού Δικαίου.

 

Διευκρινίζεται στην ένορκη δήλωση πως στο στάδιο αυτό είναι πλέον ξεκάθαρο πως το θέμα της κυριότητας του πλοίου μετά τον πλειστηριασμό θα επιλυθεί από το ελλαδικό Δικαστήριο στην ως άνω αγωγή κατά της Rexel και ότι με τις διαδικασίες στον Παναμά κατά της Diamond Product Tankers θα επιλυθεί το θέμα της κυριότητας του πλοίου για το διάστημα πριν και κατά την ημέρα του πλειστηριασμού.

 

Περαιτέρω, και/ή άνευ βλάβης άλλων ισχυρισμών και θέσεων που θα απασχολήσουν την αίτηση για αποζημιώσεις λόγω της έκδοσης διατάγματος για σύλληψη του πλοίου, κατά τους Αιτητές, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να εισέλθει στην ουσία της διαφοράς αλλά να εξετάσει μόνο το κατά πόσο η σύλληψη ήταν κακόβουλη κατά τον ουσιώδη χρόνο της σύλληψης του πλοίου.

 

Παράλληλα, τονίζεται ότι με τις πολυσέλιδες ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν και με τον τρόπο χειρισμού της αίτησης για αποζημιώσεις εκ μέρους των Εναγομένων, το Δικαστήριο, ακόμη και εάν ακολουθήσει μια περιοριστική προσέγγιση και δεν ασχοληθεί με την ουσία της υπόθεσης, είναι πιθανό να προβεί σε ευρήματα και τοποθετήσεις οι οποίες ενδεχομένως να επηρεάσουν δυσμενώς τις θέσεις της μίας ή άλλης πλευράς στην ελλαδική ακροαματική διαδικασία που θα κριθεί η ουσία της μεταξύ των μερών διαφοράς.  Ο ορατός αυτός κίνδυνος οδηγεί στο συμπέρασμα πως είναι ορθότερο το Κυπριακό Δικαστήριο να περιμένει την έκδοση απόφασης του ελλαδικού Δικαστηρίου προτού προχωρήσει στην εκδίκαση της αίτησης για αποζημιώσεις.

 

Όπως διαφαίνεται από την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία μέχρι σήμερα σκοπός της REXEL είναι «η ενημέρωση του Δικαστηρίου για την κάθε νέα εξέλιξη που αφορά τις διαδικασίες στις άλλες δικαιοδοσίες, όπως σε Ελλάδα, Παναμά και Νήσους Μάρσαλ και άπτεται της ουσίας της διαφοράς. Τυχόν απάντηση των Καθ' ων η Αίτηση αναπόφευκτα θα δημιουργήσει την ανάγκη καταχώρησης περαιτέρω συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης από την GRANDEST και ούτω καθεξής. Οπότε, αναμένεται ότι τα δύο μέρη θα συνεχίσουν να καταχωρούν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις με αντικρουόμενη μαρτυρία και γεγονότα. Προκύπτει άρα το ερώτημα, πότε θα σταματήσει η καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων και υπό ποίες προϋποθέσεις;»

 

Ο ενόρκως δηλών καταλήγει πως η αναστολή είναι επιβεβλημένη εφόσον:

«α. Το θέμα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του Πλοίου θα εξεταστεί από άλλες δικαιοδοσίες και το Δικαστήριο δεν πρέπει να επέμβει ή να εξετάσει επίδικα θέματα άλλων διαδικασιών, και

β. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει το οποιοδήποτε διάταγμα στο παρόν στάδιο. H κρίση της Αίτησης για Αποζημιώσεις θα ήταν ορθότερο να γίνει μετά την ολοκλήρωση της αγωγής στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το εάν τελικά η όποια έκβαση των σχετικών δικαστηρίων στην Ελλάδα θα είχε στην πραγματικότητα επιρροή ή όχι στο δικαστήριο σας κατά την εκδίκαση της Αίτησης αποζημίωσης».

Σημειώνεται επίσης ότι η αιτούμενη αναστολή δεν θα επιφέρει ζημία στους Καθ' ων η Αίτηση, αφού έχει ήδη κατατεθεί η εγγύηση που έκρινε το Δικαστήριο δέουσα για την χορήγηση της διαταγής σύλληψης του Πλοίου. Σε κάθε περίπτωση, με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων δεν θα πληγούν τα δικαιώματα των Καθ' ων η Αίτηση στην παρούσα, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι το Πλοίο δικαιωματικά τους ανήκει.

 

Ακόμη αναφέρεται πως η ελλαδική αγωγή έχει ήδη συζητηθεί στις 8.11.2022 και αναμένεται η έκδοση της απόφασης, η οποία βεβαίως υπόκειται σε έφεση.

 

Από την άλλη πλευρά, οι ενιστάμενοι - καθ΄ων η αίτηση, αναφέρουν πως δεν υφίσταται νομική βάση που να μπορεί να στηρίξει την παρούσα αίτηση και άνευ βλάβης αυτής της θέσης, η αιτούμενη αναστολή δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις της υπόθεσης, τις δικονομικές εξελίξεις της αγωγής και ιδιαίτερα από το γεγονός ότι οι ίδιοι οι αιτητές ως ενάγοντες επέλεξαν να προωθήσουν την παρούσα αγωγή στα κυπριακά δικαστήρια «ως επικουρική των ελλαδικών δικαστηρίων».  Περαιτέρω, αναφέρουν πως η ελλαδική αγωγή δεν μπορεί να επηρεάσει την έκβαση της αίτησης για αποζημιώσεις και ότι τυχόν έγκριση της αναστολής θα προκαλέσει πολύ μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση της αίτησης για αποζημιώσεις.  Η ελλαδική αγωγή επίσης μπορεί να καθυστερήσει πολλά χρόνια, ειδικά εφόσον και στην εκεί διαδικασία η Grandest Shipping Ltd και πάλι επιδιώκει αναστολή της διαδικασίας μέχρι να εκδικαστεί άλλη σχετική υπόθεση που εκκρεμεί σε δικαστήριο του Παναμά.

 

Ιστορικό της όλης διαδικασίας

Πριν την εξέταση της αίτησης είναι απαραίτητο ένα σύντομο ιστορικό της μέχρι τώρα διαδικασίας ενώπιόν μου. 

 

Στις 12.10.2021 οι Αιτητές καταχωρούν πραγματοπαγή αγωγή (in rem) με την οποία ζητούσαν:

«Δήλωση του Δικαστηρίου που να αναγνωρίζει ότι οι νόμιμοι και/ή απόλυτοι και/ή μοναδικοί ιδιοκτήτες του πλοίου 'MARVIN INDEPENDENCE" πρώην "NASIR" το οποίο τώρα φέρει το όνομα "AGIOS NIKOLAOS" είναι η εταιρεία Grandest Shipping Company Limited με έδρα στο Χόνγκ Κονγκ».

 

Την ημέρα καταχώρησης της αγωγής, οι ενάγοντες ζήτησαν μονομερώς - και έλαβαν - διάταγμα σύλληψης του εναγόμενου πλοίου ώστε αυτό να ισχύει μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου ή μέχρι τελικής εκδίκασης της ως άνω αγωγής ή της ελληνικής αγωγής ημ.21.09.21 εναντίον της εταιρείας Rexel.

 

Η Rexel είναι οι κατ΄ισχυρισμόν ιδιοκτήτες του εναγόμενου πλοίου.  Σχετική αίτηση εκ μέρους της Rexel και του εναγομένου πλοίου για ακύρωση του εντάλματος συλλήψεως απορρίφθηκε πρωτοδίκως.  Τελικά όμως το ένταλμα αυτό ακυρώθηκε με απόφαση του Εφετείου στις 28.1.22. Κρίθηκε - κυρίως - πως το γεγονός ότι ενώπιον του ελλαδικού δικαστηρίου είχε ήδη εκδοθεί ένταλμα σύλληψης του πλοίου το οποίο είχε μεταγενέστερα ακυρωθεί, σφράγιζε και τη μοίρα του παρόντος εντάλματος συλλήψεως.  Εξ ού και η ακύρωση του πρωτοδίκως εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης του πλοίου από την Ολομέλεια.  (Βλ. Αίτηση Αναθεώρησης στην Aγ. Ναυτοδικείου αρ. 9/21, GRANDEST SHIPPING COMPANY LIMITED και ΤΟ ΠΛΟΙΟ "MARVIN INDEPENDENCE" ΠΡΩΗΝ "NASIR" ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΤΩΡΑ ΦΕΡΕΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ "AGIOS NIKOLAOS" (IMO. 9820283), 28.1.2022). Ακολούθησε αρχικά αίτημα απόσυρσης της αγωγής και παράλληλα καταχώρηση αίτησης εκ μέρους των Εναγομένων ώστε να λάβουν αποζημιώσεις δυνάμει κυρίως του ΄Αρθρου 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60)[1], ότι δηλαδή αδικαιολόγητα και χωρίς τη δέουσα στήριξη, οι Ενάγοντες είχαν λάβει από το Δικαστήριο ένταλμα σύλληψης του Εναγομένου πλοίου με αποτέλεσμα οι Εναγόμενοι να υποστούν τεράστιες απώλειες, στηριζόμενοι κυρίως στη Greenock Navigation Co Ltd v. Tradax Ocean Transportation S.A. (1999)1B A.A.Δ. 852.  Στη βάση αυτής της αίτησης, το αίτημα απόσυρσης της αγωγής παρέμεινε εκκρεμές.

 

Αφού πρωταρχικά είχε κλείσει η δικογραφία της αίτησης για αποζημιώσεις μεσολάβησαν αιτήσεις για καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων, πρώτα από τους Εναγόμενους για να αντικρουσθούν θέσεις των Εναγόντων.  Δόθηκε σχετική απόφαση του Δικαστηρίου στις 20.6.2022, πλην όμως, καταχωρήθηκαν και άλλες παρόμοιες αιτήσεις που τελικά κάποιες από αυτές οδήγησαν σε μια συμφωνία για καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων, η καταχώρηση των οποίων - εκ συμφώνου - έλαβε κάποιο χρόνο μέχρι το Νιόβρη 2022.  Τελικά στις 24.11.2022, όταν το Δικαστήριο θα προγραμμάτιζε την ακρόαση πλέον της κύριας αίτησης και πάλι ανεφύη θέμα νέας συμπληρωματικής απαντητικής ένορκης δήλωσης εκ μέρους των Εναγομένων.

 

Την ίδια ημέρα καταχωρήθηκε όμως και η παρούσα αίτηση για αναστολή, η οποία ως εκ του θέματος της, θα έπρεπε να εκδικασθεί πρώτα.  Όπως και έγινε.

 

Νομική βάση της αίτησης

Το κυρίαρχο θέμα που πρέπει να απασχολήσει είναι ο προσδιορισμός, της ορθής νομικής βάσης της αίτησης και η βασιμότητα της ως προς τις, εν προκειμένω, αιτούμενες θεραπείες. 

 

Οι Αιτητές επικαλούνται το ΄Αρθρο 30 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/12 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ο Κανονισμός). 

Το ΄Αρθρο 30 του Κανονισμού έχει ως εξής:

1.              Όταν συναφείς αγωγές εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός του πρώτου επιληφθέντος μπορεί να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία.

2. Όταν οι αγωγές αυτές εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ενώπιον του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε άλλο δικαστήριο δύναται επίσης, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το πρώτο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τις δύο αγωγές και ότι το δίκαιό του επιτρέπει την ένωση συναφών υποθέσεων.

3. Είναι συναφείς, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, αγωγές που συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά.

 

Οι ενιστάμενοι θεωρούν ότι σημασία έχουν και τα ΄Αρθρα 29 και 31 τα οποία έχουν ως εξής:

«29.  1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 31 παράγραφος 2, αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός του πρώτου επιληφθέντος αναστέλλει αυτεπάγγελτα τη διαδικασία του μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου.

2. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, κατόπιν αιτήσεως δικαστηρίου που επελήφθη της διαφοράς, οιοδήποτε άλλο επιληφθέν δικαστήριο ενημερώνει αμελλητί το εν λόγω δικαστήριο σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία του υποβλήθηκε η διαφορά σύμφωνα με το άρθρο 32.

3. Εφόσον διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε άλλο δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο υπέρ εκείνου».

 

«31.1.   Όταν για μια αγωγή έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία περισσότερα δικαστήρια, η διαπίστωση της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας γίνεται υπέρ του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 26, όταν επιλαμβάνεται υπόθεσης δικαστήριο κράτους μέλους στο οποίο παρέχεται αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία δυνάμει συμφωνίας αναφερόμενης στο άρθρο 25, κάθε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους αναστέλλει τη διαδικασία έως ότου το δικαστήριο το οποίο επελήφθη βάσει της συμφωνίας κηρύξει εαυτό αναρμόδιο.

3.   Όταν το δικαστήριο που ορίζεται στη συμφωνία διαπιστώσει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει της συμφωνίας, κάθε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο υπέρ του εν λόγω δικαστηρίου.

4.   Οι παράγραφοι 2 και 3 δεν εφαρμόζονται σε ζητήματα που αναφέρονται στα τμήματα 3, 4 ή 5, όταν ενάγων είναι ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο ασφαλισμένος, ένας δικαιούχος της ασφαλιστικής σύμβασης, ο ζημιωθείς, ο καταναλωτής ή ο εργαζόμενος και η συμφωνία δεν είναι έγκυρη βάσει διατάξεως περιλαμβανομένης στα τμήματα αυτά».

 

Είναι η θέση των ενισταμένων πως τα ΄Αρθρα αυτά αναφέρονται σε περιπτώσεις όπου δύο διαφορετικά δικαστήρια καλούνται να κρίνουν την ουσία της διαφοράς, κάτι που εν προκειμένω δεν συμβαίνει αφού η παρούσα είναι επικουρική.  Το κυπριακό δικαστήριο καλείται τώρα να επιλύσει μόνο το ζήτημα των αποζημιώσεων για ενδεχόμενες ζημιές που προέκυψαν συνεπεία της σύλληψης του πλοίου.  Οπότε οι δύο διαδικασίες δεν σχετίζονται και ως εκ τούτου δεν υπάρχει κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων.

 

Εφόσον, καταλήγουν οι ενιστάμενοι, δεν ισχύουν τα πιο πάνω άρθρα η συμφυής εξουσία δεν μπορεί να αποτελεί βάση έκδοσης τέτοιου διατάγματος.

 

Θα συμφωνήσουμε με την τελευταία παρατήρηση.  Εάν τα ως άνω άρθρα δεν εφαρμόζονται, η επίκληση των άλλων άρθρων στη νομική βάση ή από μόνη της η συμφυής εξουσία του Δικαστηρίου δεν παρέχει δικαιοδοτικό βάθρο στην παρούσα αίτηση.  (βλ. Χαραλαμπίδης ν. Αλίκη Παναγιώτου Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997)1(Β) Α.Α.Δ. 724).

 

Προκύπτει από τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1883, τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, τον περί Δικαστηρίων Νόμο, ότι προβλέπουν για αναστολή εκτέλεσης απόφασης λόγω καταχώρησης έφεσης  (βλ. Caspi Shipping Ltd v. Του Πλοίου Sapphire Seas (Aρ.3) (1998)1 A.A.Δ. 994), και δεν καλύπτουν την παρούσα υπόθεσηΑυτό εξάλλου δέχθηκε ο κ.Μέσσιος όταν ρωτήθηκε από το Δικαστήριο για τη νομική βάση της αίτησης, επικεντρωμένος μόνο στο ως άνω Ευρωπαϊκό Κανονισμό - και δη στο ΄Αρθρο 30.

 

Με βάση τα τρία πιο πάνω ΄Αρθρα του Κανονισμού διαπιστώνεται πως υπάρχουν τρεις μηχανισμοί αναστολής, ο καθένας με βάση τις συνθήκες και περιστάσεις που θέλει να καλύψει. 

 

Όπως σημειώνεται στο Σύγγραμμα των Καθηγητών Αρβανιτάκη/Βασιλακάκη, Κανονισμός 1215/12, Κανονισμός Βρυξέλλες Ια, Κατ΄άρθρο ερμηνεία - (Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020), το ΄Αρθρο 30 ειδικά, συνιστά το δεύτερο  μηχανισμό αποφυγής εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων σε δύο ή και περισσότερα Δικαστήρια διαφορετικών κρατών μελών.  Σημειώνεται για σκοπούς καλύτερης αναφοράς πως το ΄Αρθρο 30 αντιστοιχεί  στο παλαιό ΄Αρθρο 28 του Κ.44/2001. (Κανονισμός που ίσχυε προηγουμένως).

 

Αυτός ο μηχανισμός υφίσταται για να λειτουργεί προληπτικά μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας, σε μια από τις παράλληλες διαδικασίες.  Όπως εύστοχα παρατηρείται από τους πιο πάνω συγγραφείς, η ερμηνεία της εν λόγω διάταξης δεν είναι πάντα ευχερής έστω και αν η χρησιμότητα της είναι προφανής. 

 

Είναι σκόπιμο να δοθεί σχετικό απόσπασμα από τις σκέψεις που διατυπώνονται στο εν λόγω Σύγγραμμα, σελ.552-553: 

«Ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων δεν εμφανίζεται μόνον ως κίνδυνος εκδόσεως αποφάσεων, οι οποίες έχουν αλληλλοαποκλειόμενες έννομες συνέπειες και, ως εκ τούτου, ενεργοποιούν το κώλυμα αναγνωρίσεως και εκτελέσεως του άρθρ. 45 § 1 εδ. γ ΚανΒρ Ια, ενδεχόμενο το οποίο καλύπτεται άλλωστε από την εκκρεμοδικία του άρθρ. 29 ΚανΒρ Ια. Αντιφατικές μπορεί να είναι και οι αποφάσεις οι οποίες, παρά το γεγονός ότι δύνανται να εκτελεστούν ταυτόχρονα, εντούτοις εμπεριέχουν κρίσεις και συμπεράσματα, τα οποία αλληλοαποκλείονται νομικά και λογικά. Αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο επιδιώκει να αποτρέψει το άρθρ. 30 και υπό αυτή την έννοια είναι διάταξη ευρύτερη απ' αυτή του άρθρ. 29 περί εκκρεμοδικίας».

(ο τονισμός δικός μου)

 

Και παρακάτω στη σελ.554:

«. η συνάφεια κατά το άρθρο 30 Καν.Βρ Ια είναι μηχανισμός που αφορά στην ταυτόχρονη διαδικαστική εξέλιξη δύο παράλληλων δικών .»

Είναι με λίγα λόγια «ένας μηχανισμός συντονισμού των παράλληλων διαδικασιών με όμοιο περιεχόμενο, οι οποίες εκκρεμούν σε περισσότερα κράτη μέλη»  Προσοχή απαιτείται ως προς τις συνέπειες λειτουργίας τέτοιου μηχανισμού, αφού μόνο όταν συντρέχουν ειδικοί όροι της παραγράφου 2 του ΄Αρθρου 30, μπορεί το δεύτερο δικαστήριο να κηρύξει τον εαυτό του αναρμόδιο.   Δεν είναι η παρούσα τέτοια περίπτωση, ώστε να ισχύει το ΄Αρθρο 30(2).  Ισχύουν οι παράγρ.30 (1) και (3).  Συνεπώς, είναι σημαντικό να προσδιοριστεί η έννοια της «συνάφειας», η οποία είναι η έννοια κλειδί στο εν λόγω ΄Αρθρο.  Επί της έννοιας ασχολούνται οι εν λόγω συγγραφείς στο πιο πάνω Σύγγραμμα στη σελ.556, όπου αναφέρεται:

«Ο προσδιορισμός της έννοιας της συνάφειας έχει κεντρική σημασία.  ΄Αλλωστε, η ενεργοποίηση των εννόμων συνεπειών του άρθρ.30 εξαρτάται, κατά κανόνα, μόνο από την ύπαρξη δύο παράλληλων εκκρεμών δικών σε περισσότερα κράτη μέλη και τη συνδρομή συνάφειας μεταξύ τους, αφού, σε αντίθεση με το άρθρ.29, το άρθρ.30 δεν επιβάλλει την ύπαρξη άλλων προϋποθέσεων, ιδίως, μάλιστα, δεν επιβάλλει την ύπαρξη ταυτότητας υποκειμένων της δίκης»

 

Όπως επισημαίνεται στις Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Lenz, 16.9.93 στα πλαίσια εκδίκασης της υπόθεσης Οwens Bank Ltd v. Fulvio Bracco and Bracco Industria Chimica SPA, (Case C-129/92, [1994] E.C.R. 1-117), σκέψη 77:

«77. Είναι προφανές ότι η αναστολή της διαδικασίας εκ μέρους τον μεταγενεστέρως επιληφθέντος δικαστηρίού είναι τόσο περισσότερο επιβεβλημένη, όσο στενότερη είναι η συνάφεια των διαδικασιών στη συγκεκριμένη περίπτωση. 'Οταν στη διαδικασία πού εκκρεμεί ενώπιον του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου τα κρίσιμα ζητήματα είναι εν μέρει διαφορετικά, τότε ενδέχεται να ενδείκνυται η μη αναστολή της διαδικασίας ενώπιον του μεταγενεστέρως επιληφθέντος δικαστηρίου. Η απόφαση π.χ. ενός δικαστηρίου να μην αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία θα μπορούσε να είναι βάσιμη, εφόσον το σκεπτικό του θα ήταν ότι η διαδικασία αυτή αφορά μόνο τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και συνεπώς δεν υφίσταται ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. 'Οσο όμως περισσότερο συναφείς είναι οι διαδικασίες και όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να καταλήξουν τα δικαστήρια σε ασυμβίβαστα μεταξύ τους συμπεράσματα, τόσο πιθανότερο είναι ότι το μεταγενεστέρως επιληφθέν δικαστήριο θα αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 22».

 

Με βάση το ΄Αρθρο 30(1) του Κανονισμού, θεωρώ ότι πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

(α)  και τα δύο Δικαστήρια συμβαλλομένων κρατών έχουν διεθνή δικαιοδοσία (εν αντιθέσει με την εφαρμογή του ΄Αρθρου 31).

(β)  αφορούν τους ιδίους διαδίκους

(γ)  τα επίδικα θέματα και των δύο διαδικασιών να έχουν τέτοια συνάφεια ώστε να υπάρχει κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων.

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στο Σύγγραμμα  των  Layton/

Mercer, European Civil Practice, Volume 1, (2nd ed., 2004), όπου αναφέρεται στη σελ.798: «The principal emphasis of Art. 28 (το αντίστοιχο του παρόντος ΄Αρθρου 30) is on staying proceeding not on dismissing them».

(ο τονισμός δικός μου). 

 

Και επί του θέματος της άσκησης της διάκρισης ευχέρειας του δεύτερου Δικαστηρίου για αναστολή σχετικά είναι και τα ακόλουθα στις σελ.799-800:

"The court has a discretion under Art.28(1) to stay proceedings where a related action is pending. The court second seised must have jurisdiction to decide the case on its merits, because otherwise it would be required to decline jurisdiction by Art.25 or 26. By contrast with a dismissal under Art.28(2), a stay may be granted by the second court whether or not the first court has jurisdiction over both actions.  Because the second proceedings are only stayed, they may be revived in the event of the first court having the issues raised in the second action brought before it and deciding that it has no jurisdiction to entertain those issues.

Where these various conditions are fulfilled, it is clear from the wording that a stay lies within the discretion of the second court seised. It has been suggested with reference both to the passage from the Jenard Report and a passage from the Schlosser Report that "it is only true in a very limited sense that a court has a discretion whether or not to apply Article [28]". The court observed that it was doubtful whether it was correct to speak of a court having a discretion not to do something which by definition is "expedient" but it would be going too far to say that there was an obligation to stay. This approach would also appear to accord with the views of Advocate General Lenz in Owens Bank v Fulvio Braccο who stated that in cases of doubt it would be appropriate for the national court to stay its proceedings.

In the exercise of its discretion and within the limits of that discretion as discussed above, the court will, of course, weigh the relative advantages and disadvantages of a stay, and consider the extent to which the two actions are related".

(ο τονισμός δικός μου)

 

Η διακριτική πάντως εξουσία του Δικαστηρίου για αναστολή έχει χαρακτηρισθεί ευρεία (βλ. το Σύγγραμμα Αρβανιτάκη/Βασιλακάκη ανωτέρω σελ.561 και Fentiman, R, σε Μagnus and ManKowski, (επιμ.),  Brussels I Regulation - European Commentaries on Private International Law).

 

Είναι γεγονός ότι είναι παράξενο, υπό κανονικές συνθήκες, ο Ενάγων να επιδιώκει αναστολή της διαδικασίας.  Όμως η παρούσα υπόθεση δεν είναι μια συνήθης διαδικασία.  Ξεκίνησε μεν η αγωγή ως κατ΄επίκληση επικουρική, όμως μετά την αποτυχία του εντάλματος σύλληψης του πλοίου, οι εναγόμενοι επέλεξαν αυτή την εκκρεμή διαδικασία, παρά την δηλωμένη πρόθεση των Εναγόντων να την αποσύρουν, να καταχωρήσουν την κύρια αίτηση για αποζημιώσεις στα πλαίσια της οποίας και οι δύο διάδικοι κατέθεσαν πλήθος ισχυρισμών που σχετίζονται με την ουσία αλλά και πληθώρα θεμάτων που έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια αλλά και διεθνή χαρακτήρα (Ελλάδα, Παναμά, κ.ά.), με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αποκλεισθεί η πιθανότητα αντιφατικών - αν μη τι άλλο - ευρημάτων.

 

Τίθεται το εύλογο ερώτημα: Ποίος ο λόγος συμπερίληψης τόσων γεγονότων και λεπτομερειών στην αίτηση για αποζημίωση εάν αυτά είναι αδιάφορα;

 

Το εύλογο του αγώγιμου δικαιώματος δεν μπορεί να αποκλεισθεί ως παράγοντας, ο οποίος και θα πρέπει να εξεταστεί καθηκόντως, στα πλαίσια του ΄Αρθρου 32(3) του Ν.14/60, («πιθανή βάση για την έγερση της απαίτησής του»), το οποίο οι ίδιοι οι ενιστάμενοι επικαλούνται, αφού με βάση το ΄Αρθρο 32(ι) για να ασκηθεί η σχετική εξουσία του Δικαστηρίου, η ορατή πιθανότητα επιτυχίας είναι θεσμοθετημένη προϋπόθεση.

 

Συμφωνώ με τους ενιστάμενους πως εάν η εξέταση αφορούσε μόνο την επάρκεια των αποζημιώσεων (γ΄ προϋπόθεση), η διαφορά των διαδίκων επί της ουσίας δεν θα είχε χώρο για εξέταση.

 

Εδώ όμως ομιλούμε για την κυριότητα του ιδίου του Εναγόμενου πλοίου ως επηρεάζον σημείο του ευλόγου της απαίτησης, για την οποία οι δύο διαδικασίες είναι σχετικές, έστω και υπό διαφορετικό μανδύα (αγωγή και αίτηση για αποζημιώσεις).  (Βλ. Κernpunkttheorie des EuGH, ΔΕΕ 6.12.1994, Tatry, C-406/92, ΣυλλΝομολ.1994, I-5439, σκ.41).

 

Η προϋπόθεση της ύπαρξης διεθνούς δικαιοδοσίας υφίσταται με την εξαιρετική μορφή της αγωγής που σκοπό είχε μόνο την εξασφάλιση των ασφαλιστικών μέτρων, που απέτυχαν.  Γι΄αυτό προφανώς και το αίτημα απόσυρσης.  Δεν πρόκειται για παράλληλες θεραπείες ώστε η δικαιοδοσία δύο Δικαστηρίων να συγκρούεται και να ισχύουν τα ΄Αρθ.29 ή και 31.  Υπάρχει όμως πιθανότητα το εύρημα κυριότητας του πλοίου να επηρεάσει τα ευρήματα εκ του ΄Αρθ.32 του Ν.14/60 ώστε, βάσιμα να ομιλούμε για κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων.  Όπως ορθά επισημάνθηκε, το Δικαστήριο πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό στο χειρισμό της εκδίκασης της αίτησης για αποζημιώσεις, όμως τα θέματα αυτά «εισήλθαν», ας μου επιτραπεί ο όρος, στη διαδικασία από τους ίδιους τους διαδίκους και δεν μπορεί να αποκλειστεί, εφόσον σχετίζονται με ευρήματα βασιζόμενα στο άρθρο 32(3) του Ν.14/60, να δημιουργούν κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων.

 

Αναφορικά δε με την ευχέρεια του Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του άλλους σχετικούς παράγοντες, τονίζω πως δεν πρόκειται για απόρριψη της παρούσας διαδικασίας.  Πρόκειται για μια προσωρινή αναστολή.  Επίσης λαμβάνω υπόψη ότι η απόφαση στην ελλαδική αγωγή έχει ήδη επιφυλαχθεί.  Δεν έχω πεισθεί πως μπορεί η έκδοση της απόφασης να χρειαστεί τόσο χρόνο, όσο επικαλούνται οι ενιστάμενοι.  ΄Αλλωστε, η διαταγή αναστολής καλύπτει μόνο την πρωτόδικη έκδοση της απόφασης - όχι την τυχόν έκδοση απόφασης του Εφετείου.   Ούτε θεωρώ πως η παρούσα αίτηση έγινε τόσο καθυστερημένα ώστε να της αποδίδεται κακοπιστία ή να πρέπει να οδηγήσει σε αποστέρηση του δικαιώματος που προβλέπει ο ίδιος ο Κανονισμός.  Ούτε δημιουργείται βλάβη στους ενιστάμενους, αφού η ακρόαση της αίτησης αποζημίωσης δεν προωθήθηκε μέχρι τώρα προς εκδίκαση από δικονομικές ενέργειες των ιδίων των διαδίκων.  Η δε δοθείσα χρηματική εγγύηση από τους ενάγοντες παραμένει.

 

Υπό τις παρούσες συνθήκες θεωρώ ότι θα πρέπει να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια υπέρ του αιτήματος και εκδίδεται διάταγμα αναστολής της διαδικασίας που αφορά την εκδίκαση της αίτησης για αποζημιώσεις και ή οποιουδήποτε άλλου διαβήματος στην παρούσα αγωγή, μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης στην ελλαδική αγωγή, ως περιγράφεται στο παρακλητικό Α΄ της παρούσας αίτησης.   Εκδίδεται επίσης το παρακλητικό Β΄, νοουμένου η αίτηση επαναορισμού σχετίζεται με τη διαδικασία της ελλαδικής αγωγής και την εξέλιξη αυτής.

 

΄Εχοντας υπόψη την ιδιομορφία της αίτησης και τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης ενόψει και της συνάφειας με την ελλαδική αγωγή, η οποία εκκρεμεί, θεωρώ ότι η δέουσα αντιμετώπιση ως προς τα έξοδα είναι να μη εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή και ο κάθε διάδικος να είναι υπόλογος για τα δικά του έξοδα.

                                                                   Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου,

Δ.



[1] 32(3) Εάv ήθελε φαvή εις τo δικαστήριov ότι oιovδήπoτε εκδoθέv απαγoρευτικόv διάταγμα δυvάμει τoυ εδαφίoυ (1) εβασίσθη επί αvεπαρκώv λόγωv, ή εάν η απαίτηση του αιτητή με αίτηση του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα αποτύχει ή έχει εκδοθεί απόφαση εναντιόν του συνεπεία παραλείψεως ή άλλως και φανεί στο δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της απαίτησής του, το δικαστήριο δύναται, εάν νομίζει τούτο πρέπον, με αίτηση του διαδίκου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα να διατάξει την καταβολή σ'  αυτόν εύλογης αποζημίωσης για τις δαπάνες και τηv βλάβηv ήτις πρoσεγέvετo εις αυτό διά της εκτελέσεως τoυ διατάγματoς.

(η υπογράμμιση δική μου)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο