ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2023:12
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8/2022)
16 Μαρτίου, 2023
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
Β. Φ.
Εφεσείων,
ν.
Ε. Α.
Εφεσίβλητης.
---------
Κα Ν. Παπαμιχαήλ για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου LLC, για τον εφεσείοντα
Κα Κ. Γεωργιάδου για Δ. & Λ. Γεωργιάδη & Σία ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη
-------------------
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Δ. Σωκράτους, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι, με το γάμο τους να έχει τελεστεί στις 6/7/1997. Απέκτησαν ένα τέκνο, ενήλικο, κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης. Επήλθε διάσταση στις σχέσεις τους την 1/4/2012. Η διάλυση του γάμου τους η οποία επήλθε στις 22/10/2012, επέφερε διαφωνίες και προστριβές, μεταξύ των οποίων, περιουσιακές διαφορές. Για καθορισμό των μεταξύ τους διαφορών, ο εφεσείων καταχώρησε την Αίτηση με αρ. 104/2015 Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών, αιτούμενος το ½ μερίδιο επί τριών ακινήτων τα οποία ήσαν εγγεγραμμένα επ' ονόματι της εφεσίβλητης ήτοι: κατοικία στην Ευρύχου, διαμέρισμα στο Στρόβολο και διαμέρισμα στην Τάλα στην Πάφο. Διαζευκτικά αξίωνε την καταβολή ποσού 400.000. Διεκδικούσε επίσης το ½ μερίδιο του εξοπλισμού και της επίπλωσης των ανωτέρω ακινήτων, το ½ μερίδιο ενός οχήματος ΒΜW και ποσό 29.400, το οποίο αντιστοιχεί στο μερίδιο του επί των ενοικίων του διαμερίσματος στο Στρόβολο για τη χρονική περίοδο από τον Ιούνιο 2007 μέχρι την καταχώρηση της Αίτησης (16/10/2015).
Η εφεσίβλητη όχι μόνο αμφισβήτησε την αξίωση του εφεσείοντα αλλά ήγειρε ανταπαίτηση, διεκδικώντας επί της περιουσίας του: το ½ μερίδιο ανώγειας κατοικίας στη Γαλάτα, το 1/3 μερίδιο σε κατάστημα στην ενορία Τρυπιώτου στη Λευκωσία και το 1/3 μερίδιο πλινθόκτιστης κατοικίας στη Γαλάτα. Διαζευκτικά αξίωνε ποσό 450.000. Διεκδικούσε επίσης το 1/2 μερίδιο της επίπλωσης και του εξοπλισμού των ανωτέρω ακινήτων και ένα όχημα Mercedes ή διαζευκτικά ποσό 20.000.
Ήταν αποδεκτό πως η συζυγική κατοικία ανεγέρθηκε μετά το γάμο των διαδίκων επί ακινήτου στην Ευρύχου, το οποίο μεταβιβάστηκε επ' ονόματι της εφεσίβλητης διά δωρεάς από τους γονείς της και υπήρξε εύρημα, χωρίς αυτό να εφεσιβληθεί πως το διαμέρισμα στην Τάλα αγοράστηκε από την αδελφή της εφεσίβλητης, χωρίς η μαρτυρία που δόθηκε επί του προκειμένου να αμφισβητηθεί από τον εφεσείοντα. Αποδεκτό ήταν επίσης ότι το διαμέρισμα στο Στρόβολο, αποκτήθηκε μετά το γάμο των διαδίκων και το τίμημα για την αγορά του, καταβαλλόταν από δάνειο το οποίο συνήψε η εφεσίβλητη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως ο εφεσείων δεν απέδειξε την αξία των επιδίκων ακινήτων στο χρόνο της διάστασης, ώστε να εξακριβωθεί η αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης. Απέτυχε επίσης να αποδείξει αύξηση της αξίας του εξοπλισμού και της επίπλωσης, όπως και των υπολοίπων κινητών. Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων απέρριψε την αξίωση του εφεσείοντα.
Σε σχέση με την ανταπαίτηση, έκρινε ότι υπήρξε ανάλογη παράλειψη, ήτοι η μη προσκόμιση μαρτυρίας ως προς την αξία των ακινήτων του εφεσείοντα, καθώς και της κινητής περιουσίας ώστε να δημιουργείται η υποχρέωση για εξέταση συνεισφοράς και το ύψος αυτής.
Εν κατακλείδι απέρριψε τόσο την Απαίτηση όσο και την Ανταπαίτηση.
Έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης άσκησε μόνον ο εφεσείων, ο οποίος προτάσσει οκτώ λόγους, προσβάλλοντας όλα τα πρωτόδικα ευρήματα.
Προτού ασχοληθούμε με την εξέταση των εγειρομένων λόγων έφεσης, υπενθυμίζουμε το νομικό πλαίσιο που καθορίζει την κρινόμενη περίπτωση, όπως αυτό προδιαγράφεται από το ’ρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν. 232/91 (στο εξής ο Νόμος), και ερμηνεύτηκε από τη Νομολογία.
«Αξίωση συμμετοχής σε περιουσία.
14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες».
Οι έννοιες «περιουσία» και «συνεισφορά» εξηγούνται στο άρθρο 2 του ιδίου Νόμου ως εξής:
«περιουσία» ση΅αίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γά΅ο ΅ε την προοπτική του γά΅ου ή οποτεδήποτε ΅ετά τη σύναψη του γά΅ου από οποιοδήποτε από τους συζύγους.
«συνεισφορά» ση΅αίνει την οποιασδήποτε ΅ορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δη΅ιουργία περιουσίας και περιλα΅βάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των ΅ελών της οικογένειας."
Tα άρθρα αυτά έτυχαν πλούσιας νομολογιακής επεξεργασίας, όπως στις υποθέσεις Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 179, Βαρνάβα ν. Καλλιτσιώνη, (2014) 1 ΑΑΔ 1271, ECLI:CY:DOD:2014:12, καθώς και σε άλλες.
Στην ως άνω υπόθεση Ορφανίδη αναφέρθηκε ότι το κριτήριο για απόκτηση μεριδίου με βάση το ως άνω άρθρο είναι αντικειμενικό και είναι εκείνο της συνεισφοράς. Πρέπει δε να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις (α) η διάσταση στη σχέση, (β) η διαπίστωση της αύξησης της περιουσίας του ενός συζύγου και (γ) η συνεισφορά του άλλου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του πρώτου, η προέλευση της αύξησης και η συνάρτηση της με τη συνεισφορά του έτερου των συζύγων στην πραγμάτωσή της, όπως χαρακτηριστικά τίθεται στην Ορφανίδη.
Στην υπόθεση Κυριάκου ν. Παυλιντήρη (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 1867, 1873, έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:
«Στην υπόθεση Παπαϊωάννου κ.ά. v. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1(Α) 656, συζητήθηκε σε έκταση, από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η έννοια του όρου συνεισφορά, όπως αυτή ρυθμίζεται στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, του 1991, Ν. 232/91, («ο Νόμος») και ιδιαιτέρως η προσπάθεια φιλελεύθερης ερμηνείας των διατάξεων του παρόντος νόμου που στόχο έχουν την παροχή αφενός μεν θεραπείας προς ένα διάδικο και την παράλληλη επιδίωξη περιορισμού της βλάβης που μπορεί να υποστεί ο έτερος σύζυγος ως αποτέλεσμα της διακοπής της εγγάμου σχέσης, στη διάρκεια της οποίας αποκτήθηκε περιουσία ή επήλθε επαύξηση της. Στην ίδια διάταξη του νόμου και αναφερόμαστε στο εδάφιο 3 του ’ρθρου 14 η αυτοτέλεια της περιουσίας των συζύγων διατηρείται. Ταυτοχρόνως, με βάση το ’ρθρο 16 λαμβάνεται μεν υπόψη κατά την επιδίκαση του ποσού η παραχωρηθείσα δωρεά, αλλά όπως τονίστηκε στην υπόθεση Παπαϊωάννου κατά τον συνυπολογισμό των δωρεών που έγιναν κατά τη διάρκεια του γάμου η κυριότητα των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων διατηρείται από το δωρεοδόχο. Είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων που λαμβάνεται υπόψη ευθέως, για τον προσδιορισμό της αξίωσης του ενός των συζύγων έναντι του άλλου. Στο σημείο αυτό παρεμβάλλουμε το γεγονός ότι υπάρχει ήδη μεταβίβαση του ½ μεριδίου του ακινήτου στην εφεσείουσα πριν από τη διάσταση. Η όλη φιλοσοφία του Νόμου, όπως ερμηνεύτηκε σε σειρά αποφάσεων και αναφερόμαστε στην υπόθεση Ορφανίδης v. Ορφανίδη (1998) 1(Α) 179 και Παπαϊωάννου (που αναφέραμε πιο πάνω), είναι ότι η αξίωση για ύπαρξη συνεισφοράς δεν αγγίζει την ιδιοκτησία του επιμέρους περιουσιακού στοιχείου αλλά είναι μια ενοχική αξίωση».
Στη Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2005) 1(Β) ΑΑΔ 1033 τονίστηκε πως:
«Η αύξηση της περιουσίας υπολογίζεται στη βάση της διαφοράς της αξίας της κατά το χρόνο του διαζυγίου ή της διάστασης και της αξίας που είχε όταν αποκτήθηκε. Στη διαπίστωση αυτής της αξίας λαμβάνονται βεβαίως υπόψη και οι οικονομικές υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη της»
(M.T. v. M.A. Εφ. Αρ. 40/2018 ημερ. 20/10/2021)
Οι λόγοι έφεσης άπτονται ακριβώς της εφαρμογής του νομικού πλαισίου και της νομολογίας την οποία ο εφεσείων θεωρεί πως εφαρμόστηκε κατ' εσφαλμένο τρόπο, στην κρινόμενη περίπτωση. Γι' αυτό, πλην των λόγων τρία τέσσερα και οκτώ, οι οποίοι, προσβάλλουν την γενόμενη αξιολόγηση της μαρτυρίας, οι υπόλοιποι ως επάλληλοι και αλληλένδετοι, εξετάζονται μαζί.
Κρίνουμε όμως σκόπιμο να εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης που άπτονται του ζητήματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΑ4, εκτιμητή ακινήτων, καθόσον είναι ουσιαστικής σημασίας η μαρτυρία του, ως αφορώσα την αξία των επιδίκων ακινήτων της εφεσίβλητης.
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή πως το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός σε περιπτώσεις όπου τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντιφατικά με άλλα ευρήματα του ίδιου Δικαστηρίου. (Α.Α. Pilottos Ltd v. Cyprus Petroleum Refinery Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 90/2013, ημερ. 19/10/21). Δυνατότητα ανατροπής αξιοπιστίας μάρτυρα υπάρχει όταν ευρήματα είναι «εξ αντικειμένου ανυπόστατα» (Ludwing Bauer ν. Διογένη Ηροδότου & Υιοί Λίμιτεδ (1994) 1 ΑΑΔ 325).
Ο Μ.Α.4 προσφέρθηκε ως εμπειρογνώμονας και το Δικαστήριο τον αποδέχτηκε ως τέτοιο. Όφειλε, ενόψει της εν λόγω ιδιότητας του, να προσφέρει τέτοια μαρτυρία και στοιχεία τα οποία να βοηθήσουν το Δικαστήριο να αποκτήσει μια εικόνα της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων, καταβάλλοντας την αναγκαία υπό τις περιστάσεις δεξιότητα και γνώση.
Ο ΜΑ4, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, απέτυχε να προσφέρει μια αξιόπιστη εκτίμηση αφού, ετοίμασε αυτή, επιθεωρώντας τα επίδικα ακίνητα από την εξωτερική τους πλευρά, χωρίς να επιθεωρήσει το εσωτερικό τους και διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την κατάσταση τους. Βασίστηκε στις πληροφορίες που του έδωσε ο εφεσείων και όχι στις δικές του διαπιστώσεις. Ο τρόπος ετοιμασίας της εκτίμησης και κατ' επέκταση της μαρτυρίας του ΜΑ4 ήταν βασισμένος σε πληροφορίες και περιείχε εικασίες και υποθέσεις τόσο για την κατάσταση των ακινήτων όσο και των υλικών κατασκευής τους. Ο ίδιος δε, είχε παραδεχθεί αντεξεταζόμενος πως όντως, η εσωτερική κατάσταση των ακινήτων (την οποίαν δεν επιθεώρησε) θα διαφοροποιούσε την τιμή εκτίμησης αφού επηρεάζει την αξία του ακινήτου. Ορθά επισημαίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο πως «η μαρτυρία δεν μπορεί να βασίζεται σε «υποθέσεις» όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, αλλά σε πραγματικά δεδομένα του υπό εκτίμηση ακινήτου ώστε να μπορούν να διαπιστωθούν.βάσιμα και ασφαλή συμπεράσματα.»
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης τρία και τέσσερα απορρίπτονται, συμπαρασύροντας και τον όγδοο, ο οποίος επίσης πραγματεύεται τη βαρύτητα της προσφερθείσας μαρτυρίας, κυρίως του ΜΑ4.
Όπως ανωτέρω καταγράψαμε, ο/ή σύζυγος δικαιούται συνεισφορά στην επαύξηση της περιουσίας του ετέρου των συζύγων εφόσον αυτή αποδειχθεί όπως από τη νομολογία προσδιορίζεται, στη διαφορά της αξίας αυτής κατά το γάμο ή νωρίτερα επί τη προοπτική του γάμου και κατά τη διάσταση. Ο αιτών σύζυγος δεν δικαιούται σε επιστροφή χρημάτων που τυχόν δαπάνησε για την περιουσία του καθ' ου η αίτηση, ωσάν να προέβει σε δανεισμό, αλλά σε μερίδιο στη βάση της συνεισφοράς του στην αποδειχθείσα επαύξηση.
Στην κρινόμενη περίπτωση, με δεδομένη τη μη απόδειξη της αξίας της περιουσίας της εφεσίβλητης κατά τη διάσταση, δεν ήταν δυνατός ο προσδιορισμός της επαύξησης και κατ' επέκταση του ύψους της συνεισφοράς του εφεσείοντα. Πέραν της μη αποδοχής της μαρτυρίας του ΜΕ4 για την αξία των επίδικων ακινήτων, δεν υπήρχε άλλη διαθέσιμη αποδεκτή μαρτυρία, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει την αναγκαία βάση για καθορισμό της αξίας της επαύξησης.
Ελλείψει των απαραίτητων ως άνω δεδομένων, ήταν αναπόφευκτη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «αφού ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει το πρώτο ζητούμενο την εξακρίβωση της αύξησης της περιουσίας της καθ'ης η αίτηση δεν εξετάζεται το δεύτερο ζητούμενο, κατά πόσο συνεισέφερε στην αύξηση και στη συνέχεια δεν καθορίζεται το τρίτο ζητούμενο, το ύψος της συνεισφοράς.»
Ούτε ήταν συνετό ή εύλογο να επιδικάσει, όπως εισηγείται ο εφεσείων, το αξιούμενο 1/3 επί της περιουσίας, αφού απουσίαζε η απόδειξη της επαύξησης, ουσιαστικό στοιχείο για τον προσδιορισμό και επιδίκαση οπουδήποτε ποσοστού επί της συζυγικής περιουσίας.
Κάποια διαφοροποίηση των δεδομένων παρατηρείται αναφορικά με το διαμέρισμα στο Στρόβολο το οποίο αγοράστηκε από την εφεσίβλητη (και όχι και από τους δύο διαδίκους όπως ισχυριζόταν ο εφεσείων, τεκμ. 31) μετά το γάμο και κατά τη διάρκεια της συμβίωσης τους και συνεπώς η οποιαδήποτε αξία του αποτελεί επαύξηση στην περιουσία της, αφαιρουμένων βεβαίως των οικονομικών της υποχρεώσεων (πχ. δάνειο). Η αξία αυτή κατά τη διάσταση δεν έχει αποδειχθεί, όπως ανωτέρω αναφέραμε.
Έχουμε προβληματιστεί κατά πόσον ενδείκνυται η έκδοση διαταγής για εγγραφή του τεκμαρτού εκ του Νόμου μεριδίου του 1/3 επί του ακινήτου επ' ονόματι του εφεσείοντα. Έχοντας κατά νου πως ο όρος συνεισφορά δεν περιλαμβάνει μόνον την άμεση χρηματική εισφορά, αλλά εμπεριέχει την οποιαδήποτε εισφορά του ετέρου των συζύγων στην κοινή διαβίωση και γενικότερα στην κοινή οικογενειακή ζωή, μπορεί να θεωρηθεί και δεν αμφισβήτησε ότι υπό αυτή την έννοια υπήρξε συνεισφορά του εφεσείοντα. ([ ] Μαθηκολώνη-Πουργουρίδου ν. [ ] Σαββίδη και [ ] Σαββίδης ν. [ ] Μαθηκολώνη-Πουργουρίδου, Εφ. Αρ. 2/2019 και 3/2019 ημερ. 20/12/2021). Όμως: Είναι αποδεκτό πως για την αγορά του διαμερίσματος, προέβη σε δανεισμό ΛΚ 60.000 η εφεσίβλητη και όπως ο ίδιος ο εφεσείων αποδέκτηκε δικογραφώντας σχετικό ισχυρισμό, οι δόσεις για το δάνειο καταβάλλονταν από την εφεσίβλητη. Δεν προσφέρθηκε μαρτυρία για το υπόλοιπο του δανείου και για το εμπράγματο βάρος επί του ακινήτου, ήτοι εάν υφίσταται ή όχι, με αποτέλεσμα, το εγχείρημα να καθίσταται αδύνατο. Κυρίως όμως, δεν προβλήθηκε λόγος έφεσης ο οποίος να εγείρει ζήτημα λανθασμένης κρίσης του Δικαστηρίου για μη μεταβίβαση. Αντίθετα οι λόγοι έφεσης προέβαλλαν τη δυνατότητα χρηματικής απόδοσης του μεριδίου της επαύξησης θεωρώντας ότι το Δικαστήριο είχε όλες τις απαραίτητες τιμές ενώπιον του, με τη μαρτυρία του ΜΑ4. Κάτι που έχουμε ήδη απορρίψει.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ εφεσίβλητης και εναντίον εφεσείοντα ύψους 2.500, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/Κας