ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2023:10
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 7/2022)
13 Μαρτίου 2023
[ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
Λ. Μ.,
Εφεσείοντα,
ν.
Ε. Μ. Ι.,
Εφεσίβλητης.
____________________
M. Χατζηκωνσταντή (κα), για τον Εφεσείοντα.
Ν. Νικολάου, για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλει την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για μείωση του ποσού της διατροφής που είχε διαταχτεί να καταβάλλει προς την Εφεσίβλητη, πρώην σύζυγο του, για τη διατροφή των δύο παιδιών τους. Είχε το 2009 εκδοθεί εκ συμφώνου διάταγμα για το ποσό των €450 μηνιαία, το οποίο το 2015, στα πλαίσια διαδικασίας για την έκδοση φυλακιστήριου εναντίον του Εφεσείοντα, συμφωνήθηκε να λάβει την αύξηση του 10% και να αυξηθεί στα €495.[1] Με την αίτηση του επεδίωξε όπως το ποσό μειωθεί στα €350.
Τα παιδιά των διαδίκων ήταν ηλικίας πέντε και δύο χρόνων κατά την έκδοση του αρχικού διατάγματος και δεκατεσσάρων και έντεκα αντίστοιχα, κατά την καταχώριση της Αίτησης. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι το μεγαλύτερο παιδί ενηλικιώθηκε τον Ιούλιο του 2022 και τα μέρη μας πληροφόρησαν ότι ο Εφεσείων δεν πληρώνει πλέον διατροφή για το παιδί αυτό.
Η αίτηση του Εφεσείοντα εδραζόταν στην προβαλλόμενη μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας από το 2017, όταν πωλήθηκε η επιχείρηση στην οποία εργαζόταν και εργοδοτήθηκε σε άλλη εταιρεία με λιγότερο μισθό, σε συνδυασμό με την αύξηση των υποχρεώσεων του, στη βάση ότι αγόρασε διαμέρισμα και πληρώνει δόση €362 το μήνα.
Στην Χριστοδουλίδου ν. Πολυβίου, Έφ. Αρ.27/2020, ημερ.15.12.2021, είχαμε συνοψίσει τις βασικές παραμέτρους που διέπουν την τροποποίηση διατάγματος διατροφής, αναφέροντας ότι:
«Σύμφωνα με το Άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/1990), οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, ενώ το Άρθρο 38 του ιδίου νόμου προνοεί ότι: «(1) Αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή μεταβλήθηκαν οι όροι της, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του ή και να διατάξει τον τερματισμό της διατροφής». Στην Αντρέου ν. Τσίρου, Έφ. Αρ.16/2013, ημερ.21.12.2016, αναφέρθηκε ότι η νομολογία έχει καθορίσει ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος και πως: «Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα». Ο αιτητής έχει το βάρος απόδειξης ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής έχουν μεταβληθεί ούτως ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του (βλ. ακόμα Μέγας ν. Kvasnikova, Αρ. Έφ. 26/2019, ημερ.10.7.2020 και Πετρή ν. Γρηγοριάδου Αρ. Έφ. 28/2019, ημερ.4.6.2021, ECLI:CY:DOD:2021:13). Στην Σ.Κ. ν. Ε.Ζ., Αρ. Έφ.39/2016, ημερ.5.3.2020, ECLI:CY:DOD:2020:9, αναφέρθηκε ότι ο αιτητής είχε υποχρέωση να καταδείξει τις περιστάσεις εκείνες οι οποίες μεσολάβησαν από την έκδοση του διατάγματος και δικαιολογούσαν την τροποποίηση του, αναλόγως. Δεν ήταν, όμως, συγχρόνως, αναγκαίο να αποδειχθούν οι περιστάσεις που οδήγησαν, αρχικά, στην έκδοσή του, δεδομένου, μάλιστα, ότι αυτό είχε εκδοθεί εκ συμφώνου.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από την έκδοση του αρχικού διατάγματος τα εισοδήματα του Εφεσείοντα από την εργασία του είχαν μικρή μείωση, ενώ οι οικονομικές του υποχρεώσεις είχαν αυξηθεί γιατί είχε αγοράσει διαμέρισμα και πλήρωνε δόση €362 μηνιαία. Τις διαπιστώσεις του αυτές συγκέρασε με το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη είχε αποκτήσει ακόμη δύο παιδιά με τον νυν σύζυγο της και είχε ανάλογες υποχρεώσεις για τη διατροφή και αυτών των παιδιών, για να καταλήξει στην απόρριψη της αίτησης.
Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται η επιμέρους κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μείωση των εισοδημάτων του Εφεσείοντα ήταν ελάχιστη και δεν δικαιολογούσε τη μείωση του ποσού της διατροφής. Κατά τον Εφεσείοντα, η μαρτυρία καταδείκνυε ότι το μηνιαίο εισόδημα του κατά την έκδοση του διατάγματος ήταν €1.222, το 2018 κατά τη καταχώριση της Αίτησης €885,58 και το 2019 €791, και υποστηρίχτηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προβεί σε ανάλογο εύρημα.
Τα ποσά στα οποία αναφέρεται ο Εφεσείων είναι αυτά που προκύπτουν από τις καταστάσεις αποδοχών ασφαλισμένων που παρουσίασε κατά τη δίκη. Υπήρχαν όμως και τα πιστοποιητικά αποδοχών από το Τμήμα Φορολογίας, που έδειχναν ότι τα πραγματικά του εισοδήματα από την εργασία του το 2018 ήταν €1.200 το μήνα και το 2019 €1.250 το μήνα, για τους μήνες που εργαζόταν, κάτι που το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε. Σημείωσε ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι από την έναρξη της νέας εργοδότησης του το 2017 παρουσιαζόταν αύξηση του μηνιαίου εισοδήματος του. Ο Εφεσείων λάμβανε και επιδόματα, αναπηρίας και ανεργιακό, που όμως δεν διαφοροποιούσαν τα συγκρινόμενα οικονομικά του δεδομένα, αφού τα λάμβανε και το 2008, που επίσης εργοδοτείτο εποχιακά και είχε το πρόβλημα αναπηρίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε προβεί σε εύρημα ότι το μηνιαίο εισόδημα του Εφεσείοντα κατά την καταχώριση της αίτησης ήταν €885,58 και κατά το 2019 €791, όπως του αποδίδεται από τον Εφεσείοντα. Αναφέρθηκε στο περιεχόμενο των καταστάσεων αποδοχών ασφαλισμένων που παρουσιάστηκαν, όπως και σε όλα τα άλλα στοιχεία. Προέκυπτε ότι το 2008 ο Εφεσείων είχε εργαστεί για οκτώ μήνες λαμβάνοντας συνολικά €9.600, που διαιρούμενο με το 12 απολήγει σε €918,91 το μήνα κατά μέσο όρο.
Καθίστατο πρόδηλο ότι η μείωση στο εισόδημα του Εφεσείοντα από την εργασία του ήταν ουσιαστική και ακόμη και με την προσθήκη των ποσών των επιδομάτων, η αναλογική μείωση στα συνολικά του εισοδήματα από την έκδοση του διατάγματος μέχρι την καταχώριση της αίτησης δεν ήταν ελάχιστη ή μικρή, όπως χαρακτηρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ωστόσο, η ουσία του λόγου έφεσης 1 αφορά στο κατά πόσο, ως εκ της μείωσης των εισοδημάτων του Εφεσείοντα, δικαιολογείτο η μείωση του ποσού της διατροφής, που παραπέμπει στο λόγο έφεσης 2 με τον οποίο ο Εφεσείων επικαλείται ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για να μειωθεί το ποσό. Η αιτιολογία του λόγου αυτού αγγίζει και τις τρεις παραμέτρους που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της διατροφής παιδιών. Απέδειξε, αναφέρει ο Εφεσείοντας ότι τα εισοδήματα του είχαν μειωθεί ουσιαστικά. Περαιτέρω, σημειώνει, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη του ότι κατά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης, η εισοδηματική ικανότητα της Εφεσίβλητης είχε αυξηθεί. Και τέλος, επικαλείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένο εύρημα ότι δεν υπήρξε μείωση στα έξοδα των παιδιών.
Καθ΄ όσον αφορά την εισοδηματική ικανότητα της Εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά παρατήρησε ότι ο Εφεσείων δεν είχε δικογραφήσει ισχυρισμό ότι αυτή αυξήθηκε, περιοριζόμενος στη θέση ότι οι μηνιαίες απολαβές της, κατά την καταχώριση της Αίτησης, ανέρχονταν σε συγκεκριμένο ποσό.
Ζήτημα αναφορικά με τα εισοδήματα της Εφεσίβλητης εγειρόταν στην ανταπαίτηση της για αύξηση του ποσού της διατροφής και στα πλαίσια εξέτασης της το Δικαστήριο δεν είχε αποδεχτεί τη θέση της ότι είχαν μειωθεί. Η Εφεσίβλητη είχε αύξηση στο μισθό της από το 2008 μέχρι και το 2018, αλλά το 2019 προσχώρησε σε πρόγραμμα εθελούσιας αποχώρησης από την τράπεζα στην οποία εργαζόταν, λαμβάνοντας αποζημίωση και παραμένοντας άνεργη για ένα χρόνο, προτού αναλάβει νέα εργασία με μικρότερο μισθό. Σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αποζημίωση που έλαβε ήταν €80.000, όπως και ότι €30.000 κατέβαλε η ίδια στον Εφεσείοντα προς διευθέτηση των περιουσιακών τους διαφορών.
Καθ΄ όσον αφορά στα έξοδα των παιδιών, διαπιστώνουμε ότι ο Εφεσείων δεν είχε εγείρει ζήτημα μείωσης τους. Είναι, και πάλι, στα πλαίσια της ανταπαίτησης της Εφεσίβλητης που το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία που η τελευταία προσκόμισε, για να καταλήξει ότι δεν είχε αποδειχτεί αύξηση των εξόδων τους.
Παραμένει το γεγονός ότι υπήρχε μείωση του εισοδήματος του Εφεσείοντα. Σε σχέση με τη δόση του δανείου του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι προσέγγισε θετικά την προσπάθεια του να αποκτήσει δική του στέγη, σημείωσε ότι ως θέμα αρχής η υποχρέωση κάποιου για τη διατροφή των παιδιών του προηγείται άλλων υποχρεώσεων του (Σ.Κ. και Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1418, 1422).
Σε σχέση με την αναφορά στη Σ.Κ. ότι δεν είναι αναγκαίο να αποδεικνύονται οι περιστάσεις που οδήγησαν στην έκδοση του αρχικού διατάγματος, είχαμε σχολιάσει στην Λ.Μ. ν. Γ.Τ., Έφ. Αρ.22/2021, ημερ.23.6.2022, ότι:
« . αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αναφύονται δυσκολίες, όταν τα δεδομένα στη βάση των οποίων εκδόθηκε το αρχικό διάταγμα δεν έχουν καταγραφεί, πολύ περισσότερο όταν παραμένουν αδιευκρίνιστα ή και αμφισβητούμενα. Σε γενικές γραμμές, το ποσό του διατάγματος διατροφής παιδιού, προκύπτει από την επεξεργασία τριών στοιχείων. Των αναγκών του παιδιού και των οικονομικών δυνατοτήτων των γονέων του ξεχωριστά. Απαιτείται να έχει μεταβληθεί τουλάχιστο ένα στοιχείο για να δικαιολογείται η τροποποίηση του διατάγματος διατροφής του. Αλλά κι' έτσι, υπάρχουν δυσκολίες, γιατί και στο πιο απλό παράδειγμα όπου τα εισοδήματα του γονέα που καταβάλλει διατροφή έχουν μειωθεί, είναι η νέα αναλογία τους προς το αναλλοίωτο εισόδημα του άλλου γονέα που θα καθορίσει το νέο ποσό και τη σχετική μείωση.»
Στην προκειμένη περίπτωση, τα έξοδα των παιδιών θεωρούνται ότι δεν είχαν μεταβληθεί, ωστόσο δεν υπάρχει καμιά ένδειξη πόσα ήταν και τι μέρος τους καλυπτόταν από το ποσό που πλήρωνε ο Εφεσείων.
Δοθέντος ότι μειώθηκε το εισόδημα του Εφεσείοντα, θα μπορούσε δυνητικά να δικαιολογηθεί η μείωση του ποσού της διατροφής. Εφόσον οι ανάγκες των παιδιών παρέμεναν αναλλοίωτες, η Εφεσίβλητη θα μπορούσε να επωμιστεί επιπρόσθετο οικονομικό βάρος. Είχε όμως και αυτή νέες υποχρεώσεις σε σχέση με τα δύο παιδιά που απέκτησε με το νυν σύζυγο της, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο (Eleni Elizabeth Georghiou Antoniou etc. v. Georghios Antoniou or Georghios Antoniou Zacharia (1969) 1 C.L.R. 307, 321, Δημητρίου, 1422 και Πετρή ν. Γρηγοριάδου, Έφ. Αρ.28/2019, ημερ.4.6.2021).
Κρίνουμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι μεταβολές στις συνθήκες που αφορούσαν τον Εφεσείοντα και την Εφεσίβλητη, που είχαν την υποχρέωση διατροφής των παιδιών τους, ουσιαστικά εξουδετερώνονταν, ήταν καλοζυγισμένη και δικαιολογημένη, εν όψει των δεδομένων που είχαν τεθεί ενώπιον του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης και το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε ήταν ορθό και δίκαιο. Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 3 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «λανθασμένα θεώρησε ότι η μεταβολή των εισοδημάτων και υποχρεώσεων του [Εφεσείοντα] συναρτώνται με την αυτόματη αύξηση του 10% και δεν δικαιούται σε οποιαδήποτε μείωση».
Ο λόγος δεν ευσταθεί. Ό,τι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποδείξει, μετά την κατάληξη του που σφράγισε και την τύχη της αίτησης, «εκ του περισσού» όπως κατέγραψε, ήταν ότι μόνο μια φορά είχε εφαρμοστεί η αυτόματη αύξηση, προφανώς για να υποδείξει στον Εφεσείοντα ότι το ποσό θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερο. Η υπόδειξη δεν ήταν μέρος του λόγου της απόφασης. Επομένως, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 3.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται €500 έξοδα της έφεσης υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
[1] Ο περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος του 1990, Ν.216/1990, όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν.68(Ι)/2008, προβλέπει στο Άρθρο 38 ότι: «(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών: Νοείται ότι, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης του υπόχρεου διατροφής, να διατάξει όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση και/ή το ύψος αυτής περιοριστεί. . »